ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Το “Spectators in a Ghost City” δείχνει πώς το dark tοurism αναπτύχθηκε στην Αμμόχωστο

H Κύπρια εικαστικός Μελίτα Κούτα δημιουργεί γλυπτικές εγκαταστάσεις, βίντεο, κολάζ αλλά και συνεργατικές διαδικασίες για να θέσει ερωτήματα γύρω από θέματα ταυτότητας, αφήγησης, συλλογικής και ατομικής μνήμης. Από το 2003 σκηνογραφεί για παραστάσεις στο θέατρο σε Κύπρο, Ηνωμένο Βασίλειο, Μάλτα, Πολωνία και Τσεχία και από το 2016 εργάζεται ως Ειδικός Επιστήμονας στο Τμήμα Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Το 2023, η εικαστική εγκατάσταση και περφόρμανς Spectators in a Ghost City που δημιούργησε για την Εθνική συμμετοχή της Κύπρου στην Prague Quadrennial of Performance Design and Space απέσπασε το σπουδαίο Golden Triga Award.

Η Prague Quadrennial, η μεγαλύτερη και πλέον καταξιωμένη διοργάνωση διεθνώς πάνω στη σκηνογραφία και την performance art, πραγματοποιείται κάθε τέσσερα χρόνια στην πρωτεύουσα της Τσεχίας και λειτουργεί στα πρότυπα της Μπιενάλε της Βενετίας, δηλαδή λαμβάνουν μέρος εθνικές συμμετοχές και η κάθε χώρα αντιπροσωπεύεται από έναν φορέα ή έναν οργανισμό. «Πρόκειται για έναν ιστορικό θεσμό που ξεκίνησε το 1967 δίνοντας έμφαση στον σχεδιασμό της θεατρικής σκηνογραφίας, αλλά στο πέρασμα του χρόνου, και καθώς εξελίσσεται η σύγχρονη τέχνη, προσεγγίζει περισσότερο τα εικαστικά και όσα αντιλαμβανόμαστε ως performance art. Γενικά, στον χώρο των παραστασιακών τεχνών, το θέατρο φεύγει πια από την κλασική σκηνή και τον κλειστό χώρο και γίνεται περισσότερο διαδραστικό, καθώς διαπραγματεύεται τον πολιτικό και τον δημόσιο χώρο, τις δημόσιες παρεμβάσεις και πώς ο ίδιος ο θεατής γίνεται συμμέτοχος στο έργο», μας πληροφορεί η Μελίτα Κούτα. «Είναι μια τεράστια γιορτή, καθώς παράλληλα με τη βασική έκθεση πραγματοποιούνται επιμέρους εκθέσεις, διαλέξεις και performances ενώ στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται ο σπουδαστικός τομέας και ο αρχιτεκτονικός». Για την Κύπρο, από το 1991 την παραγωγή και την όλη διαδικασία της συμμετοχής αναλαμβάνει ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου. 

Η Μελίτα Κούτα δίπλα στους πύργους του Spectators in a Ghost City, που απέσπασε το Golden Triga Award στην Prague Quadrennial 2023.

Με αφορμή την παρουσίαση του βραβευμένου Spectators in a Ghost City στην Αθήνα, στο πρώην Δημόσιο Καπνεργοστάσιο μέχρι τις 4 Ιουνίου, μιλήσαμε με τη Μελίτα Κούτα για το πώς συνδέεται το performance art με έναν χώρο που φέρει μέσα του την ιστορία, το τραύμα και μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση.

Υπήρχε κάποια συγκεκριμένη θεματική στην Prague Quadrennial του 2023;

