Στο επίμετρο του προηγούμενου βιβλίου του, «Senna: Το Πνεύμα της Ταχύτητας»(εκδ. Key Books), μεταξύ άλλων γράφει ο Βασίλης Τσακίρογλου: «Θεωρώ ότι το ανά χείρας βιβλίο είναι το πρώτο που εκδίδεται μετά θάνατον ενός ζώντος συγγραφέα και η αποποίηση της παρούσας ταυτότητάς μου σε ό,τι αφορά στο μέλλον -εάν ποτέ υπάρξει κάποιο τέτοιο- ίσως είναι ένα τέχνασμα που, εάν δεν το εφάρμοζε ο ίδιος, είμαι πεπεισμένος ότι θα το ενέκρινε ακόμη και ο Ayrton Senna. Άλλωστε, το ζητούμενο είναι να μην εγκαταλείψει κανείς τον αγώνα, ποτέ, ακόμη και αφού έχει ακυρώσει την ίδια του την ύπαρξη. Όποια και εάν είναι η ευσεβής αυταπάτη του καθενός, είναι μάλλον βέβαιο πως για τον Senna δεν υπήρχε ζωή έξω από την οδήγηση. Ας πούμε ότι και για εμένα δεν υπάρχει ζωή έξω από το γράψιμο, κι είναι αυτή η ζωή που ο Senna μού την έδωσε και την ίδια στιγμή μού την αφαίρεσε, εννοείται μαζί με το δικαίωμα να κάνω οτιδήποτε άλλο από το να τον ευγνωμονώ».
Πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο που στη συνέντευξη που ακολουθεί, με αφορμή το νέο του βιβλίο, «Ευτυχείτε»(εκδ. Key Books) μεταξύ άλλων λέει: «Είναι μια συλλογή αφορισμών η οποία συντίθεται από 211 διαπιστώσεις, μέσες-άκρες για το πώς λειτουργεί ο κόσμος. Όλες όμως αποτελούν κομμάτι ενός υπότιτλου που θα βοηθούσε κάπως περισσότερο τον αναγνώστη να προετοιμαστεί για αυτό που τον περιμένει στις σελίδες του «Ευτυχείτε». Αυτός ο υπότιτλος λέει “Η μισανθρωπία ως μέθοδος πνευματικής αντισύλληψης”.»
Αφού λοιπόν ο Τσακίρογλου υπογράφει ένα βιβλίο-ωδή στη μισανθρωπία, αυτό δεν σημαίνει επαγωγικά ότι και ο ίδιος είναι μισάνθρωπος; Εφόσον είναι μισάνθρωπος, μισεί εξίσου όλους τους ανθρώπους; Ακόμη και τους άλλους μισάνθρωπους που εξ ορισμού μισούν τον ίδιο; Μισεί ακόμη και τον εαυτό του; Μισεί ακόμη και κάτι τύπους σαν εμένα που φροντίζουν τα αδέσποτα; Μισεί ακόμη και τον Senna, τον φωτεινό υπερβατικό φάρο της ζωής του;
Αυτό που ήθελα -αν και αποφεύγοντας «δόλια» να τον εξωθήσω στο να με μισήσει περισσότερο από το κανονικό, όσο κι αν είναι αυτό, γιατί δεν του είπα ότι το «Ευτυχείτε» μου άφησε την ίδια ρομαντική επίγευση με τον «Μελαγχολικό Θάνατο του Στρειδάκη»– ήταν να μου κάνει τη μισανθρωπία (του) «πενηνταράκια». Όπως και έκανε, μόνο και μόνο για να προωθήσει το βιβλίο του -γιατί «μόνο τα βιβλία αξίζουν, όχι οι συγγραφείς»– και όχι τον εαυτό του. Λες και θα μπορούσε ποτέ να γίνει το ένα χωρίς το άλλο, λέω εγώ που μάλλον δεν είμαι μισάνθρωπος αλλά μερικές φορές γίνομαι κυνικός. Έτσι για αλλαγή.
