Οι συναυλίες των White Lies στην Ελλάδα θα είναι οι καλύτερες της περιοδείας τους

Μια χαρά περάσαμε με τον Charles Cave, τον μπασίστα και κύριο τραγουδοποιό των White Lies. Από τους πλέον ευχάριστους και συμπαθητικούς μουσικούς με τους οποίους έχω μιλήσει. Τα είκοσι λεπτά που υποτίθεται είχαμε στη διάθεσή μας έγιναν μισή ώρα, αν και τα μισά που ήθελα να ρωτήσω δεν τα ρώτησα γιατί η συζήτηση κύλησε σαν χαλαρή κουβέντα σε καφέ. Μιλήσαμε για το πώς είχαμε κοιμηθεί το περασμένο βράδυ («νομίζω ότι έχω γεράσει, γιατί μέχρι πρότινος δεν είχα θέματα με τον ύπνο μου και τώρα έχω φτάσει σε μια ηλικία που ξυπνάω και λέω “πω πω, κοιμήθηκα πολύ καλά σήμερα” και μου φαίνεται περίεργο, γι’ αυτό και άργησα σήμερα να σηκωθώ από το κρεβάτι»), τον καιρό («βασικά έχει πολύ ήλιο σήμερα, που είναι περίεργο, δεν το πιστεύω ότι στη Θεσσαλονίκη βρέχει καρεκλοπόδαρα τώρα, και κάτι φίλοι μου είναι στην Κρήτη και ποστάρουν φωτογραφίες με 30 βαθμούς, αλλά κι εδώ καλά είναι») και άλλα πολλά. Πριν σετάρουμε ραντεβού στη Θεσσαλονίκη μετά το live της 4ης Δεκεμβρίου για να δει τα αξιοθέατα της πόλης, προλάβαμε να πούμε και όσα θα διαβάσετε στις γραμμές που ακολουθούν. 

Ας ξεκινήσουμε με το προφανές: σίγουρα έχετε βαρεθεί να βλέπετε διαρκώς δίπλα στο όνομά σας αναφορές στους Joy Division ή στη φωνή του Ian Curtis και στο post punk εν γένει. Η φωνή του Harry (σ.σ. McVeigh, φωνή και κιθάρα) είναι αυτή που είναι και η μουσική σας μπορεί να είναι σκοτεινή, αλλά προσωπικά πάντα με κάνει να θέλω να χορέψω. Πως αντιμετωπίζετε την τεμπέλικη δημοσιογραφία γενικά; Πλέον το έχουμε συνηθίσει και δεν μας αναστατώνει τόσο. Το πρόβλημα είναι με τους δημοσιογράφους που αρχίζουν να κάνουν τεμπέλικες ερωτήσεις και σε αναγκάζουν να μη δίνεις καλές απαντήσεις. Έχω μάθει να κλείνω το μυαλό μου και να σκέφτομαι τι θα φάω το μεσημέρι ή τι έχει το πάνω δεξιά ράφι μου ή ό,τι άλλο! Βέβαια πάντα με ιντρίγκαραν αυτά που ρωτάει και σκέφτεται ο κόσμος και πάντα δεχόμασταν ως αληθές ότι υπάρχουν στη μουσική μας πολλές αναφορές σε αυτά που έβγαιναν τη δεκαετία του 80. Προσωπικά θεωρώ ότι έχουμε εξίσου επηρεαστεί από την καλή  pop των 80’s και το heavy metal των 80’s και μπορώ να ακούσω στη μουσική μας μικρές στιγμές που θυμίζουν τον αγαπημένο μου Ozzy Osbourne. Ειδικά στους πιο πρόσφατους δίσκους μας ακούω στιγμές που θυμίζουν τα αγαπημένα μου τραγούδια της Madonna από τα 80s. Άρα ναι, νομίζω ότι το να μας βάζει κανείς την ταμπέλα του post punk και των Joy Division είναι τεμπέλικο. Άσε που αν μη τι άλλο, νομίζω ότι το πιο κοντινό σε εμάς όνομα της δεκαετίας του ‘80 είναι οι Tears for Fears, πολύ περισσότερο από κάθε post punk μπάντα.

