Η πρώτη ταινία του Άντερσον μετά το θρίαμβο της Οικογένειας Τένενμπαουμ με πρωταγωνιστή τον Μπιλ Μάρεϊ την ίδια χρονιά με το Χαμένοι στη Μετάφραση σίγουρα… βυθίστηκε από το βάρος των αναπόφευκτων συγκρίσεων με τα high points της καριέρας και των δύο, αλλά -ακόμα και μετά από παραπάνω από μια δεκαετία- αυτή η υποθαλάσσια περιπέτεια ενός κυνικού ωκεανολόγου (Μάρεϊ) που αναζητά εκδίκηση από ένα μυθικό καρχαρία που θεωρεί υπεύθυνο για την επαγγελματική του αποτυχία ενώ επανασυνδέεται με τον πιθανό χαμένο γιο του (Όουεν Γουίλσον), αποπροσανατολίζεται μόλις περάσει η επήρεια του εντυπωσιακού σχεδιασμού της. Μοναδικός κερδισμένος βγήκε ο βραζιλιάνος τραγουδοποιός Seu Jorge, του οποίου οι λιτές πορτογαλικές διασκευές σε τραγούδια του Ντέιβιντ Μπόουι δεν ποινικοποιήθηκαν όσο τους άξιζε (κατηγορούμε τους εγκληματικά δημοφιλείς Νouvelle Vague και γι’αυτό).
Ακόμα κι ένας προσεκτικός, εστέτ δημιουργός της τάξεως του Άντερσον δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην ύπουλη σαγήνη της «τουριστικού ενδιαφέροντος» ταινίας, δηλαδή του συχνότερα πιο απογοητευτικού είδους. Μεταφέροντας τις γνώριμες φυσιογνωμίες του speed dial καστ του (οι Τζέισον Σουάρτσμαν, Όουεν Γουίλσον και Έντριεν Μπρόντι υποδύονται τα αδέρφια) σε ένα ταξίδι συμφιλίωσης σε ένα τρένο στην Ινδία, ο Άντερσον παρέδωσε την πιο κούφια κι ανειλικρινή ταινία του με φόντο μια εξωτική τοποθεσία, την Ινδία, της οποίας η φτώχεια και η κουλτούρα λειτούργησαν απλώς ως επιπλέον props. Τουλάχιστον στον (πολύ καλύτερο) μικρού μήκους πρόλογο Hotel Chevalier, o Σουάρτσμαν και η Νάταλι Πόρτμαν περιόρισαν τα first world problems τους στην πολυτέλεια του Παρισιού.
Στη δεύτερη stop motion απόπειρά του, ο Άντερσον βγαίνει σε paw patrol παρέα με όλους τους σκύλους μιας μελλοντικής Ιαπωνίας που στέλνει σε καραντίνα τα πιστά της τετράποδα μετά το ξέσπασμα μιας κολλητικής επιδημίας. Ένα αγόρι κλέβει ένα αεροπλάνο για να ψάξει για το αγαπημένο του κατοικίδιο στο Νησί των Σκουπιδιών όπου έχουν μεταφερθεί από την κρυφά διεφθαρμένη κυβέρνηση όλοι οι σκύλοι. Στο διάγραμμα Venn για το ιδανικό κοινό της ταινίας, οι κύκλοι των ζωόφιλων και των σινεφίλ συναντιούνται 100%. Οι υπόλοιποι αξίζει να ξέρετε μόνο ένα πράγμα (γιατί τα άλλα σας τα έχουμε ήδη πει) για την αξιολόγησή της: ακούγεται η φωνή της Γιόκο Όνο.
Το stop motion animation, που σαν είδος βασίζεται στην τελειοποίηση της λεπτομέρειας, αποτελεί παιδική χαρά για κάποιον με την παθολογική σχολαστικότητα του Άντερσον (βέβαια δεν κάθεται ο ίδιος να μετακινεί στο χιλιοστό τις φιγούρες), και η μετάλλαξη τόσο της θεματικής του (η κλονισμένη σχέση πατέρα-γιου) όσο και της κινηματογραφικής του οικογένειας (με την προσθήκη νέων ονομάτων όπως ο Τζορτζ Κλούνεϊ και η Μέριλ Στριπ) σε ζωάκια από το κλασικό παραμύθι του Ρόαλντ Νταλ είχε ως αποτέλεσμα μια από τις καλύτερες κωμικές στιγμές της φιλμογραφίας του. Το whackbat προστίθεται στη λίστα με τα ψεύτικα αθλήματα που θέλουμε να παίξουμε, μετά το Quidditch.
Το να χαρακτηρίσουμε νοσταλγική κι αθώα τη ματιά του Άντερσον ως προς την παλιά Αμερική και το νεανικό έρωτα σε μια εποχή που γράφονταν ακόμα επιστολές, τα παιδιά έπαιζαν μεταξύ τους και για να πας κάπου έπρεπε να ξεδιπλώσεις το χάρτη είναι μεν ακριβές, αλλά ισοδυναμεί δε και με το να μονολογούμε για τις παλιές καλές μέρες από την κουνιστή πολυθρόνα στον οίκο ευγηρίας που περνάμε τα τελευταία χρόνια της ζωής μας. Δεν θα το κάνουμε (γιατί δεν θα αντέχαμε χωρίς Ίντερνετ). Η ιστορία δύο παιδιών που το σκάνε από το σπίτι για να ζήσουν την αγάπη τους, κι αναστατώνουν τους γονείς τους κι ολόκληρη την πόλη που τους αναζητά, είναι ένα από τα πιο εφευρετικά κι αστεία σενάρια του Άντερσον (σε μια υποψήφια για Όσκαρ συνεργασία με τον Ρόμαν Κόπολα), με τον Έντουαρντ Νόρτον και τον Μπρους Γουίλις να αποτελούν ευπρόσδεκτες ανανεωτικές παρουσίες στο αυστηρά curated σύμπαν του σκηνοθέτη.
Πολύ απλά, όποιος βάζει χαμηλά το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γουές Άντερσον σε σχέση με τις υπόλοιπες, πιο ξακουστές ταινίες του, ξέρει λιγότερα κι απ’ τον Τζον Σνόου. Μπορεί να προδίδονται αμέσως οι low budget καταβολές του και να μοιάζει με σπυρί στην ομοιόμορφη, άψογη πρόσοψη της μετέπειτα φιλμογραφίας του Άντερσον, αλλά παραμένει ένα ξεκαρδιστικό, γλυκόπικρο κι αισιόδοξο high five στους συνηθισμένους ανθρώπους (εδώ ληστές με μεγάλα όνειρα), και σύμφωνα με τον Μάρτιν Σκορσέζε, έναν από τους πιο σημαντικούς θαυμαστές της ταινίας (μετά από τη γράφουσα), αντάξιο των κλασικών στιγμών του Λίο Μακ Κάρεϊ και του Ζαν Ρενουάρ. Μια σπάνια ευκαιρία να δείτε μαζί επί της οθόνης τους αδελφούς Όουεν (συν-σεναριογράφο και συμφοιτητή του Άντερσον στο Πανεπιστήμιο του Τέξας) και Λουκ Γουίλσον μαζί με τον τρίτο -κι αιωνίως ριγμένο- τον Άντριου. Στο εξής,, ο Άντερσον δεν θα θυσίαζε ποτέ τη συμμετρία για χάρη της πλάκας με τους φίλους του, αλλά εδώ δίνει μια φευγαλέα ματιά του πώς είναι όταν δεν σκέφτεται ορθογώνια.
Έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας ως αμετανόητα κακός μάγος Βόλντεμορτ στις ταινίες Χάρι Πότερ, ο Ρέιφ Φάινς ξαναβρήκε αφενός τα ρουθούνια του κι αφετέρου τον κορυφαίο ρόλο της καριέρας του σε αυτή την αφηγηματική μπάμπουσκα, μια παστέλ φαρσοκωμωδία για τον υπεύθυνο του ευρωπαϊκού ξενοδοχείου του τίτλου, τον πιστό βοηθό του και την κλοπή ενός πολύτιμου πίνακα με φόντο τη φανταστική Δημοκρατία της Ζουμπρόβκα ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Πολύ πιο πετυχημένη απόπειρα του Άντερσον να μιλήσει για την καλλιτεχνική δημιουργία και τη διαχρονική δύναμη των ιστοριών απ’ ό,τι το Life Aquatic (του οποίου το θεαματικό art direction συναγωνίζεται), το Ξενοδοχείο Grand Budapest περικλείει στους ταλαιπωρημένους αλλά δοξασμένους τοίχους του όλες τις αξίες που διατρέχουν το έργο του Άντερσον.
Όσο ευχάριστη έκπληξη κι αν ήταν το Bottle Rocket, σε καμία περίπτωση δεν προετοίμασε κανέναν για το επόμενο βήμα του Άντερσον, ένα ρεσιτάλ ιδιοσυγκρασίας γεννημένο από την αγάπη του σκηνοθέτη για τον Πρωτάρη (ποιος σκηνοθέτης δεν θα ήθελε να ήταν ο Μάικ Νίκολς, άλλωστε;), τη συχνά υποτιμημένη εφηβική ηλικία και τη δύναμη ενός στρατηγικά τοποθετημένου τραγουδιού των Faces σε μια κινηματογραφική σκηνή. Στο ρόλο του overachiever Μαξ Φίσερ, ο Τζέισον Σουάρτσμαν σε προκαλεί να του δώσεις… 400 χτυπήματα και να τον κάνεις φίλο σου ταυτόχρονα, και γίνεται ο αρχετυπικός αντερσονικός χαρακτήρας που επανεμφανίζεται σε όλες τις μελλοντικές ταινίες του. “I saved Latin. What did you ever do?”
Ποια ήταν η στιγμή που το «Γουές Άντερσον» σταμάτησε να είναι απλώς ένα όνομα και έγινε προσωπική φιλοσοφία και σφραγίδα; Ήταν η slow motion επανένωση της Μάργκο (Γκουίνεθ Πάλτροου) και του Ρίτσι Τένεμπαουμ (Λουκ Γουίλσον) στο σταθμό των λεωφορείων υπό τους ήχους του “These Days” της Nico; Ήταν η παράδοση των όπλων από τον Ρίτσι που κόβει τα μαλλιά, το μούσι και στη συνέχεια τις φλέβες του ενώ ακούγεται το “Needle In The Hay” του Έλιοτ Σμιθ; Ή μήπως το «πέρασα μια δύσκολη χρονιά, μπαμπά» του Τσαζ (Μπεν Στίλερ) καθώς ανταλλάσσει έναν σκύλο με τον πατέρα του (Τζιν Χάκμαν); Ή ολόκληρο το κεφάλαιο με τίτλο «Νεκροταφείο Μάντοξ Χιλ»; Ο καθένας θα δώσει διαφορετική απάντηση, αλλά η γένεση του Άντερσον όπως τον ξέρουμε υπάρχει μέσα σε αυτή την ταινία.