Απ’ τα πρώτα συγκροτήματα της my space γενιάς, οι Victory Collapse έχουν διανύσει αρκετά χιλιόμετρα στις σκηνές της πόλης (και όχι μόνο) ακολουθώντας όμως τους δικούς τους ρυθμούς δισκογραφικά. Απ’ το 2004 που δημιουργήθηκε η μπάντα μέχρι σήμερα μετράει 2 δίσκους κι ένα ΕΡ (με το αξέχαστο “Rumors”), είτε γιατί υπήρχαν υποχρεώσεις κι εσωτερικές ανακατατάξεις, είτε γιατί η μουσική είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει επάγγελμα στην Ελλάδα. Ο καινούριος τους δίσκος λέγεται Atlas και τους βρίσκει και πάλι σε φόρμα, σίγουρα ένα βήμα μπροστά απ’ το ντεμπούτο Convenience Has Poisoned Our Souls (self-released, 2012), αφού όχι μόνο αλλάζουν οι επιρροές τους (οι Swans είναι το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό ακούγοντας το εναρκτήριο “The Lightning”) αλλά φανερώνουν κι αυτοπεποίθηση ως μουσικοί. Το διαπιστώνεις ακούγοντάς τους να παραδίδουν το πρώτο μη-πανκ τραγούδι της πορείας τους (“Cold Spring”), το αντιλαμβάνεσαι έτσι όπως έχουν εμπλουτίσουν ευρηματικά τις ενορχηστρώσεις τους.
Με τους Κώστα Α. Βαρώτσο, Κώστα Β. Βαρώτσο, Διονύση Δάσιο και Σταύρο Τσολκανάκη βρεθήκαμε στο Kinono και μιλήσαμε για τον καινούργιο τους δίσκο και για την αθηναϊκή σκηνή.
Δισκογραφικά, οι αραιές μας καταθέσεις, υπό μια έννοια, μάλλον μας έχουν κάνει καλό. Σίγουρα μαθαίνουμε συνέχεια, όχι μόνο στο μουσικό κομμάτι αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα. Είμαστε αυτοδίδακτοι οπότε μελετάμε αρκετά και γι’ αυτό κάνουμε και κάποιες διασκευές. Είναι σαν σεμινάριο για εμάς να ανακαλύπτουμε πως συνθέτει μια άλλη παρέα αφού εμείς μάθαμε παίζοντας μόνο μεταξύ μας.
Η μουσική μας προκύπτει πραγματικά αυθόρμητα. Αυτό που μας έχει βοηθήσει πάρα πολύ είναι ότι ηχογραφούμε όλες τις πρόβες μας και έτσι μπορούμε να εντοπίσουμε τα μέρη που έχουν λόγο περαιτέρω εξερεύνησης. Κάνουμε την μουσική πάντα μαζί, δεν αναλαμβάνει δηλαδή ένας το songwriting. Παρόλο που έχουμε τους ρυθμούς και τις δουλειές μας, παίρνουμε σοβαρά αυτό που κάνουμε και θέλουμε να το εξελίξουμε. Οι στίχοι μας είναι σαν ένα κολάζ ιδεών που ταιριάζουν φθογγικά με τη μουσική, είναι σαν εργαλείο, σαν ένα όργανο που θέλουμε να είναι μέσα στη σύνθεση.
Παραγωγή στο δίσκο έχει κάνει ο Νίκος Λάβδας (Acid Baby Jesus, Rita Moss κ.ά.) και είμαστε πολύ ευχαριστημένοι με τη δουλειά που έγινε. Διανομή κάνει η Inner Ear, δοκιμάσαμε να την κάνουμε μόνοι μας την προηγουμένη φορά και είχε πολύ τρέξιμο που ήταν κατά κάποιον τρόπο ανούσιο. Για παράδειγμα, τα δισκάδικα παίρνουν τα βινύλια παρακαταθήκη όποτε πρέπει συχνά να περνάς απ’όλους για να βλέπεις τι έχει φύγει ή να πας δύο-τρία ακόμα κ.ο.κ. Μας λύνει τα χέρια που έφυγε από εμάς η διανομή.
Βρήκαμε στο δισκάδικο Strange Attractor ένα περιοδικό που έβγαινε επί χούντας με εξώφυλλο τον τύπο που βλέπεις στο δίσκο μας. Μας άρεσε πολύ η δυναμική και η εκφραστικότητά του, η στάση του είναι που μας οδήγησε στον τίτλο Atlas. Δεν είναι δηλαδή κάτι που βγήκε μέσα απ΄τα τραγούδια, αν και σίγουρα μπορείς να βρεις συμβολισμούς ή ίσως προϊδεάζει για το περιεχόμενο της μουσικής μας.
Ένα ωραίο στοιχείο εξέλιξης αν θα έπρεπε να το πούμε έτσι, είναι πως ενώ ξεκινήσαμε με αμιγώς βρετανικές αναφορές σιγά σιγά «πηγαίνουμε» προς την αμερικάνικη σκηνή. Φαίνεται πως έχει πιο πολύ ουσία. Το “Cold Spring” είναι το πιο «αμερικάνικο» τραγούδι που έχουμε γράψει.
Οι κοινωνικές δομές για μια μουσική σκηνή στην Αθήνα ίσως να φτιάχνονται τώρα που η νέα γενιά δεν έχει τίποτα να χάσει. Είναι η ιδανική εποχή για να πειραματιστεί ένας ανήσυχος άνθρωπος με τις τέχνες γενικότερα (πάρε για παράδειγμα το Μάντσεστερ, τη γενέτειρα του Mark E. Smith). Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει το κοινό να υποστηρίξει μια τέτοια φάση, ούτε καν μια δισκογραφική στην πόλη που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ομπρέλα της κατάστασης (όπως η Creep στο παρελθόν). Νομίζω πως η μεγάλη διαφορά με τις υπόλοιπες χώρες που έστησαν μια σκηνή όπως η Flying Nun στη Νέα Ζηλανδία, η Factory και η 4AD στη Μεγάλη Βρετανία είναι ότι εκεί συγκροτήματα και κοινό μιλούσαν την ίδια μητρική γλώσσα. Εδώ δεν μπορείς να επικοινωνήσεις με αμεσότητα. Δες για παράδειγμα πόσο κόσμο συσπείρωσαν οι Villagers of Ioannina City. Στα ελληνικά. Είναι αυτή η αμεσότητα που κάνει την διαφορά όπως έδειξε κι η Θεσσαλονίκη τις προηγούμενες δεκαετίες. Μπάντες σαν κι εμάς είναι δύσκολο να το καταφέρουν, αλλά αυτό το ξέρουμε και δεν πειράζει καθόλου.