Ποια ήταν τα πρώτα σου ακούσματα καθώς μεγάλωνες στην Πάτρα; Είναι εύκολο να σου απαντήσω γιατί είναι οι μόνες ξεκάθαρες αναμνήσεις που έχω. Ανακάλυψα τους Beatles στις αρχές της εφηβείας, είχα αγοράσει σε βινύλιο όλους τους δίσκους, άκουγα πολύ Dead Can Dance και Λένα Πλάτωνος. Με αυτούς τους συνδυασμούς όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορεί να βγει νορμάλ ένα παιδί. Αυτά τα ανακάλυψα μόνος μου. Στο σπίτι, χάρη στους δικούς μου, είχα ακούσει Ξυλούρη, Φαραντούρη, Νταλάρα, Πάριο και όλους τους λαϊκούς της εποχής. Η Πλάτωνος έπεσε στην αντίληψη μου από ένα παιδί στο σχολείο που τον είδα να κουβαλάει κάτι βινύλια, του λέω «τι είν’ αυτά»; και μου απαντάει «δεν θα καταλάβεις» και σηκώθηκα κι έφυγα. Λίγο μετά ένας κολλητός μου με κάλεσε στο σπίτι του να ακούσω «κάτι». Και πάω και μου βάζει το «Βράδυ» σε ποίηση Καρυωτάκη και μένω κόκαλο γιατί ίσως ήταν η πρώτη φορά που άκουγα μουσική στα ελληνικά και με τράνταζε τόσο βαθιά. Μετά αναρωτιόμουν τι εννοούσε ο άλλος «δε θα καταλάβω» αφού το άκουσα και με χτύπησε κατευθείαν εδώ, νεύρο, ξέρω ‘γω (κάνει ήχο έκρηξης και ακουμπάει το χέρι του στο σημείο της καρδιάς). Πήγα κι αγόρασα κατευθείαν αυτό τον δίσκο και στη συνέχεια άρχισα να ψάχνω τα υπόλοιπα τα δικά της κι εκεί κατάλαβα γιατί θεωρούσε ότι δεν θα μπω στο νόημα. Είναι πολύ ιδιαίτερη η Πλάτωνος και δεν μπορεί ο καθένας να το πιάσει αυτό που κάνει. Όσοι την καταλαβαίνουν όμως, την καταλαβαίνουν 100%. Τότε έκανα για πρώτη φορά τη σκέψη ότι ίσως έχω αδικήσει την ελληνική μουσική. Την ίδια περίοδο άκουσα το Reflections και έπαθα άλλο ένα μεγάλο σοκ γιατί είχα ακούσει Χατζιδάκι στο σπίτι αλλά ποτέ μέχρι τότε δεν είχα ταυτιστεί μαζί του μέχρι εκείνη τη στιγμή που τον άκουσα σε ροκ έκδοση στα αγγλικά, δηλαδή σε ένα πακέτο που ήταν έτοιμο για τα αυτιά μου. Ύστερα από το Reflections επέτρεψα στον εαυτό μου να εμβαθύνει στη μουσική του.
Είχες ήδη ξεκινήσει να ασχολείσαι με τη μουσική; Ναι, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου ασχολούμαι με τη μουσική. Κυκλοφορώ στα ωδεία από τεσσάρων χρονών. Κάποιος μου είχε πάρει δώρο μια πλαστική ψεύτικη μελόντικα και το βρήκα πολύ ενδιαφέρον αυτό το παιχνίδι. Έπαιζα λοιπόν και κάποια στιγμή πάω στην μητέρα που εκείνη την ώρα είχε βάλει ηλεκτρική σκούπα κι εγώ της τραβούσα τη φούστα και της έλεγα “σταμάτα να σου παίξω κάτι”, “ναι, ναι σε λίγο” μου απαντούσε -ξέρεις ήθελε να τελειώσει τις δουλειές της- εγώ συνέχιζα να την ενοχλώ και κάποια στιγμή διακόπτει το σκούπισμα και μου λέει «άντε παίξε» για να σταματήσω την γκρίνια και αρχίζω να παίζω τον «Αντώνη» του Θεοδωράκη, και μένει η μάνα μου, του τύπου «το παιδί κάτι έχει». Με πήρε και με πήγε σηκωτό στο ωδείο και τους είπε κάτι σαν «κάντε κάτι με μαζί του. Εγώ δεν μπορώ να διαχειριστώ αυτό που έχει επειδή είναι μικρός και κάντε ό,τι πιστεύετε» και νομίζω της είπαν να ξεκινήσω τον επόμενο χρόνο. Έτσι άρχισε η φάση.
Εσύ είχες συνείδηση των δυνατοτήτων σου; Εγώ απλά έπαιζα.
Είναι ακόμη ένα παιχνίδι η μουσική για εσένα; Τώρα είναι πολύ περισσότερα πράγματα. Είναι η επαγγελματική μου ζωή, είναι το εισόδημά μου, έχει σοβαρέψει αλλά δεν έχει γίνει πλήρης μετάβαση από παιχνίδι σε δουλειά. Είναι και παιχνίδι όταν το χρειάζομαι αλλά είναι και δουλειά όταν πρέπει.
Στην Πάτρα προέκυψαν οι επαφές με άλλους μουσικούς; Εκεί στα 15 συναντώ τους πρώτους ανθρώπους με τους οποίους στήνουμε τους RestinPeace που μετεξελίχθηκε σε RainingPleasure. Ήταν τόσο μεγάλη η πείνα μου για να παίξω με άλλους μουσικούς που δεν είχα κανένα φίλτρο για το αν μου κάνουν ή όχι. Μου έφτανε που έπαιζα με άλλους ανθρώπους. Στη συνέχεια όταν συνήθισα λίγο στην ιδέα ότι είμαι σε ένα συγκρότημα άρχισαν οι δεύτερες σκέψεις, έγιναν οι αναγκαίες προσμίξεις και μέσα ένα χρόνο γεννήθηκαν οι Pleasure.
Πώς είναι να συνυπάρχεις μαζί με άλλους μουσικούς σε μια μπάντα; Είναι πολύ εύκολο και πολύ δύσκολο ταυτόχρονα. Είναι θέμα χημείας. Τουλάχιστον έτσι το βλέπαμε εμείς που ήμασταν η συγκεκριμένη μπάντα. Δεν έχω τόση μεγάλη εμπειρία γιατί δεν έχω υπάρξει σε άλλο σχήμα, από τα 15 ήταν αυτή η μπάντα και αυτή παρέμεινε μέχρι το τέλος.
Το τέλος των Raining Pleasure έχει έρθει επισήμως; Επισήμως, όχι. Έχει έρθει όμως πρακτικά αφού δεν παίζουμε πια μαζί. Αυτό είναι ένα τέλος. Αλλά κανένα τέλος και καμιά αρχή δεν έχουν την εγγύηση της μονιμότητας. Νομίζω ότι ήταν η πιο φυσική εξέλιξη των πραγμάτων αυτό που έγινε και έγινε πάρα πολύ ομαλά. Άλλωστε μιλάμε για μια μπάντα που διήρκησε 20 χρόνια και 20 χρόνια είναι πολλά. Δεν τελείωσε η σχέση γιατί τσακωθήκαμε ή κάτι δεν πήγε καλά. Οι σχέσεις υπάρχουν ακόμη, όταν πάω στην Πάτρα βρισκόμαστε, στην συναυλία της Μικρής Επιδαύρου θα παίζει drums ο Ιάσονας Ζούμπας δηλαδή ο Jay των Pleasure. Δεν αποφάσισε κανείς να διαλυθούμε, απλά έγινε και το παρατηρούσαμε όλοι να γίνεται. Και νομίζω ότι η σφραγίδα, ειδικά για τα υπόλοιπα παιδιά, ότι πράγματι σβήνει η φάση των Pleasure ήταν όταν έβγαλα το Vintage γιατί τότε για πρώτη φορά έκανα κάτι που δεν τους αφορούσε, δεν τους περιλάμβανε. Ξέρεις κάτι όμως; Θα ξαναπαίξουμε κάποτε. Όποτε.. Γιατί αυτή η μπάντα, και αυτή ενδεχομένως ήταν και η δύναμη και η αδυναμία της, λειτουργούσε πάντα με τη ροή των πραγμάτων, ποτέ δεν είχε ζόρι και γι’ αυτό δεν είχε και ποτέ ιδιαίτερο επαγγελματισμό. Ενώ ήμασταν, όσον αφορά τη μουσική μας, όπως έπρεπε αυτός ο ίδιος οργανισμός σε σχέση με το περιβάλλον δεν είχε ιδιαίτερο ταλέντο επικοινωνίας. Θέλω να πω ότι κανείς από εμάς δεν ήταν χαρακτήρας που θα μπορούσε να αναλάβει το μανατζάρισμα της μπάντας. Και παρ’ όλα αυτά γίνονταν τόσα πράγματα και εμείς τα βλέπαμε να γίνονται όπως ακριβώς βλέπαμε αργότερα την μπάντα να σβήνει. Εμείς γράφαμε μουσική και ξαφνικά όλη η Ελλάδα ήθελε να μάθει «ποιοι είναι αυτοί». Σκέψου ότι ήμασταν στην Πάτρα και δεν σκεφτήκαμε καν να μεταφερθούμε στην Αθήνα.
Πες μου ποια ήταν η πιο έντονη στιγμή αυτής της εικοσαετίας. Μια στιγμή που ένιωσες πλήρης με ό,τι συνέβαινε. Τον καιρό που ετοιμάζαμε τις ηχογραφήσεις του Flood, νομίζω ότι εγώ ήμουν ακόμη φαντάρος τότε και βρισκόμουν με τους άλλους στις εξόδους, έπρεπε να κάνουμε μια πρωινή πρόβα. Τις πρωινές πρόβες δεν τις συμπαθούσαμε πολύ γιατί μας άρεσε να είμαστε εντελώς ξύπνιοι, προς το βράδυ και να πίνουμε και καμιά μπυρίτσα, μας άρεσε αυτό το κλίμα. Κάποιος πρότεινε για πλάκα να έρθουμε στην πρόβα στις 5 το πρωί και αποφασίσαμε να το κάνουμε. Το σχέδιο ήταν να πάμε για ύπνο νωρίς και να ξυπνήσουμε για να είμαστε 5 τα χαράματα στην πρόβα. Μας άρεσε να κάνουμε τέτοια παιχνίδια, για το γούστο το δικό μας. Πράγματι πήγαμε και όπως πάντα ξεκινήσαμε με έναν αυτοσχεδιασμό. Υπό κανονικές συνθήκες αυτό δεν κρατούσε πολύ, κάναμε ο καθένας τα δικά του και μετά μπαίναμε στην κανονική ροή. Εκείνη την ημέρα όμως αυτό που έβγαινε στον αυτοσχεδιασμό ήταν τόσο βαθιά όμορφο, είμαι σίγουρος ότι το θυμούνται όλα τα παιδιά, που παίζαμε για περίπου μισή ώρα. Όταν καταλάβαμε ότι σβήνει, κλείσαμε τα όργανα και φύγαμε χωρίς να πούμε κουβέντα. Να στο λέω κι ανατριχιάζω. Αυτό που έγινε ήταν τόσο πλήρες. Ήμασταν τέσσερις άνθρωποι σε απόλυτη σύνδεση. Νομίζω ότι η μουσική που παίξαμε εκείνη την μισή ώρα ήταν μια μικρογραφία της όλης πορείας μας.
Στη Γερμανία πώς βρέθηκες; Πήγαμε για τις ηχογραφήσεις του Reflections το 2004. Έξι μήνες μετά το τέλος τους εγώ επέστρεψα με σκοπό να κάτσω ένα μήνα στη Βόννη, μου άρεσε, το παρέτεινα για δύο μήνες, μου άρεσε περισσότερο και το παρέτεινα για τρεις και τελικά ενοικίασα σπίτι. Μου άρεσαν πολλά πράγματα. Καταρχάς μου άρεσε ότι δεν ήμουν στην Ελλάδα, ότι βρισκόμουν μόνος μου σε άλλη χώρα, η αίσθηση της περιπέτειας και του καινούργιου και φυσικά και η χώρα, τουλάχιστον στην περιοχή που την έζησα. Προκαλώ τις αλλαγές όσο δύσκολες κι αν μου είναι ορισμένες φορές. Στη Γερμανία αυτό που προέκυψε για την μπάντα ήταν τρία tour που πήγαν αρκετά καλά. Και μιλάμε για γερμανόφωνο κοινό, οι Έλληνες εκεί ήταν κολλημένοι σε πιο παραδοσιακά ακούσματα. Έχουμε πολλά κακά ως λαός. Η Ελλάδα είναι 95 ζώα και πέντε άγιοι κι έτσι ισορροπεί. Γιατί αυτοί οι πέντε κάνουν τόση μεγάλη διαφορά που καταφέρνουν να εξισορροπούν την κατάσταση με την αγέλη.
Page: 1 2