H μουσική μας κρατάει μια πολύ καλή ισορροπία ανάμεσα στο να είναι ενδοσκοπική και ελαφρώς στοχαστική, αλλά και ανεβαστική ταυτόχρονα. Σκέψου τη μεγαλύτερη επιτυχία των Tears for Fears, το “Mad world”. Οι στίχοι είναι τόσο θλιβεροί, μιλάνε για τα δέντρα που πεθαίνουν και πάει λέγοντας, η μουσική όμως είναι τόσο χαρούμενη και είναι ένα τόσο ανεβαστικό τραγούδι που ο κόσμος το χορεύει και το τραγουδάει! Αυτό προσπαθούσαμεπάντοτε να κάνουμε κι εμείς, να δημιουργήσουμε αυτό το είδος συναισθημάτων. Είμαστε πολύ πιο κοντά σε αυτό από ότι στον Ian όταν τραγουδούσε “she’s lost control again”. Αλλά ποτέ δεν θα εμπόδιζα κανέναν να έχει την γνώμη του και να σκέφτεται πράγματα για τη μουσική μας, άλλωστε το κάνω και εγώ για άλλους μουσικούς.

Αλλάξατε το όνομά σας από Fear of Flying σε White Lies γιατί η μουσική που γράφατε δεν ταίριαζε πια με το πρώτο όνομα. Ήταν μια ξεκάθαρη συνειδητή απόφαση ή πιο πολύ μια ομαλή μετάβαση από τη μια μορφή της μπάντας στην άλλη; Μια πολύ ομαλή μετάβαση. Αν μη τι άλλο, ζούμε στο Λονδίνο, ένα μέρος όπου, αν είσαι σε μια μπάντα δε σου παίρνει πολύ χρόνο για να δείξεις ποιος είσαι. Παίζαμε ως Fear of Flying για αρκετά χρόνια και μας συνέβησαν πολλά  καταστροφικά, είχαμε φτάσει στο σημείο να γίνουμε σαν τους Spinal Tap! Ο μάνατζερ μας μάς πούλησε, τον απολύσαμε, ήταν ηρωινομανής, μας έκλεψε όλο τον εξοπλισμό μας  και το μάθαμε το πρωί της ημέρας που θα φεύγαμε για τουρνέ με τους Maccabees. Το μισώ που το λέω, αλλά το να αλλάξεις το όνομα της μπάντας σου είναι τα πάντα! Μπορεί να είστε το ίδιο συγκρότημα με πριν, αλλά ο κόσμος θα πει «ωπ, νέα μπάντα, με ενθουσιάζουν αυτοί»! Υπάρχει λοιπόν κάποια αλήθεια στο ότι δε θέλαμε να παίζουμε πια έτσι, θέλαμε να επαναπροσδιορίσουμε τους εαυτούς μας.

Επίσης θέλαμε μια καινούρια αρχή και αυτό είχε να κάνει με τις εντυπώσεις μας από τη μουσική βιομηχανία. Θέλαμε ένα δισκογραφικό συμβόλαιο, να κάνουμε περισσότερες συναυλίες και τέτοια, οπότε ξέραμε ότι το να ξαναδημιουργηθούμε από την αρχή θα ήταν ένας τρόπος να το πετύχουμε. Ήμασταν πολύ τυχεροί που όταν το κάναμε αυτό είχαμε ήδη γράψει το “Unfinished business” και το “Death” από τον πρώτο μας δίσκο. Είναι δυο από τα δυνατότερα τραγούδια που έχουμε γράψει ποτέ και έτυχε να μας κάτσει καλά η όλη φάση. Βασικά διαλέξαμε την κατάλληλη στιγμή να αλλάξουμε το όνομά μας. Αν το είχαμε αλλάξει σε άλλη στιγμή, ή θα είχαμε βγάλει δυο διαφορετικά τραγούδια ή θα είχαμε διαλέξει δυο διαφορετικά τραγούδια από το πρώτο μας άλμπουμ που δε θα ήταν τόσο καλά και δε θα ήμασταν εδώ που είμαστε σήμερα. Οπότε είναι μια μίξη του να είσαι πολύ έξυπνος ως προς τη στρατηγική σου και του να έχεις την ουσία να το στηρίξεις αυτό.

