Victoria: Ένα συνεχές, άκοπο, θριαμβευτικό μονοπλάνο

Victoria *****

Γερμανία, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Sebastian Schipper

Πρωταγωνιστούν: Laia Costa, Frederick Lau, Burak Yigit

Διάρκεια: 138’

Η Victoria, μια Ισπανίδα γύρω στα είκοσι, κατοικεί στο Βερολίνο και εργάζεται σε ένα καφέ. Δεν έχει παρέες καθώς δε μιλά γερμανικά. Ώσπου ένα βράδυ που βγαίνει μόνη της σε ένα κλαμπ γνωρίζει τέσσερις εύθυμους (αλλά όχι κακόβουλους) άντρες που της κρατούν παρέα. Ένας, μάλιστα, απ’ αυτούς, ο Sonne, δείχνει να την ελκύει κιόλας. Ενώ η νύχτα τους ξεκινά με τις καλύτερες προϋποθέσεις, κάποια γεγονότα θα αναγκάσουν την άμοιρη Victoria να βιώσει τον κίνδυνο από πρώτο χέρι, αλλά και μια μικρή στάλα πραγματικής ευτυχίας ενδιάμεσα. Ενώ το σενάριο δε διαφέρει και πολύ από τα φιλμ ληστείας ως προς τη δομή του, οι χαρακτήρες παραμένουν ένας προς έναν ξεχωριστοί κι αξιομνημόνευτοι. Η δε πρωταγωνίστρια, Laia Costa, εκπλήσσει με τον ρεαλισμό της. Και για να μην ξεχνιόμαστε, το εύρημα του real time μονοπλάνου αξίζει χειροκροτήματος, ειδικά όταν μιλάμε για μια ταινία τέτοιου ύφους που το οποιοδήποτε cut κρίνεται απαραίτητο.

Θεωρούμε πως όλα τα έχουμε δει, μειώνουμε την αξία μεγάλων ταινιών, μιλάμε για έργα «υπερεκτιμημένα», δεν αφηνόμαστε σε μια ιστορία όπως παλιότερα και μπαίνουμε στην αίθουσα με κάποιου είδους φτυάρι έτοιμο για χρήση. Προφανώς αυτό αγχώνει τους δημιουργούς, τους εμποδίζει από το να περάσουν στο χαρτί κάποια ιδέα αν αυτή δεν ενέχει κάποιου είδους πρωτοτυπία (εκτός κι αν μιλάμε για τα πουλέν των στούντιο που οτιδήποτε περνά). Οπότε πάντα πρέπει να ισχύει αυτή η διαδικασία ευρέσεως του διαφορετικού που θα γυαλίσει αν όχι στο κοινό, ρότε σίγουρα στους κριτικούς, που θα τους κάνει να μιλήσουν για κάποιο νέο αστέρι, το οποίο θα προσφέρει στο μέλλον. Η Victoria αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα ταινίας.

Ας την απογυμνώσουμε από οτιδήποτε την κάνει ξεχωριστή και ας δούμε τον βασικό της πυρήνα: μια μοναχική κοπέλα γνωρίζεται με μια αλέγκρα παρέα και της διδάσκουν τον τρόπο ζωής τους. Τα συναισθήματα για κάποιο από τα μέλη της παρέας αναπτύσσονται (αρκετά γρήγορα, ας σημειωθεί εδώ, για τις ανάγκες της πλοκής) και αμέσως μετά τα πρώτα δειλά βήματα προσέγγισης, η τραγωδία χτυπά την πόρτα. Μια ιστορία που όλοι ξέρουμε περίπου προς τα πού θα πάει, καθώς, όπως είπαμε, δεν ξεφεύγει και πολύ από τα πρότυπα αυτού του τύπου των ιστοριών. 

