Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να παίζεις με τις αναμνήσεις μας, Βασίλη Τσόνογλου;

«Οι blue νότες κι η εξωσυστημική σκωπτικότητα δηλώνουν ροκάδικη θέση, η όχι εμμανώς πατημένη ενοργάνωση όμως (κιθάρες, πλήκτρα, πιάνο, μπάσο, ντραμς, βιολί, κλαρινέτο, τρομπέτα, προγραμματισμός) κι ιδίως οι “αφηγηματικές” ερμηνείες (ο ίδιος συν 3-4 θηλυκές φωνές) τον ωθούν στη χορεία των σύγχρονων όσο κι ανένταχτων “λυρικών σανσονιέ”, που δεν πολυδείχνει τα δόντια της στα μέρη μας. Ε, καιρός δεν ήταν;» Αυτά είχε γράψει ο Αργύρης Ζήλος στο Αθηνόραμα για τον μοναδικό μέχρι σήμερα δίσκο του Βασίλη Τσόνογλου, Ας Γεννιόσουνα Σκύλος, που κυκλοφόρησε το 2011. Και αυτή, αν εξαιρέσουμε ένα-δυο λακωνικά δελτία Τύπου για σκόρπια live και μερικά βίντεο στο youtube, είναι επί της ουσίας η μόνη  μασίφ (και ταυτόχρονα φλου αρτιστίκ, κατά την τυπική «Ζηλική» γραφή) πληροφορία που υπάρχει καταγεγραμμένη εκεί έξω, για αυτόν τον ιδιοσυγκρασιακό τραγουδοποιό που γράφει μουσική on-off εδώ και τρεις δεκαετίες, αλλά απέκτησε ένα ιδιότυπο cult status κυρίως λόγω ενός τραγουδιού που έγραψε στις αρχές των 90s, για να το δει να συμπεριλαμβάνεται στη θρυλική -για την εγχώρια indie pop νομενκλατούρα- συλλογή Try A Little Sunshine (Pop Art Records, 1999), και μάλιστα ως hidden track, χωρίς να υπάρχει πουθενά το παραμικρό διακριτικό, ούτε ο τίτλος του, ούτε το όνομα του δημιουργού του, ένα τραγούδι που άρχισε να διαδίδεται από στόμα σε στόμα ως κάτι τόσο πολύτιμο, ως η «ψυχή στο πιάτο» ενός Ανώνυμου Ποιητή (γιατί όντως νομίζαμε ότι ήταν κάποιος ανώνυμος), που δεν μπορείς παρά να θες να τη μοιραστείς, δεν γίνεται να μην προσπαθήσεις να μυήσεις κι άλλους στην «Ιστορία τους», όπως θα μαθαίναμε τελικά ότι είναι ο τίτλος του τραγουδιού. 

Έχουν περάσει περίπου 10 χρόνια από τότε που με τον Φώτη (τον Βαλλάτο) το παίζαμε στο Kinky της Αβραμιώτου (δύο-τρία χρόνια πριν γίνει η «Αβραμιώτου») σχεδόν κάθε Πέμπτη και όλως παραδόξως θυμάμαι πεντακάθαρα ότι κάθε μα κάθε φορά, μόλις ακουγόταν το πρώτο στιχάκι («Το νοστιμότερο φαγητό, ήταν τα αυγά μάτια με μπέηκον»), οι περισσότεροι μέσα στο μπαρ ψιλοπάγωναν, νόμιζαν ότι κάναμε πλάκα (για πλάκα ρε παιδιά βάζουμε μόνο σαχλοκούδουνα τύπου Μαντόνα, πόσες φορές θα το πούμε), χαμογελούσαν αμήχανα, όπως κάνεις όταν δεν μπορείς να διαχειριστείς μία νέα, περίεργη πληροφορία ή όταν δεν θέλεις να προσβάλλεις κάποιον που μόλις σου έχει πει με μπρίο ένα αστείο που σου φαίνεται κρύο, δεν καταλάβαιναν ότι οι δύο DJs τραγουδούσαμε εμφατικά κάθε μα κάθε συλλαβή όχι γιατί ήταν κάποιο inside joke (ή γιατί απλώς «το μυαλό μας ήταν σαν τζελ σβαρόφσκι από χθες», όπως είχαμε βαφτίσει το residency μας – ήμασταν μικροί, είχαμε το ακαταλόγιστο), αλλά γιατί πραγματικά πιστεύαμε και ακόμη πιστεύουμε με έναν αψήφιστα λυγμόλαλο και εν γνώση μας ιερόσυλο τρόπο ότι αυτό το τραγούδι είναι καλύτερο από την «Κική» του Δεληβοριά, καλύτερο και από το «Speedway» του Morrissey, καλύτερο και από το «The Ship Song» του Cave, καλύτερο και από το «So Long, Marianne» του Cohen. Ότι, τέλος πάντων, αυτό είναι το καλύτερο τραγούδι που γράφτηκε ποτέ.

