Τον κόσμο ανέκαθεν τον άλλαζαν οι επαναστάσεις. Τη φωτιά σε στενά μυαλά και σε «πισινούς» βολεμένους στη συνήθεια τη βάζουν οι επαναστάτες. Αλλά το ρόλο του καντηλανάφτη της αλλαγής των ιδεών και της διατήρησης της φωτιάς αναμμένης, τον αναλαμβάνει η τέχνη. Οι επαναστάσεις δεν ξεχνιούνται κι ούτε πεθαίνουν. Αλλά το μεγάλο «μπαμ» της επανάστασης δεν αρκεί πάντα για να «ξεπαγώσει» νοοτροπίες αιώνων.
Η λατινική παροιμία λέει “scripta manent”. Κι αν την εποχή εκείνη «μένανε» μόνο τα scripta σήμερα έχουμε κι άλλο όπλο πιστό στο «ξεπάγωμα» νοοτροπιών, τον κινηματογράφο.
Το 2017 στην άλλη όχθη του Ατλαντικού και δη στο «λαμπερό» κόσμο του Χόλιγουντ αποκαλύφθηκε μια ομερτά σεξουαλικής παρενόχλησης και συστηματικής αποσιώπησης της στο βωμό της εκάστοτε αντρικής εξουσίας. Πολλά ειπώθηκαν και για κυνήγι μαγισσών και για κύματα νέο-πουριτανισμού. Ο διάλογος ξέφυγε από τα στενά πλαίσια ενός κόσμου μακιγιάζ και δεκάποντων τακουνιών και έγινε πέρα για πέρα δημόσιος. Σ’ ένα διάλογο υπερατλαντικό, ένας ολόκληρος ωκεανός δεν χωρίζει μόνο την Ευρώπη ή την Ασία από τις ΗΠΑ, αλλά ένας ολόκληρος ωκεανός αντιλήψεων και παραδόσεων χωρίζει τον καθένα από εμάς από τον διπλανό του.
Αν κάποιος βγήκε κερδισμένος απ’ το διάλογο αυτό, δεν είναι ούτε οι θιασώτες του νέο-πουριτανισμού ούτε οι απόλυτοι υποστηρικτές του περίφημου #metoo, αλλά η ίδια η γυναίκα ως σύμβολο. Κι αν κάτι ξεχάστηκε απ’ το διάλογο, αυτό είναι η καλλιτεχνική παρακαταθήκη του ίδιου του κινηματογράφου για τη γυναίκα.
Το 1975 η Chantal Akerman στα 25 της χρόνια παρέδωσε στην τέχνη του κινηματογράφου το σημαντικότερο –μάλλον- φεμινιστικό του αριστούργημα πλάθοντας με τα σκηνοθετικά της ακροδάχτυλα και την ορμή της νιότης το δικό της γυναικείο κάτεργο, το «νοικοκυριό».
Μία μεσήλικη γυναίκα χήρα και πανέμορφη η οποία ζει με τον έφηβο γιο της επιδίδεται σε μαγείρεμα, καθάρισμα, πλύσιμο, ψώνια ζαρζαβατικών και λοιπών μαναβικών για περίπου 3 ολόκληρες ώρες και υποδέχεται «πελάτες» ως μικροαστή πόρνη για περίπου 20 λεπτά.
Η Delphine Seyrig είναι ιδανικά αριστοκρατική και σπαρακτικά ψυχρή και η κινηματογράφηση της καθημερινότητας μιας γυναίκας η οποία επαγγέλλεται «οικιακά» αποπνικτικά μονότονη. Ο γόνιμος αυτός συνδυασμός μεταβάλλει χωρίς προσπάθεια και με χαρακτηριστική απάθεια τους τέσσερις τοίχους σε φυλακή και την κοινωνία σε τέρας που μέρα με τη μέρα πετσοκόβει τη γυναικεία αξιοπρέπεια και ψυχή.
Κι αν η «Μαίρη Παναγιωταρά» του γνωστού άσματος προκαλεί χαμόγελα αλληλεγγύης στην πολύπαθη γυναίκα, η Jeanne Dielman παίρνει το όπλο και πυροβολεί από το ένα μέτρο αντιλήψεις και καταπιέσεις.
