ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Μαλβίνα Παναγιωτίδη: «Όλοι ονειρευόμαστε τη στιγμή που θα κάνουμε έργα για την πραγματικότητα που ζούμε και όχι για τα όνειρά μας»

Η Μαλβίνα Παναγιωτίδη γεννήθηκε στην Αθήνα και στο λύκειο ήθελε να γίνει σκηνογράφος. Ή εντομολόγος και να πάει στον Αμαζόνιο. Τελικά σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, στον Βόλο, «εκεί που μάθαινες την αρχιτεκτονική αλλιώς, εκεί που ερχόσουν αντιμέτωπη με πολλές κλίμακες και πολλά πεδία, εκεί που μάθαινες ότι η αρχιτεκτονική είναι παντού σε όλα». Η πτυχιακή της ήταν μια μηχανή ύπνου «ένα δωμάτιο που περιείχε μια μηχανή στην οποία μπορούσες να ξαπλώσεις και χαρακτηριζόταν από ένα σημείο το οποίο περιστρέφονταν, βασισμένο στα έργα τέχνης του Μαρσέλ Ντυσάν  και στο πώς φτιάχνουν οι αγγειοπλάστες τα μεγάλα πιθάρια και τις γλάστρες – και βεβαίως και στο πώς αυτά συνδυάζουν όλον αυτόν τον υπνωτιστικό τους χαρακτήρα». Μετά βρέθηκε με υποτροφία στην Σχολή Καλών Τεχνών στο Βερολίνο. Ήταν μέσα στην κρίση. Τότε που η Ελλάδα ήταν στο στόχαστρο της Ευρώπης, για όλους αυτούς τους λάθος λόγους που όλοι θυμόμαστε. «Ερχόσουν συνέχεια αντιμέτωπος με δύσκολες καταστάσεις που έπρεπε να εξηγείς. Βέβαια, ως φοιτήτρια σε μεταπτυχιακό ήσουν σε προνομιακή θέση, σε σχέση με κάποιον που ήταν εκεί για να δουλέψει». Την πτυχιακή που ολοκλήρωσε εκεί, επέλεξαν μετά στην έκθεση από το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ & New Museum στο Μουσείο Μπενάκη. Το πρώτο έργο που παρουσίασε ήταν τα «Κέρινα σπίτια», βασισμένο στα στοιχειωμένα σπίτια της Ελλάδας. Σήμερα είναι ιδρυτικό μέλος της ομάδας Anacolutha και της καλλιτεχνικής ερευνητικής ομάδας Σαπρόφυτα.

Τη συναντώ στην έκθεση της, στο Project Room 2 του ΕΜΣΤ, «σε ένα εμβυθιστικό σκηνικό, έναν «μαγικό» χώρο όπου γλυπτά από γυαλί, κερί και χαλκό συνδιαλέγονται με ένα βίντεο και ένα ηχητικό έργο. Με μια καλλιτεχνική πρακτική που εστιάζει στα σημεία τομής του αποκρυφιστικού μοντερνισμού, της λειτουργίας του φαντασιακού και της ανοίκειας ανθρώπινης συμπεριφοράς σε διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Καθώς τα κέρινα γλυπτά καίγονται και μεταμορφώνονται, τα μέρη από φυσητό γυαλί, που παραπέμπουν σε αναπνοές, φαντάσματα, ενέργεια ενός αόρατου κόσμου, συμβολίζουν το ανείπωτο και το αποσιωπημένο, ενώ τα χάλκινα στοιχεία των γλυπτικών συνθέσεων – ανθρώπινα όργανα, πλοκάμια, μίσχοι φυτών, λουλούδια (ή όλα αυτά μαζί;) – γίνονται μια σταθερά που μας κρατά γειωμένους και παρόντες στο εδώ και τώρα». Ακριβώς όπως διαβάζω και στα «πρακτικά».

Περπατάμε ανάμεσα στα τόσο ιδιαίτερα έργα της. Μου μιλά για τα υλικά που χρησιμοποιεί, πώς το ένα γίνεται κουκούλι για το άλλο. «Είναι υλικά εύθραυστα» μου λέει «αν εξαιρέσεις τα μεταλλικά που κάνω τελευταία. Όλα τα θέματα που δουλεύω έχουν να κάνουν με πολύ οριακές καταστάσεις, ανθρώπινες, ψυχολογικές. Αντίστοιχα πάει και το υλικό».

Δουλεύει πολύ με την έρευνα. Μπορεί να κρατήσει χρόνια και να εμφανιστεί όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. «Γυρνάνε γύρω από την μαγεία τον αποκρυφισμό», μου εξηγεί, «είτε ανθρωπολογικά είτε λαογραφικά. Υπάρχει μια συνεχής γραμμή από την αρχαιότητα ως τώρα. Μιλάμε για το ίδιο πράγμα, απλά με πολιτισμικές μεταμορφώσεις. Μελετάω εκφάνσεις κάθε πράγματος στον ιστό της πόλης, στην πολιτισμική ιστορία. Πάντα με ενδιάφερε να ανακαλύπτω πώς μέσα σε έντονες καταστάσεις, πολιτικές, κοινωνικές, ο άνθρωπος έχει ένα ένστικτο και μια ανάγκη να επικοινωνήσει με έναν άλλο κόσμο. Οι μάγισσες ήταν επαναστάτριες, η μαγεία δεν είναι αυτό που ακούμε εκ πρώτης όψεως, έχει να κάνει με τη φύση, τις κοινότητες, τη ζωή εκτός συστήματος. Και φυσικά με όλα τα φεμινιστικά και τις πρακτικές που συζητάμε σήμερα».

Και κάπως έτσι μπήκε στη ζωή της η πρώτη ζωγράφος γυναίκα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. «Ξεκινάει πολλά χρόνια πριν, όταν διάβασα ένα μικρό κείμενο που είχε γράψει ο Παύλος Νιρβάνας για την Ελένη Αλταμούρα και τη σχέση της με τον πνευματισμό και ότι είχε αφήσει ένα τετράδιο που το είχε ακόμη η οικογένεια της. Πριν πέντε έξι χρόνια το ανέσυρα και άρχισα να ψάχνω τους απόγονους της, να τους γνωρίσω για να δω αυτό το τετράδιο. Τους συστήθηκα κανονικά, τι κάνω, ποια είναι η έρευνά μου, ότι δεν θέλω να δείξω κάτι προσωπικό της οικογένειας και της Αλταμούρα. Τους εξήγησα πως με ενδιαφέρει, όταν μελετάω κάτι, αυτό να μετουσιώνεται σε έργα, γιατί η δουλειά μου είναι πάντα αυτή. Μπορεί να δουλεύω με έρευνα, αλλά δεν τη δείχνω ποτέ. Δεν δείχνω το αρχείο και αυτό γίνεται πολύ εσκεμμένα».

Αυτό έχει μια μορφή ελευθερίας; Ότι δεν εγκλωβίζεστε σε αυτό που βλέπετε; Δεν ξέρω αν είναι θέμα ελευθερίας. Με ενδιαφέρει ο άλλος να κάνει και άλλες προβολές. Μπορεί να έχω κάνει όλη την έρευνα και να πω όλη την ιστορία.

Η έρευνα δεν δείχνει πάντα ένα αποτέλεσμα; Με ενδιαφέρει να τη μεταφέρω στα γλυπτά και μετά ο θεατής να έχει τη δυνατότητα να κάνει τις δικές του προβολές. Μου εμπιστεύονται ένα αντίγραφο του χειρόγραφου, αρχίζω να το μελετάω και τότε κάνω ένα τρίπτυχο σε μια ομαδική έκθεση που κάνει η γκαλερί Rodeo στον Πειραιά, το Ψυχοσάββατο και αυτό ταίριαζε πάρα πολύ με την ιστορία.

