Categories: ΒΙΒΛΙΟ

Αναλογίζομαι τον Wystan H. Auden, που πέθανε τη νύχτα της 28ης Σεπτεμβρίου του 1973

Γνώρισα τον Auden αργά μέσα στη ζωή του και στη δική μου – σε μια ηλικία που η εύκολη, εκλεπτυσμένη οικειότητα της φιλίας που δημιουργείται στα νιάτα κάποιου δεν μπορεί πια να επιτευχθεί, γιατί δεν έχει μείνει αρκετή ζωή ή δεν προβλέπεται να μείνει τόση ώστε να την μοιραστείς με κάποιον άλλο. Έτσι, ήμασταν πολύ καλοί φίλοι αλλά όχι φίλοι με μεγάλη οικειότητα. Επιπλέον, υπήρχε μια άλλη πλευρά σε αυτόν που αποθάρρυνε την εγγύτητα –  και μη φανταστείτε πως το διερεύνησα αυτό, ουδέποτε. Προτιμούσα με μεγάλη μου χαρά να το σέβομαι σαν αναγκαία μυστικοπάθεια του μεγάλου ποιητή, κάποιου που θα πρέπει να έχει διδάξει τον εαυτό του από νωρίς να μη μιλά σε πρόζα, χαλαρά και στην τύχη, για πράγματα που ήξερε πώς να τα πει πολύ πιο ικανοποιητικά στη συμπυκνωμένη γλώσσα της ποίησης.

Η επιφυλακτικότητα ίσως να είναι η deformation professionnelle του ποιητή. Στην περίπτωση του Auden αυτό φαινόταν όλο και πιο πιθανό γιατί μεγάλο κομμάτι της δουλειάς του, και με  απόλυτη απλότητα, γεννήθηκε μέσα από τον προφορικό λόγο, μέσα από ιδιωματισμούς της καθημερινότητας  –όπως λ. χ. το “Lay your sleeping head, my love, Human on my faithless arm.” Αυτού του είδους η τελειότητα είναι πολύ σπάνια‧ τη βρίσκουμε μόνο σε μερικά από τα καλύτερα ποιήματα του Goethe, και πρέπει να υπάρχει στα περισσότερα από τα έργα του Pushkin, γιατί το σήμα κατατεθέν τους είναι το ότι είναι μη-μεταφράσιμα.

Από τη στιγμή που ποιήματα τέτοιου είδους ξεριζώνονται από τον αρχικό τους βιότοπο μπορούν να διαλυθούν σε ένα σύννεφο κοινοτοπίας. Εδώ όλα βασίζονται στις «εύγλωττες χειρονομίες», στην «ανύψωση των γεγονότων από την πρόζα στη ποίηση» –μια θέση που ο κριτικός Clive James είχε υπογραμμίσει στη μελέτη του για τον Auden στο περιοδικό Commentary τον Δεκέμβρη του 1973. Όταν μια τέτοια χάρη κατορθώνεται, με μαγικό τρόπο πειθόμαστε πως ο καθημερινός λόγος είναι κατά βάθος ποιητικός, και, εκπαιδευμένοι από τους ποιητές, ανοίγουμε τ΄ αυτιά μας στα αληθινά μυστήρια της γλώσσας. Αυτή η ίδια η μη-μεταφρασιμότητα ενός από τα ποιήματα του Auden είναι εκείνο που, πολλά χρόνια πριν, με έπεισε για το μεγαλείο του. Τρεις Γερμανοί μεταφραστές είχαν δοκιμάσει τη τύχη τους και δολοφόνησαν χωρίς έλεος ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα, το “If I Could Tell You” το οποίο προκύπτει φυσικά μέσα από δύο ιδιωματισμούς της καθομιλουμένης-“Time will tell” και “I told you so”:

Time will say nothing but I told you so.

Time only knows the price we have to pay;
If I could tell you I would let you know.

If we should weep when clowns put on their show,
If we should stumble when musicians play,
Time will say nothing but I told you so. . . .

The winds must come from somewhere when they blow,
There must be reasons why the leaves decay;
Time will say nothing but I told you so. . . .

Suppose the lions all get up and go,
And all the brooks and soldiers run away;
Will Time say nothing but I told you so?
If I could tell you I would let you know.

Γνώρισα τον Auden το φθινόπωρο του 1958, αλλά τον είχα ξαναδεί και πιο παλιά, στο τέλος της δεκαετίας του ΄40, στο πάρτι κάποιου εκδότη. Παρόλο που δεν ανταλλάξαμε κουβέντα σε εκείνη τη περίσταση, τον θυμόμουν αρκετά καλά  – έναν ωραίο καλοντυμένο και πολύ Άγγλο κύριο, φιλικό και άνετο. Δεν τον αναγνώρισα δέκα χρόνια αργότερα, γιατί τώρα πια το πρόσωπό του ήταν σημαδεμένο από εκείνες τις διάσημες βαθιές ρυτίδες, λες και η ζωή η  ίδια είχε σκιαγραφήσει κάποιου είδους πρόσωπο-τοπίο για να καταστήσει έκδηλες «τις αθέατες μανίες της καρδιάς» [“the heart’s invisible furies”]. Αν τον άκουγες να μιλά, τίποτα δεν φαινόταν πιο παραπλανητικό από αυτή την εμφάνιση.

Όχι πως ήταν ταπεινός‧ στην περίπτωσή του η αυτοπεποίθηση ήταν που τον προστάτεψε από την κολακεία, και η αυτοπεποίθησή του υπήρχε πριν από την αναγνώριση και τη φήμη, πριν ακόμα και από τα επιτεύγματα.

Και ήρθε ο καιρός, όταν, με κανενός είδους εμφάνιση δεν μπορούσε να κάνει πια χωριό, όταν το ερειπωμένο διαμέρισμά του ήταν τόσο κρύο που τα υδραυλικά δεν λειτουργούσαν και ήταν αναγκασμένος να πηγαίνει  στην τουαλέτα της κάβας στη γωνιά του δρόμου, όταν το κοστούμι του (κανείς δεν μπορούσε να τον πείσει πως ένας άνθρωπος χρειαζόταν τουλάχιστον δύο κοστούμια, έτσι ώστε να μπορεί να πάει το ένα στο καθαριστήριο, ή δύο ζευγάρια παπούτσια, έτσι ώστε το ένα ζευγάρι να μπορεί να επιδιορθωθεί, και αυτό ήταν το κεντρικό μοτίβο μιας ατέρμονης, συνεχιζόμενης φιλονικίας ανάμεσά μας όλα τα χρόνια) ήταν καλυμμένο με λεκέδες ή φθαρμένο τόσο πολύ που το παντελόνι μπορούσε να σκιστεί ξαφνικά από πάνω ως κάτω- εν συντομία, όποτε η καταστροφή εμφανιζόταν μπροστά μας, εκείνος θα ξεκινούσε λίγο πολύ να απαγγέλλει μια εντελώς ιδιοσυγκρασιακή εκδοχή του “Count your blessings.” Μιας και ποτέ δεν έλεγε παράλογα πράγματα ή ποτέ δεν είπε κάτι καταφανώς χαζό -και επειδή πάντα γνώριζα πως αυτή ήταν η φωνή ενός πολύ μεγάλου ποιητή- μου πήρε χρόνια να καταλάβω πως στην περίπτωσή του δεν ήταν το παρουσιαστικό που ξεγελούσε, και πως θα ήταν τραγικό  λάθος να αποδώσω τα όσα είδα στον τρόπο ζωής του στην ακίνδυνη εκκεντρικότητα ενός συνηθισμένου Άγγλου τζέντλεμαν.

Είδα εντέλει τη δυστυχία, και με κάποιο τρόπο κατάλαβα αόριστα την δραστική του ανάγκη να την κρύψει πίσω από την ψαλμωδία του “Count your blessings”, κι όμως βρήκα δύσκολο να καταλάβω εντελώς γιατί ήταν τόσο δυστυχισμένος και ανίκανος να κάνει το οτιδήποτε για τις παράλογες συνθήκες που έκαναν την καθημερινή ζωή τόσο αβάσταχτη για αυτόν. Σίγουρα δεν μπορεί να ήταν η έλλειψη αναγνώρισης. Ήταν αρκετά διάσημος, και τέτοιες φιλοδοξίες δεν μπορεί όπως και να ΄ναι να είχαν σημασία για αυτόν, μιας και ήταν ο λιγότερο ματαιόδοξος από όλους τους συγγραφείς που είχα ποτέ γνωρίσει –εντελώς ανέγγιχτος από τις αμέτρητες μικροαδυναμίες της συνήθους ματαιοδοξίας.

Διόρθωνε συνεχώς τα ποιήματά του, συμφωνώντας με τον Valéry στο ότι : ένα ποίημα δεν το ολοκληρώνεις ποτέ, απλά το εγκαταλείπεις.

Όχι πως ήταν ταπεινός‧ στην περίπτωσή του η αυτοπεποίθηση ήταν που τον προστάτεψε από την κολακεία, και η αυτοπεποίθησή του υπήρχε πριν από την αναγνώριση και τη φήμη, πριν ακόμα και από τα επιτεύγματα. (Ο Geoffrey Grigson στο Times Literary Supplement, αναφέρει τον ακόλουθο διάλογο ανάμεσα στον πολύ νεαρό Auden και τον καθηγητή του στην Οξφόρδη. «Καθηγητής: Και τι θα κάνετε, κύριε Auden, μόλις φύγετε από το πανεπιστήμιο;  Auden: Θα γίνω ποιητής. Καθηγητής: Λοιπόν,  σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να σας είναι πολύ χρήσιμο που έχετε μελετήσει αγγλική φιλολογία. Auden: Δεν με καταλάβατε, θα γίνω ένας μεγάλος ποιητής.») Δεν τον άφησε ποτέ, γιατί δεν ήταν κάτι που γεννήθηκε από τη σύγκριση με άλλους, ή με τη νίκη ενός αγώνα απέναντι στον αντίπαλο‧ ήταν κάτι φυσικό  –συνδεδεμένο, αλλά όχι ταυτόσημο, με την τεράστια ικανότητά του να κάνει με τη γλώσσα, και να το κάνει ταχύτατα, ό,τι τον ικανοποιούσε. (Όταν οι φίλοι του ζητούσαν να σκαρώσει ένα ποίημα γενεθλίων για το επόμενο απόγευμα στις 6 η ώρα, μπορούσαν να είναι βέβαιοι πως θα το έχουν‧ σαφώς αυτό είναι εφικτό μόνο με την απουσία αυτο-αμφισβήτησης.) Αλλά ακόμα και αυτό δεν έκανε το μυαλό του να παίρνει αέρα, γιατί δεν διεκδίκησε, ή ίσως δεν πάλεψε καν για την απόλυτη τελειότητα. Διόρθωνε συνεχώς τα ποιήματά του, συμφωνώντας με τον Valéry στο ότι : ένα ποίημα δεν το ολοκληρώνεις ποτέ, απλά το εγκαταλείπεις.

Με άλλα λόγια, ήταν ευλογημένος με αυτή τη σπάνια αυτοπεποίθηση η οποία δεν χρειαζόταν τον θαυμασμό και την καλή γνώμη των άλλων, και μπορούσε ακόμη και να αντέξει την αυτοκριτική και την αυτοεξέταση χωρίς να πέφτει στην παγίδα της αυτο-αμφισβήτησης. Αυτό καμία σχέση δεν είχε με αλαζονεία αλλά είναι εύκολο να το περάσεις για τέτοια. Ο Auden δεν υπήρξε ποτέ αλαζόνας εκτός αν τον προκαλούσε κάποια χυδαιότητα‧ τότε προστάτευε τον εαυτό του με την κάπως απότομη αγένεια που χαρακτηρίζει την αγγλική πνευματική ζωή.

Ο Stephen Spender, ο φίλος του που τον ήξερε τόσο καλά, έχει τονίσει πως « Σε όλη τη διάρκεια της εξέλιξης της ποίησής του … το βασικό του θέμα είναι η αγάπη» (όχι όμως και ότι πέρασε ποτέ από το μυαλό του Auden να αλλάξει το καρτεσιανό cogito ergo sum [σκέπτομαι άρα υπάρχω] προσδιορίζοντας τον άνθρωπο ως ένα  “bubble-brained creature” που λέει  «αγαπιέμαι άρα υπάρχω»), και στον λόγο που εκφώνησε ο Stephen Spender εις μνήμην του νεκρού του φίλου στον καθεδρικό ναό της Οξφόρδης ανέφερε μια περίσταση που ρώτησε ο ίδιος  τον Auden σχετικά με μια δημόσια ανάγνωση ποιημάτων  που είχε κάνει στην Αμερική: «Η όψη του φωτίστηκε με ένα χαμόγελο πού άλλαξε τις γραμμές του προσώπου του και είπε: “Με αγάπησαν”.» Δεν τον θαύμασαν, τον αγάπησαν: εδώ, πιστεύω, βρίσκεται το κλειδί τόσο για την εξωπραγματική δυσθυμία του όσο και για το εξωπραγματικό μεγαλείο – την ένταση – της ποίησής του. Τώρα, με τη θλιβερή σοφία της μνήμης, τον βλέπω σαν να ήταν ένας ειδήμων των άπειρων παραλλαγών της χωρίς ανταπόκρισης αγάπης, ανάμεσα στις οποίες η εξοργιστική υποκατάσταση του θαυμασμού με την αγάπη πρέπει σίγουρα να ελλοχεύει. Και κάτω από αυτά τα συναισθήματα πρέπει να τπόκειται εξαρχής μια κάποια ζωώδης tristesse [θλίψη], που καμιά λογική και καμιά πίστη δεν μπόρεσε να υπερνικήσει.

The desires of the heart are as crooked as corkscrews,
Not to be born is the best for man;
The second-best is a formal order,
The dance’s pattern; dance while you can.

Έτσι έγραψε στο  “Death’s Echo,” από το “Collected Shorter Poems”. Όσον καιρό  τον γνώριζα, δε θα αναφερόταν στο κάλλιστο πια, τόσο σταθερά είχε προτιμήσει το δεύτερο καλύτερο, την «κανονική περίπτωση», και το αποτέλεσμα ήταν αυτό που ο Chester Kallman τόσο εύστοχα ονόμασε «το πιό ατημέλητο παιδί από όλους τους θιασώτες της πειθαρχίας». Πιστεύω πως ήταν η tristesse και το “dance while you can” που έκαναν τον Auden να νιώθει τόσο γοητευμένος από το Βερολίνο, και σχεδόν σαν στο σπίτι του, στο περιβόητο Βερολίνο της δεκαετίας του ΄20,  όπου το carpe diem εφαρμοζόταν διαρκώς και σε πολλές παραλλαγές. Κάποτε ανέφερε ως μια ασθένεια τον νεανικό του ενθουσιασμό για τα γερμανικά ήθη, αλλά πολύ πιο ξεκάθαρη από αυτό, και λιγότερο εύκολο να την ξεφορτωθεί, ήταν η καταφανής επιρροή του Bertolt Brecht με τον οποίο πιστεύω πως είχε περισσότερα κοινά από όσα ήταν ποτέ έτοιμος να παραδεχτεί. (Προς το τέλος της δεκαετίας του ΄50 μαζί με τον Chester Kallman, μετέφρασε το ‘Ανοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόνι του Bertolt Brecht – μια μετάφραση που δεν εκδόθηκε ποτέ, πιθανότατα λόγω προβλημάτων με τα πνευματικά δικαιώματα. Μέχρι σήμερα δε γνωρίζω άλλη ικανοποιητική μετάφραση του Brecht στα αγγλικά.)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Με αμιγώς λογοτεχνικούς όρους, η επιρροή του Brecht μπορεί εύκολα να εντοπιστεί στις μπαλάντες του Auden – στο ύστερο, εξαιρετικό “Ballad of Barnaby,” το παραμύθι του ακροβάτη ο οποίος έχοντας γίνει γέρος και θεοσεβούμενος “honoured the Mother-of-God” κάνοντας ακροβατικά για χάρη της‧ ή το πρώιμο “little story / About Miss Edith Gee; / She lived in Clevedon Terrace / At Number 83.” Εκείνο που καθιστά αυτή την επιρροή πιθανή  ήταν το ότι και οι δύο ανήκαν στην μετά-τον-πρώτο-παγκόσμιο-πόλεμο-γενιά, με τον παράδοξο συνδυασμό της απελπισίας με την joie de vivre [χαρά της ζωής], και με την απέχθειά της για τους συμβατικούς κώδικες συμπεριφοράς, και με την αγάπη της για το “playing it cool,” που εκφράστηκε στην Αγγλία, υποπτεύομαι, μέσω της χρήσης της μάσκας του σνομπισμού, ενώ εκφράστηκε στη Γερμανία με μια διαδεδομένη επιτήδευση παραδοξότητας, κάπως κοντά στην ατμόσφαιρα της Όπερας της πεντάρας του Brecht. (Στο Βερολίνο κάποιος αστειεύτηκε σχετικά με αυτή τη μόδα ανεστραμμένης υποκρισίας, όπως όλοι αστειεύονταν για τα πάντα: “Er geht böse über den Kurfürstendamm” –  που σημαίνει «Αυτή είναι πιθανότατα η μόνη παραξενιά για την οποία είναι ικανός». Μετά το 1933, νομίζω, κανείς δεν αστειεύτηκε πια σχετικά με την παραδοξότητα.)

Δεν υπάρχει τίποτα πιο αξιοθαύμαστο στον Auden από την απόλυτη πνευματική του υγεία και την αμετακίνητη πίστη στην λογική‧ στα μάτια του κάθε είδους τρέλα ήταν έλλειψη πειθαρχίας – “Naughty, naughty,” όπως συνήθιζε να λέει.

Στην περίπτωση του Auden, όπως και στην περίπτωση του Brecht, η ανεστραμμένη υποκρισία βοήθησε να κρυφτεί μια ακαταμάχητη προδιάθεση προς το να είσαι καλός και να κάνεις το καλό   – κάτι που και οι δύο ντρέπονταν να παραδεχτούν, πόσο μάλλον να διακηρύξουν. Αυτό φαίνεται πιο πιστευτό για τον Auden , γιατί εν τέλει έγινε χριστιανός, αλλά είναι ίσως σοκαριστικό αρχικά να το ακούς για τον Brecht. Κι όμως μια προσεχτική ανάγνωση των ποιημάτων και των θεατρικών του μου μοιάζει σχεδόν να το αποδεικνύει. Όχι μόνο υπάρχουν τα έργα Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν και Η Αγία Ιωάννα των σφαγείων αλλά, ίσως ακόμα πιο πειστικές, υπάρχουν αυτές οι ατάκες  ακριβώς μέσα στην κυνικότητα της Όπερας της πεντάρας :

Ein guter Mensch sein! Ja, wer wär’s nicht gern?
Sein Gut den Armen geben, warum nicht?
Wenn alle gut sind, ist Sein Reich nicht fern.
Wer sässe nicht sehr gern in Seinem Licht?

Αυτό που οδήγησε αυτούς τους κατά βάση απολίτικους ποιητές στη χαοτική πολιτική σκηνή του αιώνα μας ήταν ο zèle compatissant [συμπάσχων ζήλος] του Ροβεσπιέρου, η πανίσχυρη παρόρμηση  προς τους malheureux [δυστυχισμένους], που διαφέρει πολύ από την όποια ανάγκη για δράση υπέρ της πανανθρώπινης ευτυχίας ή όποια επιθυμία για την αλλαγή του κόσμου.

Ο Auden, κατά πολύ σοφότερος – αν και επ’ ουδενί πιο έξυπνος – από τον Brecht, γνώριζε από νωρίς ότι “poetry makes nothing happen.” Για εκείνον, ήταν σκέτος παραλογισμός για τον ποιητή να απαιτεί ειδικά προνόμια ή να ζητά τις πολυτέλειες που χαιρόμαστε τόσο να προσφέρουμε μόνο από αγνή ευγνωμοσύνη. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αξιοθαύμαστο στον Auden από την απόλυτη πνευματική του υγεία και την  αμετακίνητη πίστη στην λογική‧ στα μάτια του κάθε είδους τρέλα ήταν έλλειψη πειθαρχίας – “Naughty, naughty,” όπως συνήθιζε να λέει. Το βασικό ήταν να μην έχεις ψευδαισθήσεις και να μη δέχεσαι ιδέες – κανένα θεωρητικό σύστημα – που θα σε τυφλώσουν απέναντι στην πραγματικότητα. Στράφηκε ενάντια στα νεανικά του αριστερά όνειρα γιατί τα γεγονότα (οι δίκες της Μόσχας, το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν, και οι εμπειρίες από τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο) είχαν αποδείξει πως ήταν  «ανέντιμα»  – «αναίσχυντα», έτσι όπως είπε στον πρόλογό του στο Collected Shorter Poems μιλώντας για το πως πέταξε αυτά που κάποτε είχε γράψει:

History to the defeated
may say alas but cannot help nor pardon.

Το να λες κάτι τέτοιο, σημείωσε, είναι «σαν να εξισώνεις την καλοσύνη με την επιτυχία». Διαμαρτυρήθηκε πως ποτέ δεν είχε πιστέψει σε αυτό το παράδοξο δόγμα – μια δήλωση την οποία αμφισβητώ, όχι απλά γιατί οι στίχοι είναι υπερβολικά καλοί, υπερβολικά ακριβείς για να έχουν δημιουργηθεί μόνο και μόνο για να είναι “rhetorically effective” αλλά γιατί αυτό ήταν το κυρίαρχο δόγμα στο οποίο όλοι πίστευαν το είκοσι και το τριάντα. Μετά ήρθε η εποχή όπου

In the nightmare of the dark
All the dogs of Europe bark . . .

Intellectual disgrace
Stares from every human face—

η εποχή που έμοιαζε για αρκετό καιρό πως το χειρότερο μπορούσε να συμβεί και το απόλυτο κακό θα μπορούσε να κυριαρχήσει. Το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν ήταν το σημείο καμπής για την αριστερά‧ τώρα πια έπρεπε να εγκαταλείψει κάθε πίστη στην ιστορία ως τον απόλυτο κριτή των ανθρώπινων υποθέσεων.

Στη δεκαετία του ‘40 υπήρξαν πολλοί που στράφηκαν ενάντια στις παλαιότερες πεποιθήσεις τους, αλλά πολλοί λίγοι ήταν εκείνοι που κατάλαβαν τι ήταν λάθος σε αυτές τις πεποιθήσεις. Αντί να εγκαταλείψουν την πίστη τους στην ιστορία και στην επιτυχία, απλά άλλαξαν τρένα, έτσι όπως ήταν‧ τα τρένα του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού ήταν λανθασμένα, οπότε πήραν τα τρένα του καπιταλισμού ή του φροϋδισμού ή κάποιου επεξεργασμένου μαρξισμού, ή κάποιου έντεχνου συνδυασμού και των τριών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Αντίθετα, ο Auden έγινε χριστιανός‧ δηλαδή, παράτησε το τρένο της ιστορίας εξ ολοκλήρου. Δεν ξέρω αν ο Stephen Spender έχει δίκιο όταν διαβεβαιώνει πως «η προσευχή ανταποκρίνεται στη βαθύτερη του ανάγκη» –  υποψιάζομαι πως η βαθύτερη του ανάγκη ήταν απλά να γράφει στίχους – αλλά είμαι στα πλαίσια της λογικής σίγουρη πως η διαύγειά του, ο στέρεος κοινός νους που φωτίζει όλα τα πεζά του κείμενα (τα δοκίμια και τις κριτικές του) οφείλεται στην προστατευτική ασπίδα της ορθοδοξίας. H ανθεκτική στο χρόνο συνεκτική πληρότητα νοήματος που δεν μπορούσε ούτε να αποδειχτεί ούτε να διαψευστεί με τη λογική τον εφοδίασε, όπως είχε συμβεί και στον Chesterton, με ένα πνευματικά ικανοποιητικό και συναισθηματικά ιδιαιτέρως βολικό καταφύγιο απέναντι στην επέλαση αυτού που ονόμαζε «σκουπίδια», τις αναρίθμητες δηλαδή  ανοησίες της εποχής.

Παρ’ όλη την κλίση του προς τη συμπόνοια, οι δημόσιες πολιτικές συνθήκες δεν ήταν αναγκαία συνθήκη για να λαβωθεί από την ποίηση, να γίνει ποιητής από πόνο.

Ξαναδιαβάζοντας τα ποιήματα του Auden με χρονολογική σειρά και φέρνοντάς τον στην μνήμη τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν η δυστυχία και η δυσθυμία είχαν γίνει όλο και πιο αβάσταχτες χωρίς, ωστόσο, ούτε στο ελάχιστο να αγγίξουν το θείο δώρο ή την ευλογημένη δεξιότητα του ταλέντου του, νιώθω πιο σίγουρη  από ποτέ πως «ήταν λαβωμένος απ΄την ποίηση» ακόμη περισσότερο και από τον Yeats (“Mad Ireland hurt you into poetry”), και πως, παρ’ όλη την κλίση του προς τη συμπόνοια, οι δημόσιες πολιτικές συνθήκες δεν ήταν αναγκαία συνθήκη για να λαβωθεί από την ποίηση, να γίνει ποιητής από πόνο. Αυτό που τον έκανε ποιητή ήταν η εξωπραγματική επιδεξιότητά του με τις λέξεις και η αγάπη του για τις λέξεις, αλλά και αυτό που τον έκανε μεγάλο ποιητή ήταν η αθόρυβη προθυμία με την οποία παραδόθηκε στην «κατάρα» του να είσαι ευάλωτος στην «ανθρώπινη απο-τυχία» σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ύπαρξης – να είσαι ευάλωτος στη στρεβλότητα των επιθυμιών, στις απιστίες της καρδιάς, στις αδικίες του κόσμου.

Follow, poet, follow right
To the bottom of the night,
With your unconstraining voice
Still persuade us to rejoice;

With the farming of a verse
Make a vineyard of the curse,
Sing of human unsuccess
In a rapture of distress;

In the deserts of the heart
Let the healing fountain start,
In the prison of his days
Teach the free man how to praise.

«’Υμνος» είναι η λέξη κλειδί αυτών των στίχων, όχι ύμνος στον «καλύτερο δυνατό κόσμο» – λες και ήταν υποχρέωση του ποιητή (ή του φιλοσόφου) να δικαιολογήσει τη θεία δημιουργία, αλλά ύμνος που ορθώνεται πάνω από όλα τα πιο απογοητευτικά στοιχεία της ανθρώπινης κατάστασης σε αυτή τη γη και ρουφάει την ίδια του τη δύναμη από την πληγή: με κάποιον τρόπο όντας πεπεισμένος, όπως ήταν και οι βάρδοι της αρχαίας Ελλάδας, πως οι θεοί υφαίνουν δίχτυα δυστυχίας και κακίας γύρω από τους θνητούς έτσι ώστε  να μπορέσουν ίσως αυτοί να διηγηθούν τις ιστορίες και να τραγουδήσουν τα τραγούδια.

I could (which you cannot)
Find reasons fast enough
To face the sky and roar
In anger and despair
At what is going on,
Demanding that it name
Whoever is to blame:
The sky would only wait
Till all my breath was gone
And then reiterate
As if I wasn’t there
That singular command
I do not understand,
Bless what there is for being,
Which has to be obeyed, for
What else am I made for,
Agreeing or disagreeing?

Και ο θρίαμβος του ατόμου για τον Auden ήταν πως η φωνή του μεγάλου ποιητή ποτέ δεν αποσιώπησε τη μικρή μα διεισδυτική φωνή του καθαρού και απλού κοινού νου που η απώλειά του τόσο συχνά έχει σταθεί το τίμημα που πληρώνει ο άνθρωπος για τα θεϊκά δώρα. Ο Auden ποτέ δεν επέτρεψε στον εαυτό του να χάσει το μυαλό του –  δηλαδή, να χάσει τη «θλίψη» μέσα στην «έκσταση» που γεννιέται από αυτή:

No metaphor, remember, can express
A real historical unhappiness;
Your tears have value if they make us gay;
O Happy Grief! is all sad verse can say.

Φαίνεται, φυσικά, αρκετά απίθανο ο νεαρός Auden, όταν αποφάσισε πως θα γινόταν ένας μεγάλος ποιητής, να γνώριζε το κόστος που θα είχε να πληρώσει, και βρίσκω εντελώς πιθανό πως στο τέλος – όταν όχι μόνο η ένταση των αισθημάτων και το ταλέντο της μεταμόρφωσής τους σε ύμνο, σε τραγούδι, αλλά και η καθαρή φυσική  δύναμη της καρδιάς να τα αντέξει και να ζήσει με αυτά, σταδιακά χανόταν – θα θεωρούσε το κόστος υπερβολικά μεγάλο. Εμείς σε κάθε περίπτωση -το κοινό του, αναγνώστες και ακροατές- μπορούμε απλά να είμαστε ευγνώμονες που πλήρωσε αυτό το κόστος μέχρι την τελευταία πεντάρα για την αιώνια δόξα της αγγλικής γλώσσας. Και οι φίλοι του μπορεί να βρουν κάποια παρηγοριά στο υπέροχο αστείο του που έρχεται πέρα από τον τάφο του –  πως για περισσότερους από έναν λόγο, όπως είπε ο Spender, «το σοφό ασυνείδητο κομμάτι του εαυτού του διάλεξε μια ωραία μέρα για να πεθάνει». Η σοφία του να ξέρεις «πότε να ζήσεις και πότε να πεθάνεις» δεν δίνεται στους θνητούς, αλλά του Wystan, θα ήθελε κανείς να πιστεύει, ίσως και να του δόθηκε ως η ύψιστη ανταμοιβή που οι  άσπλαχνοι θεοί της ποίησης απένειμαν στον πιο πιστό τους υπηρέτη.   

Το πρωτότυπο δημοσιεύθηκε στο New Yorker στις 20 Ιανουαρίου του 1975. Διαβάστε το αγγλικό κείμενο εδώ. [Μετάφραση Κυριάκος Μπούας-Θέμελης – Τζούλια Τσιακίρη]  Ποιήματά του στα ελληνικά βρίσκονται στην έκδοση  Γ. Χ. Ώντεν, «Πένθιμο μπλουζ και άλλα ποιήματα», μετάφραση Ερρίκος Σοφράς, Κίχλη, Αθήνα 2015.
POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA