«Δεν χρειάζεται να αναφέρω πόσο σημαντικά είναι τα όνειρα για τον χαρακτήρα του ροκ σταρ», λέει κάποια στιγμή η Τόνι Κολέτ στον δημοσιογράφο του Κρίστιαν Μπέιλ, και σ’ αυτήν της την ατάκα, αποκρυσταλλώνει όλο το πνεύμα αυτής της σουρεαλιστικής αφήγησης της πορείας του Ντέιβιντ Μπόουι στην Ζίγκυ Στάρνταστ περίοδό του, που κλείνει 15 απ’ την έξοδό της στις αμερικανικές αίθουσες, την ερχόμενη Τετάρτη, 9 του μήνα. Γυρισμένο απ’ τον Τοντ Χέινς, το Velvet Goldmine παραμένει, μιάμιση δεκαετία μετά (και πιθανότατα θα παραμείνει και στην υπόλοιπη καριέρα του), η αποκορύφωση όχι μόνο της κινηματογραφικής αισθητικής και τεχνικής του Καλιφορνέζου σκηνοθέτη, αλλά και της μόνιμης καλλιτεχνικής θεματικής του. Απ’ το απαγορευμένο και σχεδόν εξαφανισμένο Superstar: The Karen Carpenter Story (1988) στο Velvet Goldmine (1998) κι απ’ το Ο Παράδεισος Είναι Μακριά (2002) μέχρι I’m Not There (2007), ο Χέινς αναζητά ένα πολύ συγκεκριμένο πράγμα: την έννοια της ταυτότητας. Στο Velvet Goldmine, ο Χέινς αναβιώνει μια ολόκληρη περίοδο, που περιστρεφόταν ακριβώς γύρω απ’ αυτό, με την έκρηξη της glam rock σκηνής, να βάζει μπουρλότο στα θεμέλια της αστικής τάξης και του νοικοκυρέικου καθωσπρεπισμού, προκαλώντας την πιτσιρικαρία της εποχής να γκρεμίσει τα πρότυπα του τι είναι άντρας, τι είναι γυναίκα, τι είναι αποδεκτό και τι κατακριτέο. Να ψάξει τον εαυτό του όχι μόνο μέσα απ’ την ζαχαρωμένη, ομφαλοσκοπική σεξουαλική απελευθέρωση των Παιδιών των Λουλουδιών, αλλά απ’ την αληθινή, τσαμπουκαλίδικη ελευθερία του είμαι όποιος γουστάρω να είμαι σήμερα, κι αύριο μπορεί να μου καυλώσει να γίνω κάποιος άλλος. Αρχικά στημένη ως προσέγγιση της περιόδου μέσα απ’ τον κεντρικότερο εκφραστή της, τον Ντέιβιντ Μπόουι, η ταινία πήρε διαφορετική τροπή, όταν ο άνθρωπος πίσω απ’ τη μάσκα του Ζίγκι Στάρνταστ, δεν ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα απ’ την ιδέα του Χέινς, ο οποίος έτσι κι αλλιώς, δεν είχε και καμιά ιδιαίτερη ζέση να είναι ιστορικά ακριβής. Ο Μπόουι αρνήθηκε όχι μόνο να συμμετάσχει, αλλά και να διαθέσει τη μουσική του για την ταινία, κι έτσι ο Χέινς χρειάστηκε να αυτοσχεδιάσει. Ξεπατίκωσε μουσική απ’ τους σύγχρονους του Μπόουι, ετοίμασε covers του Ίγκυ Ποπ και των Roxy Music, κι έβαλε τους Shudder to Think και τους Pulp να τού αναβιώσουν την glam rock σκηνή με δικές τους συνθέσεις. Ανέβασε και τον Τομ Γιορκ στη σκηνή, τον Ντέιβιντ Γκρέι επίσης, μέχρι και τους Placebo σύσσωμους, για να δώσουν στον Χέινς τη βάση να ανοίγει την ταινία του λέγοντας ότι είναι μια εμπειρία που πρέπει να βιώσεις με τα ηχεία σε φουλ ένταση, και να έχει απόλυτο δίκιο. Οι ιστορικές αναφορές, οι λαβυρινθώδεις διασυνδέσεις και τα pop-culture κλεισίματα του ματιού, μετατρέπουν την ταινία σε ένα μουσικοφιλικό κουβάρι που σε προκαλεί να το ξεμπλέξεις: ο Χέινς, μέσα απ’ το ρεπορτάζ ενός δημοσιογράφου, σού ξεδιπλώνει τη ζωή του Μπράιαν Σλέιντ. Ενός μουσικού που επανεφευρίσκει τον εαυτό του μέσα απ’ την περσόνα του Μάξουελ Ντέμον, ενός εξωγήινου ροκ σταρ, ο οποίος προσγειώνεται στη Γη για να της προσφέρει το ουράνιο δώρο της γκλαμ ροκ. Στην πορεία της κατακερματισμένης αφήγησης της ταινίας, ο Σλέιντ ενθουσιάζεται απ’ το ωμό ταλέντο του Κερτ Γουάιλντ, ενός αμερικανού ροκά που μεγάλωσε σε τροχόσπιτο -σαν τον Ίγκι Ποπ– και τον οποίο οι γονείς του έστειλαν για θεραπεία με ηλεκτροσόκ, μπας κι έρθει στα συγκαλά του και ξεπεράσει τα ομοφυλοφιλικά του αισθήματα – σαν τον Λου Ριντ. Ο Ριντ κι ο Ποπ σημάδεψαν τη ζωή και την καριέρα του Μπόουι στα 70s και τα 80s, όπως θα ξέρεις, και ο ίδιος ο τίτλος της ταινίας, έρχεται απ’ το τραγούδι του Μπόουι, το οποίο παραπέμπει στο βιβλίο του Λέοπολντ βον Ζάχερ-Μαζόχ, Venus in Fur, που ειναι και το όνομα της μπάντας του Μάξουελ Ντέμον. Το δε όνομα του Μάξουελ Ντέμον, ήταν και το όνομα μιας απ’ τις μπάντες της πρώιμης καριέρας του Μπράιν Ένο, επί σειρά ετών συνεργάτη του Μπόουι. Και οι διασυνδέσεις συνεχίζονται και συνεχίζονται, με τον Όσκαρ Γουάιλντ να ζωγραφίζεται μέσα από συνεχείς αναφορές, ως ο προπάτορας της γκλαμ ροκ, κι ο Λιτλ Ρίτσαρντ, που ενέπνευσε τους Beatles και τον ίδιο τον Μπόουι, να κυκλοφορεί στην ταινία ως ο μυστηριώδης Τζακ Φαίρυ. Και μέσα απ’ τις προσωπικές αναμνήσεις του ίδιου του ρεπόρτερ, που το σενάριο του Χέινς χρησιμοποιεί ως όχημα για να σε πηγαίνει από αφήγηση σε αφήγηση, προκύπτουν και οι επιδράσεις των ανθρώπων αυτών, των ινδαλμάτων της μουσικής επανάστασης του ’70, στους πιο απλούς των φανατικών τους: τους καταπιεσμένους εφήβους, τους γόνους μιας ταλαιπωρημένης μεταπολεμικής γενιάς γονιών, που πνίγονται μέσα στην «αστικίλα» της καθημερινότητάς τους και αγωνιούν να βγάλουν προς τα έξω τον εξωγήινο που κρύβουν μέσα τους. Η αποδοχή κι η αποθέωση αυτού ακριβώς του εξωγήινου, ήταν που πέτυχε η glam rock σκηνή να καθιερώσει, κι αυτόν ακριβώς τον εξωγήινο είναι που ψάχνει σε όλη την καριέρα του να απελευθερώσει κι ο Τοντ Χέινς. Γιατί μπορεί το Velvet Goldmine να χρησιμοποιεί για βάση την αφηγηματική δομή της ανόδου και της πτώσης της δημόσιας φιγούρας, και βέβαια των παράπλευρων απωλειών αμάχων στην πορεία, και μπορεί αυτό που της εξασφαλίζει ιστορική αξία ακόμη και 15 χρόνια μετά την έξοδό της στις αίθουσες, να είναι ο τρόπος που ζωντανεύει μυθοπλαστικά ένα κομμάτι της σύγχρονης Ιστορίας, όμως στη βάση της, η ταινία του είναι, όπως όλες του: μια παραισθητική ματιά στην εξερεύνηση του ατόμου, μια μελαγχολική ωδή στην ελευθερία του αυτοπροσδιορισμού, κι ένα μακρύ κι επίπονο ταξίδι προς την ανακάλυψη της ατομικής ταυτότητας, μέσα απ’ την ψηλάφηση και την αποδοχή της σεξουαλικής.