Ένα αγροτικό μηχάνημα άρδευσης («καρούλι») που φτάνει τους τρεις τόνους, το οποίο περιστρέφεται σαν ρολόι και συντονίζει σε πραγματικά χρόνο (μέσα σε 21 λεπτά) τον ήχο, την κινούμενη εικόνα, και το φωτιστικό περιβάλλον μιας εγκατάστασης. Ένα ποτιστικό μηχάνημα σε ρόλο μουσικού οργάνου. Μια οριζόντια προβολή, σκηνές κινούμενης εικόνας και κινηματογραφημένα «αποσπάσματα» πανηγυριών από τα κεντρικότερα σημεία της χώρας με βασικό σημείο έμπνευσης (που δίνει και τον τίτλο στο έργο) την περιοχή του Ξηρόμερου, μια ιστορική επαρχία της Αιτωλοακαρνανίας και δήμο της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας (Ξηρόμερο -ksirˈomero]. Το στοιχείο του νερού κάτω από το αγροτικό μηχάνημα. Ο μηχανισμός σε αυτό που οι Έλληνες αγρότες ονομάζουν αναπνοή (οι Γάλλοι τον λένε Πνευμόνι). Ο ήχος που εξηγεί και συνδέει τα δρώμενα, σημαντικός, απαραίτητος και έξυπνα σχεδόν κινηματογραφικός.
Και μια ιστορία που ξεκινά πριν δύο χρόνια όταν ο δημιουργός διαμεσικών έργων και συνθέτης Θανάσης Δεληγιάννης και ο δραματουργός και φιλόλογος Γιάννης Μιχαλόπουλος στο πλαίσιο residency που εξασφάλισαν από το Onassis Culture παίρνουν σβάρνα τα πανηγύρια της Κεντρικής και Δυτικής Ελλάδας αναζητώντας τη θρυλική τραγουδίστρια των πανηγυριών, την Κική Μαργαρώνη – την οποία και τελικά δεν βρίσκουν εκεί.
Παραδόξως όμως ανακαλύπτουν όλα αυτά τα στοιχεία που τους οδηγούν στο σήμερα και από το ως Μargaroni Project καταλήγουν στην εμπειρία ενός πανηγυριού το οποίο και παρακολουθούν μέσα από μια διαδρομή που ξεκινά από την πλατεία του χωριού για να καταλήξει στις παρυφές του γεωργικού τοπίου που το περιβάλλει. Και παρέα με μια καλλιτεχνική ομάδα που περιλαμβάνει την εικαστικό και κινηματογραφίστρια Έλια Καλογιάννη, τον φωτογράφο και ντοκιμαντερίστα Γιώργο Κυβερνήτη, τον ηχολήπτη και σχεδιαστή ήχου Κώστα Χαϊκάλη και τον εικαστικό και αρχιτέκτονα Φώτη Σαγώνα, θα φτάσουν στους Ολυμπιακούς αγώνες των Εικαστικών, όνομα με το οποίο κάποιοι αγαπούν να συστήνουν την Διεθνή Έκθεση Τέχνης – La Biennale di Venezia, η οποία φέτος κλείνει τα 60 της χρόνια.
«Οι καλλιτέχνες/ιδες αναφέρονται στο νερό που συνοδεύει το μηχάνημα άρδευσης ως πρίσμα -ένα μέσο να βλέπουμε και να σκεφτόμαστε – εστιάζοντας στην έλλειψή ή το πλεόνασμα, την ανάγκη ή τη σπατάλη του, καθώς και τις κοινωνικές συνδηλώσεις του. Η εξάντληση των πόρων συνδέεται με τη φυσική και οικονομική εξάντληση. Το έργο διερευνά τις πολιτικές δυνατότητες του ήχου και της μουσικής, την επίδραση της τεχνολογίας στα αγροτικά τοπία και την πολιτιστική ποικιλομορφία».
