ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ

Cindy Sherman: “Προσπαθώ να διαγράψω τον εαυτό μου”

Σε πολλά από τα πρώτα έργα της δεν κοιτάζει τον φακό, η έκφρασή της είναι πάντα ουδέτερη, χωρίς να αποκαλύπτει κάποιο συναίσθημα, τα κάδρα της συχνά είναι επίτηδες ατελή, σαν στοπ καρέ από φιλμ ταινίας, και δεν υπάρχει άλλη ανθρώπινη παρουσία σε αυτά. Όλα αποσκοπούν κάπου, τίποτα δεν είναι τυχαίο σε μία φωτογραφία της Cindy Sherman. 

Ποτέ δεν γνωρίζουμε τη συνθήκη γύρω από τη γυναίκα που βλέπουμε. Δεν ξέρουμε τι συμβαίνει και έχει βρεθεί στη θέση που έχει βρεθεί, αν κάποιος άλλος έχει προκαλέσει κάτι, αν έχει ήδη συμβεί κάτι ή αν πρόκειται να συμβεί αργότερα. Στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της, οι γυναίκες αυτές μοιάζουν με ηρωίδες μιας ταινίας του Χίτσκοκ ή του Τρυφώ που τις έχει “παγώσει” στο βίντεο.

Cindy Sherman, Untitled Film Still #22 (1978). Εκτύπωση ζελατινο-αλογονούχου αργύρου 20,3 x 25,4 εκ. / 8 x 10 ίντσες. Με την ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδας και της Hauser & Wirth © Cindy Sherman

Η καλλιτεχνική πρακτική της Cindy Sherman, που κινείται ανάμεσα στη φωτογραφία και την περφόρμανς, την καθιέρωσε ως πρωτοπόρο του μέσου στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τα έργα της ασκούν κριτική στους παραδοσιακούς ρόλους και την ταυτότητα των φύλων. Δουλεύει πάντα μόνη της, τα πρώτα χρόνια τη βλέπουμε σε εξωτερικούς χώρους και αργότερα στο στούντιο, και έχει η ίδια τον ρόλο της μακιγιέζ, της κομμώτριας, της στυλίστριας και της σκηνοθέτιδας, καθώς μεταμορφώνεται σε διάφορους επινοημένους χαρακτήρες που απαθανατίζει στις φωτογραφίες της. «Έχω πάρει κατά καιρούς βοηθούς αλλά όλοι νομίζουν ότι είναι παιχνίδι και δεν γίνεται δουλειά έτσι», έχει πει για την επιμονή της να περνούν όλα από το δικό της χέρι. Η Sherman δεν σταματά να αντλεί έμπνευση από την αναπαραγωγή γυναικείων εικόνων και στερεοτύπων από την τηλεόραση, τον κινηματογράφο και τις διαφημίσεις, όπως η μοιραία γυναίκα, τα κορίτσια καριέρας, η νοικοκυρά, και γι’ αυτό η παρουσία της εμβληματικής δουλειάς της στη χώρα μας είναι ένα σημαντικό γεγονός. 

Από τις 30 Μαΐου έως τις 4 Νοεμβρίου 2024, περισσότερα από εκατό έργα της Sherman παρουσιάζονται στην έκθεση με τίτλο “Cindy Sherman at Cycladic: Πρώιμα έργα που διοργανώνει το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στο Μέγαρο Σταθάτου. Πρόκειται για την πρώτη μουσειακή έκθεση με φωτογραφικά έργα της στην Ελλάδα, στην οποία έχουμε την ευκαιρία να δούμε έργα-ορόσημα από την πρώιμη σειρά φωτογραφιών Untitled Film Stills (1977-1980), καθώς και από τις σειρές Rear Screen Projections (1980), Centerfolds (1981) και Color Studies (1981-1982).  

Ποια είναι η Cindy Sherman

Γεννήθηκε το 1954 στο Νιου Τζέρσεϊ και από τα 23 της που μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, μένει πιστή σε αυτή. Ήρθε στο προσκήνιο στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ως μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας Pictures Generation μαζί με καλλιτέχνες όπως οι Sherrie Levine, Richard Prince και Louise Lawler. Ειρωνικά, στο σχολείο είχε κοπεί στο μάθημα φωτογραφίας και έτσι αρχικά ασχολήθηκε με τη ζωγραφική μέχρι που κατάλαβε ότι προτιμά να φτιάχνει τη συνθήκη μιας εικόνας μόνη της παρά να αντιγράφει ζωγράφους. Έτσι, κατά τη διάρκεια των σπουδών της στο Κρατικό Κολλέγιο του Μπάφαλο, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στράφηκε ξανά στη φωτογραφία. Το 1977 είναι η χρονιά που ξεκίνησε τη διεθνώς αναγνωρισμένη σειρά φωτογραφιών Untitled Film Stills. Τα 70 ασπρόμαυρα πορτραίτα, στα οποία η Sherman προσωποποιεί πληθώρα στερεοτυπικών γυναικείων χαρακτήρων, παρουσιάζονται όλα στην έκθεση στο Μέγαρο Σταθάτου. 

Η Sherman συνέχισε να ανακατασκευάζει περσόνες οικείες και γνώριμες στη συλλογική συνείδηση, με τρόπους που συχνά προκαλούν αμηχανία. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 είχε ξεκινήσει να διερευνά, μέσω της εικαστικής της γλώσσας, τις πιο γκροτέσκες πτυχές της ανθρωπότητας μέσα από το πρίσμα του τρομακτικού και του αποτρόπαιου, όπως φαίνεται σε έργα της όπως τα Fairy Tales (1985) και Disasters (1986-1989). Σε αυτές τις ιδιαίτερα σπλαχνικές εικόνες, η Sherman εισήγαγε εμφανή προσθετικά στοιχεία και κούκλες, τα οποία αργότερα θα χρησιμοποιούνταν σε έργα της όπως η σειρά Sex Pictures (1992). Στα περίφημα History Portraits που ξεκίνησε το 1988, χρησιμοποίησε αυτά τα θεατρικά εφέ για να αποδομήσει, αντί να διατηρήσει, οποιαδήποτε εντύπωση ψευδαίσθησης.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 χρησιμοποιεί την ψηφιακή τεχνολογία για να επεξεργαστεί περαιτέρω τους χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν στις φωτογραφίες της. Στη σειρά Clown (2003) πρόσθεσε ψυχεδελικά σκηνικά –ταυτόχρονα παιχνιδιάρικα και απειλητικά– θέλοντας να εξερευνήσει τη διαφορά μεταξύ της εξωτερικής περσόνας και της εσωτερικής ψυχολογίας του υποκειμένου της.

Στα έργα Society Portraits (2008) χρησιμοποίησε μια πράσινη οθόνη (green screen) για να δημιουργήσει μεγαλοπρεπή περιβάλλοντα και να απεικονίσει γυναίκες ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Αυτά τα ψηφιακά επεξεργασμένα σκηνικά που φωτογράφισε η Sherman προσθέτουν ένα γοητευτικό προσωπείο στις γυναίκες που απεικονίζει -πρόσωπα βαριά μακιγιαρισμένα και απορροφημένα από την κοινωνική τους θέση εν αναμονή της επικείμενης γήρανσης.

Στη σειρά φωτογραφικών τοιχογραφιών που δημιούργησε το 2010 και παρουσιάστηκαν στην αναδρομική της έκθεση στο MoMA το 2012, η ίδια εμφανίζεται με πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες μπροστά σε ένα ψηφιακό φόντο, με κακοφτιαγμένες περούκες, μεσαιωνική ενδυμασία και χωρίς μακιγιάζ, χρησιμοποιώντας το Photoshop για να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Στη σειρά Flappers (2016) προβάλλει την τρωτότητα της διαδικασίας γήρανσης των στάρλετ του Χόλιγουντ κατά τη δεκαετία του 1920, οι οποίες ποζάρουν με εντυπωσιακές ενδυμασίες από την περίοδο της ακμής τους φορώντας υπερβολικό μακιγιάζ.

Το 2017 η Sherman άρχισε να ανεβάζει στο Instagram πορτραίτα στα οποία έχει χρησιμοποιήσει διάφορες εφαρμογές αλλοίωσης χαρακτηριστικών προσώπου, μεταμορφώνοντας τον εαυτό της σε μια πληθώρα πρωταγωνιστριών μέσα σε καλειδοσκοπικά σκηνικά. Αποπροσανατολιστικές και αλλόκοτες, οι αναρτήσεις της αναδεικνύουν τον αποστασιοποιημένο χαρακτήρα του Instagram από την πραγματικότητα και την κατακερματισμένη αίσθηση του εαυτού στη σύγχρονη κοινωνία, την οποία έχει συμπυκνώσει μοναδικά στα έργα της από την αρχή της καριέρας της. 

Η ίδια έχει πει ότι δεν αποδέχεται τη λέξη selfie, πολύ απλά επειδή δεν φωτογραφίζει τον ίδιο τον εαυτό της αλλά περσόνες, ρόλους, χαρακτήρες. Και είναι γεγονός ότι για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, οι ανατρεπτικές φωτογραφίες της διερευνούν θέματα σχετικά με την αναπαράσταση και την ταυτότητα στα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας. 

Η έκθεση στο Μέγαρο Σταθάτου

«Προσπαθώ να κάνω τους ανθρώπους να αναγνωρίσουν κάτι από τον εαυτό τους, όχι από μένα», έχει πει για τους χαρακτήρες τους οποίους υποδύεται. Γι’ αυτό και είναι πολύ σχολαστική με τον τρόπο που παρουσιάζει τα έργα της σε μία έκθεση. Ποτέ δεν θα βάλει τις ίδιες ηρωίδες κοντά τη μία στην άλλη για να μην μπει ο θεατής στη διαδικασία να θεωρήσει ότι βλέπει μία ιστορία σε συνέχειες. Δεν δίνει ονόματα στα έργα της, έτσι ώστε να μην επηρεαζόμαστε από αυτά και να φτιάχνουμε το δικό μας αφήγημα. Αυτά όλα γίνονται αντιληπτά όταν περπατάς στο Μέγαρο Σταθάτου κοιτάζοντας τις φωτογραφίες της. 

Το πρώτο μέρος της έκθεσης επικεντρώνεται και στα πρώτα έργα της Sherman. Αντλώντας έμπνευση από το Χόλιγουντ της δεκαετίας του 1950 και του 1960, τα φιλμ νουάρ, τις B-movies και τις ταινίες του ανεξάρτητου ευρωπαϊκού κινηματογράφου και χρησιμοποιώντας μια ευρεία γκάμα από κοστούμια, σκηνικά αντικείμενα και φόντα προκειμένου να χειραγωγήσει τη δική της εμφάνιση, η Sherman δημιούργησε την πρώτη της σειρά φωτογραφιών Untitled Film Stills (1977-1980). Εικόνες που θυμίζουν το ύφος των λήψεων που χρησιμοποιούσαν τα κινηματογραφικά στούντιο για να διαφημίσουν τις ταινίες τους και παραπέμπουν σε συγκεκριμένους τύπους χαρακτήρων. Αποτέλεσαν αφετηρία συζήτησης για τους ρόλους των φύλων, τον φεμινισμό και την αναπαράσταση, ενώ παράλληλα παραμένουν σκοπίμως διφορούμενες και ανοιχτές σε διαφορετικές ερμηνείες. 

Cindy Sherman, Untitled Film Still #58 (1980). Εκτύπωση ζελατινο-αλογονούχου αργύρου 20,3 x 25,4 εκ. / 8 x 10 ίντσες. Με την ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδας και της Hauser & Wirth © Cindy Sherman

Το 1980 η Sherman στράφηκε στην έγχρωμη φωτογραφία δημιουργώντας τη σειρά που είναι γνωστή ως Rear Screen Projections (1980). Στα έργα αυτά, για τα οποία πόζαρε μπροστά σε τοποθεσίες που προβάλλονταν σε μεγάλη οθόνη, εφάρμοσε την τεχνική που χρησιμοποιούσε συχνά ο Άλφρεντ Χίτσκοκ. Η τεχνική αυτή της προσέφερε μεγαλύτερο έλεγχο επί του τελικού αποτελέσματος, συνεχίζοντας έτσι τον καλλιτεχνικό της διάλογο με τον κινηματογράφο. Οι συγκεκριμένες φωτογραφίες δημιουργήθηκαν εξ’ ολοκλήρου στο στούντιο με την ίδια να συνεχίζει να έχει τον ρόλο του μοντέλου και παρουσιάζουν έντονα το στοιχείο του τεχνάσματος, θολώνοντας τα όρια της πραγματικότητας και αφήνοντας την αφήγηση των σκηνών σκόπιμα ασαφή.

Cindy Sherman, Untitled #80 (1980). Χρωμογενική εκτύπωση 40,6 x 61 εκ. / 16 x 24 ίντσες. Ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδας και της Hauser & Wirth © Cindy Sherman

Ένα χρόνο αργότερα, το περιοδικό τέχνης Artforum, ανέθεσε στη Sherman να δημιουργήσει νέες εικόνες – πρόσκληση που οδήγησαν στη σειρά φωτογραφιών Centerfolds (1981). Με ξεκάθαρες αναφορές σε ερωτικές εικόνες που συνήθως συναντούσε κανείς σε ανδρικά περιοδικά της εποχής, η Sherman αμφισβήτησε τον διαδεδομένο τρόπο κατανάλωσης εικόνων, ειδικά όσων απεικονίζουν γυναίκες, εστιάζοντας στην ηδονοβλεπτική ματιά του θεατή. Το περιοδικό δεν δημοσίευσε ποτέ τις συγκεκριμένες φωτογραφίες από φόβο για τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Οι φωτογραφίες αυτές όμως, αποτελούν μία από τις πιο γνωστές σειρές έργων της. 

Cindy Sherman, Untitled #97 (1982). Χρωμογενική εκτύπωση 114,3 x 76,2 εκ. / 45 x 30 ίντσες. Ευγενική παραχώρηση της καλλιτέχνιδας και της Hauser & Wirth © Cindy Sherman

Η σειρά Color Studies (1981-1982) περιλαμβάνει κάθετα έργα μεγάλης κλίμακας, στα οποία γίνεται εμφανής ο πειραματισμός της Sherman με το χρώμα και τη σκιά. Σε αυτή τη σειρά συνεχίζει να φωτογραφίζει τον εαυτό της κοιτάζοντας πλέον απευθείας τον φωτογραφικό φακό και κατ’ επέκταση τον θεατή. Πρόκειται, και σε αυτή την περίπτωση, για επινοημένες εικόνες που φέρνουν σε πρώτο πλάνο τα εύθραυστα όρια ανάμεσα στο τι είναι πραγματικό και τι τεχνητό, καλύπτοντας και αποκαλύπτοντας τα θέματα των λήψεων μέσω της σκιάς και του φωτός, γι’ αυτό και αυτά τα έργα μοιάζουν σαν ζωγραφικοί πίνακες.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της έκθεσης Cindy Sherman at Cycladic: Πρώιμα έργα θα προβάλλεται εικοσάλεπτο απόσπασμα για τη Cindy Sherman από την ταινία με τίτλο Transformation, μια παραγωγή του Art21 του 2009. Πρόκειται για μια ανασκόπηση επιλεγμένων έργων της Sherman και της δημιουργικής διαδικασίας που ακολουθεί για περισσότερα από σαράντα χρόνια. 

Cindy Sherman και Κυκλαδική Τέχνη

Η παρουσίαση των έργων της Cindy Sherman κάτω από την ίδια στέγη με τη διάσημη Συλλογή Κυκλαδικής Τέχνης του Μουσείου Kυκλαδικής Τέχνης, μία από τις πληρέστερες ιδιωτικές συλλογές παγκοσμίως, δημιουργεί συσχετισμούς με τα φημισμένα γυναικεία ειδώλια από μάρμαρο της 3ης χιλιετίας π.Χ. που κυριαρχούν στην Κυκλαδική Τέχνη και έχουν επηρεάσει το έργο πολλών καλλιτεχνών του 20ού και του 21ου αιώνα. 

Παράλληλα με την έκθεση της Cindy Sherman, στην Πτέρυγα της Νεοφύτου Δούκα θα παρουσιάζεται μια μικρή αρχαιολογική έκθεση με τίτλο “Οι πολλαπλοί ρόλοι της γυναίκας στην Aρχαιότητα” με εννέα επιλεγμένα αντικείμενα των μόνιμων συλλογών του Μουσείου που αφορούν στη γυναίκα και χρονολογούνται από τις απαρχές της προϊστορίας των Κυκλάδων μέχρι και την ελληνιστική εποχή.


«Cindy Sherman at Cycladic: Πρώιμα έργα»

30 Μαΐου 2024 μέχρι 4 Νοεμβρίου 2024

Μέγαρο Σταθάτου, Βασιλίσσης Σοφίας & Ηροδότου 1

Τηλ.: (+30) 210 7228321-3

W: www.cycladic.gr

Το εισιτήριο της ξενάγησης είναι διαθέσιμο μόνο ηλεκτρονικά ΕΔΩ

Η έκθεση πραγματοποιείται με κύριο χορηγό την Rolex. 

Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά

Share
Published by
Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά