Εμείς το λέμε Μελαγχολία, ο Βασίλης Σελιμάς το σχεδιάζει ως Ρομαντισμό

Οι ζωγραφικές και οι εικονογραφήσεις του Βασίλη Σελιμά είναι σκοτεινές, μελαγχολικές, παράδοξες, βουτιά στο ασυνείδητο, προκαλούν υπογείως ανησυχία και γρατζουνίσματα στην επιδερμίδα μιας φαινομενικά ήσυχης καθημερινότητας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Νιώ, το όνομα της γιαγιάς του που, κατά κάποιο τρόπο, τον μεγάλωσε. Μια γιαγιά μαυροφορεμένη, κλειστή, οριοθετημένη από κοινωνικές αξίες –  ένας τύπος γιαγιάς που είναι είδος προς εξαφάνιση, όχι vintage γιαγιά, γιαγιά χωριού, τραχιά και απόμακρη αλλά να που κάτι, κάτι υπάρχει εκεί και μας θυμίζει τους δικούς μας εγκλωβισμούς.

Πρόσφατα επίσης έκανε την εικονογράφηση στο Αγόρι με τη Bαλίτσα. Πρόκειται για διασκευή της Ξένιας Καλογεροπούλου πάνω στο βραβευμένο θεατρικό του Μάικ Κένι. Μιλάει για τον μικρό Ναζ που ζει ευτυχισμένος σε μια χώρα της Μέσης Ανατολής και που ονειρεύεται ταξίδια σαν αυτά του Σεβάχ του Θαλασσινού. Μετά ξεσπά ο πόλεμος και ο Ναζ ξεκινάει σα προσφυγόπουλο ένα τελείως διαφορετικό ταξίδι, άλλος ένα εγκλωβισμός, άλλος ένας δραματικός αλλά υπαρκτός ήρωας και ο Σελιμάς τον εικονογραφεί όπως ξέρει και μπορεί.

Με αγάπη.

«Ναι, είναι μελαγχολικά τα σκίτσα μου αλλά αυτό που εγώ θέλω να περάσω είναι ο ρομαντισμός. Τι εννοώ ρομαντισμό; Μια ποιητική διάσταση που υπάρχει και σε τραγικές στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης».

Ανέκαθεν ζωγράφιζα. Οι γονείς μου δεν ήταν καλλιτέχνες αλλά και οι τρεις γιοι ασχοληθήκαμε με την τέχνη. Υπήρχε όμως μια αντίθεση. Ο ένας μου αδελφός, ο βιολόγος, έφυγε για Αγγλία όπου ασχολήθηκε με την ηλεκτρονική μουσική με επιτυχία, το καλλιτεχνικό του είναι Josel και ο Hernan Cattaneo τον έχει συμπεριλάβει σε συλλογές του. Ο άλλος μου αδερφός, που έχει τελειώσει γεωπονική, τραγουδούσε και τραγουδάει σε πανηγύρια και μαγαζιά. Μετωπική σύγκρουση. Αφού κάποια στιγμή σκεφτόμασταν να κάνουμε και οι τρεις μαζί ένα project.

Το 2003 μπήκα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Θεσσαλονίκης την οποία ολοκλήρωσα το 2009. Από την σχολή απογοητεύτηκα, όπως και πολλοί συμφοιτητές μου, ίσως γιατί είχαμε ανεβάσει πολύ ψηλά τον πήχυ των προσδοκιών.


Μου άρεσε πάρα πολύ η Θεσσαλονίκη, μπορώ να μιλάω για ώρες. Μια εικόνα που έχω στο μυαλό μου είναι από ένα πρωινό με πολύ ομίχλη και τον Ρασούλη να περπατάει στην παραλιακή, να κάνει τη βόλτα του. Έμενα 2,5 χρόνια στην Άνω Πόλη και θυμάμαι ένα φοβερό βυζαντινό εκκλησάκι, τον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό που μέσα είχε χελώνες.

Πολλοί φίλοι μου ασχολούταν με γκραφίτι εκείνη την περίοδο. Εμένα αν και μου άρεσε πολύ δεν το έκανα ποτέ. Δεν μου ταίριαζε αυτό του δρόμου. Τότε τους κυνηγούσαν ακόμη, ειδικά εκτός Αθηνών, και σε σχολίαζαν «α, είναι ο γιος του τάδε, αυτό το παλιόπαιδο». Ίσως ήμουν χέστης. Τι να πω;

Παράλληλα με τη σχολή δούλευα στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών, σε εκπαιδευτικά προγράμματα. Εκεί είχαμε ένα ωραίο πειραματικό εργαστήριο. Τα περισσότερα παιδάκια ήταν προσχολικής ηλικίας, άντε μέχρι α’ δημοτικού. Πολύ ωραία φάση. Ήταν ένα στοίχημα για εμένα. Από εκεί που είχα μπροστά μου τον καμβά είχα πιτσιρίκια. Εκεί καταλαβαίνεις ποιος είναι ο ρόλος της Τέχνης: να σου ανοίγει το μυαλό. Μεγαλώνοντας να αποφεύγεις όλα αυτά τα στεγανά που δημιουργούνται από εξωγενείς παράγοντες.

Έβλεπα παιδάκια που ήδη τους είχαν βάλει όρια και στεγανά. Το πιο ακραίο απ’ όλα ήταν ένας μικρός που οι γονείς του ήταν εθνικιστές και το είχαν γαλουχήσει αντιστοίχως. Εμείς δεν μαθαίνουμε στα παιδιά να αποτυπώσουν μια σύνθεση αλλά να απασχολούνται δημιουργικά και να βγάζουν πράγματα που επιφορτίζονται από τους εξωγενείς παράγοντες που προείπα.

Ακόμη διδάσκω σε παιδιά. Στο πλαίσιο της συνεργασίας μου με Συλλόγους Γονέων και Κηδεμόνων γίνονται απογευματινά μαθήματα. Το καταπληκτικό σε αυτή την περίπτωση είναι ότι είναι κυρίως μετανάστες που φέρνουν τα παιδιά τους. Στην αρχή μου είχε κάνει εντύπωση κι αναρωτιόμουν αν εγώ για παράδειγμα ζούσα στη Γερμανία θα έκανα το ίδιο ή θα τα κρατούσα στην ασφάλεια της ελληνικής κοινότητας επειδή θα φοβόμουν εάν θα τα αποδεχθούν∙ ο ρατσισμός υπάρχει και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι έντονος. Έχω πολλά πιτσιρίκια από Φιλιππίνες, Αλβανία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ουκρανία. Αυτό το βρίσκω σπουδαίο, στα όρια της συγκίνησης. Η ζωή συνεχίζεται παρά τις δυσκολίες.

Όταν ήμουν φαντάρος ήμουν ο ζωγράφος του λόχου. Στην πραγματικότητα, η ειδικότητά μου ήταν φωτογράφος, αλλά για να μου δώσουν τιμητική μου ζήτησαν να ζωγραφίσω κάτι για τον λόχο. Και κάποια στιγμή ο ανώτερος μου ζήτησε να πάω στο γραφείο του και να φτιάξω τα δικά του πορτρέτα, της γυναίκας του και των δυο παιδιών του. Ελληνικά στρατά.


Η Νιώ ήταν θειά του πατέρα μου αλλά την είχαμε σα γιαγιά. Μέναμε όλοι μαζί στο χωριό Καινούριο της Αιτωλοακαρνίας και στην ουσία αυτή μας μεγάλωσε. Η μαμά μου ήταν αγρότισσα, δούλευε στα καπνά. Έχω βοηθήσει κι εγώ αν και λιγότερο από τα αδέρφια μου, γιατί ήμουν ο μικρότερος. Η Νηώ αρμάθιαζε και εγώ καθόμουν δίπλα της, είναι εικόνες που τις έχω πολύ έντονες στο μυαλό μου.

Σχέδιο από την εικονογράφιση της «Νιώ»

Στο δημοτικό έμενα στο ίδιο δωμάτιο με τη Νιώ, σε διπλανά κρεβάτια. Ήταν το μπιμπελό μου. Ξέρεις όταν μεγαλώνεις σε ένα χωριό και το σπίτι σου είναι πιο απομακρυσμένο από τα υπόλοιπα, είσαι κάπως αποκλεισμένος οπότε περνάς πολλές ώρες στο σπίτι. Της έκανα τη ζωή ποδήλατο αλλά συνεχώς μοιραζόμασταν πράγματα. Μας έλεγε ιστορίες, μέσω από αυτές μας έδειχνε το ποια ήταν και το πώς αισθανόταν.

Έφτιαξα το βιβλίο σε μια προσπάθεια να τη μεταφράσω. Δεν μου έλεγε «σ’ αγαπάω» ή αν το έκανε μετά μου χτυπούσε ελαφριά το χέρι. Τα συναισθήματα κουβαλούσαν γι’ αυτή μια ενοχή όπως και τους περισσότερους ανθρώπους παλιότερα, ειδικά στα χωριά. Αυτοί οι παππούδες και οι γιαγιάδες δεν υπάρχουν πια. Οι γονείς μας που είναι οι σημερινοί παππούδες και γιαγιάδες δεν είναι έτσι και κάπως νιώθουμε ότι χρειαζόμαστε αυτό το μοντέλο στη ζωή μας. Δεν λέω ότι θέλω η μάνα μου να είναι μια μαυροφορεμένη γυναίκα σαν τη Νιώ, αλλά με κάποιο αντίστοιχο τρόπο να έχουμε μια Νιώ κοντά μας. Την έχουμε ανάγκη ως μια σταθερά. Έχουμε χάσει πια την πίστη μας και δεν εννοώ από θρησκευτικής άποψης. Δεν πιστεύουμε στους άλλους, δεν πιστεύουμε στον διπλανό μας. Δεν πάει καλά το όλο πράγμα.

Στα σχέδια μου υπάρχει μια αίσθηση εγκλωβισμού. Κατ’ αρχάς και η ίδια η Νιώ ήταν εγκλωβισμένη, δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στη ζωή της πέρα από μια-δυο εκδρομές που είχε κάνει στα νιάτα της. Γεννήθηκε το ’21, έζησε το Β’ Παγκόσμιο, τον Εμφύλιο, τη Χούντα, την μετέπειτα άνοδο με το σύνταξη της από τον ΟΓΑ, εκεί που ήταν μια απλή αγρότισσα έγινε, τηρουμένων των αναλογιών, προύχοντας. Κι όλα αυτά ενώ έζησε φροντίζοντας τον κήπο της και το σπίτι της. Για να τα αντιμετωπίσεις όλα αυτά χρειάζεται να έχεις ως εφόδιο ένα πνευματικό back up. Έχω εικόνες από ανθρώπους που έκαιγαν τα λεφτά τους στα πανηγύρια, έβγαζαν από τη τσέπη τα πεντοχίλιαρα και τους έβαζαν φωτιά. Το «Θα το κάψω τα ρημάδια τα λεφτά μου» που τώρα πια το ξέρουμε ως χιπστεροκατάσταση και γελάμε ήταν μια πραγματικότητα. Άνθρωποι όντως έκαιγαν τα λεφτά τους. What the fuck?


Ο εγκιβωτισμός που υπάρχει στα έργα μου είναι απεικόνιση του μικρόκοσμού μου. Όλα όσα ζούμε εγκλωβίζονται μέσα σε αυτόν, δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Όταν δημιουργούμε μέσω της τέχνης υπάρχει αποσυμπίεση όπως ακριβώς φεύγει ο καπνός από την χύτρα ταχύτητας. Ο καπνός φεύγει γιατί επικοινωνείς μια αγωνία σου στους άλλους. Εάν δε κάνω συνειδητά αυτή την κίνηση τότε πρόσκαιρα θα μου δώσει ικανοποίηση αλλά μετά θα παραμείνει μέσα μου εγκλωβισμένη η αγωνία μου.

«Ο εγκιβωτισμός που υπάρχει στα έργα μου είναι απεικόνιση του μικρόκοσμου μου. Όλα όσα ζούμε εγκλωβίζονται μέσα σε αυτόν, δεν μπορούμε να το αποφύγουμε. Όταν δημιουργούμε μέσω της τέχνης υπάρχει αποσυμπίεση όπως ακριβώς φεύγει ο καπνός από την χύτρα ταχύτητας».

Η επικοινωνία είναι αυταπόδεικτη διαδικασία μέσω της ζωγραφικής. Ο σκοπός μου δεν μπορώ να πω ότι είναι να ψυχαναλύσω τον άλλον αλλά σε κάποιες περιπτώσεις ψυχαναλύω τον εαυτό μου. Η τέχνη δρα ψυχοθεραπευτικά μέχρι ένα σημείο. Μέχρι το σημείο που θα πεις «Α, κάτι βρήκα εδώ» οπότε θα συναντήσεις κάποιον ειδικό και θα μιλήσεις μαζί του. Διαφορετικά αν μέσω της τέχνης ξαναγυρνάς στο τραύμα τότε μιλάμε για μαζοχισμό που σου δίνει ενέργεια μεν αλλά αυτή η επανάληψη που κρύβει ηδονισμό στην επιστροφή του προβλήματος. Πώς ήταν στην εφηβεία μας που ακούγαμε Διάφανα Κρίνα; Άκουγα το «Θα πεθάνω ένα πένθιμο το φθινοπώρου δείλι» και το ζούσα το δράμα μολονότι δεν είχα κανένα πρόβλημα.

Ναι, είναι μελαγχολικά τα σχέδια μου αλλά αυτό που εγώ θέλω να περάσω είναι ο ρομαντισμός. Τι εννοώ ρομαντισμό; Μια ποιητική διάσταση που υπάρχει και σε τραγικές στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης. Μια υπέρβαση των προβλημάτων της καθημερινότητας. Όταν είσαι ερωτευμένος παίρνεις την πέτρα και τη στύβεις. Βέβαια, αυτό κρατάει λίγο.

Και το Αγόρι με τη Βαλίτσα είναι κι αυτό μια ιστορία αγάπης, αγάπη με την έννοια της συμπόρευσης και της καλοσύνης. Αν δεν είναι αυτό ιστορία αγάπης, με την ουσιαστική της έννοια, τότε τι είναι;

Το Αγόρι με τη Βαλίτσα της Ξένιας Καλογεροπούλου και Μάικ Κένι σε εικονογράφηση Βασίλη Σελιμά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Το Νιώ, μια μικρή ιστορία είναι μια 46σέλιδη εικονογραφημένη ιστορία βασισμένη στις διηγήσεις της Νηώς (Αντωνίας Σελιμά) για την ζωή της.
Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.