Παραμονές Χριστουγέννων η γιαγιά ξαφνικά κατέπεσε. Δεν ήθελε να φάει, δεν ήθελε να κουνηθεί. Νέα δεν την έλεγες, βεβαίως, είχε πατήσει τα ογδόντα πέντε. Αλλά είχαμε συνηθίσει όλοι να τη θεωρούμε αειθαλή κι απρόσβλητη, ήταν πάντα το στήριγμα αυτής της μεγάλης οικογένειας σε όλες τις στιγμές. Καλές και κακές. Κυρίως στις κακές. Γιατί έχε την ικανότητα -έμφυτη;- να σπάει το βράχο κάθε μεγάλου προβλήματος σε αμελητέα χαλίκια και να σε κάνει να νιώθεις ότι όλα είναι του χεριού σου, τίποτα υπεράνω δυνάμεων.
Με ειδοποίησε η μάνα μου ότι η γιαγιά με ζητούσε επίμονα. Πάντα μου είχε αδυναμία, ήμουν η πιο μικρή εγγονή της και η μόνη που είχα το όνομά της. Έφυγα από την Αθήνα άρον –άρον, ας έχανα και ένα-δυο εργαστήρια στη σχολή, να φτάσω εγκαίρως στη μικρή μου πόλη. Πότιζα τη διαδρομή μου με αγωνίες και με δάκρυα.
Την ώρα που έμπαινα στο σπίτι έβγαινε από το δωμάτιό της ο γιατρός. «Όπως σου είπα, κυρά Βασιλική», της είπε, «αν θέλεις εσύ όλα μπορείς να τα νικήσεις. Εσένα δεν σε τρόμαξε η ζωή, θα σε τρομάξει ο θάνατος; Άντε πάρε απόφαση και σήκω, να ήρθε κι η εγγονή σου, να κάνετε γιορτές». Δεν έχει τίποτα οργανικό, οι εξετάσεις της κι οι αναλύσεις της φυσιολογικές. Απλώς δεν θέλει να ζήσει άλλο. Αυτή ήταν η διάγνωση.
Όρμησα στο δωμάτιό της να της ζητήσω το λόγο. «Γιαγιά; Τι είναι αυτά τα χαζά τώρα, με εξηγείς κι εμένα;» – πόσο δούλεμα είχα φάει στην Αθήνα γι αυτά τα μικρασιάτικα κατάλοιπα, τα με και τα σε, που από εκείνην κουβαλούσα…
«Δεν μπορώ, γιαβρί μου, άλλο. Όλα άνω κάτω έγιναν, δε βρίσκω σειρά». Παράπονο, παραίτηση, παρότρυνση, «εσύ κοίτα να συνεχίσεις με αυτά που σε έμαθα, την ψυχή σου καθαρή και λαφριά, τίποτα άλλο. Έλα εδώ, αυτό να το φοράς πάντα. Θα είναι το φυλαχτό σου. Το έφερα απ’ την πατρίδα». Και προσπάθησε να μου περάσει το μενταγιόν της στο λαιμό. Απ’ την πατρίδα. Σχεδόν ογδόντα χρόνια εδώ, παιδάκι την βρήκε η μικρασιατική καταστροφή, αλλά η πατρίδα ήταν ακόμη εκεί, όχι εδώ.
«Δεν το παίρνω», της απάντησα θυμωμένη. «Άμα το πάρω θα φύγεις. Κι άμα φύγεις, γιαγιά, η ψυχή μου θα είναι μαύρη. Φοβάμαι πως θα γίνω κι εγώ σαν τους άλλους, σαν αυτά τα άνω κάτω που μου λες»
«Βάσια, τζάνεμ, μη με κρατάς με το ζόρι, άμα ήρθε η ώρα να φύγω», ζωντάνεψε λίγο η φωνή κι εγώ βιάστηκα να τρυπώσω στη χαραμάδα της αμφιβολίας της.
«Είσαι σίγουρη πως τα τέλειωσες όλα; Πως δεν έχεις άνθρωπο να ορμηνέψεις, να του σταθείς, δεν έχεις άλλο σκοπό και λόγο;»
Ανακάθισε στα μαξιλάρια της και με πρόσταξε να κλείσω την πόρτα.
«Τώρα εδώ που τα λέμε, έχω κανα-δυο δουλειές, που μόνο ετοιμοθάνατη θα μπορέσω να τις τελειώσω. Άμα θέλει ο Θεός να με κάνει βοηθό του για λίγο. Κι άμα βοηθήσεις κι εσύ».
Ξεκίνησε από τον πατέρα μου. Για τον διωγμό του αδερφού μου. Μάλλον αυτό ήταν το μεγαλύτερο αγκάθι της, αυτό που την έκανε να θέλει να φύγει. Μπήκε εκείνος κλαίγοντας να ζητήσει την ευχή της. «Δεν μπορώ να φύγω εν ειρήνη, Παύλο, ούτε την ευχή μου να σου αφήσω, δεν σε μεγάλωσα για να γίνεις σκληρός πατέρας, ν’ αποδιώξεις το σπλάχνο σου». Φούντωσε εκείνος, αυτή η κουβέντα δεν θα ξαναγίνει, εγώ τον πούστη δεν τον ξαναβάζω στο σπίτι μου, να με ρεζιλεύει, να γελάει όλη η πόλη και τα σχετικά, όπως τα ακούγαμε ένα χρόνο τώρα, μετά τη βραδιά των μεγάλων αποκαλύψεων. Έκλαιγε η μάνα μου πίσω του, με μια γεύση ελπίδας στο δάκρυ της, πως μπορεί η γριά να κατάφερνε όσα δεν είχε καταφέρει η ίδια, να σπάσει το πείσμα του. Του θύμισε η γιαγιά πόσες φορές είχε ευλογηθεί εκείνος με συγχώρεση και ανοχή, ότι οι άνθρωποι δεν είναι ένα καλούπι αλλά πάντα είναι οι άνθρωποί μας, ότι τα κρίματα γίνονται πιο βαριά με τα χρόνια. Κι αν αγαπάει τη μάνα του και θέλει να την δει να φεύγει γαληνεμένη, θα φωνάξει το παιδί να έρθει για τις γιορτές στο σπίτι του. Τώρα. Μπροστά της να τηλεφωνήσει. Για δυο λεπτά η σιωπή στο δωμάτιο κοβόταν με το μαχαίρι. Βουβάθηκε κι ο Μάνος στην άλλη άκρη της γραμμής. Ύστερα πέρασε η χαρά του από το καλώδιο του τηλεφώνου μέσα στο δωμάτιο κι ανάστησε την ετοιμοθάνατη γιαγιά, που δέχτηκε το φιλί του το ίδιο βράδυ κιόλας.
Η γιαγιά με ξαναφώναξε το επόμενο πρωί. «Κατάλαβες τώρα», μου είπε. Με όρκισε για τη σιωπή μου. Και μ’ έστειλε να φέρω τον μεγάλο της γιο, το θείο Απόστολο. Κι άρχισε τις επόμενες πράξεις της παράστασης, τις οποίες εγώ παρακολουθούσα κρυμμένη πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα του διπλανού δωματίου. Από δω τον είχε από κει τον έφερε τον κατάφερε να της ομολογήσει πως είχε κατακλέψει τον συνεταίρο του στο μαγαζί με τα είδη υγιεινής, του αγόρασε το μερίδιο μπιρ παρά και μετέτρεψε την επιχείρηση σε ανθούσα. Η γιαγιά απαίτησε δυο επιταγές για τις δυο κόρες του πρώην συνεταίρου, παχυλές, να τις παραδώσει με τα ίδια της τα χέρια, αλλιώς θα βρικολάκιαζε και θα του στοίχειωνε την υπόλοιπη ζωή του.
Περιέθαλψα το θείο Απόστολο με χάπι πίεσης και μισό ζάναξ και την άλλη μέρα της έφερα τον θείο Αντρέα και τη θεία Τζένη. Απ’ όλα τα αδέρφια αυτοί οι δυο ήταν οκτώ χρόνια σκοτωμένοι μεταξύ τους για τα κληρονομικά, οκτώ χρόνια καλούμε τον έναν στο τραπέζι των Χριστουγέννων, την άλλην στο τραπέζι της πρωτοχρονιάς. Ποτέ μαζί. Για να είναι σίγουρη για την επισφαλή εκεχειρία τους, μ’ έβαλε να καλέσω τον κύριο Πασιά, τον συμβολαιογράφο, να έρθει μισή ώρα μετά από αυτούς. Ανακάτεψε ξεψυχισμένες ευχές και κατάρες, εκμαίευσε τα ναι τους, που μπορεί να μην τα εννοούσαν και πολύ, αν κρίνω από το πώς άλλαξαν χρώμα κι οι δύο με την εμφάνιση του κ. Πασιά. Αλλά στο τέλος και τις υπογραφές τους έδωσαν και σταυρωτά φιλιά στα μάγουλα, για το χατίρι της μαμάς, που στο κάτω κάτω σ’ εκείνην τα χρωστούσαν όλα.
Βγήκα από την κρυψώνα μου για παινέψω τον θείο Αντρέα και τη θεία Τζένη για την ανωτερότητά τους, όχι γιατί το εννοούσα, αλλά γιατί ένιωσα ότι όλα θα πήγαιναν στράφι αν αυτοί οι δυο έμεναν πέντε λεπτά μόνοι τους.
Έβλεπα μια μικρή λάμψη στα μάτια της γιαγιάς κάθε φορά που κατάφερνε το στόχο της, μα το αισθανόμουν ότι ησυχία δεν έβρισκε. Για μια -δυο μέρες βυθίστηκε πάλι σε μια ανησυχητική σιωπή, ούτε να της χτενίσω τα μαλλιά δεν ήθελε, ούτε να της αλλάξω σεντόνια. Ύστερα μου ανακοίνωσε «τώρα τα δύσκολα, τα στερνοπούλια μου».
Η θεία Αγγελική. Η ωραία σαραντάρα φιλόλογος. Από την οποία ζητήθηκε να πάρει αμέσως μετάθεση γιατί ο δεσμός της με τον παντρεμένο διέλυε ένα σπίτι και σε τέτοια ερείπια δεν μπορούσε να χτίσει τη δική της ευτυχία. Δεν είχε αυτή αξία να είναι πρώτη για έναν άντρα; Εγώ έμεινα άφωνη στην κρυψώνα μου, πού τα ήξερε όλα αυτά η γιαγιά, ούτε στρατό κατασκόπων να είχε. Η θεία Αγγελική έμεινε κι αυτή άφωνη. Αλλά πιστεύω πως η γιαγιά και τα λόγια της ήταν η μικρή ώθηση που χρειαζόταν για να παραδεχτεί το αδιέξοδο που ήδη ήξερε. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της κι έκλαψε ντροπιασμένη.
Για τη γιαγιά όμως τα θέματα ηθικής δεν είχαν τη συμβατική, την πουριτανική χροιά που θα περίμενε κανείς από μια ογδονταπεντάχρονη. Ήταν απλώς θέμα ευτυχίας και τάξης αυτού του κόσμου μέσα στην ευτυχία. Ο καθένας το μερίδιό του. Έτσι ήρθε η σειρά του θείου Θόδωρου για το μεγάλο φινάλε. Τον φώναξε μαζί με τη γυναίκα του τη Φρόσω. Εκείνης το χέρι χάιδευε η γιαγιά όση ώρα τους μιλούσε, εκείνην ευχαρίστησε για τη μεγάλη της καρδιά και την ανθεκτική της αγάπη. «Αλλά», της είπε, «τα κρυμμένα βρωμάνε. Όσα χρόνια κι αν περάσουν. Θυμάσαι τη Βάνα, τη Βουλγάρα, που την είχαμε για χρόνια στη λάντζα στο εστιατόριο; Κάτω απ’ τη μύτη μου ο κανακάρης μου τα είχε φτιάξει μαζί της, το είχες πάρει είδηση κι εσύ, γι’ αυτό την έδιωξα. Μα δεν ξέρω αν το έμαθες, στο χρόνο μέσα η Βάνα γέννησε ένα αγοράκι. Κι είναι παιδί του άντρα σου. Ο Θόδωρος πρέπει να το αναγνωρίσει. Και να της κόψει ένα επίδομα για να το μεγαλώσει. Ξέρω πως είναι δύσκολο να το δεχτείς. Αλλά όλοι στο σόι σε λέμε Φροσάρα για τη μεγάλη σου καρδιά. Δείξε μας άλλη μια φορά, παιδί μου, πώς κάνεις τους ανθρώπους καλύτερους. Την ευχή μου».
«Γιαγιά είσαι θαυματοποιός» της είπα την επόμενη μέρα. «Όχι, κορίτσι μου», είπε, «ήταν αυτά που τους βάραιναν και δεν μπορούσαν να τα ξεφορτωθούν. Εγώ λιγάκι βοήθησα μόνο, να τους δώσω μια καλή δικαιολογία». Ύστερα συμπλήρωσε «Μωρέ σαν να πείνασα λίγο. Φαίνεται ο Άγιος Βασίλειος έκαμε το θαύμα του προκαταβολικά». Και σηκώθηκε να φτιάξει τη μαγική της κρεατόπιτα για την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 2000. Η γιαγιά θα γνώριζε και τον καινούριο αιώνα.