Στην οδό Αγίου Φλωρεντίνου υπάρχει ένα μέγαρο και ένας υπόνομος.
Το μέγαρο, στυλ αριστοκρατικού, πλούσιου και πένθιμου, λεγόταν για πολύ καιρό: «Μέγαρο της Ινφαντάδο». Σήμερα διαβάζουμε στη μετόπη της κύριας πύλης του: «Μέγαρο Ταλλεϋράνδου». Στα σαράντα χρόνια που έμεινε σ’ αυτό το δρόμο, ο τελευταίος ένοικος τού μεγάρου δεν άφησε ίσως ποτέ το βλέμμα του να πέσει πάνω σ’ αυτόν τον υπόνομο.
Ήταν πρόσωπο αλλόκοτο, τρομακτικό και αξιoσέβαστο. Λεγόταν Charles-Maurice de Perigord. Ήταν αριστοκράτης, όπως ο Μακιαβέλι, κληρικός, όπως ο Γκοντί, αποσχηματισμένος, όπως ο Φουσέ, πνευματώδης, όπως ο Βολταίρος, και κουτσός όπως ο διάβολος. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα πάντα χώλαιναν σ’ αυτόν, όπως και ο ίδιος: η ευγενική καταγωγή, που την έκανε υποχείρια τής Δημοκρατίας, η ιεροσύνη που την έσυρε στο πεδίο του Άρεως και έπειτα την πέταξε στα σκουπίδια, ο γάμος που τον διέλυσε με είκοσι σκάνδαλα και έναν εκούσιο χωρισμό, το πνεύμα που το ατίμαζε με την ευτέλεια.
Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος είχε το μεγαλείο του. Η αίγλη δύο καθεστώτων συνυπήρχε στο πρόσωπό του. ήταν πρίγκιπας του παλιού Βασιλείου της Γαλλίας και πρίγκιπας της γαλλικής αυτοκρατορίας.
Για τριάντα χρόνια, από το βάθος του μεγάρου του, από το βάθος της σκέψης του, περίπου κατηύθυνε την Ευρώπη. Η επανάσταση, με την άδειά του, του έκλεισε το μάτι και αυτός της χαμογέλασε, ειρωνικά, είναι η αλήθεια, αλλά εκείνη δεν το κατάλαβε. Πλησίασε, γνώρισε, παρατήρησε, ανακίνησε, ανέτρεψε, μελέτησε σε βάθος, χλεύασε, γονιμοποίησε όλους τους ανθρώπους της εποχής του, όλες τις ιδέες του αιώνα του και υπήρχαν στη ζωή του στιγμές, που κρατώντας στο χέρι του τα τέσσερα ή πέντε φοβερά νήματα που κινούσαν τον πολιτισμένο κόσμο, είχε για ενεργούμενο τον Ναπολέοντα Α’, αυτοκράτορα των Γάλλων, βασιλέα της Ιταλίας, προστάτη της συνομοσπονδίας του Ρήνου, διαιτητή της ελβετικής συνομοσπονδίας. Να με τι έπαιζε αυτός ο άνθρωπος.
Μετά την επανάσταση του Ιουλίου, αφού η παλιά τάξη, της οποίας ήταν αρχιθαλαμηπόλος, έπεσε, αυτός ξαναστάθηκε όρθιος στο πόδι του, και είπε στο λαό τού 1830, πού καθόταν, με τα χέρια γυμνά, πάνω σ’ ένα σωρό από πέτρες: Διόρισέ με πρεσβευτή σου.
Είχε ακούσει την τελευταία εξομολόγηση του Μιραμπώ και τις πρώτες εκμυστηρεύσεις του Θιέρσου. Έλεγε για τον εαυτό του ότι ήταν μεγάλος ποιητής και ότι είχε κάνει μια τριλογία με τρεις δυναστείες: Πράξη Α΄: η αυτοκρατορία τού Βοναπάρτη, Πράξη Β΄: ο οίκος των Βουρβώνων, Πράξη Γ΄: ο οίκος της Ορλεάνης.
Όλα αυτά τα έκανε μέσα στο μέγαρό του, και μέσα σ’ αυτό το μέγαρο, σαν αράχνη στον ιστό της, παρέσυρε και αιχμαλώτισε διαδοχικά ήρωες, διανοούμενους, μεγάλους άνδρες, κατακτητές, βασιλείς, πρίγκιπες, αυτοκράτορες, τον Βοναπάρτη, τον Σιεγιές, την Κα ντε Σταέλ, τον Σατωμπριάν, τον Μπενζαμέν Κονστάν, τον Αλέξανδρο της Ρωσίας, τον Γουλιέλμο της Πρωσίας, τον Φραγκίσκο της Αυστρίας, τον Λουδοβίκο 18ο, τον Λουδοβίκο – Φίλιππο, όλες τις φανταχτερές χρυσόμυγες που βουίζουν μέσα στην ιστορία αυτών των τελευταίων σαράντα χρόνων. Όλος αυτός ο αστραφτερός εσμός, γοητευμένος από το βαθύ βλέμμα του ανθρώπου μας, πέρασε διαδοχικά από την πόρτα που στη μετόπη της γράφει: Μέγαρο Ταλλεϋράνδου.
Ε, λοιπόν προχθές 17 Μαΐου 1838 ο άνθρωπος αυτός πέθανε. Γιατροί ήρθαν και ταρίχευσαν το πτώμα. Για τον σκοπό αυτό, κατά τον αιγυπτιακό τρόπο, αφαίρεσαν τα σπλάχνα από την κοιλιά και τον εγκέφαλο από το κρανίο. Ύστερα, και αφού έκαναν τον πρίγκιπα Ταλλλεϋράνδο μούμια και κάρφωσαν αυτή τη μούμια μέσα σ’ ένα φέρετρο στρωμένο με άσπρο σατέν, έφυγαν, αφήνοντας πάνω στο τραπέζι τον εγκέφαλο, αυτόν τον εγκέφαλο που σκέφτηκε τόσα πράγματα, ενέπνευσε τόσους ανθρώπους, έχτισε τόσα οικοδομήματα, οδήγησε δύο επαναστάσεις, εξαπάτησε είκοσι βασιλείς, συμπεριέλαβε τον κόσμο. Αφού έφυγαν οι γιατροί, μπήκε ένας υπηρέτης και είδε αυτό που άφησαν. «Πω, πω, ξέχασαν τούτο δω. Τι να το κάνω;» Θυμήθηκε ότι υπήρχε ο υπόνομος στο δρόμο, κατέβηκε κι έριξε τον εγκέφαλο μέσα σε αυτόν τον υπόνομο.
Finis rerum.
Victor Hugo, Choses vues, 1838.
Στη μνήμη του Βασίλη Διοσκουρίδη.