«Μια από τις 30 χώρες που έχουν το δικό τους περίπτερο στη Μπιενάλε είναι η Ελλάδα»
«Ο εορτασμός του πανηγυριού μεταφέρει πληροφορίες και νόημα ως τελετουργία και ψυχαγωγία. Συνδέεται με τις γεωργικές εργασίες, παράγεται από -αλλά και παράγει- την εσωτερική χρονικότητα της κοινότητας με το πότισμα και τις αγροτικές ευθύνες. Βοηθά την κάθε κοινότητα να δημιουργήσει την εικόνα του εαυτού της. Ταυτόχρονα, όμως, αντίθετες έννοιες συνυφαίνονται: οι θεατές μετατρέπονται σε συμμετέχοντες, από τη σκηνή βρισκόμαστε εκτός σκηνής, από την επιτελεστική δράση στην καθημερινή δραστηριότητα».
«Αυτή η αδιάκοπη αλληλεπίδραση μεταξύ «παράστασης» και πραγματικότητας μεταφέρεται στο έργο».
«Το Ξηρόμερο/Dryland αξιοποιεί τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του ελληνικού περιπτέρου για να αναδείξει συσχετίσεις με τις γεωργικές αποθήκες και τη θρησκευτική αρχιτεκτονική που αποτελούν συνήθως το φόντο των πανηγυριών. Επιπλέον, το ποτιστικό που βρίσκεται στο κέντρο του περιπτέρου, ορίζει κυκλικά το περιβάλλον της εγκατάστασης. Το έργο μεταφέρει επίσης τον χώρο συνάντησης της κοινότητας -την πλατεία, τη δημόσια συγκέντρωση- από το εξωτερικό στο εσωτερικό. Καθώς το σύστημα ποτίσματος τίθεται σε κίνηση, δημιουργεί έναν ρυθμό, οριοθετεί τον χρόνο όπως ένα ρολόι ή μια κασέτα που ξετυλίγεται, παρακινώντας τα σώματα των επισκεπτών να ακολουθήσουν διαδρομές και να αλλάξουν τρόπους θέασης».
«Το Ξηρόμερο/Dryland αποφεύγει μια αισθητική προσέγγιση και τονίζει τη συναισθηματική αμεσότητα της επαφής με αντικείμενα, ήχους και εικόνες».
«Παρατηρώντας τις έμφυλες σχέσεις στο πανηγύρι, εξετάζονται οι δυνατότητες παρουσίασης του εαυτού, οι διαφορετικές εκδοχές της θηλυκότητας και της αποκάλυψης ή απόκρυψης του γυναικείου σώματος, αλλά και η αμφισημία της χειρονομίας του υποκειμένου που αποσύρεται επιλέγοντας την απουσία και τον αποκλεισμό του από τη γιορτή».
Έχει ως κύριο χρηματοδότη το Υπουργείο Πολιτισμού, επιμελητή του Ελληνικού Περιπτέρου τον Πάνο Γιαννικόπουλο και ως Εθνικό Επίτροπο υπεύθυνο για την οργάνωση, παραγωγή, και προώθηση του έργου το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Στον όμορφο χώρο του Μεσοπατώματος του κτηρίου, παρουσία του υφυπουργού Πολιτισμού Χρήστου Δήμα, έγινε η συγκινητική παρουσίαση της ομάδας και του έργου με αρχικό καλωσόρισμα από την καλλιτεχνική διευθύντρια του Μουσείου, Κατερίνα Γρέγου.
«Το νερό σαν κεντρικό στοιχείο του έργου συνάδει με τις επείγουσες κλιματικές συζητήσεις που κυριαρχούν σήμερα. Και φυσικά ανακαλεί καταστροφές όπως αυτές που συντελέστηκαν στη Θεσσαλία το περασμένο φθινόπωρο, όπου πάνω από 700.000 στρέμματα βρέθηκαν κάτω από το νερό με καταστροφικές συνέπειες. Αλλά επίσης φέρνει και στο νου και άλλα τέτοια ακραία καιρικά φαινόμενα και συμβάντα ανά τον πλανήτη που πολλαπλασιάζονται δυστυχώς. Θυμίζοντάς μας ότι το περιβάλλον, είναι το υπ’ αριθμόν 1 ζήτημα της εποχής μας, γιατί μας αφορά όλους, ανεξαρτήτου, ανεξαρτήτως φύλου, εθνότητας ή θρησκείας» (Κατερίνα Γρέγου)
«Φέτος έχουμε 88 εθνικές συμμετοχές, οκτώ περισσότερες από το 2022, ενώ η κεντρική έκθεση θα περιλαμβάνει 330 καλλιτέχνες, ο μεγαλύτερος αριθμός στην Μπιενάλε μέχρι τώρα» (Κατερίνα Γρέγου)
«Η χρηματοδότηση της εθνικής μας συμμετοχής ανέρχεται στα 508.000 ευρώ. Κύριος χρηματοδότης είναι το υπουργείο Πολιτισμού με 375.000 ευρώ, ποσό που ισοδυναμεί με το 75% της συνολικής χρηματοδότησης του έργου. Οι χορηγίες ανέρχονται σε 130.000 ευρώ, με βασικό υποστηρικτή της ελληνικής συμμετοχής το Onassis Culture, το ποσοστό του οποίου ανέρχεται στο περίπου 67% του συνολικού ποσού χορηγιών, ενώ αποτελεί το 17% του συνολικού προϋπολογισμού του έργου. Ακολουθούν με ίσα περίπου ποσά το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το ΝΕΟΝ και το Outset» (Κατερίνα Γρέγου)
«Η επιτροπή επιλογής ξεχώρισε την πρόταση αυτή για το συλλογικό, πειραματικό, ερευνητικό, διεπιστημονικό και πολύ αισθητηριακό χαρακτήρα του έργου, καθώς και το κοινωνικό και ανθρωπολογικό του ενδιαφέρον» (Κατερίνα Γρέγου)
«Το Ξηρόμερο αναφέρεται στη γεωγραφική τοποθεσία, αλλά αιωρείται και πάνω από αυτήν, μεταξύ κυριολεξίας και μεταφοράς, δημιουργώντας παράλληλα ένα τεχνητό δίπολο με την εύφορη πεδιάδα, που είναι γνωστή για τη μουσική της παράδοση» (Πάνος Γιανικόπουλος).
«Αυτό το έργο λόγω της φύσης του ήταν μια πρόκληση και για μας και για τους φορείς Αυτό το έργο ξεκινά από τις παραστατικές τέχνες και κάνει ένα βήμα στα εικαστικά για αυτό και είμαστε πολύ τυχεροί που ξεκινήσαμε αυτή την έρευνα μέσα από το Onasis Air που κράτησε δύο χρόνια και μετέπειτα για να γίνει πραγματικότητα βρήκαμε τον πολύτιμο χώρο στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου που παραχωρήθηκε και έτσι έχουμε δύο φορείς που έχουν γνώση στα παραστατικά με ένα φορέα στα εικαστικά και έτσι θεωρούμε πως έχουμε πολλές πιθανότες για μια αρκετά επιτυχή εκπροσώπηση» (Θανάσης Δεληγιάννης)
«Τι σημαίνει ένα πανηγύρι που δεν λειτουργεί, τι σημαίνει ένα πανηγύρι που εκεί που πας να διασκεδάσεις σου θυμίζει μια απουσία κάποιου που δεν είναι εκεί. Κάποιου που σεν μπορούσε ή δεν ήθελε να είναι εκεί. Πιστεύουμε ότι αυτή η αίσθηση υπάρχει μέσα στο έργο. Δεν είναι ένα έργο που μιλάει για το πανηγύρι της χαράς μόνο, ή του νησιού ή τι είναι το πανηγύρι για το κέντρο, για την Αθήνα, αλλά είναι ένα έργο που μιλάει για την περιφέρεια, για τον πολιτισμό της περιφέρειας που είναι λειτουργικός ακόμα και σήμερα και δεν τον ενδιαφέρει το αυθεντικό, τον ενδιαφέρει να είναι μια λειτουργία για τον άνθρωπο, να διασκεδάσει με όλα τα στοιχεία και που όλα αυτά είναι ένα πλέγμα πραγμάτων, φοβερά σύνθετο: οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, μουσικά. Πώς χορεύουν, τι θα φάνε, πώς ντύνονται. Είναι ένας κόσμος ολόκληρος». (Θανάσης Δεληγιάννης)
«Το ποτιστικό μηχάνημα είναι ένα συμβολικό και πραγματικό αντικείμενο, καθώς είναι αυτό που επέτρεψε τη μονοκαλλιέργεια στη Θεσσαλία τη δεκαετία του ‘70 και ’80 και έτσι παρά την εξάλειψη των υδάτινων πόρων εξασφάλισε στους αγρότες έξτρα εισόδημα και στη χώρα περισσότερη παραγωγή» (Γιάννης Μιχαλόπουλος)
«Φέτος είναι τα 90 χρόνια συμμετοχής της Ελλάδας στη Μπιενάλε. Στο πρώτο περίπτερο το 1934 στους καλλιτέχνες που συμμετείχαν για πρώτη φορά ήταν ο Φώτης Κόντογλου, ο Χατζηκυριάκος Γκίκας, ο Λύτρας, ο Παρθένης και ο Σπύρος Βασιλείου. Μαζί τους ήταν και πολλές πολλές γυναίκες, η Κούλα Μπεκιάρη, η Σοφία Λασκαρίδου, η Αγλαΐα Παππά, η Μπέλλα Ραφτοπούλου και η Μαρία Καλλάρη. Όταν σκέφτεται κανείς ότι το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα ο Εγγονόπουλος, το 1958 ο Μόραλης μαζί με τον Τσαρούχη και το 1988 ο Κανιάρης μαζί με τον Κεσσανλή, αισθάνεται τιμή μεν, αλλά πάρα πολύ μεγάλο βάρος γι’ αυτό που του συμβαίνει» (Γιάννης Μιχαλόπουλος)
«Το έργο αυτό και η συμμετοχή στη Μπιενάλε δεν θα μπορούσε να πραγματοποιθεί χωρίς την υποστήριξη την ηθική, την οικονομική αλλά και την φαντασία του Ιδρύματος Ωνάση, της Αφροδίτης Παναγιωτάκου, του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου, του Βασίλη Παναγιωτακόπουλου και όλου του προσωπικού. Και δεν θα ήταν δυνατό επίσης και χωρίς την υποστήριξη την θεσμική του Επιτρόπου και του Υπουργείου Πολιτισμού» (Γιάννης Μιχαλόπουλος)
«Το Ξηρόμερο στη Βενετία, ανάμεσα στα υδάτινα κανάλια, είναι από μόνο του ένα οξύμωρο» (Πάνος Γιανικόπουλος)
«Προερχόμενος από το χώρο της φωτογραφίας και του ντοκιμαντέρ είχαμε μια ευθύνη μαζί με την Έλια Καλογιάννη να καταγράψουμε κάτι άυλο ένα πανηγύρι μια αίσθηση και να εστιάσουμε σε ότι συνέβαινε εκεί αλλά και γύρω από αυτό. Συνεργαζόμενοι με ανθρώπους που δουλεύαν στα χωράφια και λειτουργήσαμε σαν να κάναμε ένα ντοκιμαντέρ χωρίς όμως στο τέλος να έχουμε κάτι τέτοιο. Και σε δεύτερη φάση, φτάνοντας στο περίπτερο για να εντάξουμε ένα κομμάτι του υλικού, την εικόνα, στο χώρο και να δημιουργήσουμε ένα διάλογο με τον ήχο, το μηχάνημα και το περιβάλλον και όλο αυτό να γίνει ένα και η ατμόσφαιρα που επιθυμούμε» (Γιώργος Κυβερνήτης)