Από τότε, εντελώς ασυναίσθητα, κάθε φορά που σφίγγουν οι ζέστες, η Ιστορία της Ελπίδας που «ήταν μια λεπτή κοπέλα» και του Δημήτρη που «έχασε τη βάση της καθημερινής του ζωής», ακούγεται στο ριπίτ στο κεφάλι μου (και αν κρίνω από μία πιθανότατα αναξιόπιστη με όρους «πραγματικότητας» έρευνα, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με εκείνο το κομμάτι της ανθρωπογεωγραφίας όσων Αθηναίων έχουν προ πολλού πατήσει τα 30 αλλά απέχουν λίγο ακόμη από τα 40 και που περνούσαν κάποτε πολλές ώρες ψωνίζοντας βινύλια στο Vinyl Microstore της Διδότου) και δεν θέλω να ξανακούσω άλλο τραγούδι μέχρι να τελειώσει το καλοκαίρι και να ξεκινήσουν οι Νύχτες Πρεμιέρας, τότε δηλαδή που τα πνεύματα αρχίζουν και πάλι να ηρεμούν, κι εμείς να μπαίνουμε ξανά σε μια σειρά. Σιγά σιγά. Κάτι αντίστοιχο μου συμβαίνει κάθε καλοκαίρι με τα Φτηνά Τσιγάρα: «Έτσι και αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά. Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι». Πατήστε το play και θα καταλάβετε τι εννοώ. Ε, Βασίλη;

Κάθομαι, αναλογίζομαι και αναζητώ μικρές σπίθες που τελικά έγιναν πυρκαγιές στη ζωή μου, όπως η πετριά με τη μουσική. Νομίζω ότι την είχα από μικρός. Κολλούσα με το ραδιόφωνο. Ήμουν κανονικά με μπλοκάκι και σημείωνα λίστες. Εννοείται ότι πάντα προτιμούσα τους ερασιτέχνες, παρά τον Πετρίδη, για παράδειγμα, που τον έκοψα νωρίς. Δεν θα σου πω τι μου έκανε ο Πετρίδης. Θα σου πω όμως τι μου έκανε ο Δασκαλόπουλος. Με έμαθε να επιλέγω. Ή ο Ζήλος. Άνθρωποι δηλαδή που δεν με φόρτωναν με πληροφορίες μόνο και μόνο για τις πληροφορίες. 

Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα μπορούσα ποτέ εγώ να παράξω ήχο. Ζήτησα όμως έτσι για πλάκα μια μελόντικα από τους γονείς μου. Τελικά, όταν πήγα 4η Γυμνασίου – ανήκω στην τελευταία γενιά που πρόλαβε το εξατάξιοβρήκα πάνω στο κρεβάτι μου μια κιθαρά. Της οκάς, κανονική ψαροκασέλα. Αλλά δεν είχε σημασία. Απογειώθηκα. Ήταν πολλές ώρες που την κρατούσα απλώς αγκαλιά γιατί δεν ήξερα να παίζω. 

Δεν σου κρύβω ότι απομυθοποίησα το rock πολύ νωρίς. Ώσπου «έσκασαν» οι Sex Pistols, τη στιγμή που είχαν παρατραβήξει τα δεινοσαυρικά γιγαντοσόλα, όλο αυτό το «νιαρ-νιαρ», που εντάξει, μπορεί να βοηθούσε όσο ήσουν πιτσιρίκι για να έρθεις σε μία πρώτη επαφή με τον κόσμο του rock, αλλά άρχισαν να παραγίνονται είδωλα αυτοί οι μουσικοί. Όσο πιο γρήγορα απομυθοποιεί κάθε γενιά τους μύθους και τα είδωλά της, τόσο καλύτερα.

Τη μία στιγμή μπορεί να άκουγα Pistols, την άλλη όμως θα άκουγα Χατζιδάκι. Χρειάστηκε να αγοράσω τη Τζοκόντα τρεις φορές γιατί την είχα λιώσει από το πολύ παίξιμο.

