Ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος χρησιμοποιεί τη φωτογραφία για να κάνει «βιωματική γλυπτική». Δημιουργεί κόσμους από καθημερινές εικόνες και ίσως ευτελή ευρήματα μέσα στα ανεξάντλητα όρια του σπιτιού του. Η αναδρομικού χαρακτήρα έκθεση “Hotel Splendid” είναι μια εμμονική, ποιητική καταγραφή αθέατων λεπτομερειών. Η έκθεση είναι μια διοργάνωση του Δήμου Αθηναίων μέσω του ΟΠΑΝΔΑ, υπό την επιμέλεια του ιστορικού τέχνης Χριστόφορου Μαρίνου, και φιλοξενείται στο υπέροχο κτίριο της Πινακοθήκης του Δήμου Αθηναίων στην Πλατεία Αυδή.
Πως προέκυψε η ιδέα; «Με τον Γιάννη Θεοδωρόπουλο συνεργαζόμαστε πάρα πολλά χρόνια, είναι μια δοκιμασμένη συνεργασία και θεωρώ ότι αυτό φαίνεται και στο αποτέλεσμα», μας λέει ο Χριστόφορος Μαρίνος. «Με ενδιαφέρει η δουλειά του είναι γιατί είναι ταυτόχρονα ποιητική και εμμονική. Δηλαδή, υπάρχει μια εμμονή εκφρασμένη με έναν πολύ ποιητικό τρόπο. Περιέχει τόνους ευαισθησίας, και επειδή την παρακολουθώ εδώ και περίπου 15 χρόνια, η επιλογή των φωτογραφιών ήταν και εύκολη και δύσκολη.
Πολύ ενδιαφέρον είναι και το ότι η καταγραφή που κάνει στο εσωτερικό του σπιτιού του είναι ανεξάντλητη, αλλά και το πώς ανακαλύπτει τη χαρά και την ευδαιμονία μέσα από αυτές τις εικόνες. Πολλές φορές, αυτή η χαρά μπορεί να προκύπτει από κάτι ευτελές, στο οποίο δεν δίνουμε σημασία. Για πολύ κόσμο η τέχνη έχει ιαματικό ρόλο, λειτουργεί με κάποιους τρόπους ως φάρμακο, στην περίπτωση του Γιάννη Θεοδωρόπουλου, αυτό είναι πολύ ξεκάθαρο και καθοριστικό: η φωτογραφία είναι φάρμακο. Στο κοινό κάποιες από τις εικόνες μπορεί να φανούν «σκοτεινές», αλλά ένα καλλιεργημένο μάτι θα ανακαλύψει αμέσως την ευαισθησία, την ποιητικότητα και τη ζωγραφικότητα. Ειδικά τα τελευταία του έργα, μοιάζουν πολύ με πίνακες ζωγραφικής, μάλιστα η φωτογραφία με τους κουραμπιέδες παραπέμπει και σε έναν πίνακα του Αλέξανδρου Καλούδη που ανήκει στην Εθνική Πινακοθήκη. Νομίζω ότι αυτή η δουλειά είναι πολύ πνευματική, ακριβώς επειδή έχει προκύψει από εμμονική εσωτερική αναζήτηση».
Δίνοντας έμφαση σε αθέατες λεπτομέρειες μέσα από το ευαίσθητο βλέμμα του, ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος αποτυπώνει «ταπεινά» αντικείμενα που βρίσκονται μέσα στο σπίτι του μεταμορφώνοντάς τα σε φανταστικούς μικρόκοσμους: κλινοσκεπάσματα και μαξιλάρια γίνονται ένα τεράστιο μανιτάρι και ένα κομμάτι φέτας σε κάνει να ορκίζεσαι πως βλέπεις παγόβουνο.
Κύριε Θεοδωρόπουλε, παρότι οι περισσότερες φωτογραφίες προέρχονται από το σπίτι σας, ο τίτλος της έκθεσης είναι “Hotel Splendid”. Τι ενυπάρχει σε αυτή τη συνύπαρξη σπιτιού-ξενοδοχείου; «Το Hotel Splendid είναι το μέρος που σου έχουν προσφερθεί όλα, ενώ εσύ δεν έχεις δώσει τίποτα. Εντέλει, όμως, ποιο μπορεί να είναι το τίμημα αυτής της φοβερής προσφοράς; Ο τίτλος είναι παράλληλα και μεταφορικός, και κυριολεκτικός. Στην έκθεση υπάρχουν πολλές εικόνες από πολλές χρονικές περιόδους, αλλά στην ουσία πρόκειται για ένα πράγμα. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι η μεταμόρφωση του κοινότοπου. Εκείνο που βλέπουμε κάθε μέρα να μεταμορφωθεί σε έναν ουτοπικό χώρο, σε ένα «μετατοπίο». Παρά το γεγονός ότι έχω κάνει πάρα πολλά ταξίδια, οι περισσότερες φωτογραφίες της έκθεσης προέρχονται από το σπίτι μου στην Πεύκη. Θα μπορούσα να πω ότι όλες αυτές οι εικόνες είναι η διύλιση των ταξιδιών και των βιωμάτων μου, γι΄αυτό και ονομάζω τη δουλειά μου «βιωματική γλυπτική».
Μπορεί στον τίτλο της έκθεσης το ξενοδοχείο να χαρακτηρίζεται «θεσπέσιο», αλλά τα έργα προκαλούν μια αίσθηση μελαγχολίας. Πρόκειται για μια εσκεμμένη αντίφαση; «Η έκθεση αυτή είναι μεν εσωτερική, δεν θεωρώ όμως ότι προκαλεί μελαγχολία, επειδή υπάρχει μια αποστασιοποίηση από τα πράγματα. Αποστασιοποιούμαι και φτιάχνω ένα νέο, ουτοπικό σύμπαν. Φυσικά, η μελαγχολία δεν απουσιάζει αλλά ως ένα βαθμό, άλλωστε, όλοι οι ποιητές ήταν μελαγχολικοί.
Σε αυτό το σπίτι μένω και παραμένω χρόνια. Οι άνθρωποι με τους οποίους μεγάλωσα έχουν πια «φύγει» και στην αρχή δεν ένιωθα καθόλου άνετα με αυτό, γιατί -κακά τα ψέματα- όταν συνηθίσεις να ζεις με δυο-τρεις ανθρώπους σε όλη σου τη ζωή και ξαφνικά μείνεις μόνος, δεν είναι εύκολο. Όσο ζούσαν οι δικοί μου υπήρχε το Hotel Splendid, τα ρούχα ήταν σιδερωμένα, τα κρεβάτια ήταν στρωμένα και γενικώς όλα ήταν σε τάξη, όταν έμεινα μόνος άρχισαν να είναι παντού πράγματα και όλο το σπίτι έγινε ένα στούντιο, ένα δυνάμει τοπίο, μια κρυψώνα συναισθημάτων».
Είναι κρυψώνα στην οποία θέλετε να κρυφτείτε, ή κρυψώνα από την οποία προσπαθείτε να φανερώσετε συναισθήματα; «Πάντα το σπίτι αυτό παραπέμπει στην ασφάλεια και στην προστασία, αλλά και στην ανάγκη να κρυφτώ, γιατί στη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας κρύφτηκα τρεις φορές στην ντουλάπα. Η πρώτη φορά ήταν όταν ήμουν ερωτευμένος με μια Αμερικάνα, η μητέρα μου την κάλεσε σπίτι και κρύφτηκα. Η δεύτερη φορά ήταν η πρώτη φορά που ήρθε το ασθενοφόρο να πάρει την μητέρα μου και φοβήθηκα και η τρίτη φορά ήταν όταν παίζαμε κρυφτό με έναν φίλο μου και την αδερφή του και κρύφτηκα στην ντουλάπα μαζί με την αδερφή του. Η κρυψώνα έχει να κάνει με την παιδική ηλικία, όχι μόνο τη δική μου, αλλά όλων».
Μια φωτογραφία με τον τίτλο «Λούντβιχ» μου τραβά την προσοχή. Νομίζω πως είναι ένα γλυπτό πάνω σε έναν δίσκο. «Είναι το κεφάλι ενός ροφού», μου λέει ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος. «Ασχολούμαι με το υποβρύχιο ψάρεμα και ο Λούντβιχ είναι ένας ροφός που έπιασα και διατηρώ στην κατάψυξη πάνω από 10 χρόνια. Σε αυτή την εικόνα παραπέμπει στον Ιωάννη τον Βαπτιστή με το κεφάλι στον δίσκο, αλλά θα τον συναντήσουμε και σε άλλες φωτογραφίες».
Μια παλιά φωτογραφία της μητέρας του με τις αδερφές της σκεπάζεται και αποτυπώνεται ως μία νέα εικόνα. «Σκεπάζω παλιές φωτογραφίες με ρυζόχαρτο για να προστατευθούν και αυτό το ονομάζω «ιερό άνεμο». Το σκέπασμα αυτό έχει στόχο τόσο την προστασία, όσο και τη μεταμόρφωση. Αυτή την τεχνική τη χρησιμοποιώ σε πολλά παλιότερα έργα μου, αλλά και στα καινούρια, που τη θέση του ρυζόχαρτου έχει πάρει το χιόνι».
Στην τελευταία αίθουσα εκτίθενται τα πιο πρόσφατα έργα του Γιάννη Θεοδωρόπουλου. Και πάλι δεσπόζει η έννοια του σκεπάσματος, που προστατεύει, αλλά και μεταμορφώνει: ένα τραπέζι σκεπάζεται με σεντόνια και κουβέρτες και γίνεται η βάση των «μετατοπίων» του καλλιτέχνη, ενώ και το χιόνι σκεπάζει φυσικά τα γλυπτά του κήπου, προκαλώντας μια μεταμόρφωση που τονίζει την έννοια της προσωρινότητας, αφού συντελείται μόνο μέχρι ο πάγος να λιώσει.
Ο επιμελητής της έκθεσης, Χριστόφορος Μαρίνος μας εξηγεί: «Αυτές οι φωτογραφίες παρουσιάζονται με διαφορετικό τρόπο. Δεν υπάρχει τζάμι, και αυτό δίνει μια φυσικότητα στην εικόνα και την κάνει πιο ζωγραφική. Ο θεατής είναι πια σε άμεση επαφή με την εικόνα».
Προς το τέλος της περιήγησης στην έκθεση, ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος στέκεται μπροστά σε μια φωτογραφία του. Πάνω σε ένα τραπέζι με λευκό τραπεζομάντηλο κουραμπιέδες, άλλοι ολόκληροι και άλλοι μισοφαγωμένοι, μοιάζουν με υπέροχο γλυπτό. «Τους μισούς τους έφαγα», μου λέει γελώντας και συμπληρώνει: «Οι κουραμπιέδες είναι σίγουρα μία από τις αγαπημένες μου εικόνες γιατί εκφράζει απόλυτα την επιθυμία μου να μεταμορφώσω το τετριμμένο. Επίσης το λευκό έχει για εμένα μεγάλη σημασία. Πέρα από τη συμβολική του δύναμη, συνδέεται με την πρώτη εικόνα που με σημάδεψε στην παιδική μου ηλικία. Αφού ανέβηκα κάποιες παλιές γυριστές σκάλες στο σπίτι της θείας Σωτηρίας στη Λειβαδιά, είδα απέναντι τον Παρνασσό χιονισμένο και φωτισμένο και αυτή η εικόνα εντυπώθηκε μέσα μου. Με τη μητέρα μου και τη θεία Σωτηρία έμενα ίδιο σπίτι, το “Hotel Splendid” μέχρι τα 40 μου χρόνια».
Παρακολουθώντας εσείς αυτή την έκθεση, ποιo είναι το κυρίαρχο συναίσθημά σας; «Αυτό που βλέπω στα μάτια των ανθρώπων που επισκέπτονται την έκθεση είναι πως κάναμε πολύ καλή δουλειά με τον Χριστόφορο. Αυτή η έκθεση είναι μια εμπειρία στο εσωτερικό κομμάτι του εαυτού μου και αυτό με κάνει πολύ χαρούμενο. Επιπλέον, με την έκθεση αυτή έγινε ορατή η δουλειά μου, που ήταν αόρατη, ή ήταν ορατή σε 50- 60 ανθρώπους. Υπάρχουν πολλοί «αόρατοι» καλλιτέχνες στην Ελλάδα και είναι πολύ σημαντική η δουλειά που κάνει ο Χριστόφορος Μαρίνος στον Δήμο Αθηναίων, γιατί έχει δώσει την ευκαιρία σε σημαντικούς καλλιτέχνες να γίνουν, έστω και λίγο, πιο ορατοί».