Ποια είναι η ζωή της ζωγράφου; Η Ελένη Αλταμούρα μεταμφιέστηκε άνδρας για να σπουδάσει ζωγραφική στην Ιταλία. Εκεί γνωρίζει τον Αλταμούρα, Μπούκουρα είναι το πατρικό της. Κάνουν τρία παιδιά, αλλά αυτός ερωτεύεται μια άλλη γυναίκα. Εκείνη γυρνάει πίσω απογοητευμένη, συντετριμμένη, στην Ελλάδα με δύο από τα τρία της παιδιά. Ο ένας είναι ο Ιωάννης Αλταμούρας, ο πολύ γνωστός θαλασσογράφος. Αυτή λοιπόν, στην Ελλάδα, στέκεται στα πόδια της και ζει από αυτό το επάγγελμα, πολύ δύσκολο για εκείνη την εποχή, σε ένα πολύ έντονο περιβάλλον κυρίως με άνδρες. Μιλάμε για τα μέσα του 19ου αιώνα που ήταν όλοι οι γνωστοί ζωγράφοι που ξέρουμε. Ένα πολύ έντονο ανδροκρατούμενο σύστημα. Δυστυχώς, την περίοδο της φυματίωσης, και ενώ τα πηγαίνει πολύ καλά, πεθαίνουν και τα δύο της παιδιά. Οπότε εκεί διαλύεται, τρελαίνεται σχεδόν, και αποσύρεται στο πατρικό της στις Σπέτσες. Εκεί απομονώθηκε και σταμάτησε την παραγωγή έργων ουσιαστικά, δεν την ενδιέφερε από ένα σημείο κι έπειτα, και ασχολήθηκε με τον πνευματισμό σε μεγάλο βαθμό αλλά και τον αποκρυφισμό, εξού και αυτό το χειρόγραφο τετράδιο το οποίο λέγεται «γρημόριο» (Grémoire στα γαλλικά).

Αυτό ήταν αποτέλεσμα της έρευνάς της δηλαδή; Ναι, τότε ήταν και της μόδας στην αστική τάξη, ήταν το μεγάλο μπαμ του αποκρυφισμού και του πνευματισμού που έκαναν τα γνωστά τραπεζάκια, τα πειράματα. Ήταν όλο συνταγές, ξόρκια, σύμβολα. Ασχολείται λοιπόν με αυτό γιατί θέλει να επικοινωνήσει με τα παιδιά της κυρίως. Γεννήθηκαν μάλιστα και πάρα πολλοί θρύλοι, μέχρι ότι ήθελε να ξεθάψει τα παιδιά της για να τα αναστήσει. Προφανώς και δεν έγιναν αυτά, αλλά έτσι λειτουργούσε το φαντασιακό. Ήταν μια μάγισσα της εποχής για την κοινωνία.

Οι φήμες τι έλεγαν; Είχε καταφέρει να σπάσει το «φράγμα»; Αυτό κανείς δεν μπορεί να το ξέρει. Στο συνταγολόγιο, που δεν ήταν ημερολόγιο, συνέλλεγε ότι την ενδιέφερε. Πεθαίνει το 1900, έχουν μείνει ελάχιστα έργα της ζωντανά και ερχόμαστε στο τώρα. Κάνω τα τρία πρώτα έργα και έχω πει μέσα μου ότι αυτό δεν έχει κλείσει γιατί ήθελα να μελετήσω κι άλλο το τετράδιο, αλλά και να πάω στο σπίτι της στις Σπέτσες και όταν έρθει η μεγάλη στιγμή να κάνω μια μεγάλη έκθεση. Η πρόταση έγινε από την Άννα Μυκονιάτη, η οποία μου είχε κάνει ένα studio visit πριν από δυο χρόνια και έτυχε να της πω αυτό το όνειρό μου. Όταν η Κατερίνα Γρέγου έκανε τον κύκλο με τις γυναίκες, η Άννα πρότεινε το έργο γιατί ταίριαζε πάρα πολύ. Η πρόταση άρεσε και μου έκαναν την ανάθεση. Επικοινώνησα ξανά με την οικογένεια και είπα ότι θέλω να κάνω μια μεγάλη έκθεση και μια από τις απογόνους μου πρότεινε, πολύ ευγενικά, να μείνω δύο μέρες εκεί.