Όμως μια ταινία σαν την Victoria δεν είναι απλά μια ταινία αγωνίας και δράματος και αυτό δε συμβαίνει αποκλειστικά λόγω της σκηνοθεσίας της, στην οποία θα αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω. Είναι μια ταινία με χαρακτήρες ζωντανούς, που τους θυμάσαι και μετά το τέλος της προβολής. Οι «τυπικές» σκηνές της δεν πετιούνται μέσα ως μέσο διευκόλυνσης γιατί ο σεναριογράφος δεν βρήκε κάτι πιο πρωτότυπο να πει, αλλά επειδή με μαθηματική ακρίβεια είναι έτσι προκαθορισμένα να συμβούν τα γεγονότα. Σύμφωνοι, κάποια πράγματα μπορεί να φαντάζουν βεβιασμένα, χωρίς ιδιαίτερη ανάπτυξη, αλλά αν δούμε τα πράγματα από μια άλλη σκοπιά, θα καταλάβουμε πως το κεντρικό μοτίβο είναι αυτό του ενθουσιασμού και του απρόσμενου, της λαχτάρας. Εκεί που δεν υπάρχει λόγος για να χαρακτηρίσεις μια πράξη ως αδικαιολόγητη, καθώς ο αυθορμητισμός της και η λαχτάρα για ευτυχία υπερτερεί κάθε πούρας λογικής. Και οι ερμηνείες των ηθοποιών σφύζουν από αυτό το συναίσθημα, της θέλησης να κάνουν τον κόσμο δικό τους, όχι με υπερβολή, αλλά μόνο τόσο ώστε να μπορούν να χαμογελούν για όσο ζουν. Έστω και αν υπάρχει η λογική που λέει πως κάτι τέτοιο δε θα συμβεί, γιατί ο κόσμος λειτουργεί με έναν διαφορετικό μηχανισμό.

Προφανώς, όμως, το μεγαλύτερο προσόν της ταινίας και δέλεαρ προς τους σινεφίλ, είναι ο τρόπος με τον οποίο γυρίστηκε: σε ένα συνεχές, άκοπο μονοπλάνο που διήρκησε περίπου 3 ώρες. Πόσες ταινίες-μονοπλάνα μπορείτε να θυμηθείτε (εκξτός από το Birdman που αν και χρησιμοποιείτην υφολογία του μονοπλάνου επί της ουσίας δεν είναι); Εγώ μόνο λίγες: τη Ρώσικη Κιβωτό του Sokurov, άντε και τη Θηλιά του Hitchcock (που αν και ισχύει το ίδιο με το Birdman, παίρνει ελαφρυντικό λόγω αδυναμίας μέσων). Και μέσα σε όλα αυτά, ορισμένα από τα πειραματικά φιλμ του Warhol, όπως το Empire. Το μονοπλάνο από μόνο του είναι μια τεχνική δύσκολη, είτε αν είναι στατικό όπως στις ταινίες του Roy Andersson, είτε κυρίως όταν είναι εν κινήσει. Θυμηθείτε τις ταινίες του Miklos Jancso, του Αγγελόπουλου, του Tarkovsky, του Bela Tarr. Οι οποίοι μπορεί να μην εκπόνησαν ποτέ κάποια ταινία που να αποτελείται από ένα αποκλειστικό μονοπλάνο, αλλά τα χρησιμοποιούσαν σαν (μακροσκελείς ) προτάσεις μέσα στις αφηγήσεις τους.

Πιο πρόσφατο παράδειγμα, Ο Γιος Του Σαούλ. Όλοι απορούσαμε πόσο δύσκολο είναι να γυριστεί κάτι τέτοιο από τεχνικής πλευράς. Τώρα μαζί με το τεχνικό ζήτημα, υπολογίστε και τον κόπο των ερμηνευτών οι οποίοι πρέπει να θυμούνται σα σε θέατρο το κείμενο και τις κινήσεις τους, αλλά να το κάνουν χωρίς τις συμβάσεις (ή τον υποβολέα) του δευτέρου. Και δε μιλάμε για πολλούς πρωταγωνιστές, που αυτό σημαίνει μεγαλύτερη κατανομή του σεναρίου αλλά για μόλις πέντε. Και κανείς από αυτούς δε χάνει λεπτό τη φόρμα του, τη διατηρεί από την αρχή μέχρι το τέλος φτάνοντας να χειροκροτούνται ενθέρμως. Γιατί εν τέλει πέτυχαν μια αποστολή δύσκολη και την εκτέλεσαν επιτυχώς, τόσο ο σκηνοθέτης Sebastian Schipper και ο ήρωας καμεραμάν Sturla Brandth Grøvlen όσο και τα άτομα που κινηματογράφησε. Και κάτι για το τέλος: να σημειωθεί πως τη μουσική έχει επιμεληθεί ο ταλαντούχος Nils Frahm


Καύση ***1/2**

Ελλάδα, 2016, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Στράτος Τζίτζης

Πρωταγωνιστούν: Νίκος Γεωργάκης, Γωγώ Μπρέμπου, Γιώργος Χρανιώτης

Διάρκεια: 70’

Στην Αθήνα τα επεισόδια μαίνονται, κάδοι καίγονται, δακρυγόνα πέφτουν, αλλά σε μια μικρότερη κλίμακα, το ίδιο συμβαίνει και σε ένα διαμέρισμα. Εκεί που πέντε διαφορετικοί άνθρωποι έχουν μαζευτεί για να αποφασίσουν τι θα γίνει με την ταφή ενός (αθέατου) πτώματος. Η ώρα περνά, οι διαφωνίες κορυφώνονται και οι εντάσεις δεν αργούν να λάβουν τα ίδια μεγέθη με αυτά που συγκλονίζουν την Αθήνα ενώ οι αποκαλύψεις συνεχίζονται. Είτε σε μεταφορικό επίπεδο για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα, είτε σε (σχεδόν) κυριολεκτικό όσον αφορά στις εντάσεις των ανθρωπίνων σχέσεων, ο Τζίτζης παρουσιάζει εδώ την πιο σαρδόνια, εύφλεκτη και ολοκληρωμένη του δουλειά. Το σενάριο δε σταματά να είναι βιτριολικό, η ένταση χτίζεται μεθοδικά (σε αυτό βοηθάει και το γύρισμα εξολοκλήρου σε ένα δωμάτιο), διατηρώντας έναν μελετημένο ρυθμό και τελικά ο σεβασμός του θεατή κατακτάται. Σαν ένα άλλο (λιγότερο αθυρόστομο και κάπως χαμηλότερων τόνων) Σπιρτόκουτο μοιάζει, χωρίς να υπάρχουν έντονοι οι παραλληλισμοί μεταξύ των δύο. Η κατάλληλη συνέχεια μετά τα επιτυχημένα 45². 


Λουλούδια (Loreak) ***1/2**

Ισπανία, 2014, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Jon Garaño, Jose Mari Goenaga

Πρωταγωνιστούν: Itziar Ituño, Nagore Aranburu, Itziar Aizpuru

Διάρκεια: 99’

Η Ane ζει μια αφόρητα αποπνικτική ζωή, με ένα γάμο που έχει καταλήξει μηχανικός και την εμμηνόπαυση να της χτυπά την πόρτα συντομότερα από το αναμενόμενο. Μια μέρα λαμβάνει ένα μπουκέτο με λουλούδια, των οποίων ο αποστολέας παραμένει άγνωστος. Αυτά τα άνθη θα εξακολουθούν να καταφθάνουν κάτι που θα της φωτίσει τη ζωή, αλλά και θα δημιουργήσει και κάποιες εντάσεις με το σύζυγό της. Μετά το θάνατο ενός συναδέλφου της, το κουβάρι θα αρχίσει να ξετυλίγεται, μια δεύτερη ζωή θλίψης θα φανερωθεί και δύο άγνωστοι θα ανακαλύψουν ο ένας τον άλλον. Σεναριακά μάλλον δεν έχει να πει κάτι το καινούριο, ή έστω να αναλύσει τη θέση του με κάποιο νέο «επιχείρημα». Ωστόσο τα χρώματά του, ο μελαγχολικός του ρυθμός, η θέληση για το αίσιο (εν γένει, όχι τέλος) και οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών, την καθιστούν ως λογική υποψηφιότητα για ξενόγλωσσο Όσκαρ, έστω και αν δεν βρήκε το δρόμο της προς εκεί. Το leitmotif των λουλουδιών καθορίζει τα χρώματα (φυσικά και ψυχικά) του γύρω κόσμου και θέλουμε να ελπίζουμε στο να προχωρήσουμε παρά τα τραύματα. Αυτό είναι και το επιμύθιο μιας ταινίας που το πένθος καταλήγει να φαίνεται πανέμορφο. 


Το 5ο Κύμα (The 5th Wave) *****

ΗΠΑ, 2016, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: J Blakeson

Πρωταγωνιστούν: Chloë Grace Moretz, Liev Schreiber, Maika Monroe

Διάρκεια: 112’

Μετά από τέσσερα φονικά τσουνάμι που έχουν αφήσει τη Γη να παραπαίει, το χάος επικρατεί ανάμεσα στους επιζώντες, με ορισμένους να περιμένουν σχεδόν με θρησκευτική προσήλωση το πέμπτο και οριστικό κύμα που θα καταστρέψει τα πάντα. Η έφηβη Cassie μέσα σε όλες αυτές τις συνθήκες , σε συνεργασία με έναν συνομήλικό της που δεν είναι σίγουρη αν μπορεί να του δείξει πλήρη εμπιστοσύνη ή όχι, προσπαθεί να βρει τον μικρό της αδερφό. Παρά το πειστικό background που διαθέτει, με το μεταποκαλυπτικό κλίμα, προσπαθεί να χωρέσει υπερβολικά πολλές ιδέες για κάτι τόσο απλό και γραμμικό, μέχρι να καταλήξουμε στο ότι πρόκειται για ένα ακόμα ερωτικό τρίγωνο. Και ο ρυθμός του δεν ταιριάζει σε καμία περίπτωση με το σύνολο της ταινίας. Για έφηβους, γυμνασιακής κατά προσέγγιση ηλικίας.


Ο Μπαμπάς Γύρισε (Daddy’s Home) *1/2****

ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Sean Anders, John Morris

Πρωταγωνιστούν: Will Ferrell, Mark Wahlberg, Thomas Haden Church

Διάρκεια: 91’

Πρότυπος οικογενειάρχης, αλλά όχι και βιολογικός πατέρας των θετών του παιδιών, ο Brad προσπαθεί να αποδείξει την αξία του ως πατέρας. Όταν όμως ο «κανονικός» πατέρας, Dusty, εμφανιστεί με τη μηχανή του από το πουθενά και κλέψει τις καρδιές των πάντων, ο ανταγωνισμός για τον ταπεινό Brad θα γίνει ακόμα μεγαλύτερος. Και μια άτυπη μεταξύ τους μονομαχία θα ξεκινήσει. Will Ferrell, σ’ αγαπάω, και μόνο το πρόσωπό σου μου είναι αρκετό για να γελάσω. Και σε αυτή την ταινία έχεις και τόσο καλή χημεία με τον Mark Wahlberg που θα μπορούσα να προτρέπω τους πάντες να τρέξουν να τη δουν. Αλλά με τέτοιο σενάριο, άνυδρα αστεία, διδακτισμό και καμία δόση «παρωδίας» στον τύπο ταινίας που ανήκει, ούτε καν μπορώ να πω πως έστω πέρασα την ώρα μου ευχάριστα. 


Το Λονδίνο Έπεσε (London Has Fallen) *****

ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, 2016, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Babak Najafi

Πρωταγωνιστούν: Gerard Butler, Morgan Freeman, Charlotte Riley

Διάρκεια: 99’

Μετά το μυστηριώδη θάνατο του Πρωθυπουργού της Βρετανίας, οι Ηγέτες του Πλανήτη συνέρχονται σε σώμα προκειμένου να βάλουν τα πράγματα σε τάξη. Γρήγορα καταλαβαίνουν πως σε αυτό το συμβούλιο οι ζωές τους πιθανόν θα χαθούν από μια τρομοκρατική οργάνωση. Ψύχραιμος, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ εμπιστεύεται το πρωτοπαλίκαρο των μυστικών υπηρεσιών και τον βάζει να συνεργαστεί με έναν πράκτορα της MI-6. Ναι Αμερική, εσύ μόνο μπορείς να μας σώσεις, το ξέρουμε. Μπορούμε τουλάχιστον να έχουμε λίγο περισσότερο ενδιαφέρον προκειμένου να περάσουμε (έστω και ενοχικά) καλά με κάτι τέτοιο; Γιατί μια πλαστικούρα και μισή έχουμε. 


Ζωούπολη (Zootopia)

ΗΠΑ, 2016, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Byron Howard, Rich Moore, Jared Bush

Με τις φωνές των: Ιωάννα Μιχαλά, Φοίβου Ριμένα, Γιάννη Στεφόπουλου

Διάρκεια: 108’

Η Ζωούπολη είναι το μόνο μέρος στη Γη που όλοι οι διαφορετικοί κάτοικοι της συνυπάρχουν σε μια ρουτινιάρικη καθημερινότητα, με τον καθένα να έχει το ρόλο του και την κοινωνική του τάξη. Για όσους δεν κατάλαβαν, όμως, οι κάτοικοι δεν είναι άνθρωποι, αλλά ζώα. Ένας από αυτούς τους κατοίκους είναι η Judy, μια κουνέλα που κατατάγεται στο σώμα της αστυνομίας (πρωτιά στα χρονικά του σώματος που θέλει τα πιο μεγαλόσωμα να ανήκουν σε αυτό). Προκειμένου να αποδείξει ότι δε βρίσκεται τυχαία εκεί, αποφασίζει να διαλευκάνει την υπόθεση ενός εξαφανισμένου θηλαστικού, κάτι που θα την αναγκάσει να συνεργαστεί με τον πονηρό Nick, μια αλεπού με ψυχρή όψη των πραγμάτων.

Φοίβος Κρομμύδας

Share
Published by
Φοίβος Κρομμύδας