Χωρίς Μέτρο (Whiplash) ****1/2*
ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Damien Chazelle
Πρωταγωνιστούν: Miles Teller, J. K. Simmons, Melissa Benoist
Διάρκεια: 107’
Απαρατήρητος από τους πάντες στο μουσικό πανεπιστήμιο που σπουδάζει και ορκισμένος να φτάσει την τεχνική του Buddy Rich, ο Andrew βλέπει την ευκαιρία που ζήταγε να ξεπροβάλλει όταν ο εκκεντρικός κέρβερος καθηγητής Fletcher παρατηρεί τις ικανότητές του. Σύντομα θα ενσωματωθεί στο ensemble του και θα καταλάβει πως ίσως η μέχρι τότε εξάσκησή του να μην ήταν αρκετή, καθώς τα μαθήματα θα είναι εξαντλητικά και θα χρειαστεί να ματώσει γι’ αυτό που αγαπά. Στην κυριολεξία. Η πιο ζωντανή μουσική ταινία των τελευταίων ετών, προσπερνά το συμβατικών προδιαγραφών σενάριο προκειμένου να αφήσει την κάμερα να διηγηθεί μέχρις εσχάτων όλα όσα πρεσβεύει η άνευ όρων πειθαρχία στο σκοπό. Με ένταση και γνήσιο συναίσθημα.
Το ομολογώ, η αρχική ιδέα του να δω μια ακόμη ταινία για τη μουσική δε μου ήταν και η πιο ευχάριστη, δεδομένων των απλά συμπαθητικών ή αδιάφορων στιγμών που είχε η φετινή «σοδειά» (Get On Up εξαιρουμένου). Άκουγα επαίνους από παντού, είδα και συμμετοχή στα Όσκαρ, αποφάσισα να επιλέξω μικρό καλάθι. Μέχρι που τελικά οι τίτλοι τέλους έπεσαν και το καλάθι είχε ξεχειλίσει με σκέψεις και συναισθήματα τα οποία δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να αποκομίσω από μια ταινία σαν το Χωρίς Μέτρο.
Τα πράγματα στο σύμπαν της ταινίας είναι τόσο απλά όσο δεν είναι οι εξαντλητικές πρόβες, οι ώρες εξάσκησης, η απάρνηση των περαιτέρω ενασχολήσεων προς όφελος του αυτοσκοπού για τον οποίο ούτε λόγος για οπισθοχώρηση. Άπαξ και μπει στον τοίχο, σαν μια φωτογραφία ινδάλματος των νεανικών σου χρόνων, τίποτα δεν μπορεί να μπει ανάμεσα σε εσένα και αυτό. Καμία κοπέλα, κανένας συγγενής που επιμένει ότι είσαι ένας ηλίθιος αιθεροβάμων, κανένα σχεδόν θανατηφόρο ατύχημα. Τίποτα. Ξέρεις ότι αν το θες θα πρέπει να φτάσεις στα άκρα, να απαρνηθείς τον ίδιο σου τον εαυτό και να ατσαλωθείς, να σου γίνει μια εμμονή την οποία οφείλεις να την πραγματοποιήσεις. Αυτό δεν είναι που σε κάνει να ορθώνεις, εν πάσει περιπτώσει, το ανάστημά σου εκεί που οι υπόλοιποι κωλύονται;
Ο Damien Chazelle, αν και σχετικά νιούφης στο σκηνοθετικό κάθισμα, δείχνει κι αυτός, όπως και ο πρωταγωνιστής του, πως ξέρει πολύ καλά τι απαιτεί από την ταινία του. Δεν τον ενδιαφέρει η λεκτική διατύπωση και οι λαβυρινθώδεις διάλογοι προκειμένου να μιλήσει για το τι πραγματικά εστί άσβεστο πάθος. Όλα έχουν ήδη ειπωθεί προφορικά για οποιοδήποτε ζήτημα, μα η ίδια η εμπειρία είναι κάτι που ακόμα και σήμερα έχει περιθώρια εξέτασης και πειραματισμού. Με ένα υποτυπώδες σενάριο, προκειμένου να χαλιναγωγήσει τις σκέψεις του, αφήνει την εικόνα να μιλήσει αντί για τα στόματα των πρωταγωνιστών του. Να καταγράψει τις μικρές λεπτομέρειες που μπορεί να διαφεύγουν, μα αν παρατηρηθούν αλλάζουν άρδην όλο το συναισθηματικό φορτίο της εικόνας στην οποία περιέχονται. Μια παράλογα απαιτητική πρόβα, με αυτόν τον τρόπο, από μια ευκόλως εννοούμενη έννοια καταλήγει να είναι κάτι το βιώσιμο, γεμάτο σάλια, ιδρώτα, δάκρυα, αίμα. Αν θες να αγγίξεις το Τέλειο, πρέπει να απεικονίσεις και όποιον κόπο αυτό συνεπάγεται. Και με αυτόν τον τρόπο να μετατρέψεις την εικόνα σε έναν ολοζώντανο οργανισμό που αναπνέει, έχει υπόσταση, ήχο και οσμή. Να καταφέρει ο παρατηρητής από ψυχρό μάτι σε απόσταση ασφαλείας να νιώσει την ένταση και να ξεφύγει από τη ζώνη ασφάλειας που χτίζεται ανάμεσα σε αυτόν και τα σκηνοθετημένα σκηνικά. Και, με άριστο τρόπο, η απόσταση καταρρίπτεται.
Εκτός αυτών, το Χωρίς Μέτρο είναι και μια πειστική ιστορία επιβεβαίωσης, με παρόν το πατρικό πρότυπο. Μια συνομιλία με το υποσυνείδητο το οποίο προσωποποιείται σε έναν μαυροφορεμένο και υπερβολικά απαιτητικό καθηγητή, ο οποίος δε θα διστάσει, σαν ψυχοσωματικό σύμπτωμα, να διακινδυνεύσει τη σωματική σου ακεραιότητα αν ξεφύγεις έστω και λίγο από αυτό. Φυσικά και θα χρειαστεί να το καταπολεμήσεις, να το κατανοήσεις και να συμφιλιωθείς μαζί του προκειμένου στη συνέχεια να σου πει πως «όλα είναι εντάξει, απλά σε τέσταρα για να δω αν μπορείς να φτάσεις εκεί που θες». Για να το πει αυτό, δε θα ξεκινήσει τους βαθυστόχαστους διαλόγους ούτε τις άσκοπες φλυαρίες. Θα κρατήσει στο απειροελάχιστο και απολύτως βασικό τους διαλόγους και θα προτιμήσει να δείξει αυτά που άλλοι θα έλεγαν με χαρακτηριστική απλότητα. Και, όπως στην περίπτωση των σκηνών που περιγράφηκαν προηγουμένως, κάθε λέξη θα έχει πολύ μεγαλύτερο νόημα και αντίκτυπο με τη λιτότητά της, επιφέροντας έτσι μια επιθυμητή ταύτιση με τον κεντρικό πρωταγωνιστή. Και, μιας και αναφέρθηκα σε αυτόν, να δηλώσω πως οι δύο κεντρικές ερμηνείες δε στερούνται καμίας αληθοφάνειας. Απόλυτα τρομακτικός ο δικτάτωρ J. K. Simmons, άψογα ανεπτυγμένος ο Miles Teller, καταφέρνουν να δώσουν πραγματική σάρκα και οστά σε δύο χαρακτήρες-γεννήματα κάποιου μυαλού.
Σε αυτό το σημείο να δηλώσω πως πραγματικά χαίρομαι που δεν είχα παρακολουθήσει την ταινία όταν προβαλλόταν στις Νύχτες Πρεμιέρας. Είναι η περίοδος του χρόνου που η υπερκατανάλωση ταινιών δεν επιτρέπει στις αισθήσεις να παραμένουν διαρκώς διαυγείς και δεν ξέρω κατά πόσο θα ήταν δυνατό να είμαι δίκαιος με αυτήν, αν θα με είχε επηρεάσει εξίσου ή θα ήμουν πολύ κουρασμένος για να την εκτιμήσω όπως πρέπει. Εσείς, τώρα, μην τη χάσετε. Αν υπάρχει μια from zero to hero ταινία που θα ευχαριστηθείτε και θα συζητάτε για αρκετό καιρό, δεν είναι άλλη από αυτήν εδώ. Διερωτώμαι, παραταύτα γιατί νιώθω κάπως καχύποπτος: τι έγινε και έχουμε πλακωθεί στα αριστουργήματα από την αρχή του χρόνου; Να φοβάμαι;
Χειμερία Νάρκη (Kis Uykusu) ***1/2**
Τουρκία, Γαλλία, Γερμανία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Nuri Bilge Ceylan
Πρωταγωνιστούν: Haluk Bilginer, Melisa Sözen, Demet Akbag
Διάρκεια: 196’
Υπερήλικας, πρώην ηθοποιός και συζευγμένος με μια κατά πολύ νεώτερή του γυναίκα, ο Aydin διατηρεί ένα μικρό ξενοδοχείο κάπου στην κεντρική Τουρκία, γράφοντας άρθρα σκέψης και ετοιμάζοντας το πρώτο του βιβλίο, που ακόμα υφίσταται αποκλειστικά ως ιδέα. Πέραν της γυναίκας του και του βοηθού του στο ξενοδοχείο, μαζί του διαβιεί και η προσφάτως διαζευγμένη αδερφή του. Όλοι τους έχουν απωθημένα από τη ζωή, ακόμα και ο Aydin ο οποίος, εκ φύσεως ισχυρογνώμων, αρνείται να δεχτεί μύγα στο σπαθί του. Ο χειμώνας απ’ έξω δείχνει να έρχεται βαρύς και ενδοσκοπικός. Αν και σαφώς η προσωπικά πιο αναμενόμενη ταινία της εβδομάδας, απογοητεύει σε σχέση με το παρελθόν του Ceylan, λόγω της ανισότητας και της έλλειψης εγκράτειάς της. Στις δυνατές της στιγμές, από την άλλη, παραμένει συγκλονιστική.
Όταν στα φοιτητικά μου χρόνια είδα για πρώτη φορά το Uzak (αυτή η βάρβαρη μουσικότητα του πρωτότυπου τίτλου ακόμα με μαγεύει), έμεινα σύξυλος. Σε κάποιους συμφοιτητές που δεν τον είχαν δει τσίριζα ότι ανακάλυψα τον «Τούρκο Tarkovsky». Τέτοια ήταν η συγκρατημένη ισχύς του και η εσωτερική «θρησκευτικότητα» των πλάνων του που έτρεξα να τον συγκρίνω με έναν από τους θεωρούμενους πατριάρχες του συγκεκριμένου στυλ, κι ας υπάρχει ένα μεταξύ τους χάσμα που δε γεφυρώνεται εύκολα. Οι Τρεις Πίθηκοι και το Μια Φορά Κι Έναν Καιρό Στην Ανατολία πήραν τη σειρά τους. η υπόθεση φαινόταν να έχει πολύ ζουμί, ξαφνικά ανακάλυπτα μια εκδοχή του «γειτονικού» κινηματογράφου που απέκλινε από τα καθιερωμένα σήριαλ, τα οποία μόλις είχαν ξεκινήσει την πορεία τους. Ανακοινώνεται η νέα του ταινία, η οποία και βραβεύεται με Χρυσό Φοίνικα. «Έκτακτα» σκέφτομαι, έτοιμος να βυθιστώ για μια ακόμα φορά σε αυτό το αποξενωμένο σύμπαν της αναζήτησης που είχα συνυφασμένο με το όνομα Nuri Bilge Ceylan στο μυαλό μου. αλλά έρχονται οι πρώτες κριτικές από έμπιστα άτομα που την είδαν. Ποιοτική μεν, αλλά ίσως η χειρότερή του. Ψυχραιμία, εδώ για την Αντέλ κάποιοι έλεγαν τα ίδια μα απεδείχθη κόσμημα, έχεις και δικιά σου κρίση.
Έρχεται, όμως, ο καιρός που τη βλέπεις. Και δεν είναι ότι τη σιχαίνεσαι, δε μιλάμε και για αποτυχία. Μα υπάρχουν σημεία της που δεν μπορείς να μπεις στο κλίμα, άλλα που βαριέσαι, που παρακαλάς να προχωρήσουν ή να μην υπήρχαν, αλλά και συγκεκριμένα που σου θυμίζουν το παρελθόν του σκηνοθέτη. Μετά το τέλος έχεις αυτό που φοβάσαι περισσότερο: ανάμεικτα συναισθήματα, προτιμούσες να τη μισήσεις παρά να μη μπορείς να την αγαπήσεις για τα όσα θετικά της. Ναι, ήταν αρκετά καλή, σίγουρα παραπάνω από «απλά καλή», μα τα αρνητικά της είναι εξόφθαλμα.
Σε όσες κριτικές διαβάζω από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, διακρίνω πως όλοι οι υποστηρικτές λένε για τους «εξαιρετικούς στην ολότητά τους διαλόγους». Δεν έχουν δει, άραγε, τις προηγούμενές του ή κάποια από τις προηγούμενες ταινίες (ας πούμε) του Farhadi; Σίγουρα είναι ρεαλιστικοί και προσπαθούν να προσεγγίσουν μια πληθώρα πυκνών ζητημάτων, μα στην πορεία φαίνονται να απορροφώνται πολύ περισσότερο στην ποσότητα παρά στην ποιότητα των λέξεων, χωρίς πραγματικά να φτάνουν σε ένα απύθμενο σημείο που ξεκινά έναν εσωτερικό διάλογο στο μυαλό του θεατή όσον αφορά σε θέματα όπως τη θρησκεία, την πολυτέλεια, το πέρασμα του χρόνου, την αγάπη και την απογοήτευση. Προσπαθούν να ακουστούν σωκρατικοί, να χρησιμοποιήσουν το μοτίβο της εκμαίευσης και να φανούν σοφοί, μα η ουσία τους αργότερα καταρρίπτεται, κάτι που κάνει μεγάλο μέρος τους περιττό (αν ήταν πιο σύντομοι σε διάρκεια, τότε η κατάρριψη θα είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο και αξία), αλλά και ως προς τη θέση που προβάλλουν δεν ικανοποιούν. Μιας και προηγουμένως έγινε αναφορά στον Farhadi, σε αυτό το σημείο να πω πως, ό, τι ήταν το Παρελθόν για τον Farhadi είναι και η Χειμερία Νάρκη για τον Ceylan: μια ποιοτική μεν, απογοητευτική -για τα δεδομένα που μας είχαν συνηθίσει- νέα ταινία. Στην προσπάθειά του ο σκηνοθέτης να χωρέσει τα πάντα στην ταινία, εκτός από την (μαραθώνια) διάρκειά της τέντωσε και το όριο της ουσίας, χωρίς να μπορέσει να γεμίσει τα κενά. Αν ήταν μία με μιάμιση ώρα μικρότερη, ναι, θα μιλάγαμε για ένα ακόμα αριστούργημα.
Γιατί εκτός αυτών των αρνητικών, έχει πολλές αρετές. Γι’ αρχή, το ίδιο το παίξιμο των ηθοποιών και ο εναγκαλισμός των προβληματικών ατόμων που υποδύονται, με πρώτο και κύριο τον Haluk Bilginer, είναι άξιο λόγου. Από την άλλη τα εξωτερικά πλάνα με το υπέροχο, χιονισμένο και μουντό περιεχόμενό τους, εκπέμπουν πολύ καλύτερα το όλο κατηφές κλίμα που διακρίνει την ταινία. Είναι κρίμα που το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται μέσα σε τέσσερις τοίχους που ενίοτε θυμίζουν θεατρικό σκηνικό. Μια χαρά είναι το κλειστοφοβικό «μέσα», μα όταν το «έξω» έχει αυτό το παγωμένο λευκό, το θλιμμένο κυανό της νύχτας και το γηρασμένο γκρι, φαίνεται ποιο από τα δύο στοιχεία υπερτερεί. Και τέλος, υπάρχει η Τρίτη πράξη της ταινίας, η τελευταία ώρα της. Στο μεγαλύτερο μέρος της, εξερευνά εύστοχα το βάρος του παρελθόντος στο σβέρκο του παρόντος και η τελευταία σεκάνς, αν και κάπως παραπάνω ρομαντική, αφήνει το θεατή να κοιτάζει το τοπίο να γίνεται ένα με τους ηθοποιούς: ψυχρό, απομονωμένο και δύσβατο, με κάποιες καμινάδες να υπονοούν την ύπαρξη μιας ελάχιστης ζεστασιάς που παλεύει να κρατηθεί μέσα στη θύελλα. Εξακολουθεί να είναι μια αρκετά καλή ταινία. Ίσως αυτοί που δεν ξαναείχαν επαφή με τον Τούρκο δημιουργό και δεν τρόμαξαν από την τεράστια διάρκειά της να γοητευτούν. Μα οι υπόλοιποι, πιθανόν να θελήσουν να ξαναγυρίσουν στο σκηνοθετικό του παρελθόν.
Στην επόμενη σελίδα: Selma / Jupiter Ascending / Love, Rosie / Hector and the Search for Happiness
Page: 1 2