Ήταν ο χώρος που έμενε η ίδια η Αλταμούρα; Ναι. Ήταν καταπληκτικό. Το έχουν κρατήσει ως παραθεριστική κατοικία.

Δεν έχουν επέμβει όλα αυτά τα χρόνια; Όχι. Οπότε έκατσα δύο μέρες σε αυτό το σπίτι και δεν βγήκα καθόλου έξω, παρά μόνο για μια βουτιά και ξαναγύρισα. Ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία, μάζεψα ό,τι χρειαζόμουν και από το καλοκαίρι και μετά ξεκίνησε όλος ο σχεδιασμός, η παραγωγή των έργων, για να φτάσουμε στην έκθεση.

Όταν ανοίξατε το τετράδιο και το διαβάσατε για πρώτη φορά, πώς ήταν η αίσθηση; Το να «κρυφοκοιτάτε» κάτι τόσο παλιό, πέραν από το ειδικό περιεχόμενό του; Πρέπει να είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο. Καταρχάς είναι μια γραφή που είναι πολύ δύσκολη να τη διαβάσεις. Βέβαια είμαι παιδί φαρμακοποιών, οπότε έχω εξασκηθεί στα δύσκολα. Κατάφερα να το διαβάσω. Μου πήρε κάνα μήνα να το διαβάσω σε ένα πρώτο πέρασμα. Είναι πολύ ιδιαίτερη η αίσθηση να μπαίνεις σε έναν κόσμο που έχει γράψει ένας άνθρωπος και να μελετάς τη γραφή του. Πέρα από αυτά που κρατούσε για να τα σημειώσει, συνταγολόγια, είναι κάτι σαν «Τσελεμεντές», εκείνη είχε μαζέψει ό,τι τη ενδιέφερε (σύμβολα, διαδικασίες κτλ). Δεν διαφέρει και πολύ από τη μαγειρική γιατί είναι 1,2,3,4. Θέλει στάδια όπως είναι για να γίνει το φαγητό.

Τι είχε μέσα; Είχε πολλά σύμβολα που υπάρχουν και στην έκθεση σε πολλά έργα. Μετά είχε κάποιες σελίδες που είχε απίστευτες γραφές, σαν μουτζούρες, σχεδόν σαν αυτά που ένιωθε να τα αποτύπωνε με μια γραφή. Από εκεί εμπνεύστηκα και το πολύ μεγάλο κρεμαστό και πέρασα μετά τους ήχους.

Αυτά ήταν προς το τέλος της ζωή της; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Είναι ένας κόσμος. Όταν κοιμήθηκα σε ένα από τα υπνοδωμάτια ήταν πολύ ιδιαίτερη στιγμή και κοιτούσα το ζωγραφιστό ταβάνι με ένα Murano γυάλινο φωτιστικό. Αυτό ήταν η έμπνευση για το γυάλινο μηχανικό γλυπτό που είναι στο δάπεδο. Μέσα είχε πολλά γύψινα προπλάσματα που έφτιαχνε, παρά το γεγονός ότι εκείνη ήταν ζωγράφος. Και ο χώρος… Όταν αρχίσαμε την έκθεση με την Άννα και λέγαμε ιδέες για το πώς θέλουμε να στηθεί, εμπνεύστηκα από την αίσθηση του σπιτιού. Ήθελα ο θεατής να έχει μια εμπειρία, αυτός ήταν ο στόχος. Να μην υπάρχει μια ξεκάθαρη διαδρομή, αλλά να το ανακαλύπτεις. Γι’ αυτό έχει το παιχνίδι μεταξύ χτιστού, ορατού, μη ορατού. Σα να μπαίνεις σε έναν κήπο που τα λουλούδια του είναι πιο οργανικά, είναι σαν πλάσματα, το καθένα έχει τον δικό του χρόνο, τη δική του κλίμακα.