Δηλαδή εσύ τώρα αυτοπροσδιορίζεσαι ως μισάνθρωπος;
Σημασία δεν έχει πώς αυτοπροσδιορίζεται ο συγγραφέας αλλά πώς προσδιορίζεται αυτό που έγραψε. Το να ασχολείται κάποιος με τον συγγραφέα και όχι με το βιβλίο, το εκάστοτε βιβλίο, είναι ένας τρόπος να αποφύγει την αναμέτρηση με το περιεχόμενο, ιδιαίτερα όταν αυτό γίνεται αιτία για να προκληθεί, πώς να πω, «υπαρξιακή και ιδεολογική δυσφορία». Ο άλλος τρόπος είναι να το ρίξει στην πλάκα. Προσωπικά δεν με προσβάλλει καμία από τις δύο υπεκφυγές, απλώς σημειώνω ότι είναι δύο συνηθισμένες τακτικές αποφυγής-απόκρυψης του αναγνώστη από τον, ενδεχομένως δυσάρεστο, προβληματισμό που θα του προκαλούσε το βιβλίο. Οπότε, το ποιος είμαι και τι είμαι εγώ είναι ζήτημα ήσσονος σημασίας.
Το «Ευτυχείτε» είναι μια συλλογή αφορισμών η οποία συντίθεται από 211 διαπιστώσεις, μέσες-άκρες για το πώς λειτουργεί ο κόσμος. Άλλες από αυτές τις διαπιστώσεις είναι τηλεγραφικές, των 4-5 λέξεων και άλλες λίγο μεγαλύτερες. Όλες όμως αποτελούν κομμάτι ενός υπότιτλου που θα βοηθούσε κάπως περισσότερο τον αναγνώστη να προετοιμαστεί για αυτό που τον περιμένει στις σελίδες του «Ευτυχείτε». Αυτός ο υπότιτλος λέει «Η μισανθρωπία ως μέθοδος πνευματικής αντισύλληψης». Το εάν εγώ είμαι μισάνθρωπος δεν ενδιαφέρει κανέναν, θα έλεγα ότι δεν ενδιαφέρει καν εμένα τον ίδιον, εφόσον, εάν είμαι όντως μισάνθρωπος κατ’ ανάγκην θα αδιαφορούσα πλήρως για τη γνώμη των άλλων. Ας μην μπούμε όμως σε αυτή τη συλλογιστική και τα λογικά παράδοξά της γιατί θα καταλήξουμε να παίζουμε με τις λέξεις. Προτιμώ να αναφέρω μερικά παραδείγματα αφορισμών, βάσει των οποίων θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει, ίσως, ότι το «Ευτυχείτε» είναι ένα μισανθρωπικό ανάγνωσμα.
Ιδού λοιπόν δείγματα του περιεχομένου του: – «Ο κόσμος οι άνθρωποι κάνουν παιδιά κατά κανόνα χωρίς να ξέρουν γιατί τα κάνουν, μάλλον επειδή έτσι κάνουν όλοι, και άρα αυτός είναι ο προορισμός τους. Είναι σαν να λες ‘όλοι τώρα βγάζουν selfie, ας βγάλω κι εγώ κανα-δυο’. Η τεκνοποίηση είναι μια οντολογική selfie. Κοιτάζεις ανάμεσα στα πόδια σου ή ανάμεσα στα αφτιά σου και βλέπεις κάτι που μοιάζει με smartphone, οπότε τραβάς μία και, εάν δεν σου αρέσει, σβήνεις». Κι ένας άλλος αφορισμός λέει ότι «Αλλά πρέπει να φεύγεις τρέχοντας από μια σχέση μόλις νιώσεις ότι ο άλλος πιστεύει πως έχει αποκτήσει δικαίωμα στη ζωή σου, έχει παραχωρήσει στον εαυτό του το ελεύθερο να παρεμβαίνει στην ύπαρξή σου στο πώς κάνεις ή δεν κάνεις τα πράγματα και απαιτεί να συμμορφωθείς στις δικές του νόρμες. Δεν χρειάζεται να αντισταθείς καν, απλώς δραπέτευσε. Φταις και μόνο που του επέτρεψες να πιστέψει ότι μπορεί να πατήσει πόδι στη ζωή σου, μην το χοντρύνεις άλλο».
Η μισανθρωπία είναι κάτι που σε χαρακτηρίζει από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου; Ή συνέβη κάτι και «άλλαξες» και τώρα με το βιβλίο σου «Ευτυχείτε» το ‘χεις βάλει αμέτι μουχαμέτι να μας μαυρίσεις την ψυχή;
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’70 στην περιοχή της Ομόνοιας υπήρχαν κάποιοι πλανόδιοι πωλητές που καβαλούσαν τα πεζοδρόμια με τα αυτοκίνητά τους. Στην σχάρα της οροφής έβαζαν μια τηλεόραση, μπροστά από την οποίαν είχαν τοποθετήσει μια μεμβράνη με τρεις χρωματιστές λωρίδες. Διαλαλούσαν την «έγχρωμη τηλεόραση». Αυτή τη γελοία, φτωχομπινεδιάρικη, τριτοκοσμική πατέντα της ενορχηστρωμένης συναινετικής αυτο-εξαπάτησης μού θυμίζει κάθε ανάγνωση του κόσμου γύρω μου, των σχέσεων και των κατεστημένων ηθών, η οποία δεν περιλαμβάνει το απολύτως ανελέητο ξεμπρόστιασμα της υποκρισίας και της αυταπάτης. Το «Ευτυχείτε» γράφει πχ ότι από καταβολής της η ανθρωπότητα υποτίθεται πως επιδιώκει την ευτυχία. Και ελάχιστοι αναρωτιόμαστε ποιος από όλα αυτά τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων, επί τα δισεκατομμύρια χρόνια της παρουσίας του είδους μας στη Γη κατέκτησε αυτή την ευτυχία. Εγώ λέω «κανένας». Επομένως, μάλλον η αρχική παραδοχή είναι εσφαλμένη: Ο άνθρωπος δεν ποθεί και δεν κατατείνει προς την ευτυχία αλλά προς το αντίθετο. Μας αρέσει να μοχθούμε, να υποφέρουμε και να βασανιζόμαστε. Γι’ αυτό συνάπτουμε μονογαμικές σχέσεις ενώ γνωρίζουμε καλά ότι αποκλείεται να αποφύγουμε τη δυστυχία, γι’ αυτό τεκνοποιούμε πολλαπλασιάζοντας τα θύματα της φρίκης του να ζεις σε έναν άδικο απάνθρωπο κόσμο κ.λπ. Γι’ αυτό επιμένουμε να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας με ξεφτιλέ ζελατίνες απολαμβάνοντας δήθεν ότι «η ζωή είναι πολύχρωμη».
Να ξεμπερδεύουμε με τα τυπικά: γιατί και πότε αποφάσισες να γράψεις αυτούς τους 211 αφορισμούς; Πόσο καιρό σου πήρε να τους γράψεις; Και πόσο καιρό να τους ξαναγράψεις;
Το «Ευτυχείτε» είναι το ξεμπέρδεμά μου με τη ζωή. Αποφάσισα να το γράψω περίπου έξι μήνες πριν το γράψω, αρχικά σαν ένα μονοκόμματο, «μονο-άνασο» (όπως θα λέγαμε «αυτο-άνοσο»), δηλαδή σαν ένα παρατεταμένο απνευστί ξέσπασμα χωρίς σημεία στίξης. Κατόπιν το παράτησα γιατί τρόμαξα και το ξανάπιασα μια εβδομάδα του Αυγούστου 2015. Χρειάστηκα περίπου 5-6 ημέρες για να το τελειώσω. Έως τη στιγμή της έκδοσής του το φθινόπωρο του 2017, γίνονταν διάφορες αλλαγές στο κείμενο, όχι όμως επί της ουσίας του.
-Εσύ ευτυχείς καθόλου; Η δική σου η ψυχούλα πώς πάει γενικά;
-Θα ήταν αγένεια να ρωτήσω κι εγώ εάν δεν σου ‘ρχεται, ενστικτωδώς και αυθορμήτως, να ρίξεις μια μπουνιά στη μύτη οποιουδήποτε χρησιμοποιεί τη λέξη «ψυχούλα»;
Μήπως είσαι μισάνθρωπος απλά στη θεωρία; Δηλαδή γιαλαντζί όπως ίσως να έλεγε κάποιος κακοπροαίρετος; Γιατί μια χαρά σε βλέπω να κινείσαι μέσα στον κόσμο κάθε μέρα, και τη δουλειά σου έχεις και απ’ όλα. Γενικά, λοιπόν, πώς την παλεύεις με τους γύρω σου; Σε εξαντλούν οι κοινωνικές συναναστροφές; Γιατί δεν παίρνεις τα βουνά;
«Ουδείς γνωρίζει τι ήρθε πρώτο, η προσφορά ή η ενοχή. Ίσως η προσφορά και η ενοχή τελικά να είναι το ίδιο πράγμα» λέει ένας αφορισμός στο «Ευτυχείτε». Άσχετος με την ερώτησή σου; Όχι και τόσο. Είμαι καταδικασμένος να ζω, να δουλεύω και να συναναστρέφομαι ανθρώπους. Αλλά και πάλι, το ζήτημα δεν είναι τι κάνω εγώ, αλλά το τι κάνουμε όλοι μαζί και ο καθένας μόνος του. Το πόσο σπαταλιόμαστε θεωρώντας ότι εκπληρώνουμε κάποιο προορισμό ή κάποια κοινωνική επιταγή που ορίζει -κανείς δεν ξέρει πώς και γιατί- το πώς φερόμαστε και πώς πρέπει να ζούμε, τι είναι «κανονικό» και τι δεν είναι πρέπον διότι θα μας κατέτασσε στα μισάνθρωπα αντικοινωνικά θηρία.
Υπάρχουν κάποιες μέρες καλύτερες και κάποιες χειρότερες;
Υπάρχουν μόνο στιγμές που λειτουργούν σαν παυσίπονα απειροελάχιστης διάρκειας καθώς πορεύεσαι στην απέραντη «κοιλάδα των δακρύων» -σύμφωνα με μια αγαπημένη σε εμένα μελοδραματική έκφραση. Όταν εκτίθεσαι αιφνιδιάζεσαι από το μεγαλείο της τέχνης, αυτό είναι ένας οργασμός. Ως οργασμό, μεταφορικά και κυριολεκτικά, εννοώ το σοκ της αναστολής της συνείδησης, όταν παύεις να σκέφτεσαι. Δυστυχώς ως άνθρωποι έχουμε τη δυνατότητα να δοκιμάζουμε αυτή την στιγμιαία λύτρωση, την προσωρινή διακοπή της επίγνωσης ότι υπάρχουμε. Με δεδομένο του πόσο άθλιος γκρίζος και μίζερος είναι ο υπόλοιπος χρόνος του βίου μας, ίσως θα ήταν καλύτερα να μην δοκιμάζαμε ποτέ ούτε το θρίαμβο της τέχνης ούτε τον οργασμό.
Ποιο είναι το πιο έξυπνο τρικ που χρησιμοποιείς για να αποφύγεις τα πάρε-δώσε με τον κόσμο; Βάζεις ξέρω γω ακουστικά στο γραφείο ακόμη κι αν δεν ακούς μουσική; Κάνεις ότι μιλάς στο τηλέφωνο όταν αναγκαστείς να βρεθείς σε μια κοινωνική εκδήλωση;
Μαθήματα επιβίωσης δεν είμαι σε θέση να δώσω σε κανέναν. Ήξερα κάποιον στο πανεπιστήμιο που ενίοτε έκανε «σκονάκι». Όχι επειδή βαριόταν να διαβάσει (τον ήξερα καλά και ήταν εντελώς «φυτό») αλλά διότι απαξίωνε πλήρως ορισμένα μαθήματα. Το δικό του σκονάκι ήταν φόρα-παρτίδα: Σημειώσεις γραμμένες με τα δικά του, κανονικότατα γράμματα, σε κόλλες αναφοράς πανομοιότυπες με αυτές που μοίραζε ο εξεταστής. Μόνο η σφραγίδα έλειπε. Οι επιτηρητές, όχι πως ενδιαφερόντουσαν ιδιαίτερα, αλλά δεν ψυλλιάστηκαν ποτέ ότι τα πυκνογραμμένα χαρτιά του είχαν γραφτεί προηγουμένως και όχι επί τόπου. Ας πούμε ότι αυτό είναι μια παραβολή για το πώς κατά τη δική μου άποψη θα επέλεγε ένας μισάνθρωπος να πορεύεται στην καθημερινότητα: Δεν εξουδετερώνεις την επίδραση των άλλων εάν φιλονικείς μαζί τους, εάν προσπαθείς να τους αλλάξεις, αν τους αφήνεις να σε απασχολούν πραγματικά, αν τους παίρνεις μαζί σου τρέχοντας μακριά τους.
Για να σοβαρευτούμε: η μισανθρωπία έχει διαβαθμίσεις; Ή σου φαίνεται το ανθρώπινο είδος μας γενικά, όλοι μας, πως το λένε, απάλευτοι πέρα για πέρα;
Το δεύτερο. Δεν είμαι απογοητευμένος από το ανθρώπινο είδος διότι δεν περιμένω τίποτα καλό από εμάς. Ούτε να αυτοκτονήσουμε δεν μας επιτρέπεται, όχι πρακτικά, αλλά ουσιαστικά: Όπως γράφω και στο «Ευτυχείτε», για να απολαύσεις την ανακούφιση του τερματισμού των βασάνων σου ως ζώντος οργανισμού, πρέπει να υπάρχεις και να συναισθάνεσαι. Εάν τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα, εάν κόψεις τις φλέβες σου χαράσσοντας τους καρπούς σου εγκάρσια και όχι καθέτως, πώς θα αποζημιωθείς με την αίσθηση ότι γλίτωσες αφού θα είσαι πια πτώμα;
Εξ ορισμού ένας μισάνθρωπος μισεί και τον εαυτό του, σωστά; Ή να το πάρω αλλιώς;
Θεωρητικά ένας μισάνθρωπος, για να είναι μισάνθρωπος, είναι άνθρωπος και ως εκ τούτου ένα ζαβό και μπερδεμένο, αντιφατικό ον. Το να λες ότι μισείς τον εαυτό σου δεν διαφέρει από το να τον προσκυνάς, να προσέρχεσαι γονυπετής και μπουσουλώντας μαρτυρικά όλο το δρόμο από το λιμάνι της υπέρτατης ανοησίας έως την αδαμαντοποίκιλτη και θαυματουργή εικόνα του εαυτού σου.
Τους φίλους σου τους μισείς;
Έχω κανα-δυο, όπως τους εκδότες μου της Key Books συν μερικούς άλλους, που επιμένουν να διαψεύδουν τον αφορισμό του «Ευτυχείτε» που ορίζει ότι οι φίλοι είναι μία από τις πλέον άχρηστες συμβατικότητες του κοινωνικού βίου.
Και τέλος πάντων αν θεωρείς ότι όλοι ανεξαιρέτως είμαστε lost cause, που λένε και στο χωριό μου, εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία και ο Ayrton Senna, για τον οποίο έχεις γράψει την καλύτερη βιογραφία του που κυκλοφορεί σε όλο τον κόσμο;
O Senna ήταν ένας από αυτούς που ονομάζω «αγγέλους», κάποιος που είχε το χάρισμα και την καταραμένη επιταγή να αλλάξει τον κόσμο γύρω του. Μόνο που ποτέ δεν θα έφτανα να πω ότι αξίζει να ζει κανείς για αυτόν ή για οποιονδήποτε «άγγελο» ή για οποιονδήποτε γενικώς.
Στα σοβαρά και πάλι (για λίγο, μη νομίζεις): υπάρχει περίπτωση το βιβλίο σου για τον Senna (Το πνεύμα της ταχύτητας, εκδ. Key Books) να κυκλοφορήσει ποτέ και στα αγγλικά;
Ναι, υπάρχει μια τέτοια σκέψη, και αρκετά προχωρημένη. Ωστόσο, υπάρχει μια σειρά από προβλήματα, κάθε είδους που πρέπει να επιλυθούν ώστε να επιχειρηθεί η έκδοση της βιογραφίας στη διεθνή αγορά. Από την άλλη, το κείμενο του «Ευτυχείτε» είναι ήδη μεταφρασμένο στα αγγλικά, από έναν επαγγελματία, δίγλωσσο μεταφραστή. Όταν συνέλθω από την νομοτελειακή και αναπόδραστη επιλόχεια αποστροφή προς αυτό που έφτιαξα στα ελληνικά, προτίθεμαι να ασχοληθώ επισταμένως με την τελική επιμέλεια της αγγλικής εκδοχής του και να ευτυχήσω κάνοντας διεθνή καριέρα.
Ο Morrissey, μέγας μισάνθρωπος ως γνωστόν, είναι από τους μεγαλύτερους υπερμαχους των δικαιωματων των ζώων. Απλά το αναφέρω.
Ο Morrissey έχει διάφορα ελαττώματα. Είναι όμως ένας καλλιτέχνης ο οποίος έχει χαρίσει στο ελληνικό κοινό συγκλονιστικές συναυλίες, από εκείνες που θα κατέτασσα στις οργασμικές ηλεκτρικές εκκενώσεις που λέγαμε προηγουμένως. Τούτου δοθέντος μού είναι εντελώς αδιάφορο εάν αγαπά ή σιχαίνεται τα ζώα, τους ανθρώπους ή τις πουά κουρτίνες μπάνιου.
Αν ένας μισάνθρωπος κάνει καλές πράξεις, αν βοηθάει τους γύρω του, ή τέλος πάντων, άσε το αν βοηθάει τους ανθρώπους. Αν βοηθάει πχ τα ζώα, όπως ο Morrissey, κερδίζει κάποιους πόντους εκτίμησης από έναν άλλο μισάνθρωπο;
Η απάντησή μου δια του «Ευτυχείτε»: «Οι ανθρωπιστικές πρωτοβουλίες θυμίζουν βεντάλια πάνω από τον πιο σιχαμερό βρομερό απόπατο».
Κι εδώ έχουμε το κρίσιμο ερώτημα: είναι σωστό, λογικό και πρέπον να μισεί ένας μισάνθρωπος έναν άλλο μισάνθρωπο;
Εάν είναι ευφυέστερος, πιο πρωτότυπος ως στοχαστής και ακόμη πιο σκληρός από τον ίδιον, ναι.
Ποια η γνώμη σου για τη Grumpy Cat;
Η εκλαΐκευση μπορεί να συνορεύει με τον λαϊκισμό να φλερτάρει ελεύθερα μαζί του και δεν αποκλείεται να παρουσιάζει διασκεδαστικές εκλάμψεις.
Τα ζώα τα μισείς; Τους ανθρώπους που φροντίζουν πολλά ζώα; Τους ανθρώπους που φροντίζουν άλλους ανθρώπους;
Τείνω να πιστεύω ότι οι φιλόζωοι είναι κατά το πλείστον καταθλιπτικοί. Το σύνδρομο του «καλού σαμαρείτη» αποτελεί και αυτό σύμπτωμα ψυχικής παθογένειας, η οποία δεν αποκλείεται να προσεγγίζει σε ορισμένες περιπτώσεις τα όρια της διαστροφής. Οι γάτες, πάντως, καταχρηστικώς κατατάσσονται στα «ζώα». Είναι μια κατηγορία έμβιου όντος από μόνες τους.
Επιμένω: Grumpy cat;
Buzz off, μην λέμε τα ίδια.
Όταν σου χτυπάνε το κουδούνι μικρά παιδιά για να σου πουν τα κάλαντα, πώς το διαχειρίζεσαι;
Φροντίζω να έχω κατεβάσει αποβραδίς την ασφάλεια που απενεργοποιεί το κουδούνι της εξώπορτας. Θα ήθελα να υπήρχε τρόπος να σβήσω από τη μνήμη μου όλη μου την παιδική ηλικία, στην οποίαν συμπεριλαμβάνεται η εικόνα του εαυτού μου να χτυπάει κουδούνια αγνώστων και να περιμένει ανταμοιβή για την κακοφωνία το θράσος και την αδιακρισία του.
Μιας και πιάσαμε τα παιδιά, με τα μωρά υπάρχει ζήτημα;
«Ευτυχείτε», σελίδα 71: «Στα μωρά ο άνθρωπος είναι αναλφάβητος, δεν θα μάθει ποτέ να διαβάζει μωρά, βλέπει μωρό και διαβάζει ‘Ελπίδα’ ‘Ευτυχία’ ‘Αισιοδοξία’ ‘Μέλλον’. Κάθε βρέφος πρέπει να βαφτίζεται ‘Απερισκεψία και Επιπολαιότητα’. Τα μαιευτήρια δεν έπρεπε να έχουν γύρω τους ανθοπωλεία και καταστήματα ροζ και γαλάζιων μωρουδιακών. Έπρεπε να έχουν κάγκελα και δεσμοφύλακες, επισκεπτήρια, δυστυχισμένες φάτσες, οι νέοι γονείς έπρεπε να φοράνε στολές εγκάθειρκτων και να προσέρχονται στο επισκεπτήριο δαρμένοι με μώλωπες, με ένοχο και θυμωμένο ύφος, να μιλήσουν στη δική τους μαμά για το πώς το έκαναν αυτό».
Πάντως στις δουλειές που ταιριάζουν στους μισάνθρωπους, σύμφωνα με το Business Insider, δε βλέπω πουθενά τις λέξεις «συγγραφέας/γραφιάς/δημοσιογράφος». Γιατί ταλαιπωρείς έτσι τον εαυτό σου;
Δεν θα το έβλεπα απαραιτήτως κατ’ αυτό τον τρόπο. Ο Σελίν, ο Σοπενχάουερ, ο Νίτσε σε μεγάλο βαθμό, ο Σιοράν, ο Αμπροζ Πιρς και πολλοί άλλοι υπήρξαν εξαίσιοι καλλιτέχνες της (μισανθρωπικής) γραφής. Μακάρι να μου επέτρεπαν να τους γυαλίσω τα παπούτσια.
Ο φιλόλογος στο σχολείο μου έλεγε να τελειώνω πάντα τις εκθέσεις με ένα απόφθεγμα. Ας τελειώσουμε έτσι και αυτή τη (ο θεός να την κάνει) συνέντευξη: πότε θα χτυπήσεις τατουάζ το «Η κόλαση είναι οι άλλοι;» του Σαρτρ;
Δεν σπαταλάω ούτε χιλιοστό της σάρκας μου για να γράψω κοινοτοπίες. Η Κόλαση είναι οι άλλοι μέσα μου και εγώ μέσα στους άλλους. Μόνο τα βιβλία αξίζουν, όχι οι συγγραφείς, οπότε συγνώμη γι’ αυτήν εδώ την έκθεση.