Όταν μέσα στην κρίση της Covid-19 έχασε τη βάση της, το σπίτι της, που ήταν συγχρόνως και το εργαστήρι της, η Βούλα Καραμπατζάκη δημιούργησε μια ιδεατή πολιτεία κτισμάτων από κυψελωτό χαρτόνι, που σήμερα εκτίθεται στην γκαλερί Ζουμπουλάκη και σου κόβει την ανάσα. Τα φουτουριστικά «Κτίσματά» της, μεταξύ μακέτας, γλυπτικής και installation, σε ποικίλα ύψη, θα μπορούσαν να είναι αρχιτεκτονικές μακέτες από μια ιδεατή πολιτεία που έρχεται από το παρελθόν κι εκτοξεύεται στο μέλλον, αλλά και σετ σε ταινία του Όρσον Γουέλς.
Ένας αρραγής κόσμος, που όμως «προέκυψε αυθόρμητα. Δεν ήταν τόσο συνειδητό», μας λέει η εικαστικός, που σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (2018-2024), έχοντας προέλθει από τη συντήρηση έργων τέχνης και την αργυροχρυσοχοΐα, με καρπούς γλυπτά-κοσμήματα που ανήκουν σε μόνιμες συλλογές Μουσείων (Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Μουσείο Κοσμήματος Ηλίας Λαλαούνης, Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου, Εικονικό Μουσείο του Πολιτιστικού Φορέα Branding Heritage). Σπουδές που της έδωσαν και τα «εργαλεία» να τιθασεύσει το υλικό του χαρτονιού.
Ο κορωνοϊός και η μετακόμιση συνέπεσαν με την περίοδο που έπρεπε να κάνει μια εργασία εξαμήνου, μέρος και της διπλωματικής της εργασίας στην Καλών Τεχνών πάνω στο μεταμοντέρνο, που «τελικά εξελίχθηκε κι άλλο», προσθέτει, δηλώνοντας τυχερή που είχε καθηγητές τον Ζάφο Ξαγοράρη, τον Γιάννη Κονταράτο και τον Κώστα Χριστόπουλο.
«Εν μέσω Covid-19, έκανα δύο μετακομίσεις – τρεις μαζί με το εργαστήριό μου», θυμάται. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού στο Παγκράτι, όπου έμενε 18 χρόνια, ήταν στο Βέλγιο, χώρισε, φοβήθηκε με την πανδημία και θέλησε να γυρίσει σπίτι του. «Μεγάλη κατάθλιψη και πανικός. Πού να βρεις σπίτι!».
Τελικά, βρέθηκε ένα Airbnb κοντά στην παλιά κατοικία της. «Μας παραχωρήθηκε για ένα-δυο χρόνια. Κι έγινα μετανάστρια στην πόλη μου. Ζούσα ανάμεσα σε κούτες. Ποιο το νόημα να τις ανοίξω όταν σε ένα χρόνο θα έφευγα;».
Μια αποθήκη που είχε, την μετέτρεψε σε εργαστήριο. Αναγκαστικά, στριμώχθηκε. «Ήμουνα πραγματικά σε μια συνεχή μετακόμιση. Ήταν τρέλα. Μέσα σε όλα αυτά, έπρεπε να κάνω την εργασία μου στο μεταμοντέρνο. Πώς ένα έργο που έχει γίνει στο παρελθόν το φέρνουμε στο σήμερα».
«Τέσσερα χρόνια συνέχισα να δουλεύω. Κι όταν δουλεύω, όχι καθημερινά, δουλεύω από τις 10 το πρωί ως τις 10 το βράδυ σερί, ατελείωτα. Τι πιο φυσικό στο τέλος να μετουσιωθούν όλες οι αγωνίες και οι ανασφάλειές μου στην ύλη;», παραδέχεται.
Σημείο εκκίνησης της εργασίας αποτέλεσε μια εικόνα από το Άγιο Όρος. Το Μηνολόγιο, με τους εορτάζοντες ανά μήνα αγίους. «Ήθελα να βγάλω την επανάληψη. Κι έψαχνα να βρω ένα υλικό που να μου δίνει έναν επαναληπτικό ρυθμό».
Είχε ήδη μόλις 4-5 κομματάκια κυψελωτού χαρτονιού. Της άρεσε η δομή του και πίστευε ότι διαθέτει την επαναληπτικότητα που αποζητούσε. «Είχα ήδη κάνει μια επεξεργασία στον υπολογιστή και είχα βγάλει κάποιες υφές. Κι ήθελα αυτό το αποτέλεσμα να το επιτύχω με κάποιο υλικό», εξηγεί. Έτσι ξεκινά το έργο με τα χαρτονάκια που είχε, τα οποία «έκοβα λεπτά λεπτά, με μια οικονομία, επειδή δεν είχα απόθεμα». Έπρεπε να δημιουργήσει ένα έργο 12×40 εκατοστά.
Μόλις το φτιάχνει, παραπέμποντας η μορφή του σε κτίσμα, χωρίς να είναι όμως τελείως ξεκάθαρο, οι καθηγητές της στην Καλών Τεχνών βρίσκουν «το έργο έτοιμο». Ο Ξαγοράρης διαφοροποιείται, κάτι διαβλέπει, της ζητά «κι άλλα». Περνά ο χρόνος και τη ρωτά «ακόμα να βρεις υλικό;».
Όλα αυτά μέσα στον pick του κορονοϊού. Οπότε ξαφνικά βρίσκεται να αναζητά απεγνωσμένα προς κάθε κατεύθυνση κυψελωτό χαρτόνι. Απευθύνεται παντού, μέσω facebook, μέιλ, ταξίδεψε και ως το Βερολίνο. Παρότι, λόγω των δυσκολιών, είχε σκεφτεί να κάνει διακοπή σπουδών, έμεινε στα λόγια του Ξαγοράρη. «Βούλα, αν δεν το βρεις, φτιάξε το χαρτόνι μόνη». Στην Ελλάδα βρήκε και παρήγγειλε μερικά κομμάτια από καταστήματα που κάνουν print για εκθεσιακούς χώρους, οι οποίοι «με προμήθευσαν μια δυο φορές, δεν μπορούσαν παραπάνω». Συνέβη όμως κάτι απρόσμενο. Η Σχολή Καλών Τεχνών είχε παραγγείλει κλιματιστικά για τα εργαστήρια, στις κούτες των οποίων ανακάλυψε το συγκεκριμένο χαρτόνι. «Έτσι, λίγο από εδώ λίγο από εκεί, το μάζεψα για να δουλέψω. Κι άρχισα να δημιουργώ μια σχέση με το υλικό».
Όταν ο Ξαγοράρης έχει εικόνα της προχωρημένης δουλειά της, της λέει «Έφυγες για πτυχιακή. Τώρα!». Ήταν η «σπρωξιά» που αν δεν την έδινε, παραδέχεται η Καραμπατζάκη, θα τα εγκατέλειπε. Μεταξύ όλων των άλλων, έπρεπε να οργανώσει και τη διαδικτυακή μετάβαση του ιατρείου του ψυχιάτρου συζύγου της.
«Τα είχα πάρει όλα επάνω μου». Σιγά σιγά επήλθε πλήρης αντιστροφή. Το έργο που την άγχωνε, αποδείχθηκε το καταφύγιό της. «Ήταν πολύ ψυχοθεραπευτικό. Όποτε πήγαινα στο εργαστήριο, ήταν ο παράδεισος. Αν δεν είχα και αυτό δεν ξέρω πώς θα τα έβγαζα πέρα».
Πειραματίζεται με διάφορα υλικά. Σύρματα, μέταλλα, νήματα, ύφασμα. Στο τελευταίο διέκρινε αμέσως «μεγάλη συσχέτιση με το χαρτόνι. Είχα αρχίσει να βάζω και νήματα μέσα στο χαρτόνι, σε κάποιους πειραματισμούς μου».
Με το κυψελωτό χαρτόνι αισθάνεται όμως ότι έχει ξεκινήσει μια σχέση με προοπτικές. «Είμαστε ακόμα σε φάση γνωριμίας. Όσο προχωράω, αποκαλύπτονται οι δυνατότητές του. Δεν το έχω ακόμα κατακτήσει. Δουλεύω κι έρχονται κι άλλα».
Έχει ξεκινήσει να κάνει κάποιες δοκιμές με τα κτίσματα, βάφοντάς τα με σπρέι λευκά. «Θέλω να τα δω και με τσιμέντο και με ξύλο. Ο καθηγητής μου ήθελε στην πτυχιακή να έχω ένα υλικό, για να δείξουμε τι μπορούμε να κάνουμε αποκλειστικά μαζί του. Πλέον πειραματίζομαι πώς θα βαφτούν και θα συνδυαστούν τα χαρτόνια με άλλα υλικά».
Είναι ψηφίδες μιας ιδανικής Πολιτείας; Της δικής της ιδεατής Πολιτείας; «Ήταν το καταφύγιό μου», επαναλαμβάνει. «Ήταν και η μετουσίωση ενός υλικού σε κάτι πολύτιμο. Είναι ερωτική πια η σχέση μας».
Υπάρχει κάτι που ενώνει το καλλιτεχνικό κόσμημα, που δουλεύει («είπα “δεν μου αρέσει το κόσμημα θα κάνω το δικό μου”»), με τον τρόπο που επεξεργάστηκε το χαρτόνι: «Εμπεριέχονται οι τεχνικές, οι εμπειρίες που κουβαλώ. Όταν έχω να κάνω με ένα υλικό, δεν υπάρχει κάτι έτοιμο. Τα εργαλεία είναι το παν. Πρέπει να βρεις τα εργαλεία που κάνουν σε σένα. Πράγμα που με έμαθε η αργυροχρυσοχοΐα».