Η Agnes Varda, φετινή υποψήφια για Όσκαρ καλύτερου Ντοκιμαντέρ στα 89 της χρόνια, το 1985 με αφετηρία το θάνατο μιας άστεγης κοπέλας που πάγωσε μέχρι θανάτου στη μάταιη προσπάθεια της να κοιμηθεί στη μέση ενός δάσους καταθέτει τη δική της εκδοχή για μια κοινωνία εγκατάλειψης και ταυτόχρονης καταπίεσης.
Η πρωταγωνίστρια της τραγικής ιστορίας, μια Sandrine Bonnaire με βλέμμα οργισμένο που ισορροπεί με άνεση ανάμεσα στο δίπολο εγκατάλειψη και καταπίεση, δεν έχει παρελθόν. Αδιαφορεί όμως και για το όποιο μέλλον μπορεί να ανοιχθεί μπροστά της «σουλατσάροντας» ανά τη γαλλική επαρχία, ψάχνοντας πρόσκαιρες πατρίδες και αποφεύγοντας την ανθρώπινη επαφή όπως ο διάβολος το λιβάνι.
Στον κόσμο της Agnes Varda «βασιλεύουν» οι γυναίκες, σε μια ιδιότυπη όμως βασιλεία που τις θέλει σώνει και ντε θύματα. Δεν υπάρχουν γυναίκες καλές και κακές κι ούτε η Agnes Varda τις «θέλει» να διεκδικήσουνε δάφνες και τίτλους βασιλικούς. Υπάρχουν μόνο καταπιέσεις και όρια μιας κοινωνίας που ακόμα κι όταν προσπαθεί να τα αποβάλλει χάνει την ελπίδα της, ακριβώς όπως κι η πρωταγωνίστρια της ιστορία μας.
H Gudrun Ensslin, ιδρυτικό μέλους της ομάδας Μπάαντερ-Μάινχοφ βρέθηκε, το 1977, κρεμασμένη στο κελί στο οποίο είχε καταδικαστεί να περάσει την υπόλοιπη ζωή της.
Η Gudrun είναι, για την (βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα) ταινία, η Marianne και η αδερφή της, η Juliane. Καθολική ανατροφή, κοινωνική καταπίεση και το κληροδότημα του φασισμού δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ αντίδρασης στα καθεστώτα και τα πεπραγμένα. Η μία εκ των δύο αναλαμβάνει χρέη μαχητικής δημοσιογράφου με όχημα την πένα και το λόγο και η έτερη χρέη τρομοκράτισσας, με όπλο της τη βία.
Η Marianne καταδικάζεται και όταν- σύμφωνα με τις αρχές- θα αυτοκτονήσει, η Julianne σε πείσμα της ψυχικής υγείας και προσωπικής της ευτυχίας θα προσπαθήσει να αποδείξει πως η λεγόμενη αυτοκτονία δεν ήταν παρά μια καλά οργανωμένη και κρυμμένη απ’ τα μάτια της κοινής γνώμης δολοφονία.
Στο έργο της Von Trotta δεν θα βρείτε προφανείς αποδείξεις για την κακιά τρομοκράτισσα και την καλή δημοσιογράφο, αλλά μια ωδή στη γυναίκα ως σύμβολο αγάπης και ελπίδας για αντίσταση σε μια κοινωνία που ποτέ δεν έμαθε να τη σέβεται.
O Todd Haynes εν έτει 1995 μας χαρίζει την –ίσως- καλύτερη του ταινία. Φόντο του, η ιστορία μιας γυναίκας, ευημερούσας αστής, με βασικές δραστηριότητες την εκγύμναση του ισχνού της σώματος, τον καλλωπισμό της κώμης της και τη διακόσμηση του νέου της σπιτιού, η οποία μια ωραία πρωία ξεκινά να αναπτύσσει μία ανεξήγητη αλλεργία στα πάντα γύρω της.
Η Julianne Moore πρωταγωνιστεί με κύριο όχημα το βλέμμα της και την ωχρή της όψη σε μια ιστορία μυστηρίου και φεμινισμού. Ο Todd Haynes μοιάζει να επεκτείνει το σκεπτικό της Akerman εγκαταλείποντας τα μικρά ψάρια, όπως η Jeanne Dielman, μόνο και μόνο για να διατρανώσει πως η γυναίκα ακόμα κι όταν ανήκει στο στρώμα του μεγαλοκαρχαρία αστού τα ίδια «σκατά» υφίσταται.
Οι συμβολισμοί είναι μεν προφανείς αλλά οι προβληματισμοί δεν γίνονται ποτέ σχηματικοί για μια κατάσταση στην οποία η διέξοδος είναι αδιέξοδο και η απόσυρση καταδίκη.
Μια κάπως θλιβερή και αυτονόητη διαπίστωση υπαγορεύει πως ο κόσμος αυτοκτονεί. Διαπιστώσεις αυτοχειριών τείνουν να θάβονται σε πίσω μέρη κεφαλιών –αν όχι να ξεχνιούνται- τις μέρες που το σύστημα καθιερώνει ως μέρες «της… ή του…».
Ο κανόνας είναι μάλλον απαράβατος και για τη μέρα της γυναίκας. Χωρίς να θέλω να χαλάσω το πανηγύρι, οι «Ώρες» αποτελούν ένα καλοκουρδισμένο «γαϊτανάκι» αυτοκτονιών που εξερευνά ουσιαστικά τη σχέση της γυναίκας με μια κοινωνία που –ενίοτε- την αποβάλλει από τους κόλπους της σαν την τρίχα από το ζυμάρι.
Οι τρεις πρωταγωνίστριες τοποθετούνται ιδανικά σε τρεις διαφορετικές περιόδους του 20ου και 21ου αιώνα και υφαίνουν μια ιστορία με ηχηρό πρωταγωνιστή την είσπραξη αγάπης από συζύγους και πάσης φύσεως συντρόφους. Το ερώτημα όμως παραμένει. Είναι η αγάπη αρκετή ως ένδειξη ενσωμάτωσης σε μια κοινωνία που δεν καταδέχεται να μη σε καταπιέζει;
Σε ορεινό χιονισμένο χωριό της Αλβανίας η γυναίκα είναι πλασμένη για μια ζωή χωρίς βούληση και δικαιώματα. Κι έτσι η έφηβη Hana αποφασίζει να απεκδυθεί τη σεξουαλική της ταυτότητα, να ορκιστεί αιώνια παρθενία και να μετατραπεί χωρίς πολλά πολλά σε Mark. Η σεξουαλικότητα όμως και η επιθυμία για αυτοδιάθεση του σώματος, ως άλλη «Ωραία Κοιμωμένη» δεν θα αντέξουν στον αιώνιο λήθαργο.
Ο προοδευτικός και ολίγον υποκριτικός δυτικός κόσμος, την ώρα που καίει την καύτρα του τσιγάρου του σε ασημένια τασάκια και «ισιώνει» τα μεταξωτά φουλάρια στο μακρύ ισχνό του λαιμό, διατρανώνει εν τη ριμεί του λόγου «πως κάποιες περιοχές βρίσκονται πίσω από τον ήλιο». Η Laura Bispuri με την πρώτη μεγάλου μήκους της ταινία έρχεται να φέρει αυτές τις περιοχές-φαντάσματα σε σαλόνια με βελούδινες καναπέδες και να διατρανώσει πως ο ήλιος, τελικά, ανατέλλει και στις περιοχές αυτές για άντρες και γυναίκες με δικαιώματα, επιθυμίες και αφόρητους βραχνάδες καταπιέσεων.
Κι αν το τραγούδι υπαγορεύει ελαφρά τη καρδία «μια ζωή την έχουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντήσουμε» αν κρυβόμαστε κάτω από ασήκωτα πέπλα καταπιέσεων η καρδιά και η δύναμη που θέλει να σηκωθούν τα πέπλα και να εμφανιστεί η ζωή αποδεικνύονται πελώριο βουνό.