Categories: ΜΟΥΣΙΚΗ

Όσα Είδαμε κι Ό,τι Ακούσαμε στο φετινό Winter Plisskën Festival

Μάθε μουσική από το Plisskën, συστήνει ο Σταύρος Διοσκουρίδης

Μετά από κάποια στιγμή της ζωής σου η χαρά της ανακάλυψης είναι μεγαλύτερη από αυτή της γνώσης. Συναυλικά αυτό σημαίνει ότι αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον να πας σ΄ένα φεστιβάλ να μάθεις πράγματα, να τα βάλεις μετά στο σπίτι, στη δουλειά, στο αυτοκίνητο. Κάπου να βρεις κάποιες κατευθυντήριες γραμμές, να ξέρεις που κινείσαι. Ευτυχώς, υπάρχουν, μερικοί Έλληνες που πάνε και σε συναυλίες χωρίς να ξέρουν αναγκαστικά το ρεφρέν. Αυτούς όλους μαζί τους συναντάς στο Plisskën, που καθιερώνεται πλέον σαν το μεγάλο, πολιτιστικό ραντεβού της πόλης στις αρχές τους χειμώνα.

Για να δούμε φέτος τι κατάλαβα; Ότι υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν θα καταλάβουμε ποτέ. Όπως το απίστευτο γκελ που έχει ο Marc DeMarco στη νεολαία (!). Χωρίς εκρήξεις, αν ήταν κρασί θα ήταν αυτό της παρέας και μ’ έναν ήχο που θ’ ακούγαμε σε φοιτητική μπάντα σε παμπ στο Clapham Junction. Αλλά ήταν το μεγάλο χιτ του διημέρου οπότε haters gonna hate και skaters σαν τον Demarco gonna skate. Αυτό που δεν θα καταλάβουμε ποτέ είναι αυτή η δυνατή σχέση που έχει me το ελληνικό κοινό o Mulatu Astatke. Στα 73 του χρόνια πιστεύω πως τους αποζημίωσε.

Liars

Πέρα από τους headliners των δύο ημερών δίνεται και η σωστή έμφαση στην ηλεκτρονική υπόσταση των δύο ημερών. Πολύς λαός ήρθε, είδε, άκουσε και φωτογράφισε τους Holy Fuck. O εξαιρετικός Andy Stott βγήκε πολύ νωρίς, οι Weval έχουν τα φόντα για μεγάλα πράγματα, τις μικρές ώρες και θα ήταν πολύ ευχάριστο να δούμε τον Αutarkic με ολόκληρη την μπάντα του.

Συναυλία του φεστιβάλ; Αν και δεν το περίμενα ότι θα το έγραφα ποτέ, οι Liars. Αν έχεις έναν χαρισματικό performer όπως ο Angus Andrew, όλα μπορόυν να συμβούν. Καλό χειμώνα τώρα και του χρόνου θα είμαστε εκεί για να ξεστραβωθούμε ακόμα περισσότερο.


Τo φεστιβάλ ως πείραμα πάνω στο FOMO κι ένα κορίτσι από το LA, τα δύο πράγματα που κράτησε ο Παναγιώτης Μένεγος

Romare

Το Plisskën κάθε χρόνο μοιάζει όλο και πιο πολύ με πείραμα. Το 75% του προγράμματος του αποτελείται από ονόματα παντελώς άγνωστα στο 75% των επισκεπτών του που κατά 75% θα λειτουργούσαν καλύτερα σε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο χώρο (γιατί μερικά το main stage του Piraeus Academy τα καταπίνει κι άλλα, όπως π.χ. τον Lambert με το πιάνο του, η σκηνή Republic τα περιορίζει) ή σε μια διαφορετική ώρα (σίγουρα κάποιος πρέπει να ανοίγει το πρόγραμμα, αλλά κάπως την πατήσαμε και φέτος με τους Demdike Stare, Andy Stott και Jessy Lanza, τρία σούπερ ενδιαφέροντα ονόματα που έπαιξαν… σχεδόν μεσημέρι για τα δικά μας κακομαθημένα δεδομένα). Θα μπορούσε να πει κανείς «τέλεια, να ανακαλύψουμε καινούρια ονόματα» – αλλά, όλοι ξέρουμε ότι το ελληνικό κοινό δε λειτουργεί έτσι. Το μεγαλύτερο κίνητρό του για να πάει σε ένα φεστιβάλ όπως το Plisskën, με μουσικές που δεν παίζουν τα ραδιόφωνα κι εμφανίσεις που ανατρέπουν τα συναυλιακά δεδομένα που έχει συνηθίσει, είναι το FOMO. Ο φόβος ότι όλοι είναι είναι εκεί κι αυτός/ή θα λείπει…