Οι «δικοί» της άνθρωποι ήρθαν στην έκθεση; Πώς τους φάνηκε; Επειδή δεν είναι μια αντιγραφή αλλά μια αίσθηση που έχει κάποιος άνθρωπος που πλησιάζει μια ιστορία… Εννοείται. Ενθουσιάστηκαν, τους άρεσε πολύ. Κι αυτό τους άρεσε πιο πολύ, γιατί τους είχα πει από την αρχή ότι αυτή ήταν η πρόθεσή μου, οπότε δεν ήταν ότι θα κάνουμε ένα μνημόσυνο για την Αλταμούρα ή μια ιστορική έκθεση. Αλλιώς θα είχαμε δανειστεί ό,τι έχει μείνει και θα ήταν όλο διαφορετικό. Αυτό ήταν μια αφορμή για να την ξανασυστήσουμε, γιατί ο λόγος για τον οποίο ήθελα να κάνω αυτή την έκθεση είναι ότι έχει μείνει στην ιστορία το τραγικό της ζωής της. Έχουν γραφτεί δύο βιβλία, αλλά για το δράμα που πέρασε, σαν τραγική φιγούρα. Δεν έμεινε όμως στην ιστορία της τέχνης αν όχι ως η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος αλλά ως μια από τις πιο σημαντικές γυναίκες καλλιτέχνες που έχουμε. Οπότε όλα ξεκίνησαν από εκεί.

Για εσάς, τι είναι η ιστορία της τελικά; Είναι ένα έναυσμα για να ξαναμιλήσουμε για τα θέματα που μας απασχολούν πάρα πολύ τελευταία, είτε είναι για το γυναικείο σώμα, είτε για τη θηλυκότητα, για τις φεμινιστικές πρακτικές, για τις γυναίκες μέσα από τη μαγεία, για τις επαναστάσεις, είτε για τα όνειρα και τις επαναστάσεις. Και για πράγματα για τα οποία παλεύουμε.

Πώς αυτή η ιστορία μπορεί να βοηθήσει σε όλο αυτό; Πως μπορεί να βοηθήσει αυτές τις συζητήσεις που κάνουμε τώρα; Πόσο απαραίτητο είναι να ανασύρεις κάποιον από το παρελθόν ώστε να εξηγήσεις ή να βοηθήσεις κάτι που συμβαίνει τώρα; Η πρόθεση με τα έργα που κάνω πάντα είναι ότι ξεκινάνε από το παρελθόν αλλά έρχονται για να ταρακουνήσουν το παρόν. Οπότε θέλω να ανοίγει αυτός ο διάλογος με την έννοια ότι τον ταρακουνούμε. Όχι μόνο εγώ, όλοι μας. Να προσθέτουμε ακόμη κάτι σε αυτή την συζήτηση. Και γι’ αυτό έχω ονομάσει την έκθεση «Όλα τα όνειρα είναι ενοχλητικά» ο οποίος είναι στίχος από ποίημα του Wallace Stevens τον οποίον αγαπάω πολύ. Αυτό είναι ένα παράλληλο on going project που κάνω.

Παίρνω πολλούς στίχους του γιατί έχει ένα πολύ οξύμωρο, μια χρονική αντιστροφή πάντα. Βγάζει πολύ γκροτέσκες αισθήσεις και τα τελευταία χρόνια το κάνω εσκεμμένα. Τον είχα κρατήσει αυτόν τον τίτλο στην άκρη και ταίριαξε πάρα πολύ γιατί κατά κάποιο τρόπο τα όνειρα είναι για όλα πολύ ενοχλητικά. Ακόμη και όταν μιλάμε για τις επαναστάσεις, ακόμη και για πράγματα που διεκδικούμε, για το τι συμβαίνει κοινωνικοπολιτικά, δεν είναι αυτονόητα τα πράγματα. Όλοι ονειρευόμαστε τη στιγμή που θα κάνουμε έργα για την πραγματικότητα που μας αντιπροσωπεύει και που ζούμε, όχι για τα όνειρά μας. Μέχρι τώρα κάνουμε κυρίως έργα για τα όνειρά μας, το ενδιαφέρον θα είναι να φτάσουμε στο σημείο να κάνουμε έργα για την πραγματικότητα που ζούμε.

Όταν η δυστοπία κυριαρχεί, πόσο η τέχνη μπορεί να αποτελέσει καταφύγιο; Μπορεί να το κάνει, απλά δεν είναι κάτι που γίνεται από μόνο του. Θέλει πολύ αγώνα. Και πάντα τα πράγματα γίνονται πιο δυστοπικά, άρα χρειάζονται μεγαλύτεροι αγώνες. Προσπαθούμε…

Ξέρω ότι σας ενδιαφέρουν και οι ιστορίες με ξόρκια. Υπάρχει πολύ υλικό πάνω σε αυτό; Ξεκίνησε στα Γιάννενα όταν μου έκαναν την ανάθεση από το Ίδρυμα Ωνάση για να πάρω μέρος στην έκθεση Plasmata που είχε γίνει εκεί. Και επειδή δουλεύω με το Κέντρο Λαογραφίας πολύ, αυτό το θέμα έχει πάρα πολύ ψαχνό. Οι λαογράφοι, μετά τον πόλεμο, άρχισαν να κάνουν αποστολές στα χωριά για να καταγράψουν όσα δεν είχαν καταγραφεί. Μιλάμε για ένα ασύλληπτο υλικό. Το κομμάτι της μαγείας, της κατάρας, τα ξόρκια είναι πολύ σημαντικό για τα χωριά και τις μικρές κοινότητες της κοινωνίας.

Πρέπει να μεταλλάσσεται όλο αυτό το υλικό από περιοχή σε περιοχή. Όσο ανεβαίνεις προς τον βορρά πρέπει να γίνεται κάτι άλλο… Έχει πολύ ενδιαφέρον. Έχει πολλές προσμίξεις. Όταν έγινε η ανάθεση, έκανα ειδική έρευνα με την Ήπειρο και εκεί ξεκίνησα την τεχνική ύλη με το μέταλλο. Για εμένα είναι ηχητικά έργα που δεν τα ακούς, αλλά τα διαβάζεις. Όλο αυτό ξεκίνησε και από διαβάσματα από τον Ξενάκη, ο οποίος έλεγε ότι τα σχέδια που έκανε είχε λόγο που τα έκανε. Έλεγε ότι «Ένα σχέδιο έχει πάντα ήχο» οπότε αυτό μου είχε μείνει πολλά χρόνια και με αυτά τα έργα κάνω το αντίστροφο, δηλαδή στην έρευνα που κάνω ηχογραφώ όλα αυτά που βρίσκω από τα ξόρκια, από τον λόγο, γιατί στη μαγεία είναι πολύ ισχυρός ο λόγος, δεν υπάρχει μελωδία, άρα υπάρχει ήχος. Τα ηχογραφώ μέσω ενός προγράμματος που τα κάνει σαν καρδιογράφημα και, αφού μετά κάνω τα δικά μου σχέδια, προσαρμόζω κομμάτια σαν να κάνω κολάζ. Και γράφω μια νέα γραφική παρτιτούρα, ένα νέο ξόρκι. Για παράδειγμα, σε αυτή την έκθεση, εκεί που είναι το κρεμαστό ή στις βάσεις των κέρινων, είναι περασμένα κομμάτια που είχε γράψει η ίδια η Αλταμούρα, τα οποία έχω κάνει εγώ τις ηχογραφήσεις και έχουν περαστεί πάνω σε σχέδιά μου. Οπότε είναι σαν να διαβάζεις μια μουσική παρτιτούρα και το αντίστροφο.

Οπότε μπορούμε να πούμε πως αυτός είναι ο τρόπος που δουλεύετε; Με μεταγραφή πολλών μέσων και πραγμάτων. Στην έκθεση αυτή, το ηχητικό έργο που υπάρχει επάνω είναι ανάθεση σε έναν μουσικόσυνθέτη, τον Πάνο Αλεξιάδη, με τον οποίο κάναμε ένα πείραμα. Του έδωσα σχέδιά μου από το τετράδιο της Αλταμούρα και εκείνος ηχογράφησε με έναν ειδικό ηλεκτρομαγνητικό τρόπο ήχους από το εργαστήριο, από την παραγωγή των έργων. Εμπνεύστηκε και έγραψε αυτό το κομμάτι. Είναι διαφορετικό το πώς το υλικό γίνεται άυλο ή το άυλο, υλικό.

Μου αρέσει πολύ στη έκθεση οι διαφορετικές οπτικές που περιέχει, πώς μοιάζει με συρραφή πολλών πραγμάτων, σαν να διαβάζεις την ίδια ιστορία από πολλές πλευρές. Και νομίζω πως πιο αγαπημένο μου είναι το κεντρικό το γυάλινο, το πράσινο. Προσπαθώ να το ευχαριστιέμαι στην παραγωγή των έργων. Μου αρέσει πολύ να κάνω τα ερευνητικά ταξίδια και είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Δεν είναι μόνο η παραγωγή του έργου αλλά όλο το ταξίδι της έρευνας. Έρχεσαι σε επαφή με πολλά πράγματα, με πολλούς κόσμους, με ιστορίες, και όλα αυτά δημιουργούν ένα κουβάρι πολλών πλευρών και έτσι γεννιούνται τα έργα. Όσο για το πράσινο, το έχω κάνει στη Γερμανία. Έχω εργαστεί πολλά χρόνια στη Γερμανία και έχουν μια τεχνική που δεν την έχουμε ακόμα στην Ελλάδα. Πήγα και έκανα αυτό το έργο πάνω στα βουνά, στους -15 βαθμούς. Έζησα χειμώνα, που μου είχε λείψει (γελάει). Είναι ένα μαγικό χωριό, όπου φτιάχνουν μαγικά χριστουγεννιάτικα στολίδια και τα γυάλινα μάτια για προσθετική σε ανθρώπους. Είναι στα βουνά του Τούρινγκεν. Είναι ένα έργο που μοιάζει σαν ένα σώμα, από ένα ειδικό γυαλί που λέγεται το «γυαλί του δάσους» και έχει να κάνει με τον σίδηρο που είναι πλούσιο το έδαφος εκεί. Είναι 34 ετερόκλητα κομμάτια εμπνευσμένα και πάλι από τη γραφή, που γίνονται κόκαλα, όργανα. Λουλούδια γίνονται οστά και αν τα συναρμολογήσεις σωστά σου φτιάχνουν ένα υβριδικό σώμα. Έχει να κάνει πολύ με το post human.

info
Μαλβίνα Παναγιωτίδη
All Dreams are vexing [ Όλα τα όνειρα είναι ενοχλητικά]
Κι αν οι γυναίκες κυβερνούσαν τον κόσμο: Μέρος 2
Επιμέλεια: Άννα Μυκονιάτη
Έως 02.06.2024
Project Room 2, 3ος όροφος
Δημήτρης Πάντσος

Share
Published by
Δημήτρης Πάντσος