Ναι. Η θεματική που διάλεξαν οι διοργανωτές της PQ23 ήταν το “RARE”, δηλαδή το σπάνιο. Με βάση αυτό, η επιμελήτρια μας και λειτουργός θεατρικής ανάπτυξης του ΘΟΚ, Μαρίνα Μαλένη, πρότεινε να σκεφτούμε την πόλη της Αμμοχώστου ως έναν τόπο πολιτικά και γεωγραφικά σπάνιο καθώς είναι μια σπάνια πόλη-φάντασμα. Με κάλεσε λοιπόν να δουλέψω ως εικαστικός δημιουργός πάνω σε αυτή τη θεματική και να προτείνω πώς αυτή η ιδέα μπορεί να υλοποιηθεί εικαστικά ώστε να παρουσιάσουμε το έργο στην έκθεση. Συνεργαστήκαμε πολύ καλά σε αυτή τη βάση μαζί με όλους τους συνεργάτες, δηλαδή τη Μαρίνα Μαλένη, τον Χάρη Καυκαρίδη, τον Γιώργο Λάζογλου και Pascal Caron. Η πρόταση μου αφορά στο πώς μπορεί να μας μιλήσει ένας πολιτικός χώρος και πώς μπορούμε να τον δούμε μέσα από τον φακό του σχεδιασμού των παραστασιακών τεχνών. Αναζητούμε δηλαδή το πώς συνδέεται το performance art με έναν πολιτικό χώρο που φέρει μέσα του την ιστορία, το τραύμα και μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση.

Πώς δημιούργησες την εγκατάσταση;

Δούλεψα το έργο έναν χρόνο. Το πρώτο διάστημα αφορούσε την έρευνα, δηλαδή τη μελέτη της ιστορίας, τις συναντήσεις και τις συνεντεύξεις με τους κατοίκους της Αμμοχώστου, την ανεύρεση οπτικού αρχειακού υλικού, πριν και μετά το ’74, και όλων των καλλιτεχνικών και ερευνητικών δράσεων που έχουν αγγίξει το θέμα της Αμμοχώστου και την παρατήρηση του τρόπου που το διαχειρίστηκαν. Ίσως η πιο σημαντική πτυχή της έρευνας ήταν οι επισκέψεις. Πήγα η ίδια στην πόλη της Αμμοχώστου για να βιώσω το τι συμβαίνει εκεί σήμερα, γιατί άλλο πράγμα είναι οι βασισμένες σε βιβλία αναλύσεις και άλλο να βρίσκεσαι με φυσική παρουσία σε έναν τόπο.

Ποια είναι η εμπειρία που αποκόμισες από τις επισκέψεις αυτές;

Οι συζητήσεις και οι μνήμες του κόσμου για την Αμμόχωστο έχουν πάντα να κάνουν με όσα ήταν η Αμμόχωστος πριν το ’74, δηλαδή μια πόλη πάρα πολύ ακμάζουσα, κοσμοπολίτικη και πιο εξελιγμένη σε σύγκριση με τις υπόλοιπες κυπριακές πόλεις. Η περιοχή της πόλης που ονομάζεται Βαρώσι, είχε μείνει κλειστή από το 1974 έως το 2020, δηλαδή για 46 χρόνια. Όταν την άνοιξαν οι κατοχικές δυνάμεις, δημιούργησαν ένα μονοπάτι, δηλαδή καθάρισαν κάποιους δρόμους, έβαλαν άσφαλτο, περιέφραξαν με σκοινιά και δημιούργησαν μια σηματοδοτημένη περιοχή, έτσι ώστε ο επισκέπτης που εισέρχεται να μπορεί να δει την πόλη-φάντασμα μέσα από μια ασφαλή διαδρομή που έχουν σχηματίσει. Αυτό συσσώρευσε ένα τεράστιο τουριστικό πλήθος που έρχεται στην Αμμόχωστο για να βγάλει φωτογραφίες και βίντεο, ενώ παράλληλα ενοικιάζονται ποδήλατα, αμαξίδια γκολφ, πωλούνται παγωτά, ακούγονται μουσικές. Όμως ελάχιστη πληροφορία για την ιστορία της πόλης παρέχεται μέσα σε αυτό το σύστημα.

Έτσι, από τη μια έχουμε τις μνήμες αυτής της σημαντικής ιστορικής και κοσμοπολίτικης πόλης και από την άλλη το Βαρώσι που έχει μετατραπεί σε θεματικό πάρκο, και το λέω δίχως ίχνος ειρωνείας. Το χαρακτηρίζω έτσι γιατί λειτουργεί με τους κανόνες του θεματικού πάρκου, δηλαδή τη συγκεκριμένη διαδρομή, το ωράριο κατά το οποίο δέχεται κόσμο, σημεία που επιτρέπεται η φωτογράφιση και σημεία που δεν επιτρέπεται. Βλέπεις τους τοίχους των ερειπωμένων κτιρίων να χρησιμοποιούνται ως φόντο για βίντεο κλιπ, για φωτογραφίσεις γάμων, για φωτογραφίσεις μόδας. Όλο αυτό το τραύμα που φέρει η πόλη μετατρέπεται σε facade -πρόσοψη- χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Αυτό ήταν για εμένα σοκαριστικό, το πώς δηλαδή το τραύμα παραμερίζεται και ξεχνιέται για να μετατραπεί σε αυτό που ονομάζουμε dark tourism· αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε διάφορες περιοχές του κόσμου, φέρνω για παραδείγματα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το Chernobyl. Υπάρχουν τόποι που φέρουν πολιτικό ή οικολογικό τραύμα, που είναι η απεικόνιση της καταστροφή σε όλη την υλικότητά της κι αυτό προκαλεί ένα δέος, κάτι που σε ελκύει να πας εκεί. Όμως όταν λείπει η πληροφορία, τότε ο επισκέπτης βλέπει τον τόπο ως κινηματογραφικό σκηνικό.

Πώς αξιοποίησες αυτή την εμπειρία των επισκέψεων για να την αποτυπώσεις στο έργο σου;

Βάσει τούτης της εμπειρίας, θέλησα να δημιουργήσω ένα έργο που να μιλάει για δύο πράγματα ταυτόχρονα. Μιλάει απ’ τη μια γι’ αυτή την εμπειρία και από την άλλη για το πώς, χρησιμοποιώντας σκηνογραφικές μεθοδολογίες, βάζεις τα ερωτήματα και τοποθετείς τον θεατή σε μια κριτική στάση απέναντι στο τι είναι αυτό που βλέπει και, κατά κάποιο τρόπο, με ποιο δικαίωμα το βλέπει. Δεν δαχτυλοδείχνω τον θεατή λέγοντας του ότι είναι λάθος, γιατί ισχύει το ότι μπορεί να έχει πάει σε ένα μέρος για να μάθει και να βιώσει, για να αποκτήσει ενσυναίσθηση και να συμπάσχει. Τον βάζω όμως να αναρωτηθεί με ποιο τρόπο στέκεται απέναντι στον τόπο του τραύματος, με ποια διάθεση βρίσκεται εκεί, με ποια ματιά κοιτάει.

Πώς έχει δομηθεί η εγκατάσταση;

Το έργο αποτελείται από τρεις γλυπτικές μακέτες που βασίζονται σε υπάρχοντα κτίρια της Αμμοχώστου. H Αμμόχωστος άκμασε αρχιτεκτονικά σε μια εποχή που άρχισε να αναπτύσσεται ο μοντερνισμός. Υπάρχουν κάποια ξενοδοχεία και άλλα κτίρια που αποτελούν ιδανικά παραδείγματα του ρεύματος του μοντερνισμού. Στις μακέτες έχω αφήσει τα κτίρια ανοιχτά στα σημεία που θα είχαν κανονικά πόρτες και παράθυρα, κάτι που στην Αμμόχωστο είναι μια πραγματικότητα γιατί όταν λεηλάτησαν τα κτίρια αφαίρεσαν όντως πόρτες και παράθυρα. Τα κτίρια όντως διαθέτουν κενά και μπορείς να δεις μέσα. Έτσι και στις μακέτες υπάρχουν κενά και μέσα από αυτά βλέπεις τρεις οθόνες. Σε αυτές τις οθόνες παρουσιάζονται τρεις διαφορετικές χρονικές στιγμές. Στη μία οθόνη μπορεί να δει ο θεατής αποσπάσματα από ντοκιμαντέρ για την Αμμόχωστο πριν το ’74 και αυτό είναι ασπρόμαυρο αρχειακό υλικό που μας παραχώρησε το Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ) και δείχνει τη ζωή πριν την καταστροφή, μια όμορφη ζωή με φοβερή ενέργεια. Η άλλη οθόνη, στην άλλη άκρη της εγκατάστασης, δείχνει ό,τι κινηματογράφησα από την Αμμόχωστο του σήμερα, αυτό που συμβαίνει τώρα με τους τουρίστες, το οποίο βρίσκεται σε αντίποδα με το προηγούμενο βίντεο. Η κεντρική μακέτα έχει επίσης μια οθόνη μέσα της, η οποία δείχνει μια κινηματογραφημένη περφόρμανς. Η περφόρμανς δείχνει δύο ταξιδιώτες, ο ένας είναι o Pascal Caron και η άλλη εγώ. Η περφόρμανς καταγράφει μια πορεία, ένα περιπατητικό τελετουργικό ταξίδι που ξεκινά από την Κύπρο. Περπατάμε στα παράλια της Λάρνακας, έχοντας φορεμένα στις πλάτες μας δύο σακίδια-μακέτες-κτίρια, βασισμένα σε κτίρια που υπάρχουν στην Αμμόχωστο. Περνάμε τις ελεύθερες περιοχές και διαμέσου της πράσινης γραμμής φτάνουμε στην Αμμόχωστο και περπατάμε στους δρόμους της. Μετά η περφόρμανς εξελίσσεται σε ένα δεύτερο μέρος, στο οποίο πάμε αεροπορικώς από την Κύπρο στην Πράγα πάντα έχοντας τα έργα στις πλάτες μας.

«Ο θεατής πρέπει να σηκωθεί λίγο στις μύτες των ποδιών του για να δει μέσα και ήθελα να τον βάλω σε μια προσπάθεια “ηδονοβλεψίας” και σε μια διερώτηση για το αν επιτρέπεται να κοιτάξει»

Πώς επιλέξατε αυτή τη δράση ως περφόρμανς;

Με συγκίνησε η φράση «κουβαλάω το σπίτι μου στην πλάτη μου», η ιδέα ότι κουβαλάω το σπίτι ως εξωσκελετικό στοιχείο, σχεδόν σαν σαλιγκάρι. Το «κουβαλάω το σπίτι μου στην πλάτη μου» σημαίνει ότι κουβαλάω όλες τις μνήμες, όλα τα αφηγήματα που κάποιος φέρει μαζί του. Είχα τοποθετήσει μια θήκη μέσα στην μακέτα που κουβαλούσα στην πλάτη μου για να κινηματογραφείται η περφόρμανς με την οπτική κάποιου που βρίσκεται μέσα στο σπίτι και παρακολουθεί το έξω μέσα από τα ανοίγματα των παραθύρων και των πορτών. Ήθελα να δώσω στο σπίτι μια αυτονομία, ότι το ίδιο το σπίτι κοιτάζει την πορεία του. Η ιδέα της αυτονομίας είναι κεντρική για την εγκατάσταση. Οι μακέτες των κτιρίων είναι εγκατεστημένες πάνω σε πύργους, οι οποίοι είναι εμπνευσμένοι από τους στρατιωτικούς πύργους-παρατηρητήρια που υπάρχουν στην πράσινη γραμμή. Έτσι τα κτίρια βρίσκονται λίγο πιο ψηλά από το μέσο ύψος του θεατή της έκθεσης και αυτό γιατί ήθελα να τους δώσω το δικαίωμα να μας παρατηρούν κι αυτά. Ταυτόχρονα, ο θεατής πρέπει να σηκωθεί λίγο στις μύτες των ποδιών του για να δει μέσα και ήθελα να τον βάλω σε μια προσπάθεια “ηδονοβλεψίας” και σε μια διερώτηση για το αν επιτρέπεται να κοιτάξει.

Πώς το τραύμα μετατρέπεται σε πολιτικό/καλλιτεχνικό έργο;

Αυτό είναι μια τεράστια έγνοια αλλά ταυτόχρονα και ενσυνείδητη σκέψη, δηλαδή το πώς να μην εκμεταλλευτείς και να μην εργαλοποιήσεις το τραύμα του άλλου και το πώς να μιλήσεις για ένα πολιτικό θέμα χωρίς να γίνει προπαγάνδα. Προσωπικά, ήθελα να παραμερίσω λίγο το συναίσθημα και να αποστασιοποιηθώ από το προσωπικό αφήγημα. για να μην πάω προς το μελόδραμα. Πολύ σημαντικό επίσης είναι ότι τα ίδια τα έργα δεν έχουν στοιχεία επάνω τους που να καθορίζουν από πού είναι, δηλαδή δεν θα δει κανείς πάνω στο έργο ελληνικά γράμματα ή συγκεκριμένη τοποθεσία και χρονολογία. Με αυτό τον τρόπο θεωρώ ότι το έργο γίνεται σύμβολο, γίνεται αρχέτυπο μιας κατάστασης. Ο θεατής συνδέεται με το έργο περισσότερο μέσω ενσυναίσθησης παρά μέσω της ιστορικής γνώσης, κι αν θέλει να μάθει παραπάνω για το πού, το πότε και το πώς, υπάρχει στην έκθεση μια πινακίδα με όλες τις πληροφορίες. Η πρώτη, όμως, σύνδεση που έχει ο θεατής με το έργο εμπεριέχει μια μικρή αποστασιοποίηση. Επισκέπτες στην έκθεση της Πράγας από διαφορετικές χώρες -Λίβανο, Κίνα, ΗΠΑ, Αίγυπτο κ.α.-  μας έδωσαν δικές τους ερμηνείες, σε άλλους θύμισε το σπίτι τους μετά από μια πολεμική σύρραξη, σε άλλους την περίοδο του lockdown, ένας επισκέπτης μου είπε ότι του έφερε μνήμες από την παιδική του ηλικία. Αυτό νομίζω είναι το νόημα της Τέχνης, να δημιουργεί έναν κοινό κώδικα ή την κοινή ενσυναίσθηση, ώστε όταν ο άλλος νιώθει το αφήγημά σου, νιώθει την ιστορία σου, τότε μπορεί να την κατανοήσει και να πάει παραπέρα.

Κάτι που επίσης ήταν σημαντικό για εμένα όσον αφορά την εικαστική προσέγγιση, είναι το πώς οι μακέτες δίνουν την εντύπωση ότι δεν είναι τελειωμένες. Έχω χρησιμοποιήσει υλικά και εργαλεία που δείχνουν ότι το έργο είναι υπό κατασκευή, για παράδειγμα σφιγκτήρες και βίδες. Αυτό είναι σημαντικό γιατί αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο κάποια στιγμή, με κάποιον τρόπο να τελειώσουν. Το πώς θα γίνει αυτό δεν το ξέρουμε, άρα αφήνεται ένα αφήγημα ανοιχτό για το τι μπορεί να γίνει μετά. Εκτός από κλασικά σκηνογραφικά υλικά, όπως το χαρτόνι και το ξύλο, χρησιμοποίησα και κάποια αντικείμενα σε φυσικό μέγεθος που τα βρήκα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, δηλαδή κάποια τούβλα που λειτουργούν ως παρατηρητήρια λόγω των τρυπών, κάποια κομμάτια από μπετόν, παίζοντας με το μέγεθος της μακέτας και με την αίσθηση του τι είναι μέσα και τι είναι έξω.

Μιλώντας και γράφοντας για το σκεπτικό, δημιούργησα έναν όρο, την «αντίστροφη σκηνογραφία». Η αντίστροφη σκηνογραφία αποτελεί μια μέθοδο για το πώς επεξεργάζεται κανείς έναν πολιτικό χώρο. Αντί να ακολουθείται, η κλασική ιεραρχία σκηνογραφικής δημιουργίας που ξεκινά από το κείμενο και πηγαίνει στον σχεδιασμό χώρου, στην «αντίστροφη σκηνογραφία» η έρευνα του χώρου, του πολιτικού χώρου μέσα από σκηνογραφικές μεθοδολογίες, δημιουργεί το καινούργιο αφήγημα.

Είναι μια μέθοδος έρευνας και παρατήρησης της υλικότητας και της πληροφορίας που εμπεριέχεται στον χώρο μέσα από έναν σκηνογραφικό φακό. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει ένα τελικό προϊόν (μια θεατρική παράσταση) αλλά ότι η σκηνογραφία γίνεται μια μέθοδος έρευνας για να διαπραγματευτεί κανείς τα αφηγήματα ενός χώρου και να τα πάει ένα βήμα παραπέρα. Με αυτόν τον τρόπο, ο χώρος γίνεται το κύριο αφήγημα. Αυτός ο τρόπος συμβάλλει στο να γεννηθούν νέα αφηγήματα που πάνε πέρα από τα ηγεμονικά. Αυτό που συμβαίνει συχνά είναι ότι οι πολιτικοί χώροι αναμασούν το ίδιο ηγεμονικό αφήγημα, είτε από την μια πλευρά είτε από την άλλη. Όταν αρχίζεις να δημιουργείς άλλες διόδους ή άλλες αντιλήψεις, μπορείς να δημιουργήσεις νέα αφηγήματα.

Πόσο έτοιμοι είμαστε γι’ αυτό;

Νιώθω ότι το πράγμα αλλάζει με τις γενιές. Είναι μεγάλο ερώτημα αυτό και η αλήθεια είναι ότι χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να είμαστε αισιόδοξοι και να πιστέψουμε ότι τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα. Από τη μία γίνονται τόσα πράγματα που μας κάνουν να αισθανόμαστε πως όσα και να κάνουμε στον ίδιο παρονομαστή παραμένουμε, αλλά από την άλλη αναρωτιέμαι «αν δεν προσπαθήσω τότε τι κάνω;». Βάζω λοιπόν κι εγώ η ίδια στον εαυτό μου το ερώτημα. Υπάρχει βέβαια ένας κίνδυνος για το πού και με ποιον τρόπο αυτού του είδους τα έργα εκτίθενται και με ποιον τρόπο μιλά κάποιος γι’ αυτά τα έργα για να αποφύγει την εργαλειοποίηση και την προπαγάνδα. Πιο συγκεκριμένα, για το “Spectators in a Ghost City”, επειδή αφορά το θέμα της Αμμοχώστου, εύκολα μπορεί κάποιος να θελήσει να το κάνει παντιέρα. Πάντα λοιπόν, όταν μιλώ γι’ αυτό, τονίζω ότι δεν είναι παντιέρα για μια πολιτική γραμμή αλλά μια ενσυνείδητη εικαστική δημιουργία που είναι ανοιχτή όσον αφορά το αφήγημα, που δεν δαχτυλοδείχνει, δεν ρίχνει πολιτικές ευθύνες αλλά αποτελεί μια πρόσκληση για να ακούσουμε ο ένας τις ιστορίες του άλλου.

Υπάρχει η σκέψη να εκτεθεί το έργο στην Αμμόχωστο;

Μακάρι. Έγινε πρόσφατα μια μικρή έκθεση στην Αμμοχώστο, πρωτοβουλία του πρότζεκτ Famagusta New Museum το οποίο φέρνει κοντά καλλιτέχνες και από τις δύο κοινότητες, και έδειξα εκεί το βίντεο της περφόρμανς. Ήταν μια απλή εκδήλωση, κατά τη διάρκεια της οποίας πολλοί καλλιτέχνες είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για τη δουλειά μας. Εξήγησα στους ανθρώπους που ήταν εκεί -και ήταν κόσμος και από τις δύο κοινότητες- το έργο, την περφόρμανς, τους μίλησα για το τι θέλαμε να δείξουμε και είδα ότι κατασυγκινήθηκαν. Αισθάνθηκα τότε ότι αυτά που ήθελα να επικοινωνήσω για την κατάσταση της Αμμοχώστου σήμερα και για την κατάντια της τουριστικοποίησης της ήταν ακριβώς αυτά που αισθάνονταν και οι ίδιοι. Ήταν πάρα πολύ συγκινητικό όλο αυτό γιατί μας έκανε να είμαστε μαζί και να έχουμε μια κοινή τοποθέτηση που συμπυκνώνεται στο ότι αυτό που συμβαίνει τώρα δεν είναι αυτό που εμείς θέλουμε για την Αμμόχωστο και μπορεί να μην έχουμε τη δυνατότητα να το αλλάξουμε αλλά τουλάχιστον συμφωνούμε ότι αυτό είναι κάτι που δεν το θέλουμε για τον τόπο.

Η έκθεση της εικαστικής εγκατάστασης Spectators in a Ghost City στον χώρο του Καπνεργοστασίου, Λένορμαν 218, θα είναι ανοικτή στο κοινό έως τις 4 Ιουνίου.
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.