Μπορείς να βγάλεις τη νύφη από το punk, αλλά όχι το punk από τη νύφη…

Όλο αυτό που περιγράφω είναι κάπως διασκεδαστικό, αλλά και τελικά προβληματικό για την ουσία ενός αληθινά «προχωρημένου» φεστιβάλ, εννοώ το να προκαλεί περισσότερο σάστισμα παρά ικανοποίηση. Ικανοποίηση που σίγουρα ένιωσαν όσοι παρακολούθησαν το live του Mac DeMarco που αναδείχθηκε εύκολα σε πρωταγωνιστή του φεστιβάλ (οι milleniams έχουν τα δικά τους δίκτυα κι όταν απορείς γι’ αυτά ή λες «άμα θέλω soft rock, παώ στους Destroyer», είσαι officially «θείος»). Ο Mulatu τίμησε τους fans του Jarmusch που συνέτρεξαν να τον προϋπαντήσουν, τους Weval αν δεν είχαν live drums θα τους είχαμε ξεχάσει πιο γρήγορα απ’ ότι θα το κάνουμε, ο Romare ήταν κομψότατος με το σαξόφωνο και το μαντολίνο πάνω στα 4/4 του, ο Autarkic αναμενόμενα εκρηκτικός περοερχόμενος από την πιο φρέσκια -Τελ Αβίβ- σκηνή των τελευταίων χρόνων, ο Bill Kouligas έπαιξε το πιο ενδιαφέρον set που άκουσα και ο Ivan Smagghe αδικήθηκε από τον κακό ήχο του Aquarium (γενικά έλειψε ένα καλό dance φινάλε σαν τα περσινά). Οι Liars, το σόλο πλέον πρότζεκτ του Angus Andrew έδωσαν την πιο υψηλών οκτανίων συναυλία του διημέρου, αποδεικνύοντας ότι μπορείς «να βγάλεις τη νύφη από το punk, αλλά όχι το punk από τη νύφη».

Joyce Wrice

Αλλά, εμένα την καρδιά μου πήρε αυτό το μικροσκοπικό κορίτσι από το LA, η Joyce Wrice, αυτή «η Solange τσέπης» που έκλεψε την παράσταση σε όσους βρεθήκαμε -τυχαία έχω την εντύπωση- στην ανοιχτή σκηνή Republic και μας αποκαλύψε μια υπέροχη smooth φωνή που πληρεί απολαυστικά όλα τα κλισέ περί μαύρης μουσικής κληρονομιάς και ήταν, τουλάχιστον για μένα, εκείνη που ενσάρκωσε την αποστολή του ενός τέτοιου φεστιβάλ. Να φεύγεις πλουσιότερος έστω κατά μια μουσική εμπειρία.


Η Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά μαζεύει υπογραφές για την επαναφορά του στρογγυλού καναπέ

Iguana Death Cult

Έχω να θυμάμαι τρομερά πράγματα από τα Summer Plisskën. Δηλαδή δεν θυμάμαι και πολλά που σημαίνει ότι είχα περάσει φανταστικά εκείνα τα καλοκαίρια στο κτήριο 56. Αυτό που θυμάμαι όμως είναι ότι για 48 ώρες, οι μόνες στιγμές που είχα καταφέρει να κλείσω λίγο τα μάτια μου και να ξαποστάσω από τον ανελέητο χορό, ήταν κάτι πρωινές και απογευματινές ώρες επάνω στον στρογγυλό καναπέ που βρισκόταν έξω από το Club Stage, με έναν φραπέ σε πλαστικό, δίπλα από το κεφάλι μου. Το Winter Plisskën έχει γίνει μία άλλη περίπτωση και το διαπίστωσα και φέτος. Δεν ξέρω αν φταίει το χειμωνιάτικο mood (ίσως όχι μιας και το αντίστοιχο του ‘14 έχει αφήσει εποχή αλλά ποιος ξέρει), το πέρα-δώθε  στην Πειραιώς που σε στιγμές σε κάνει να νιώθεις ότι σε έχουν πετάξει μέσα στην πίστα των συγκρουόμενων στα Αηδονάκια και προσπαθείς να βγεις αλώβητος ή το πιο μαζεμένο, μικρότερο και σε φάσεις άνευρο line up, πάντως κάτι δεν στέκεται όπως τότε. Το ένιωσα πέρυσι αλλά φέτος το χώνεψα για τα καλά. Στη μεγάλη σκηνή υπήρξαν δυνατές στιγμές αλλά ήταν μόνο λίγες – αυτές που μας τις χάρισαν οι Liars, ο MacDeMarco και οι Weval, κατά τα δικά μου μουσικά αυτιά. Στις άλλες σκηνές έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Χλιαρός ήχος, χλιαρό κοινό, ψάχναμε τους φίλους μας που δεν τους βρίσκαμε, γενικώς μέχρι να καταλάβουμε πού βρίσκεται ποιος και να μπούμε σε διάθεση, τέλειωνε το σετ. Κάτι άκουσα για μπύρα σε πλαστικό ποτήρι στα 5 ευρώ. Γιατί ρε guys; Τα ίδια πλήρωσα πριν λίγες ημέρες σε συναυλία στο Λονδίνο αλλά μιλάμε για το Λονδίνο που έχει άλλους μισθούς κι άλλες τιμές στα ποτά. Είμαστε σοβαροί; Γι’ αυτό έβλεπα όλον τον κόσμο στο περίπτερο; Κατά τα άλλα, ψηφίζω για την επαναφορά του κοντομάνικου, του ιδρώτα, της πολύωρης αϋπνίας και του στρογγυλού καναπέ για ενδιάμεση χαλάρωση και γκομενικό κονέ. Και του χρόνου, Καλοκαίρι.


Η Ελένη Τζαννάτου είδε τους Κόρε.Ύδρο. στα μάτια του αναμφισβήτητου πρωταγωνιστή του διημέρου Mac DeMarco

Mac DeMarco

Πέτρινα σκαλάκια επί της Πειραιώς γεμάτα κυρίως με millennials που, ανάλογα την οπτική, άλλοι θα χαρακτήριζαν cool alternative τυπάκια κι άλλοι με τον χιλιωειπωμένο (σε βαθμό που δεν καλοξέρουμε τι εννοεί ο ποιητής πια) όρο, hipsters. Σάββατο βράδυ. Η ώρα περίπου εντεκάμισι και οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταλείπουν τα σκαλάκια και βρίσκονται ήδη εντός του Pireaus 117 Academy μας και στην σκηνή ανεβαίνει ο,άχαστος για το παραπάνω target group, Mac DeMarco, ο τύπος που πλασάρει τον εαυτό του ως τον cooler-than-cool και I-don’t-care indie ήρωα που είναι σαν κι εσένα, σαν κι εμένα (ή κι ακόμη πιο χύμα). Αλλά που ωστόσο γράφει και τραγουδά σαν το lo-fi πνευματικό δισέγγονο του John Lennon και του Neil Young, κι αυτό είναι προς τιμήν του. Και ο όχλος που επιτρέπει στον όρο venue να κοσμείται από το επίθετο «κατάμεστο», αγκομαχά από αγωνία να τραφεί από την ζωντανή αναπαράσταση του ειδώλου που έχει σχηματιστεί στο μυαλό και την καρδιά του –κυρίως στην δεύτερη την προκειμένη στιγμή.

Ο DeMarco «κάνει το μπαμ» επί σκηνής μετά βαΐων και κλάδων, με jockey καπελάκι, φαρδύ πουκάμισο (κάπως δηλαδή σαν τους παίκτες στο 16bit video game βιντεάκι που παίζει καθ’ όλο το live στην γιγαντοοθόνη πίσω από την μπάντα) κι ένα κουτάκι μπύρα στο χέρι που ενίοτε γίνονταν δύο και συνοδεύονταν από ιπτάμενα τσιγάρα που κατέφθαναν στα χέρια του –είπαμε, είναι το παιδί της δίπλα πόρτας και δεν τον νοιάζει που είναι στην σκηνή. Ή τουλάχιστον αυτό θέλει να δείχνει.

O ντράμερ του Mac, Joe McMurray, σε ανελέητο stage diving

Για περίπου μία ώρα επιδίδεται με την μπάντα του σε ένα set με όλα εκείνα τα κομμάτια του που κόρεσαν την δίψα του προαναφερθέντος αγωνιώντος όχλου που είναι καταφανώς εδώ απόψε «για τον Mac» και θα τον αποθεώσει έτσι κι αλλιώς. Η χύμα «αμερικανίλα» του, τα παρανοϊκά γελάκια του ανάμεσα στα κομμάτια και οι ομολογουμένως όμορφες μελωδίες του είναι όπως φαίνεται το πακέτο που μπορεί να κερδίσει ακόμα και όσους βρίσκονται αυτή τη βραδιά στο Main Stage του Winter Plisskën Festival και δεν είναι μυημένοι ούτε προετοιμασμένοι, ενδεχομένως να μην έχουν ιδέα μέχρι αυτήν την στιγμή τι εστί Mac DeMarco.

Mac and These

…και σχοινάκι με το καλώδιο του μικροφώνου

Αλλά για όλους τους υπόλοιπους και κυρίως για όσους διακατέχονται από την έμφυτη τάση (ή και διαστροφή) του παρατηρητή και της διάθεσης για κριτική αποτίμηση ενός ποπ φαινομένου, η εμφάνιση του headliner (κάτι που φαινόταν να γνωρίζει πολύ καλά ο ίδιος και να «το πουλάει» καταλλήλως) Mac DeMarco δεν μπορούσε να ιδωθεί παρά ως απλά διασκεδαστική, και κάπως επιφανειακή και στυλιζαρισμένη, παρά την υπερπροσπάθεια για την απόδειξη του αντιθέτου. Ακόμη κι αν καβάλησε ενισχυτές, ακόμη κι αν πήρε τη θέση του drummer, Joe McMurray, αφηνοντάς τον να επιδοθεί σε ανελέητο stage diving, ενώ παιζόταν ένα medley από «κλασικά» όπως το “Under The Bridge” και το “Paranoid” (αλλά και το “In Da Club”!) μεταξύ άλλων. Για την ακρίβεια ειδικά τότε ήταν που η ρήση των Κόρε. Ύδρο. αναδυόταν στην επιφάνεια περισσότερο από ποτέ.

Φτηνή ποπ για την ελίτ.

POPAGANDA