ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Viron Erol Vert : Από τα club του Βερολίνου στη «σκηνή» του ΕΜΣΤ

Το ΕΜΣΤ παρουσιάζει την πρώτη ατομική έκθεση στην Ελλάδα του Viron Erol Vert, του εικαστικού καλλιτέχνη με το βαθύ πολυπολιτισμικό υπόβαθρο και τους στενούς δεσμούς με τα διάφορα υποπολιτισμικά περιβάλλοντα της σκηνής των club στο Βερολίνο – ο «Ερημίτης» του δημιουργήθηκε ειδικά για το Μουσείο και είναι εμπνευσμένος από το έργο του Ιάννη Ξενάκη, στον οποίο το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης αφιέρωσε δύο μεγάλες εκθέσεις την περίοδο 2023-2024.

Η επιτόπια, εμβυθιστική εγκατάσταση Τhe Hermit (2023) διερευνά διάφορες όψεις της πρακτικής του πρωτοποριακού συνθέτη και αρχιτέκτονα, και αναδεικνύει την επιρροή που είχε στους σύγχρονους μουσικούς και ηχητικούς καλλιτέχνες. Τα θρησκευτικά συστήματα, οι διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες και η «διάπλασή» της γλώσσας του, έκαναν επαφή με τα πρώιμα έργα του Ξενάκη, όπως τα Έξι τραγούδια για πιάνο (1950-51) – μια σύντομη σουίτα για πιάνο, η οποία εμπεριέχει πολλά στοιχεία ρουμανικής και ελληνικής δημοτικής μουσικής.

Η εγκατάσταση του Vert, ένας εμβυθιστικός, διαδραστικός τόπος συνάντησης με αισθητική εμπνευσμένη από το nightclubbing, συμπυκνώνει διάφορα στοιχεία που ο Ξενάκης επίσης ανέπτυξε με την πρακτική του, όπως αρχιτεκτονικά μοντέλα, μαθηματικά, γεωμετρικά σχήματα ή, για παράδειγμα, την ακολουθία Fibonacci (στην οποία κάθε αριθμός είναι το άθροισμα των δύο αριθμών που προηγούνται αυτού).

Ο Ξενάκης είχε δηλώσει πως την εποχή της σύνθεσης του κομματιού, αναζητούσε τις πολιτισμικές του ρίζες. Ο Vert, ακολουθεί ένα μονοπάτι με ανάλογο χαρακτήρα. Καθώς προέρχεται από τουρκικά, ελληνικά, αραβικά, λεβαντίνικα, αρμενικά και σεφαραδίτικα περιβάλλοντα, διέκρινε στα πρώιμα έργα του Ξενάκη μια παράδοξη και πειραματική προσέγγιση που αντήχησε μέσα του και τροφοδότησε το The Hermit. Τον αναζητήσαμε και του ζητήσαμε να μοιραστεί τις σκέψεις του γι’ αυτή τη «συνάντηση».

Πρώτη έκθεση στην Ελλάδα. Κάποιες σκέψεις γι’ αυτό; Για μένα είναι μεγάλη χαρά να παρουσιάσω στην Αθήνα αυτό το έργο, και το πρώτο μου εγχείρημα εδώ, σε συνεργασία με το ΕΜΣΤ. Ο χώρος έχει πολύ ενδιαφέρον από ιστορική και αρχιτεκτονική σκοπιά, αλλά και λόγω του προγράμματος και των εκθέσεων που φιλοξενεί αυτή τη στιγμή. Εκτός από αυτό, ο παππούς μου, με τον οποίο ένιωσα πολύ συνδεδεμένος όταν ήμουν παιδί, ήταν Αθηναίος και έζησε μετά την επιστροφή του από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τον θάνατό του εδώ, σε αυτή την πόλη. Επισκεπτόμασταν την Αθήνα συχνά κατά τη διάρκεια του έτους, οπότε έχω πολλές καλές αναμνήσεις και πολλά συναισθήματα από την πιο νεαρή μου παιδική ηλικία. Οι άνθρωποι, το φαγητό, οι κοινωνικές και οπτικές συνήθειες και η καθημερινή ζωή εδώ μου φαίνονται πολύ οικεία και έτσι αισθάνομαι λίγο σαν να επιστρέφω στο σπίτι μου μετά από πολύ καιρό. Η τρέχουσα έκθεση συνδέεται και αντανακλά, εκτός από τον Ξενάκη, και την παιδική μου ηλικία, τους πρόγονους μου και τους ανθρώπους της πόλης.

Γιατί η έκθεση πήρε την ονομασία “Ο Ερημίτης”;  Για διάφορους λόγους. Μετά την ανάλυση της ζωής του Ξενάκη ως καλλιτέχνη και μηχανικού και ενώ είχα εμβαθύνει στο έργο του, ένιωσα μια ατμόσφαιρα κάποιου που ακολούθησε τον καλλιτεχνικό του δρόμο “μόνος”, σαν να έπρεπε να αναπτύξει την καλλιτεχνική του θέση και πρακτική βάζοντας νέα όρια. Αν κοιτάξετε την ιστορία της τέχνης, οι περισσότεροι καλλιτέχνες ακολουθούν τον δρόμο ενός προηγούμενου καλλιτέχνη, εμπνέονται από την αντίληψη ή την πρακτική του προηγούμενου καλλιτέχνη. Αυτό είναι κάτι που δεν ταιριάζει στο έργο του Ξενάκη, πιστεύω. Καθώς προήλθε από τη μηχανική, είχε μια διαφορετική, ίσως ακόμα και ξένη προσέγγιση στον ήχο και την τέχνη – αυτό όμως είναι και ό,τι τον καθιστά τόσο ιδιαίτερο. Σημαίνει ότι μπορούσε να αναπτύξει μια δική του μοναδική θέση για τον σύγχρονο ήχο, την αρχιτεκτονική, αλλά και την εγκατάσταση ήχου/χώρου, καθώς είχε διαφορετική προσέγγιση και οπτική μέσω της ζωής του, των σπουδών του και της εμπειρίας που του παρείχε η καθημερινότητα. Να διατηρείς τις οπτικές σου, ειδικά αν δεν έχει προηγηθεί κανείς σε αυτόν το δρόμο, είναι πάντα μια πρόκληση για έναν καλλιτέχνη, όπως και για όλους τους ανθρώπους, έτσι δεν είναι;

Πρέπει να πιστεύεις στον εαυτό σου και αυτό να είναι μια προσπάθεια για να αντανακλάς τα συναισθήματά σου προς την κοινωνία και τη ζωή που ζούμε και να αγωνίζεσαι για να κατακτήσεις μια θέση. Εκτός αυτού, πιστεύω ότι το να είσαι καλλιτέχνης συνδέεται πάντα με το να είσαι πολύ κοντά με τον εαυτό σου και να προσπαθείς να αναπτύξεις τα καλλιτεχνικά σου έργα και πρακτικές, αντανακλώντας σε σένα, τη ζωή σου, τον κόσμο στον οποίο ζούμε και έτσι να τα ενσωματώνεις στο έργο σου. Αυτό σημαίνει συνήθως πολλές μοναχικές ώρες στο στούντιο. Τέλος, ένας λίγο nerdy λόγος είναι ότι όλα τα στοιχεία σε αυτήν την εγκατάσταση, βασίζονται στον αριθμό “έξι” και στη σειρά Fibonacci, τα δύο στοιχεία που είναι δηλαδή ουσιώδη στο έργο του Ξενάκη. Στο κέντρο της εγκατάστασης έχουμε έξι περίπτερα ήχου, και σε καθένα από αυτά κρέμονται τριάντα μεταλλικά κουδούνια για να παίζουν. Αν τα μετρήσετε όλα μαζί, παίρνετε τον αριθμό εκατό ογδόντα. Στη νοηματολογία αυτό γίνεται ένα εννέα και το εννέα είναι ο Ερημίτης στα Ταρώ.

Ποια είναι η “σχέση” σου, η σύνδεσή σου, με το έργο του Ιάννη Ξενάκη; Γνώριζα για το έργο του εδώ και αρκετό καιρό, όχι με τόση λεπτομέρεια όσο τώρα, μετά από βαθύτερη πλέον έρευνα για αυτό το έργο. Είμαι ευγνώμον για την πρόσκληση. Νομίζω ότι το έργο του είναι ιδιαιτέρως ποικίλο και αγγίζει διάφορες θεματικές του, από την αρχιτεκτονική, τη μηχανική και φυσικά τη μουσική, αλλά και τις εικαστικές και παραστατικές τέχνες. Νομίζω ότι και οι δύο έχουμε μια ελληνική οικογενειακή σύνδεση, αλλά ζούμε έξω από τις γεωγραφίες από μικρή ηλικία. Ένας μεταναστευτικός παράγοντας στην κοινωνικοποίηση μας και/ή ένα πολυπολιτισμικό υπόβαθρο μπορεί να μας επιτρέψει να βλέπουμε τα διάφορα τμήματα και τις κουλτούρες της οικογένειάς μας και των προγόνων μας από απόσταση, πολύ ίσως πιο ποικιλόμορφη και να προσφέρει μια άλλη οπτική γωνία σε κάθε μία από αυτές. Όλα αυτά βυθίζονται και συνδέονται μέσα στην προσωπικότητά μας. Αυτό το “στη μέση” μπορεί κάποιες φορές να είναι χρήσιμο για να κατανοήσουμε και να αποφασίσουμε διαφορετικά για ορισμένες πτυχές της ζωής, της κοινωνίας. Και μετά στο πως θα τις ενσωματώσουμε στον καλλιτεχνικό μας δρόμο αργότερα.

Κατά την έρευνά σου για το έργο του Ξενάκη, επικεντρώθηκες κυρίως στα πρώιμα έργα του, όπως τα “Six Piano Songs” (1950-51). Τι σε προσέλκυσε σε αυτά; Όταν προσκαλούμαι να δουλέψω πάνω σε ένα θέμα, κοιτάζω κυρίως προς όλες τις κατευθύνσεις του θέματος. Βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον το σημείο εκκίνησης της καριέρας του ως μουσικού, καθώς εκεί μπορεί κανείς να αντιληφθεί μια ατμόσφαιρα που ήταν ακόμα ανοιχτή, ανισόρροπη, πολύ πειραματική και ευέλικτη, ακόμα και «ανεπίσημη» – κάτι που με κέντρισε προσωπικά. Αυτό είχε για μένα μια πολύ ιδιαίτερη ενέργεια, καθώς υποθέτω ότι σε αυτά τα “Six Piano Songs” ενωνόντουσαν ουσιαστικά όλες οι προσωπικές ερωτήσεις, ελπίδες, φόβοι και η επιθυμία της κατανόησης του πολιτιστικού του υπόβαθρου. Ένα άλλο σημείο εδώ είναι οι πολύ ποικίλες και πολύχρωμες εκφράσεις και τα χαρακτηριστικά του ήχου. Από όσο κατάλαβα, όλα τα επόμενα έργα μετά από αυτή την αρχική φάση και την αναζήτηση στον καλλιτεχνικό του δρόμο, ήταν χτισμένα πάνω σε αυτήν την αρχή, και αυτό αισθάνθηκα ότι με εξυπηρετεί περισσότερο για ένα θέμα που ήθελα να εργαστώ.

Θυμάσαι την πρώτη φορά που είπες, η τέχνη είναι κάτι που θέλω να κάνω; Ήθελα να είμαι σε ένα δημιουργική περιβάλλον από την πρώτη στιγμή που θυμάμαι τον εαυτό μου. Φυσικά, με έναν πολύ αφηρημένο και εφαρμοσμένο τρόπο στον κόσμο στον οποίο γεννήθηκα. Εάν αποφασίσεις να ακολουθήσεις αυτόν τον δρόμο και να αισθανθείς πρακτικά τη δική σου γλώσσα, πρέπει να διαμορφώνεις και να αμφισβητείς τον εαυτό σου συνέχεια. Το να έχεις μια όραση ως καλλιτέχνης είναι πολύ διαφορετικό από την πραγματικότητά της, και πρέπει να έχεις μια συγκεκριμένη θέληση για να ακολουθήσεις αυτόν το μονοπάτι. Κάθε βήμα, ηλικία, έργο, θέμα, και ακόμα και κάθε υλικό που χρησιμοποιείς στο έργο σου έχει συγκεκριμένες ασκήσεις, ερωτήσεις και απαντήσεις. Πρέπει απλά να είσαι ενθουσιασμένος κάθε φορά να το ανακαλύψεις.

Μεγάλωσες σε τρεις χώρες: Γερμανία, Τουρκία και Ελλάδα. Τι σου έχει διδάξει αυτό ως άνθρωπο και καλλιτέχνη; Μεγάλωσα σε ένα ποικίλο πολιτιστικό νοικοκυριό. Πριν πάω στο Βερολίνο για να σπουδάσω πριν από τριάντα χρόνια, ζούσαμε μεταξύ του βορείου τμήματος της Γερμανίας, σε μια μικρή πόλη, κοντά στα ολλανδικά σύνορα, καθώς ο πατέρας μου ήταν εκεί γιατρός, και των Αθηνών και της Κωνσταντινούπολης. Η πολύγλωσση οικογενειακή δομή που ενώνεται στην Κωνσταντινούπολη και συνδυάζει ελληνικές, ιταλικές, αρμενικές, σεφαραδίτικες, χριστιανικές και τουρκικές παραδόσεις και απόψεις ήταν για μένα φυσιολογική ως παιδί, καθώς μεγάλωσα μέσα σε αυτήν και δεν την αμφισβητούσα. Αργότερα, φυσικά, κατανοείτε σε κάθε κουλτούρα, γλώσσα και χώρα, αλλά και σε κάθε αγροτικό και αστικό πλαίσιο, υπάρχει κάτι που δεν ταιριάζει ή δίνει μια μεγαλύτερη οπτική γωνία καθώς βλέπουμε ένα θέμα από πολλές διαφορετικές προοπτικές.

Πιστεύω ότι είμαστε πάντα το άθροισμα των εμπειριών μας. Ποτέ δεν ήθελα να αποφασίσω μόνο για μία κατεύθυνση, γιατί νόμιζα ότι μπορούμε να είμαστε όλα μαζί. Αυτό σημαίνει ότι νοιώθω σαν το σπίτι σε όλα τα μέρη του κόσμου μαζί και ποτέ μόνο σε ένα, και αυτό είναι κάτι που με επηρέασε τόσο στην προσωπική μου ζωή όσο και στην καλλιτεχνική μου πρακτική. Στο χώρο των εκθέσεων μου, ψάχνω για ένα σημείο στο οποίο να φέρω τις διαφορές, τα χρώματα, τις προοπτικές μαζί. Υποθέτω ότι αυτό σχετίζεται σίγουρα με την κοινωνικοποίησή μου ως παιδί, αλλά και με την εργασία μου ως πορτιέρης στη νυχτερινή ζωή, όπου η ποικιλομορφία και ο σεβασμός προς τον άλλον ήταν ουσιώδη για τη ζωή και την επιβίωση.

Τι νοιώθεις πως σου έχει προσφέρει τελικά η «εμπλοκή» σου με το visual art; Πιστεύω ότι δεν μπορείς να εμπλακείς σε αυτό αν δεν είσαι πραγματικά ενθουσιασμένος με αυτό, καθώς η επιβίωση ως ανεξάρτητος καλλιτέχνης έχει ορισμένες προκλήσεις. Προσωπικά, εξελίχθηκα από το design στο visual art βήμα προς βήμα. Κάθε σύστημα είναι πολύ διαφορετικό και ζητά διαφορετικούς τρόπους ερωτήσεων, επικοινωνίας και αλληλοεπίδρασης. Εκτός αυτού, το έχω σπουδάσει αρχικά στη μόδα και στη συνέχεια στον σχεδιασμό υφασμάτων και τις πειραματικές επιφάνειες. Και για να χρηματοδοτήσω τις σπουδές μου και τα έργα μου, έχω εργαστεί στη νυχτερινή ζωή του Βερολίνου για 25 χρόνια παράλληλα τα Σαββατοκύριακα – κάτι που θα έκανε κάποιος μόνο αν του αρέσει αυτό που κάνει. Το visual art δίνει ένα νόημα μέσα από την εμπειρία και τη θεματολογία του καθένα. Αλλά η επιβίωση στον κόσμο της τέχνης είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα.

Η σκηνή των κλαμπ στο Βερολίνο έπαιξε ένα κεντρικό ρόλο στην έρευνα και το έργο σου. Ποια στοιχεία της την έκαναν τόσο ενδιαφέρουσα; Όπως ανέφερα προηγουμένως, άρχισα να δουλεύω ως «πόρτα» για να βγάλω χρήματα και να χρηματοδοτήσω τις σπουδές μου και αργότερα, τα καλλιτεχνικά μου έργα. Ήταν μια εντελώς διαφορετική εποχή στο Βερολίνο όταν ξεκίνησα αυτή τη δουλειά στη νύχτα, η τοίχος είχε πέσει πρόσφατα και η πόλη ήταν ακόμα πολύ χωρισμένη οπτικά και συναισθηματικά. Τα κλαμπ ήταν οι τόποι όπου οι νέοι από Ανατολή και Δύση μπορούσαν να συναντηθούν και να γνωρίσουν καλύτερα ο ένας τον άλλο. Αργότερα, με τη γενιά της EasyJet, έγινε πολύ πιο πολυπολιτισμικό, φυσικά. Τώρα, 25 χρόνια μετά υπάρχει ένα διαφορετικό Βερολίνο και μια άλλη Γερμανία. Και πλέον μπορώ να κατανοήσω καλύτερα πόσο ουσιαστική ήταν αυτή η περίοδος και η κουλτούρα των κλαμπ. Η πόλη του Βερολίνου με τα κλαμπ, περισσότερο από όλα ήταν το σωστός μέρος  για όλους αυτούς τους ανθρώπους που δεν μπορούσαν να ενταχθούν στο σύστημα και που μπορούσαν να βρουν έναν τόπο για λίγο, με άλλους νόμους, θέμα και πλαίσιο.

Καθώς είχα μεταναστευτικό υπόβαθρο και δεν ήμουν Γερμανός από καταγωγή, ένιωθα στην αρχή σαν θεατής και είχα μια απόσταση σε αυτό το περίεργο για μένα σύμπαν. Κατανοείς τους ανθρώπους και την κοινωνία πολύ διαφορετικά αν βλέπεις χιλιάδες ανθρώπους να εισέρχονται σε ένα μέρος το Σαββατοκύριακο, με όλα τα είδη συνθηκών, για να διασκεδάσουν και να ξεφύγουν για λίγο. Βλέπεις όλα τα είδη σεξουαλικών προτιμήσεων, γεύσεων, χρωμάτων, εμφανίσεων… Η καλλιτεχνική μου πρακτική συνδέεται βαθιά με αυτήν την περίοδο και, καθώς μεγαλώνω νιώθω πόσο σημαντική ήταν για μένα ως άνθρωπος και καλλιτέχνης. Μετά τη δημοσίευση του τελευταίου μου βιβλίου με τίτλο “Family Matters” το 2021, όπου θέματα όπως η οικογένεια, η ιστορία, η γλώσσα, οι σχέσεις με τους πρόγονους και ο σύνδεσμος με την καλλιτεχνική πρακτική ήταν στο επίκεντρο της ιστορίας μου αλλά  και τα έργα που κατασκευάστηκαν μεταξύ Βερολίνου, Κωνσταντινούπολης και Αθήνας και είμαι περίεργος να δω πώς θα αναπτύξω το επόμενο καλλιτεχνικό μου μονοπάτι καθώς  ήδη αισθάνομαι μια αλλαγή ενδιαφέροντος στη θεματολογία και στην έκφραση της εργασίας μου

Ο Ερημίτης
Στον 3ο όροφο του ΕΜΣΤ – Project Room 1
Έως τις 18 Φεβρουαρίου 2024
Δημήτρης Πάντσος

Share
Published by
Δημήτρης Πάντσος