Γράφεις το μεγαλύτερο μέρος των τραγουδιών του συγκροτήματος. Ποια είναι η δημιουργική διαδικασία που ακολουθείς; Ξέρεις, ένα κομμάτι μου νομίζει ότι για μένα είναι πολύ πιο διαφορετική από ότι για τους περισσότερους ανθρώπους. Έχω διαβάσει για αυτούς που το βλέπουν σαν να αφήνεις τα συναισθήματά σου σε αυτό, αλλά για μένα η δημιουργική διαδικασία είναι κατά μία έννοια αγγαρεία κι ενόχληση στην πραγματικότητα. Το νιώθω συχνά να μου συμβαίνει και ο καλύτερος τρόπος για να το περιγράψω είναι ο εξής: όταν έχω μια ιδέα για ένα τραγούδι ή ό,τι άλλο δημιουργικό, νιώθω σαν να είμαι έξω, να με πιάνει μια πολύ γερή ξαφνική βροχή, να μην έχω αδιάβροχο και να γίνομαι μούσκεμα! Η διαδικασία του να δουλεύω την ιδέα, να γράφω το τραγούδι ή ό, τι άλλο είναι σαν να γυρνάω σπίτι και να βγάζω τα βρεγμένα. Δεν είναι ευχάριστο συναίσθημα, είναι δύσκολη δουλειά, σαν βρεγμένα ρούχα που τα ξεκολλάς από το δέρμα σου και μόνο αφού το έχεις κάνει παίρνεις μια βαθιά ανάσα και λες «επιτέλους, τέλειωσε». Έτσι το νιώθω τον περισσότερο καιρό. Λατρεύω τις τελικές στιγμές δημιουργικότητας, τις τελευταίες αλλαγές και πινελιές στο δημιούργημά μου. Μ’ αρέσει να αλλάζω την τάδε ή τη δείνα λέξη ή τη δομή, να βρίσκω τον τέλειο ρυθμό για το κομμάτι αυτό του τραγουδιού και να το αλλάζω αν χρειάζεται, αλλά τον κύριο όγκο δουλειάς τον βρίσκω αναγκαιότητα. Άλλοι τρελαίνονται να κάθονται οκτώ ώρες και να δουλεύουν το ίδιο πράγμα, αλλά όχι εγώ. Μ’ αρέσει η αρχή, μ’ αρέσει το τέλος… αλλά όχι το ενδιάμεσο!

Μια και εσύ γράφεις τα τραγούδια, να σε ρωτήσω: στο “Bigger than us”, ο στίχος είναι “I don’t want you to hold me/ I want you to pray” ή  “ I don’t want you to hold me/ I don’t want you to pray ”; “I want you to pray”. Σημαίνει ότι ο ένας κρατάει τον άλλο ή τον αγκαλιάζει και προσπαθεί  να τον παρηγορήσει με αυτόν τον τρόπο, αλλά δε γίνεται τίποτα, οπότε ας μη χάνει το χρόνο του, δε φτάνει αυτό, χρειάζεται κάτι παραπάνω. Xρειάζεται είναι ένα θαύμα! Kάτι πιο δραστικό, μια επέμβαση από κάτι δυνατότερο. Δεν είναι απαραίτητα η θρησκεία ή κάτι τέτοιο, αλλά κάτι μεγαλύτερο που σε κάνει να νιώθεις καλύτερα.

Το βίντεο κλιπ του “Bigger than us” είναι ξεκάθαρος φόρος τιμής στο «ΕΤ ο Εξωγήινος», και το κλιπ του “There goes our love again” είναι βασισμένο στο μπολιγουντιανό θρίλερ “Gumnaam”. Η μουσική σας έχει μια κινηματογραφική αίσθηση – ακούς το “The price of love” και είναι σαν να βλέπεις ταινία. Αποτελεί ο κινηματογράφος έμπνευση για εσάς; Νομίζω ήταν περισσότερο στο παρελθόν. Πέρασα μια περίοδο ενός χρόνου που ένιωθα ότι ήθελα να υποβάλω τον εαυτό μου στον κινηματογράφο. Οπότε πήγαινα δυο-τρεις φορές την εβδομάδα και όταν περιοδεύαμε και γράφαμε ταυτόχρονα το “Ritual”, έβλεπα τρεις ταινίες τη μέρα! Τις 100 – 200 καλύτερες ταινίες από διάφορες λίστες, πολλές ξένες, από διάφορα μέρη της Ευρώπης και του κόσμου. Και κάποια στιγμή απλά σταμάτησα. Μ’ αρέσει δηλαδή να βλέπω ταινίες, αλλά δε μπορώ να το κάνω τόσο πολύ πια. Αλλά ναι, οπωσδήποτε πολλή έμπνευση προέρχεται από τις ταινίες. Αποτελούν οπτικό και μουσικό ερέθισμα και όταν γράφεις μουσική πάντα κάτι τέτοιο σε βοηθά. Ακούς τη μουσική που έχει γραφεί για την ταινία και λες τι ωραία που ταιριάζει εδώ ή τι καλά που χρησιμοποίησαν το τραγούδι αυτό εκεί. Ας πούμε, το  τελευταίο που είδα ήταν το “The Childhood Of A Leader”, όπου τη μουσική την έγραψε ο Scott Walker – καταπληκτική ταινία, από τις καλύτερες που είδα εδώ και καιρό. 

Το εξώφυλλο του “Ritual” είναι εμπνευσμένο από τη «Λάμψη» του Κιούμπρικ ή όχι; Όχι στ’ αλήθεια. Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου. Σιχαίνομαι αυτό το εξώφυλλο, νομίζω είναι από τα χειρότερα πράγματα που έχουμε κάνει ποτέ! Δουλεύαμε με μια πολύ καλή εταιρία σχεδιασμού, μας πρότειναν αυτή την ιδέα και όταν το είδαμε φρίξαμε, αλλά όσο ζεις μαθαίνεις. Το μετανιώνω. Η ιδέα μου για το οπτικό κομμάτι του άλμπουμ ήταν να χρησιμοποιήσουμε ό,τι μπορεί να κουβαλάει ο κόσμος στις τσέπες του, για λόγους τελετουργικού ή προλήψεως ή παρηγοριάς. Στα σινγκλ είχαμε νεκρές φύσεις, όπως έναν κρύσταλλο που τον κρατάει ο κόσμος σαν θεραπευτικό μέσο, ένα μπουκάλι από χάπια, κάτι σπιρτόκουτα από εστιατόριο και τέτοια. Έτσι θα έπρεπε να κάνουμε και το εξώφυλλο του άλμπουμ. Πραγματικά όμως εξακολουθεί να μου αρέσει η ιδέα, ειδικά αν σκεφτείς ότι κλείνουμε δεκαετία ως συγκρότημα σε κάνα δυο χρόνια. Κάτι σπέσιαλ θα κάνουμε τότε, σίγουρα, και αυτό θα είναι η ιδανική ευκαιρία για να επανεκδώσουμε ίσως τα τέσσερα πρώτα άλμπουμ μας σε κανένα μποξ σετ και να ξανασχεδιάσουμε και το εξώφυλλο του δεύτερου άλμπουμ. Αλήθεια σου λέω, βλέπω καμιά φορά στην τουρνέ κάποιους που φοράνε το μπλουζάκι με το εξώφυλλο του άλμπουμ και θέλω να τους αγοράσω ένα άλλο, είναι χάλια!

Αντίθετα, το “Big TV” είχε πολύ καλό artwork. Το πιθανότερο είναι ότι δε θα έχουμε τόσο καλό artwork ποτέ ξανά. Και για αυτό είχαμε πολύ άγχος όταν πήγαμε να συζητήσουμε το artwork για το “Friends”. Χαρήκαμε τόσο που το άλμπουμ βγήκε με έναν τόσο όμορφο τρόπο. Ήμουν στην Καλιφόρνια σε έναν φίλο που μου είπε «έχω αυτόν τον φίλο που ζωγραφίζει, έλα να δεις τη δουλειά του, είναι πολύ καλός».  Τσέκαρα τη σελίδα του, είδα δυο-τρεις εικόνες, ανάμεσα σε αυτές και το εξώφυλλο του άλμπουμ και λέω «εκπληκτικό, θα το χρησιμοποιήσουμε οπωσδήποτε»! Βγήκε πολύ καλό και πολύ φυσικά, κάτι που συμβαίνει σπάνια, συνήθως τρως ώρες για ένα καλό αποτέλεσμα. Μου αρέσει πολύ και ήδη σκεφτόμαστε το εξώφυλλο της ειδικής έκδοσης, στο βινύλιο όπου θα φαίνεται και όλο το artwork θα δείχνει εκπληκτικό! Είναι η ίδια ομάδα graphic design που χρησιμοποιήσαμε και στο “Big TV” και πραγματικά έγινε καταπληκτική δουλειά.

Είχες πει ότι η ιδέα πίσω από το “Big TV”  ήταν το ερώτημα αν όντως υπάρχει ισότητα σε μια σχέση. Υπάρχει λες; Οι σχέσεις -φιλικές και ερωτικές- έχουν τα πάνω και τα κάτω τους, πάνε προς όλες τις κατευθύνσεις και έχει ενδιαφέρον να παρακολουθείς την πορεία τους. Οι φίλοι μου παντρεύονται, κάνουν μωρά, μεταναστεύουν και ξαφνικά βλέπω μια μετατόπιση στη σχέση μας. Είναι μια αλλαγή που δεν έχει να κάνει μόνο με την απόσταση και αυτή τη φιλία πρέπει να την σκεφτώ με διαφορετικό τρόπο. Κάνουν παιδί και ξαφνικά δεν έχουν χρόνο να έρθουν στην παμπ όπως πριν και σκέφτομαι ότι «η σχέση αυτή αλλάζει και πρέπει τώρα να είμαι πιο βολικός με το πρόγραμμα των άλλων και αν θέλω να περάσω λίγο χρόνο με τον φίλο μου καλύτερα να πάω να τον δω στις 9 το πρωί αντί στις 9 το βράδυ». Οι σχέσεις είναι πάντα ρευστές και αλλάζουν, αλλιώς θα ήταν πολύ βαρετές. Ακόμα και η σχέση μου με τον Jack (σ.σ. Lawrence-Brown, ντραμς) και τον Harry αλλάζει πάντα. Και όλα αυτά οφείλονται στο ότι είμαστε άνθρωποι και αλληλεπιδρούμε με τους άλλους γύρω μας. Σε αυτό υπάρχει απεριόριστη έμπνευση και δημιουργικότητα, θα μπορούσα να γράψω άλμπουμ και άλμπουμ σχετικά με τις φιλίες και με τους ανθρώπους που ξέρω. Η ζωή με τους άλλους ανθρώπους είναι ακραίως ενδιαφέρουσα.

Τι μπορούμε να περιμένουμε από τις συναυλίες σας το Δεκέμβρη στην Ελλάδα; Είμαστε ενθουσιασμένοι που θα ξανάρθουμε, πρώτη φορά σαν headliners. Θα είναι και το τέλος μιας πολύ μεγάλης τουρνέ, μιλάμε για κάπου 40 συναυλίες πριν από την Ελλάδα. Κάποιοι φοβούνται ότι θα είμαστε κουρασμένοι αλλά στην πραγματικότητα θα είμαστε πάρα πολύ καλοί! Εγώ ανησυχώ κυρίως για τον κόσμο που θα είναι στις 4-5 πρώτες συναυλίες όπου θα είμαστε λίγο μουδιασμένοι. Οπότε πιστεύω ότι στην Ελλάδα πιθανότατα θα είναι οι καλύτερες συναυλίες όλης της τουρνέ! Μου είπανε μάλιστα ότι ακόμα και το Δεκέμβρη έχει ωραίο καιρό εκεί, πράγμα καλό, μιας και θα μείνουμε για λίγες μέρες. Η Αθήνα είναι ιδανική για να κόβεις βόλτες, κάθε φορά που έρχομαι ανεβαίνω στην Ακρόπολη, είναι φανταστική! Είμαι σίγουρος ότι όσοι ζουν στην Αθήνα την έχουν συνηθίσει, άλλωστε ούτε κι εμείς πάμε κάθε μέρα στον Πύργο του Λονδίνου, αλλά εμένα με ενθουσιάζει και θα πάω ξανά.

Οι White Lies θα εμφανιστούν στην Αθήνα, στην Ιερά Οδό (Ιερά Οδός 18-20) το Σάββατο 3 Δεκεμβρίου και για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, στο Principal την Κυριακή 4 Δεκεμβρίου. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

       

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA