Η περίπτωση Βιττγκενστάιν δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία της φιλοσοφίας. Ο Αυστριακός φιλόσοφος υπήρξε ο μοναδικός που δημιούργησε δύο εντελώς διαφορετικά έργα πάνω στο ίδιο θέμα, τα οποία εξακολουθούν να παρουσιάζουν αμείωτο ενδιαφέρον.
Ο Λούντβιχ Γιόζεφ Γιόχαν Βιττγκενστάιν (1889- 1951) ήταν το όγδοο και τελευταίο παιδί μιας από τις πλέον εύπορες και αξιοσέβαστες οικογένειες της Βιέννης της εποχής εκείνης. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης μεγάλης χαλυβουργικής εταιρείας, ενώ η μητέρα του ήταν αφοσιωμένη στη μουσική. Άλλωστε το σπίτι των Βιττγκενστάιν αποτελούσε επίκεντρο της μουσικής και γενικότερα της καλλιτεχνικής ζωής της αυστριακής πρωτεύουσας, με τον Μπραμς να είναι ένας από τους αρκετούς φημισμένους επισκέπτες και τον Κλιμτ να φιλοτεχνεί οικογενειακά τους πορτρέτα.
Ο Λούντβιχ υπήρξε, εξαρχής, ιδιαίτερα χαρισματικός δείχνοντας από νωρίς σημάδια μεγαλοφυΐας, αλλά και μια κάπως ακραία ιδιοσυγκρασία. Το 1908 πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ για να σπουδάσει αεροναυπηγική. Έτυχε, όμως, να πέσει στα χέρια του το βιβλίο του Μπέρναρντ Ράσελ «Principia mathematica» που τον γοήτευσε τόσο, ώστε το 1911 μεταβαίνει στο Καίμπριτζ προκειμένου να σπουδάσει φιλοσοφία. Αυτή υπήρξε η αφετηρία μιας εκρηκτικής διαδρομής στο χώρο των ιδεών του προηγούμενου αιώνα, τον οποίο επηρέασε όσο ελάχιστοι.
Βασική πεποίθηση του Βιττγκενστάιν ήταν ότι όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα είναι σφάλματα που οφείλονται σε μια κακή αντίληψη και χρήση της γλώσσας. Έτσι, η επιθυμητή αποκατάσταση του νοήματός της θα οδηγούσε στην -από κάθε άποψη εντυπωσιακή- εξάλειψη όλων των φιλοσοφικών προβλημάτων. Με το «Tractatus Logico-Philosophicus» (1921) -το μοναδικό έργο που δημοσίευσε ο Βιτγκενστάιν όσο ζούσε- εγκαινιάστηκε μια νέα κατεύθυνση στη φιλοσοφία που αφορούσε στην ανάλυση της γλώσσας.
Εδώ εισάγεται η απεικονιστική θεωρία του, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο σχηματίζοντας εικόνες των γεγονότων. Όλα τα υπόλοιπα, όπως οι ηθικές, οι αισθητικές και οι θρησκευτικές προτάσεις προφανώς δεν στερούνται νοήματος, αλλά αδυνατούν να εκφραστούν με λέξεις – αποτελούν το «άρρητο». Εκεί στηρίζεται και η δημοφιλής καταπληκτική φράση του βιβλίου «για όσα δεν μπορεί κανείς να μιλά, καλύτερα να σιωπά».
Μετά την ολοκλήρωση του «Tractatus» ο Βιττγκενστάιν πίστεψε ότι είχε καταφέρει να λύσει όλα τα παραδοσιακά προβλήματα της φιλοσοφίας. Δεν άργησε, ωστόσο, να αλλάξει γνώμη και τελικά κατεύθυνση μέσα από τις «Φιλοσοφικές Έρευνες» που έμελλε να δημοσιευτούν δύο χρόνια μετά το θάνατό του. Σύμφωνα με την μεθοδολογία που ακολουθεί, αρχικά θέτει στον αναγνώστη ένα νοητικό πείραμα μέσα από το οποίο σταδιακά οδηγείται σε κάποια φιλοσοφικά συμπεράσματα.
Στις «Ερευνες», διατυπώνει πλέον την άποψη ότι κάθε γλώσσα είναι ένα διαφορετικό «γλωσσικό παιχνίδι» που παίζεται με ορισμένους κανόνες. Σε κάθε περίπτωση, το θέμα είναι ποιος καθορίζει αυτούς τους κανόνες και για να απαντήσει κανείς οφείλει να δει την γλώσσα ως ένα κοινωνικό φαινόμενο. Οι κανόνες, λοιπόν, που διέπουν το εκάστοτε γλωσσικό παιχνίδι σχετίζονται με τη μορφή ζωής των χειριστών της.
Για παράδειγμα, ο τρόπος ζωής ενός χριστιανού είναι άλλος από αυτόν ενός άπιστου και συνεπώς τα γλωσσικά παιχνίδια του χριστιανισμού έχουν διαφορετικούς κανόνες: με άλλα λόγια, ένας χριστιανός και ένας άπιστος μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ίδια λέξη -ας πούμε τη λέξη «πατέρας»- με διαφορετικό τρόπο.
Τα λάθη της φιλοσοφίας, υποστηρίζει ο Βιττγκενστάιν, προέρχονται από κάτι τέτοιες συγχύσεις διαφορετικών μεταξύ τους γλωσσικών παιχνιδιών. Ο σκοπός, δηλαδή, της φιλοσοφίας είναι η θεραπεία τυχόν σφαλμάτων που προέκυψαν από την κακή χρήση της γλώσσας.
«Zettel – Δελτάρια»
Μετάφραση: Μιλτιάδης Ν. Θεοδοσίου
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Σελίδες: 280
Όσο για τα «Zettel – ∆ελτάρια» αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα της φιλοσοφίας του Αυστριακού φιλοσόφου. Πρόκειται για αποσπασματικές σημειώσεις από διατυπωμένες προφορικά σκέψεις του Βίττγκενσταϊν, επιλεγμένες και επιμελημένες από τους φιλοσόφους, μαθητές και φίλους του, την Ελίζαμπεθ Άνσκομπ και τον Γκέοργκ φον Βριγκτ. Tο παλαιότερο απόσπασμα γράφτηκε το 1929 και το τελευταίο τον Αύγουστο του 1948, ενώ στην πλειονότητά τους τα κείμενα προέρχονται από δακτυλογραφημένα χειρόγραφα τα οποία ο Βίττγκενσταϊν υπαγόρευσε κατά την περίοδο 1945–1948.
Στην ουσία, μοιάζουν με τηλεγραφικά αποσπάσματα συνθετότερων φιλοσοφικών ερευνών, παρέχοντας μια πολυπρισματική θέαση της σκέψης του Βίττγκενσταϊν, προσεγγίζοντας τις φιλοσοφικές του ανησυχίες από διάφορες πλευρές.
Οι παράγραφοι που συνθέτουν το κείμενο είναι αμιγώς φιλοσοφικές, και τις σημαδεύει η γνωστή συνήθεια του Βίττγκενσταϊν να θέτει ερωτήματα τα οποία αφήνει αναπάντητα, προσκαλώντας τον αναγνώστη του να φανταστεί ασυνήθιστες και αξιοπερίεργες περιστάσεις.
Ακολούθως, ο αναγνώστης επιβαρύνεται με το καθήκον να αποκωδικοποιήσει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του Βίττγκενσταϊν στο δικό του πλαίσιο, ούτως ώστε να ξεκλειδώσει μια νέα, ανατρεπτική και ανεπανάληπτη όψη της ίδιας της φιλοσοφικής διαδικασίας. Κάπως έτσι, η πραγμάτευση των θεμάτων δεν περιορίζεται σε όσα γράφονται στη σελίδα, αλλά έχουν αντίκτυπο και πέρα απ’ αυτήν, ρίχνοντας φως στα προβλήματα από εντελώς απρόσμενες πλευρές.
Μέσα από αυτό το βιβλίο μπορεί κανείς να ανακαλύψει την στοχαστική δύναμη και τις ιδιαιτερότητες αυτής της πολυδαίδαλης, απρόβλεπτης και παράξενα γοητευτικής προσωπικότητας που έμελλε να αλλάξει την ροή της φιλοσοφίας μια για πάντα. Αυτή δεν είναι, βέβαια, παρά μόνο η αρχή για να πιστέψει κανείς σε κάποιον, ο οποίος -κατά βάθος- δεν πίστευε σε τίποτα…
«Η κραυγή των απόντων»
Εκδόσεις ΚΑΡΜΑΝΩΡ
Σελίδες: 490
Ένας Έλληνας φαντάρος βρίσκεται σε στρατόπεδο της γερμανικής Σιλεσίας, στο Γκαίρλιτς, και απασχολείται περιστασιακά στο φωτογραφείο του Γκύντερ Ζόμμερ προσπαθώντας να μάθει την τέχνη. Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα οδηγεί μια νέα κοπέλα στο στούντιο. Είναι το πρώτο πορτρέτο που τολμά να βγάλει χωρίς τη βοήθεια του δασκάλου του. Όταν παρατηρεί τη φωτογραφία προσέχει το θλιμμένο βλέμμα της κοπέλας. Μια απρόσμενη σχέση αρχίζει. Και μαζί της μια περιπέτεια που σημαδεύει τη ζωή τους για πάντα. Η εικόνα πυροδοτεί συναισθήματα, ο μύθος του Πυγμαλίωνα που ερωτεύτηκε το άγαλμα της θεάς επανέρχεται. Η υπόθεση ξεκινάει στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως και σε προηγούμενα βιβλία του Νίκου Ψιλάκη, ο μύθος διαλέγεται θαυμαστά με την Ιστορία και στο επίκεντρο βρίσκονται εκείνοι που υφίστανται τις συνέπειες των αποφάσεων τις οποίες λαμβάνουν οι ισχυροί. Ο συγγραφέας ιχνηλατεί τα μικρά και τα μεγάλα γεγονότα ενός ολόκληρου αιώνα, ξεδιπλώνει την ιστορία ενός απροσδόκητου έρωτα, αλλά και την ιστορία μιας χώρας, μιας ηπείρου, την ιστορία του 20ού αιώνα, από τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Πρώτο Παγκόσμιο, μέχρι το οικονομικό κραχ, την άνοδο του Ναζισμού και τον Δεύτερο Παγκόσμιο, με ιδιαίτερη αναφορά στη ναζιστική εισβολή στην Ελλάδα.
«Σίλβερβιου»
Μετάφραση: Μαρία Παπανδρέου
Εκδόσεις: Bell
Σελίδες: 264
Ο Τζούλιαν Λόνζλι έχει εγκαταλείψει μια επιτυχημένη καριέρα στο Σίτι για να ζήσει μια πιο απλή ζωή ως βιβλιοπώλης σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη της Αγγλίας. Έχουν περάσει μόλις δύο μήνες από το καινούργιο ξεκίνημα του Τζούλιαν, όταν ένας επισκέπτης έρχεται να ταράξει την ηρεμία του. Ο Έντουαρντ, ένας Πολωνός εμιγκρές που ζει στο Σίλβερβιου, το μεγάλο σπίτι στην άκρη της πόλης, δείχνει να ξέρει πολλά για την οικογένεια του Τζούλιαν και εκδηλώνει ένα υπέρμετρο ενδιαφέρον για το ταπεινό βιβλιοπωλείο του. Όταν ένα γράμμα φτάνει στα χέρια ενός διευθυντή των μυστικών υπηρεσιών στο Λονδίνο προειδοποιώντας τον για μια επικίνδυνη διαρροή, οι έρευνές του τον οδηγούν σ’ αυτή την ήσυχη πόλη δίπλα στη θάλασσα… Το Σίλβερβιου είναι η γοητευτική ιστορία μιας σύγκρουσης ανάμεσα στην αθωότητα και την πείρα, ανάμεσα στο δημόσιο καθήκον και την ιδιωτική ηθική. Στο τελευταίο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα του σπουδαίου χρονικογράφου του καιρού μας, ο Τζον λε Καρέ διερωτάται τι οφείλει κανείς στην πατρίδα του όταν έχει πάψει να την αναγνωρίζει.
«Στα σπίτια της αμαρτίας – Χθες και σήμερα»
Εκδόσεις: Κάκτος
Σελίδες: 296
Πίνοντας καφέ με πόρνες, στους οίκους ανοχής, η Εύα Νικολαΐδου, δημοσιογράφος-συγγραφέας, καταγράφει την καθημερινότητά τους. Κρατούσε σαράντα χρόνια στο αρχείο της ένα δημοσιογραφικό ημερολόγιο με συνεντεύξεις, φωτογραφίες, ταυτότητές τους, βιβλιάρια υγείας τους, έγγραφα… Στο βιβλίο «Στα σπίτια της αμαρτίας: χθες και σήμερα» η συγγραφέας δημιούργησε ένα πλέγμα υφασμένο από νήματα που ενώνουν τον εταιρισμό από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο μέχρι σήμερα, δίνοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα της πορνείας. Μεταξύ άλλων, θα σας συναρπάσει για τον ρεαλισμό της η μοναδική συνέντευξη της Γαβριέλλας Ουσάκοβα. Μια πόρνη θρύλος που είχε πει τη γνωστή φράση: «Έγινα πόρνη διότι εγεννήθην έτσι».
«Η σκοτεινή όψη των πραγμάτων – Δεκαεπτά διηγήματα και ένα παραμύθι»
Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη
Εκδόσεις: Loggia
Σελίδες: 147
Ο Μάριο Αντρέα Ριγκόνι, πνεύμα αναγεννησιακό, ανάμεσα στις μελέτες για τον Λεοπάρντι και στις μεταφράσεις του Σιοράν, αφηγείται με αξιοσημείωτη μυθοπλαστική ικανότητα τις ιστορίες που τον στοιχειώνουν και τον σαγηνεύουν. Στα σύντομα ή πολύ σύντομα διηγήματά του διαχέει μιαν απόκοσμη ή εξωτική λάμψη και δοκιμάζει τα όρια της πραγματικότητας των ηρώων του με παιγνιώδη, ελαφριά διάθεση σε στιλ Καλβίνο ή Μπόρχες. Άλλοτε, δίπλα σε συνοπτικές και υπαινικτικές αφηγήσεις οι οποίες ανακαλούν τον Χέμινγουεϊ, σκηνοθετεί ατμοσφαιρικά τη φρίκη και την αγωνία με φαντάσματα δανεισμένα από τον κόσμο του Πόε ή του Κάφκα. Με ειρωνεία ή με χιούμορ, με τρυφερότητα ή σαρκασμό, κινούμενη από το ρεαλιστικό ως το φανταστικό, αλλά και στο παραμυθένιο, η κομψή πρόζα του Ριγκόνι υπογραμμίζει διαρκώς πως τίποτα δεν είναι έτσι καθώς φαίνεται.