«Δε μένω στη Νέα Κηφισιά – κοιμάμαι στη Νέα Κηφισιά. Έχει διαφορά» λέει ο Γιώργος Μαργαρίτης γελώντας βραχνά και σαρδόνια, καθισμένος απέναντί μου. Μαθαίνοντας μέσω τρίτου ότι κατοικεί στα βόρεια προάστια, του έχω προτείνει ραντεβού εκεί, σ’ ένα γεροντίστικο ζαχαροπλαστείο εντελώς παράταιρο με την εικόνα που είχα στο μυαλό μου γι’ αυτόν. «Δε μου ταιριάζει αυτό το μέρος» συμφωνεί – και με το που μαθαίνει ότι μένω στα Πετράλωνα, αρχίζει να φωνάζει: «Α! Και δε μου το ‘πες ρε φιλαράκο; Εκεί είναι το καφενείο του Μάνθου, τα φιλαράκια μου, το παλιό μου στέκι!». Είναι το μέρος όπου σύχναζε καθημερινά πριν από τριάντα πέντε χρόνια και που έχει μέχρι σήμερα στολισμένο στον τοίχο τον πρώτο δίσκο του με τίτλο «Εσύ μιλάς στην καρδιά μου» (1981). Τον δίσκο αυτό, που έγινε Χρυσός σε μια εποχή που μια τέτοια διάκριση σήμαινε κάτι, ο Μαργαρίτης τον πρωτοάκουσε τη μέρα που εκδόθηκε μαζί με τους φίλους του εκεί μέσα. «Θες να πάμε;» με ρωτάει φωναχτά. «Φύγαμε!». Ακυρώνει την παραγγελία, βγαίνουμε έξω σαν απελευθερωμένοι, κατευθυνόμαστε προς το πάρκινγκ, γεια σας.
Και κάπως έτσι ξεκινάω την πρώτη μου συνέντευξη σε αμάξι, από τα βόρεια στα νότια, από την τωρινή γειτονιά του Μαργαρίτη στην παλιά, που ναι, του ταιριάζει περισσότερο, έστω κι αν τον έχω τώρα δίπλα μου να οδηγάει μια μεταχειρισμένη Mercedes. Η ιστορία του βέβαια αρχίζει μακριά από την Αθήνα, στα Τρίκαλα, σαν ασπρόμαυρη ταινία που έχω δει χίλιες φορές: «Εγώ ήμουν από τις οικογένειες τις πολύ τραυματισμένες, φτώχια μεγάλη. Μιλάμε για Ελλάδα αμέσως μετά την Κατοχή. Αργήσαμε πολύ να διώξουμε από πάνω μας αυτή την ταλαιπωρία. Αλλά η φτώχια παλεύεται. Η αχαριστία, η κακία και οι τρικλοποδιές είναι τα δύσκολα. Υπήρχαν άνθρωποι που τα ‘χανε όλα και δεν τους έφτανε αυτό, σχολιάζανε κι εμάς τους αποκάτω…» Και φυσικά, το απαραίτητο σχόλιο για τη σημερινή κατάσταση: «Τώρα πάλι υπάρχει τεράστιο πρόβλημα με την ανεργία. Εγώ την ανεργία τη βίωσα στο πετσί μου. Είναι ό,τι χειρότερο για τον άνθρωπο. Να φτιάξουνε τα πράματα στην πατρίδα μας, δεν το βλέπω. Μακάρι να βγω ψεύτης. Όσοι έχουνε κάτι ψιλά, έχουνε. Θα ‘ρθει και η ώρα τους… Θα ‘ρθει, έρχεται, κοντά είναι».
Είναι εύκολο να αισθανθείς αποστροφή για τα κλισέ μιας ακόμα διήγησης λαϊκού βιοπαλαιστή με ρυτίδες στα μάγουλα, που θριάμβευσε μέσα στις αντιξοότητες. Όμως ο Μαργαρίτης είναι αυτό ακριβώς. Δεν είναι κάτι άλλο. Αγρότης ο μπαμπάς του, εργάτρια η μάνα του, έφυγε απ’ το σπίτι στα 15 του και ήρθε στην Αθήνα έχοντας στην τσέπη ένα χαρτάκι με το τηλέφωνο του Τσιτσάνη: «Τον είχα γνωρίσει λίγα χρόνια πριν στην ιδιαίτερη πατρίδα μας. Αλλά ήμουν ακόμα πολύ μικρός για να μπω στο τραγούδι. Ούτε να ξενυχτήσω, ούτε να γραμμοφωνήσω μπορούσα. Επί μια δεκαετία έψαχνα μεροκάματο. Ε, δούλεψα στην οικοδομή χρόνια, δούλεψα και σ’ ένα αμπέλι και στα 24 πια άρχισα να τραγουδάω στα μαγαζιά. Το ‘69».
Είναι 11.30 το πρωί και βγαίνουμε στην Κηφισίας, η οποία έχει την απαραίτητη κίνηση ώστε να κρατήσει αρκετή ώρα η βόλτα. «Πρώτη φορά τραγούδησα στο “Ηλιοβασίλεμα”, στην Ιερά Οδό» θυμάται. «20 δραχμές το μεροκάματο. Πολλά λεφτά, τι να σου πω… Με τα πόδια πήγαινα, με τα πόδια γυρνούσα. Κοιμόμουνα σε φίλους, σε πλυσταριά, σε κάτι παράγκες, όπου έβρισκα. Κι ύστερα όταν ήρθαν κάποια λεφτά, σε ξενοδοχεία. Σε διαμέρισμα δικό μου άργησα να μπω…». Το ’81, ο πρώτος του δίσκος, αυτό το «Εσύ μιλάς στην καρδιά μου» που θα δούμε σε λίγο στο καφενείο όπως μου υπενθυμίζει συνεχώς, έκανε τεράστια επιτυχία. Τον ρωτάω αν άλλαξε τότε η ζωή του: “Tι να αλλάξει μωρέ… Ήμουν ήδη 35 χρονών. Είχα μάθει στα λίγα. Και τώρα μια χαρά τη βγάζω με λίγα. Ένα ψωμάκι, δυο ελιές και λίγο τυράκι. Άσε που τρώω κάθε δυο μέρες. Γιατί διατηρούμαι έτσι ωραίος νομίζες;» με ρωτάει και γελάει, αλλάζοντας ταχύτητα στη Mercedes…
Μιλάει για γυναίκες και είναι απόλαυση: «Καλές παρτίδες είχα. Ωραία πέρασα. Ε, αργότερα ήρθε η οικογένεια. Δεν μπορούσαμε να τραβήξουμε για πάντα το σκοινί αυτό… Aλλά κοίταξε να δεις, στα λαϊκά μαγαζιά της δεκαετίας του ’70 και του ’80, έβλεπες γυναικάρες. Οι σημερινές τραγουδίστριες βγαίνουν με το παντελόνι. Πού είναι οι γυναίκες ρε παιδί μου; Εμείς θέλουμε να δούμε το φουστάνι, να δούμε το πόδι, δεν πάει το ουισκάκι κάτω αλλιώς. Θέλουμε σκέρτσο. Η τραγουδίστρια πρέπει να είναι ναζιάρα. Τι, θα την ακούω μόνο να τραγουδάει; Βρε ούτε το νερό δεν πάει κάτω έτσι!». Καθώς μιλάει, η θεσσαλική προφορά του, που δυστυχώς δεν μπορεί να περάσει στο κείμενο, είναι η μισή συνέντευξη. Η άλλη μισή δεν είναι αυτά που λέει, όχι. Είναι το χαμόγελο που σκάει σε κάθε δεύτερη πρόταση. Μέσα στα χρόνια, αυτό το αγαθό, εγκάρδιο χαμόγελο πρέπει να άνοιξε τόσες πόρτες στην καριέρα του όσες και η φωνή του.
Οι σημερινές τραγουδίστριες βγαίνουν με το παντελόνι. Πού είναι οι γυναίκες ρε παιδί μου; Εμείς θέλουμε να δούμε το φουστάνι, να δούμε το πόδι, δεν πάει το ουισκάκι κάτω αλλιώς. Θέλουμε σκέρτσο. Η τραγουδίστρια πρέπει να είναι ναζιάρα. Τι, θα την ακούω μόνο να τραγουδάει; Βρε ούτε το νερό δεν πάει κάτω έτσι!
Προς τιμήν του, δεν κωλώνει να μιλήσει για τις αδυναμίες του, για πλευρές που σε άλλους καλλιτέχνες μένουν τεχνηέντως κρυφές: «Το πάθος μου το μεγάλο εμένα ήτανε ο τζόγος. Τον έχω κόψει εδώ και τριάντα χρόνια, αλλά τότε έπαιζα. Κι όποτε έριχνα μια καλή ζαριά, είχα και τις κρυψώνες μου». Περιμένει δυο δευτερόλεπτα, γνωρίζοντας πως μου έχει τραβήξει την προσοχή και συνεχίζει: «Ξέρεις ποιες ήταν οι κρυψώνες μου…». «Όχι» απαντάω. «Άκου να δεις… Τη δεκαετία του ’70, επειδή έμενα στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, από την αρχή της Βουλιαγμένης μέχρι τη Γλυφάδα κάτω, είχα κάποιες πέτρες. Αυτές τις έλεγα κρυψώνες. Όταν έφερνα λοιπόν την καλή τη ζαριά και μου περισσεύσανε, τακ, έβαζα κάτι κάτω απ’ την πέτρα. Κι όταν ερχόταν η άσχημη, πήγαινα και τα ‘παιρνα. Μία στην αρχή της οδού, μία στην Πλατεία Καλογήρων και μία άλλη στην Αλίμου. Βέβαια η Βουλιαγμένης δεν ήταν όπως είναι τώρα. Ψιλοχωράφια, ψιλοτέτοια… Σήμερα παίζω ακόμα κανένα ταβλάκι που και που. Γιατί οι φίλοι μου είναι του καφενείου – λίγοι είναι της καφετέριας. Με αρχηγείο βέβαια το καφενείο των Πετραλώνων. Εκεί που θα σε πάω».
Μιλάμε για ουσίες κι οινοπνεύματα. «Εξαίρεση στον κανόνα δεν είμαι» λέει. «Πέρασα κι εγώ. Μη φανταστείς βαριά πράγματα. Ποτά και μαύρα. Αλλά έβρισκα δύναμη και τα πέταγα. Και από το ’90 μέχρι σήμερα η δύναμη αυτή είναι πιο ισχυρή. Ο,τι με ενοχλεί, το ρίχνω από πάνω μου. Το τσιγάρο το έχω κόψει εδώ και δώδεκα χρόνια. Ούτε πίνω. Και δεν με ενδιαφέρει κιόλας να πιω. Αυτός που λέει δε μπορώ να τα κόψω, δεν θέλει. Αλλά μόλις πω σε κάποιον μην πίνεις, μην καπνίζεις, ξέρεις τι μου λέει; “Γιατί ρε Γιώργο, επειδή τα χόρτασες εσύ;”».
Το πιο εμβληματικό τραγούδι του Γιώργου Μαργαρίτη, το «Στο Κελί 33» (1987, μουσική Γιώργου Μάμου, στίχοι Σαράντου Τσιλιβερδή), βασίζεται σε εμπειρίες του προσωπικές. «Έχω σχέση με το τραγούδι αυτό. Άμεση…» λέει με νόημα, χαμηλώνοντας τη φωνή και κάνοντάς τη λίγο πιο μπάσα. «Έκανα πέρασμα από φυλακή. Από τον Κορυδαλλό. Δεν ήμουνα γνωστός τότε. Εντάξει, μη νομίζεις ότι έκανα και μια δεκαριά χρόνια… Πέρασμα έκανα». Το «Κελί 33» (και ιδίως ο στίχος «μα παιδί χωρίς μυαλό» στο τέλος του ρεφρέν), είναι όλη η ουσία της τέχνης του Μαργαρίτη, μιας τέχνης που παίρνει την αλήθεια του υποκόσμου και την βάζει στα ραδιόφωνα, στις μεγάλες πίστες, στην επιφάνεια δηλαδή μιας κοινωνίας που υπό άλλες συνθήκες θα καταδίκαζε κάθε μικρό ή μεγάλο ατόπημα μιας παραστρατημένης νεότητας. Είναι ένα βαρύ λαϊκό αριστούργημα. Το αναγνωρίζει κι ο ίδιος: «Μιλάμε για το μεγαλύτερο τραγούδι μου. Ένα τραγούδι κοινωνικό, άμα μπορέσει ο τραγουδιστής να το περάσει στον κόσμο (γιατί δεν είναι εύκολο), τελείωσε. Γιατί άμα το ‘λεγε άλλος, δεν θα πήγαινε πουθενά. Το είπε ο Μαργαρίτης με την ιδιαίτερη φωνή, επισκίασε όλη την υπόλοιπη δισκογραφία μου, αγαπήθηκε απ’ όλη την Ελλάδα και μέχρι σήμερα πάει λέγοντας».
Αυτή η ιδιαίτερη φωνή, που δικαιολογημένα καυχιέται ότι διαθέτει, συνδυάζει το βαρύ μάγκικο και το βραχνό με την ικανότητα να πιάνει τις ψιλές «γυναικείες» νότες – κάτι αληθινά σπάνιο για λαϊκό τραγουδιστή. «Η χροιά είναι το θέμα» εξηγεί. «Ξέρεις πόσοι καλοί τραγουδιστές υπάρχουν; Η μισή Ελλάδα τραγουδάει ωραία. Το ιδιαίτερο είναι που θα ξεχωρίσει. Σήμερα όλοι σχεδόν μιμούνται τους παλιούς και σε τέσσερα-πέντε χρόνια ο κόσμος τους στέλνει στο σπίτι τους. Και λένε “τι έκανα;” Ε πώς τι έκανες; Αφού μιμείσαι».
Στην επόμενη σελίδα: Οι «Δρόμοι του Πουθενά», το «Πεθαίνω για σένα», το καφενείο με τους φίλους τους παλιούς και μια τσάντα λεμόνια.
Page: 1 2