«Είναι το καλύτερο έργο του Τζεφ Κουνς». «Δεν είναι έργο». «Είναι η επιτομή του κιτς». «Είναι πνευματική εμπειρία». «Το φίδι είναι αληθινό». «Το φίδι είναι ψεύτικο». Ο πολυαναμενόμενος “Apollo” του πιο ακριβοπληρωμένου εν ζωή καλλιτέχνη, εγκαινιάστηκε εχτές, στο ΔΕΣΤΕ της Ύδρας. Και για ακόμη μια φορά πυροδότησε τεράστια ιδεολογική συζήτηση. Είναι έργο τέχνης, καταρχάς, ο “Apollo”;
Ο διπλής όψεως τεράστιος περιστρεφόμενος χρυσός ήλιος, νέο τοπόσημο της Ύδρας, και το υπερμεγέθες άγαλμα του Απόλλωνα μέσα στα Σφαγεία, τα πιο «φανερά» στοιχεία της σύλληψης-εγκατάστασης του Κουνς, δεν πρόδιδαν καταρχάς το μέγεθος, τις διαστάσεις και τις αδιανόητες λεπτομέρειες της σύνθεσης, που πρόκειται για μια σκηνοθεσία θεατρική, κατ’ ουσίαν, με σαφείς κινηματογραφικές αναφορές και με την παρουσία ζωντανών όντων, ως αναπόσπαστου μέρους της.
Επί της «υποδοχής» χτες, δίπλα σε έναν πολύ νεαρό βουβό άνδρα με λευκή χλαμύδα, σωριασμένα με προσοχή σε μια ξύλινη παλιά τράπεζα, βρίσκονται στα Σφαγεία το εμβληματικό ουρητήριο του Duchamp, ένας τροχός ποδηλάτου, ένα ακροκέραμο, μια αναποδογυρισμένη καρέκλα, κιτς ρολόγια χειρός με στρας που πουλάνε στη μαύρη αγορά Αφρικανοί, ανάμεσά τους και ένα Rolex-μαϊμού, ένα καλάθι με ψωμοτύρια, που ο κόσμος έπαιρνε και μασούλαγε στην αναμονή -η ουρά ήταν ατέλειωτη και κάποιοι περίμεναν υπομονετικά και 2 ώρες έως ότου εισέλθουν στα Σφαγεία. Τα «απόβλητα» -με διπλή έννοια- του ανθρώπινου πολιτισμού, διατρέχοντας το χρόνο, αραδιάζει μπροστά μας, επιλεκτικότατος, ο ευφυής Κουνς;
Η σκηνοθεσία στο πολύ φιλόδοξο έργο του αμερικανού σουπερστάρ, που συνθέτει την ελληνική αρχαιότητα με τη ρωμαϊκή και το παρόν, και εχτές κάποιοι ειδικοί από όλο τον πλανήτη αποθέωσαν, ενώ άλλοι αποδόμησαν (ο ίδιος ήθελε να κάνει οπωσδήποτε κάτι ξεχωριστό για τον Δάκη Ιωάννου. Σε όποια «πλευρά» και αν ανήκεις, αυτό το πέτυχε), πριν από τις κινηματογραφικές-ιστορικές μνήμες που αφυπνίζει, ξεκινά ενεργοποιώντας την όσφρηση. Σε ένα κεραμικό δοχείο καίγονται επί ώρες κλαδιά φασκόμηλου, που βγάζουν καπνούς και μοσχοβολούν σε μεγάλη ακτίνα. Σαφής η αναφορά στο Μαντείο των Δελφών.
Ακριβώς δίπλα, προτού περάσεις το κατώφλι με το ΓΝΩΘΙ ΣΕΑΥΤΟΝ, στα τρία εξωτερικά γεμάτα σανό κελιά σε αντικρίζουν με απορία τρία κατσίκια-κριάρια. Η σφαγή θα ακολουθήσει, υπονοείται. Μια παζολινική, αρχαϊκή πινελιά, πριν την είσοδο στο βασίλειο της Cinecitta και του Φελίνι -που κάποιους ζωόφιλους τους εξόργισε.
Στο κυρίως, άκρως κινηματογραφικό, «ψαχνό», σε κεντρική θέση, το τεράστιο στιλπνό άγαλμα ενός νεαρού, αθώου, γυμνού Απόλλωνα, κρατά μια χρυσή λύρα, στην οποία είναι τυλιγμένος και σε διαρκή κίνηση ένας κίτρινος βόας, που τρόμαξε εχτές αρκετούς επισκέπτες και πυροδότησε τη συζήτηση για το αν είναι πράγματι αληθινός.
Το αληθινό θαύμα στον χώρο είναι όμως η σύνδεση του Απόλλωνα με τις τοιχογραφίες που τον περιβάλλουν, δημιουργώντας μια αδιαπραγμάτευτη ιστορικότητα και μια αρραγή ατμόσφαιρα: Ο Κουνς μετέφερε στην κυριολεξία την Πομπηία στην Ύδρα. Χωρίς να σταματήσει να μας κλείνει το μάτι. Μπροστά σε ένα fresco της βαριά διακοσμημένης ρωμαϊκής (πομπιανής) βίλας -εκεί παραπέμπει η αίθουσα- έχει κρεμάσει δυο πολύχρωμα Nike sneakers, που αίφνης αποκτούν μνημειακή διάσταση. Το παρόν και η ποπ κουλτούρα συνομιλούν με το ιστορικό παρελθόν, σε δίπολα που «χτίζει» ο καλλιτέχνης ακόμη και με την επιλογή της μουσικής υπόκρουσης: μια άρπα συνοδεύει non stop προσφατες ποπ μουσικές (Adele κ.ά.).
Το εντυπωσιακό είναι ότι ο επισκέπτης αποκτά άλλη αντίληψη του χώρου και του έργου το βράδυ. Η μικρή αίθουσα, υπό το φως των κεριών, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, δημιουργεί μια κατανυκτική ατμόσφαιρα, ένα δεύτερο έργο, γεμάτο υπαινιγμούς και σκιές, σε σχέση με την ημέρα, όπου αστραποβολά ο ήλιος πάνω στη λευκή σάρκα του Απόλλωνα και το φως διαπερνάει τα πάντα.
Περνώντας το δεύτερο κατώφλι με επιγραφή (ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ), για το μπαλκόνι προς τη θάλασσα, ο Κουνς σε φέρνει αντιμέτωπο με την εικόνα σου: μια γυαλιστερή σφαίρα- καθρέφτη, μέσω της οποίας αντικρύζεις τον εαυτό σου. Πόσο απατηλή και άπιαστη είναι η αυτογνωσία, μας γυρνάει κατάμουτρα.
Ο “Apollo”, μια τέλεια εκτελεσμένη στις λεπτομέρειές της σύνθεση, που φρουρούν, εντός του Σφαγείου, αδιάκοπα, βουβές, δυο κοπέλες με χλαμύδα, έχοντας δάνεια και αντιδάνεια από παντού, είναι το πιο πυκνό, το πιο βαθύ και το καλύτερο μέχρι στιγμής έργο του Κουνς ή είναι το μη έργο; Το debate, συνεχίζεται στην Ύδρα και σήμερα το πρωί.