Προφανώς ήμουνα με τους ροκάδες και όχι τους καρεκλάδες. Κρυφά, βέβαια, όλοι γουστάραμε Barry White. Δεν το συζητώ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αν με κάποιον έρθεις κοντά, είναι ανεκτίμητη η σιωπή. Το να βάλουμε τις καρέκλες πλάι-πλάι, αν αισθανθούμε ότι μας έχουν διαμορφώσει τα ίδια ερεθίσματα, είτε χαϊδεύοντάς μας είτε χτυπώντας μας, αν δούμε ότι έχουμε τους ίδιους κώδικες, τότε θα καθόμαστε σιωπηλοί κοιτώντας τον κόσμο και θα γελάμε, ακόμη κι αν δεν ξέρουμε με τι ακριβώς γελάμε. Απλώς γιατί θα αισθανόμαστε καλά εκείνη την ώρα. Κάπως έτσι νιώθαμε εκείνη την εποχή που υπήρχαν πιο έντονοι οι διαχωρισμοί. 

Φυσικά το να ακούς rock δεν είναι σώνει και καλά πανάκεια για άλλα ελαττώματα. Υπάρχουν, ξέρω γω, μεγάλοι άνθρωποι, που τους αφήνει η γυναίκα τους μια φορά το μήνα να βγουν από το σπίτι, που πηγαίνουν στα μπαρ και λένε μπαρούφες στον DJ και στον μπάρμαν, για τότε που ήταν «ροκάδες». Ήμαρτον.

Με μπάντες έμπλεξα γύρω στο 1981. Είχαμε ένα σχηματάκι με βάση κάποιες διασκευές, έτσι για να ξέρουμε που πατάμε, από Cohen μέχρι Iggy Pop και από The Mamas and the Papas μέχρι Bowie. Από την αρχή όμως το κλίμα ήταν λίγο στραβό, που λένε. Καλώς ή κακώς τα πράγματα που μου έβγαιναν να γράψω ήταν λίγο πιο θεατρικά, με όχι τόσο συμβατική φόρμα, και αυτό προκαλούσε δυσκολίες είτε στο να συντονιστούμε οι μουσικοί μεταξύ μας, είτε στο να μας ακούσει ο κόσμος. Κάπως έτσι πήγαινε το πράγμα. Ή για να ακριβολογώ, δεν πήγαινε.

Κάποια στιγμή προσπάθησα να το εξηγήσω στον εαυτό μου. Κατάλαβα, λοιπόν, ότι αυτό που με έχει επηρεάσει περισσότερο στην κατασκευή ενός τραγουδιού είναι το Θέατρο της Δευτέρας. Θυμάμαι ξεκάθαρα ότι πριν αρχίσω να γρατζουνάω την κιθάρα μου, το φαντασιακό λειτουργούσε κυρίως με βάση αυτό το ερέθισμα. Γεννήθηκα στην Κυψέλη αλλά μέχρι τα 11 ήμουν εκτός Αθήνας λόγω δουλειάς της μητέρας μου. Ήταν, λοιπόν, μεγάλο πράγμα να είσαι μωρό παιδί σε μια επαρχιακή πόλη και να ακούς αυτή την εκπομπή.

Πριν από καμιά δεκαριά χρόνια διάβασα μια συνέντευξη της Tracy Chapman. «Τι σας εμπνέει για να γράψετε;» τη ρώτησαν. «Το διάβασμα», απάντησε. Δεν σου κρύβω ότι ψιλογαλήνεψα μέσα μου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δεν θα ξεχάσω μια συναυλία που δώσαμε το 1988 ως S/M στο ΑΝ. Στη μπάντα ήμασταν εγώ ως Laughing Headache, ο Λάμπρος Τσάμης ως R.R. Hearse (σ.σ. κάποιοι ίσως να τον ξέρετε ως DJ LoFi) και κάτι άλλοι γνωστοί μας. Το πρωί εκείνης της ημέρας είχα αγοράσει μια τρομπέτα από την αμερικανική αγορά και νόμιζα ότι αν φυσούσα απλώς, θα έβγαζε ήχο. Δεν είχα ιδέα. Μου φύγανε τα πνευμόνια. Στο ΑΝ έγινε της κολάσεως. Ο Λάμπρος ντυμένος σαν New York Dolls να ταϊζει με ψεύτικα κουνέλια ένα μεγάλο πλαστικό σκύλο. Μία κοπέλα να τραβάει βίντεο εντελώς μεθυσμένη και κάποια στιγμή να πέφτει ανάσκελα. Ο μπασίστας να καταρρέει. Εγώ να αφήνω τα τύμπανα και να αρπάζω το μπάσο. Τέλος πάντων, αφού έληξε η συναυλία, ο Κουτσούμπας, που αν έχουν δει πράγματα τα μάτια του, ήρθε και μου είπε το εξής: «Στη ζωή υπάρχουν μερικές στιγμές ατόφιας ευτυχίας».

Πάνω κάτω εκείνη την περίοδο άρχισα να γράφω στο Merlin’s Music Box (σ.σ. ένα από τα πιο εμβληματικά αθηναϊκα fanzines), και ως Βασίλης Τσόνογλου αλλά και σαν Βαθύκουρος Σκελετιστής, για βιβλία.

Όταν κάποια στιγμή έμεινα άνεργος, πέρασα τον πρώτο χρόνο διαβάζοντας ασταμάτητα, ντάνες από βιβλία. Μετά με έπιασε η όρεξη να ρίξω μια ματιά στο μουσικό υλικό που είχα συσσωρεύσει με τα χρόνια. Έκανα μια πρώτη επιλογή, καμιά τριανταριά κομμάτια. Το συζήτησα με ένα πανάρχαιο φίλο, μουσικό και ηχολήπτη, τον Λάμπρο Σφυρή από τους Έρεβος, ξεσκαρτάραμε κι άλλο το υλικό, και είπαμε «οκ, με αυτό γίνεται». Ενάμιση χρόνο μας πήρε μέχρι να βγει τελικά ο δίσκος, το 2011, εντελώς ανεξάρτητα. Δεν το ξανακάνω. Στο τέλος κόντευα να τρελαθώ. Δεν μπορούσα να ακούσω πια, είχαν μπλοκάρει τα αυτιά μου.

Το Ας Γεννιόσουνα Σκύλος βγήκε περισσότερο γιατί το ένιωθα ως χρέος να γραφτούν κάπου τα ονόματα όσων τραβιόμασταν με αυτή την ιστορία σχεδόν 20 χρόνια, μια προβούλα εδώ, ένα τζαμάρισμα εκεί, μία δοκιμή παραπέρα. Μια κοπέλα, ας πούμε, ερχόταν από 17-18 ετών και τεστάραμε πράγματα, γιατί η φωνή της ήταν μαγική. Έπρεπε τέλος πάντων να βγει ο δίσκος για να κλείσει ένας κύκλος. 

Ο «Θρήνος για τον διαρρήκτη Κώστα Βούρβαχη», το ποίημα του Γιώργου Μακρή, γράφτηκε το 1991. Ήταν από τα τραγούδια που έστειλα τότε σε εταιρίες και έλεγαν ότι ήταν πολύ έντεχνο για να γίνει εμπορικό. Ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για εκφορά λόγου με μία όχι μελοποίηση, περισσότερο μουσική συνοδεία των συναισθημάτων που έχει ο απαγγέλων θα το έλεγα. Τέλος πάντων, έτσι μου βγήκε. Αυτός που το θεώρησε πραγματικό τραγούδι ήταν ο Σαββόπουλος, στον οποίο με είχε πάει ένας κοινός γνωστός. Άναψε το τσιγάρο, άκουσε ολόκληρο το τραγούδι και μετά έκανε το σχόλιο του. Κανείς άλλος δεν το άκουγε χωρίς να μιλάει. Μου είπε λοιπόν: «για να το παίξεις λάιβ δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω από τη φωνή σου, μια κιθάρα κι ένα κοντραμπασίστα». Βρήκα ένα κοντραμπασίστα, τον εξαιρετικό Βαγγέλη Κολίρη, που δυστυχώς δε ζει πια. Τότε είχε ένα μικρό σχηματάκι και ήρθε πακέτο. Έτσι φτιάχτηκε στα μέσα των 90s ο πρώτος Ακάλυπτος Χώρος, η μπάντα μας, και γίνανε κάποια λίγα λάιβ στα Εξάρχεια.

Θυμάμαι μου είχαν πει από τη Lyra γύρω στο 89-90 όταν τους είχα πάει το ντέμο: «Bγάλαμε τον τελευταίο της Πλάτωνος, μας κόστισε η όλη ιστορία ένα εκατομμύριο, και δεν έχει παίξει ούτε ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο. Πες μου, τι να κάνω με σένα;» Τους καταλάβαινα. Έτσι άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν χρειαζόταν να έχω μεγάλες προσδοκίες, έμαθα να αφιερώνω σε όλο αυτό όσο χρόνο και ενέργεια έπρεπε. Δηλαδή εντάξει, να κάνουμε πρόβες, αλλά να μην έχουμε κι ένα-δυο λαϊβάκια το μήνα; Αλλιώς, ποιο το νόημα;

Βρέθηκα τις προάλλες σε ένα καφέ των Εξαρχείων και τυχαία πιάσαμε την κουβέντα με μια κοπέλα για μουσική και τέτοια. Στην αρχή για τη διαφορά αγγλικού κι ελληνικού στίχου. Της είπα, λοιπόν, ότι σταδιακά πρέπει να απαιτείς την ποίηση των λέξεων, τους μητρικούς ήχους, τη μύχεια συγκίνηση. Πως να το κάνουμε, εμείς δεν θα νιώσουμε και δεν αντιληφθούμε ποτέ τον Joyce όπως οι Ιρλανδοί. Αλλά κι εκείνοι δεν μπορούν να αισθανθούν όπως εμείς τον Ελύτη ή τον Παπαδιαμάντη. Τέλος πάντων, εκεί που μιλάμε, μου λέει κάτι στίχους από ένα κομμάτι, που μου είναι τόσο οικείοι ώστε αρχίζω να αναρωτιέμαι μήπως είναι δικοί μου κι έχω πάθει Αλτσχάιμερ. Ευτυχώς μου είπε ότι ήταν του Καρυωτάκη και συνήλθα. «Δεν ψάχνω την κλασική εκτέλεση αλλά εκείνη δύο τύπων με πιάνο και τρομπέτα», μου είπε μετά. «Που την άκουσες;» τη ρώτησα. «Από μια κασέτα του πατέρα μου» μού είπε. Και τρελάθηκα. Γιατί πρόκειται το τραγούδι «Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο» που είχαμε βγάλει με τον Λάμπρο Τσάμη, ως R.R.Hearse + Laughing Headache, σε μια κασέτα του Merlin’s Music Box και δεν την είχε κανείς μας, ούτε καν ο εκδότης, ο Γιάννης Καστανάρας. Να ‘ναι καλά το κορίτσι.

Ό,τι συνέβη με τη θρυλική πια συλλογή Try a Little Sunshine, είναι κατάκτηση του Νεκτάριου Παππά (σ.σ. ο πάλαι ποτέ εγκέφαλος του δισκάδικου Vinyl Microstore και της δισκογραφικής Pop Art Records). Άκουσε, λοιπόν, το κομμάτι «Η Ιστορία τους» και παρόλο που η συλλογή θα ήταν με αγγλόφωνα σχήματα, με πήρε τηλέφωνο. Εγώ του ανέπτυξα τη θεωρία μου για τον ελληνικό στίχο, ίσως λίγο επιθετικά. Μέσα στην όλη «κλωτσιά» που με διέτρεχε τότε, του εξήγησα για ποιο λόγο δε θεωρούσα συνειδητή την κίνηση να συμπεριλάβει ένα ελληνόφωνο τραγούδι. Με το που κλείσαμε το τηλέφωνο, το είχα ήδη μετανιώσει. Σκεφτόμουν ρε συ ότι αυτό το παιδί μου μιλούσε με συγκίνηση για ένα τραγούδι μου, το διεκδικούσε με αγάπη. Τον αναζήτησα ξανά. «Αν σε συγκινεί αυτό το τραγούδι, πάρ’ το και καν’ το ό,τι θες», του είπα.

Το όποιο cult status του τραγουδιού εξηγείται πολύ απλά. Ο Νεκτάριος απλώς δεν έβαλε τα στοιχεία στο cd κι εκεί που νομίζεις ότι έχει τελειώσει η συλλογή, τσακ, ξεκινάει το hidden track, σκάει η φωνούλα και μας λέει μια ιστορία. Μια ιστορία που έχει μεγάλη βάση στην πραγματικότητα. Είναι δική μου ιστορία, όχι συλλογή από φίλους και γνωστούς. Ίσως και να έχει μεγαλύτερη βάση στην πραγματικότητα απ’ όση θα έπρεπε. Όλα καλά, τι άλλο να πούμε.

Κάποια στιγμή βαρέθηκα να με ξυπνάνε στις 6 το πρωί διάφοροι μπεκρουλιασμένοι φίλοι για να μου πουν ότι όλο το Pop τραγουδούσε μέσα στο κλάμα τους στίχους μου – έπαιζε το τραγούδι ο Δαβίδ, ένα από τα παιδιά που έβγαζαν το φανζίν Carousel. Δεν τον ήξερα τον άνθρωπο και κατέβηκα ένα βράδυ από περιέργεια για να δω ποιος είναι. Το θυμάμαι με μεγάλη συγκίνηση.

Το καλύτερο πράγμα για το συγκεκριμένο τραγούδι μου το είπε ένας πολύ φιλοσοφημένος άνθρωπος που δεν είχε μεγάλη σχέση με τη μουσική: «Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να παίζεις με τις αναμνήσει μας;» Αυτός μου επεσήμανε ότι δεν έχει Εθνική η Αμοργός, όπως λέει ένα στιχάκι. Αυτές οι ιστορίες μου φτάνουν. Ναι, θα ήταν ωραία να κάνεις 10 πράγματα και να ακουστούν λίγο μέσα στα χρόνια, παρά να κάνεις 150 και να μην ακουστούν, αλλά δεν είμαι και της φάσης να βάλω μπουζούκι μέσα για να γίνω πιο εύπεπτος, όπως μου είπαν κάποτε. 

Απ’ όσο μου λένε, περισσότερο συγκινούνται οι άντρες παρά οι γυναίκες με την «Ιστορία τους». Λογικό. Δε θυμάσαι τι είπε ο Leonard Cohen στο Hallelujah; «But you don’t really care for music, do you?» 

Η ιστορία ξετυλίγεται από τη μεριά του αρσενικού, αν και τη διηγείται γυναικεία φωνή. Και η ίδια η Αμάντα που τραγουδάει «έσπασε» στο στούντιο. Στο σημείο που λέει «ε Δημήτρη;», δεν άντεξε. Έβαλε τα κλάματα. 

Όταν το ηχογραφήσαμε, ήθελα ο κάθε μουσικός να παίζει με τον δικό του τρόπο. Ερχόσουν κι εγώ θα σου λεγα «άκουσες τι λέει εδώ; “Ο Δημήτρης έχασε τη βάση της καθημερινής του ζωής”». Αν εσύ το αισθανθείς κάπως και πρέπει εκείνη την ώρα να σχολιάσεις με μια κιθάρα ή με μια τρομπέτα, έχεις δυο μέτρα να «πεις» κάτι για να την κάνεις να γυρίσει πίσω. Κόψε το κεφάλι σου, αφού τη θες. Δεν με νοιάζει τι θα κάνεις. Είμαι σίγουρος ότι θα ταιριάζει, γιατί εσύ αυτό τον τρόπο έχεις για να τη φωνάξεις.

Το τραγούδι υπήρχε στο Youtube και δεν το ήξερα. Το είχε ανεβάσει ένας ραδιοφωνικός παραγωγός που έκανε κάποτε νυχτερινές εκπομπές στην Κοζάνη. Επικοινώνησα μαζί του ηλεκτρονικά και μου είπε ότι το εβαζε στο ράδιο από την Try a Little Sunshine, χωρίς να ξέρει ποιανού είναι. Το cult status που λέγαμε. Νομίζω είπαμε αρκετές ιστορίες πια για την ιστορία της Ελπίδας και του Δημήτρη 

Αυτή την περίοδο έχω ήδη βάλει μπροστά μια νέα κατάσταση, χωρίς να ξέρω, ούτε με νοιάζει κιόλας, πότε θα είναι έτοιμη. Το αρχικό μου πλάνο ήταν να έχει να μην έχει στίχους, ούτε ελληνικούς ούτε αγγλικούς, παρά μόνο μουσική και φωνητικά από μία σοπράνο, που δοκιμάζουμε πράγματα. Έλα μου όμως που υπάρχουν φορές που κάθομαι να γράψω μουσική, και μου βγαίνουν πάλι στίχοι. Τι να κάνω, να το αρνηθώ; 

Τελικά η συγκίνηση που νιώθεις όταν φτιάχνεις κάτι από το μηδέν, δεν περιγράφεται με λόγια. Μπορεί να το καταλάβει μόνο όποιος το κάνει, είτε είναι μουσικός, είτε ζωγράφος που φτιάχνει ένα πίνακα, είτε μαραγκός που σκαλίζει μια καρέκλα. Δεν υπάρχει σπουδαία διαφορά.


Μπορείτε να αποκτήσετε τον δίσκο Ας Γεννιόσουνα Σκύλος του Βασίλη Τσόνογλου από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων και από το βιβλιοπωλείο Τέλειος Κύκλος.
Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος