Ένα από τα πιο διάσημα μέρη του Πειραιά είναι η Τρούμπα, ο δρόμος των καμπαρέ, του πληρωμένου έρωτα, του 6ου στόλου και των κουμανταδόρων της νύχτας. Ο Βασίλης Πισιμίσης, ένας χρονοταξιδιώτης, ερευνητής ιστοριών και συλλέκτης παλιών αντικειμένων του Πειραιά, κατάφερε να βρει μαρτυρίες για το πιο έντονο μέρος του λιμανιού και να τις εκδώσει στο βιβλίο του «Βούρλα-Τρούμπα».
Η Popaganda τον συνάντησε στο «θησαυροφυλάκιό» του, εκεί που διατηρεί την ιδιαίτερη και σπάνια συλλογή του, λίγο πριν δημοσιεύσει το δεύτερο μέρος του βιβλίου του. Στο τέλος, μας «χάρισε» τη συγκινητική- και αδημοσίευτη ακόμα- μαρτυρία μιας κοπέλας από την Τρούμπα…
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά. Συλλέκτης είμαι από τότε που πήγαινα Β’ δημοτικού. Όλα ξεκίνησαν όταν ένας δάσκαλος μού μετέδωσε την αγάπη του για τη συλλογή γραμματοσήμων. Στη συνέχεια, άρχισα να συλλέγω κι άλλα αντικείμενα. Από τα πιο σπάνια αντικείμενα που έχω είναι χάρτες του Κερατσινίου από το 1936, με την ίδρυση του δήμου. Ουσιαστικά, μαζεύω πράγματα από τον ευρύτερο Πειραιά. Έχω επιστολόχαρτα και τιμολόγια – κάποια πριν από το 1900 – από τα παλιά εργοστάσια του Πειραιά, γραμμένα με πένες της εποχής.
Από τα 14 δούλεψα στο κέντρο του Πειραιά –Τσαμαδού και Γούναρη – φτιάχνοντας φύλλο και κανταΐφι σε ένα υπόγειο. Ήταν δύσκολος ο Πειραιάς τότε, ιδιαίτερα για ένα παιδί 14 χρόνων. Δεν εννοώ ότι ήταν κακόφημος, αλλά στην αγορά του Πειραιά εκείνη την εποχή, υπήρχαν τρεις εκδοχές. Είτε θα γινόσουν τσακαλάκι και θα επιβίωνες, είτε θα ήσουν χαζοβιόλης και θα σε απέλυαν, είτε θα γινόσουν «φλωράκι». Βλέπεις, πολλοί άνθρωποι της αγοράς ήταν παιδεραστές και το είχαν για καμάρι οι μαλάκες. Αρκεί να μην συνέβαινε στο παιδί τους. Όσον αφορά στην Τρούμπα, δεν είχες να φοβηθείς τίποτα. Προστάτευαν τα παιδιά και τις γυναίκες. Γυρίζοντας με καροτσάκι όλον τον Πειραιά και τις συνοικίες του, για να μεταφέρω φύλλο σε ζαχαροπλαστεία, περνούσα κι από την Τρούμπα όπου έβλεπα τις φωτογραφίες με το πρόγραμμα των καμπαρέ που έβγαζαν σε προθήκες των μαγαζιών.
Οι επίσημα δηλωμένες πόρνες της Τρούμπας ήταν περίπου πεντακόσιες, αλλά έρχονταν αρκετές επιπλέον-ακόμα και παντρεμένες- για «αρπαχτές». Όταν ερχόταν ο έκτος στόλος, έφταναν τις 2.000! Φαντάσου όμως ότι ένα μηνιάτικο τότε ήταν 2.000-2.500 δραχμές, ποσό που εκείνες έβγαζαν σε ένα εικοσιτετράωρο. Εικάζεται ότι μέχρι και γυναίκα αστυνομικού έκανε αυτή τη δουλειά. Επίσης, υπήρχαν και πολλές περιπτώσεις που σύζυγος εξωθούσε τη γυναίκα του.
Θεωρώ ότι η χειρότερη μορφή κακοποιού είναι αυτός που βγάζει τη γυναίκα για πρώτη φορά στο κλαρί. Σκαρφίζονταν διάφορα κόλπα για να τις καταφέρουν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Αντώνη του Κουτσαντώνη που ήταν ομορφόπαιδο. Είχε κάνα δυο κοπέλες σε νοικιασμένο διαμέρισμα και τους τα ‘παιρνε. Κάποτε έφτασε στη Λαμία με την κουρσάρα του όπου γνώρισε μια ευκατάστατη κοπέλα και παριστάνοντας τον γόνο πλούσιας οικογένειας, έφτασε στο σημείο να την αρραβωνιαστεί. Την έφερε στην Αθήνα και την σπίτωσε. Μετά άρχισε τις γνωστές δικαιολογίες του τύπου «χρωστάω κάτι γραμμάτια, έχω δυσκολίες κλπ». Η κοπέλα πρότεινε να ζητήσουν βοήθεια από τον πατέρα της, αλλά εκείνος αρνιόταν. Ε, μετά φώναζε κάτι παλιόγερους δήθεν για παρέα και άρχιζαν οι διαχυτικότητες «Πολύ ωραία μάτια έχεις κούκλα μου. Για πάρτη σου σχίζω και τρία γραμμάτια» κλπ. Η γυναίκα έπαιρνε θάρρος για να βοηθήσει τον αρραβωνιαστικό μέχρι που κάποια στιγμή «καθότανε». Ο ένας διαδεχόταν τον άλλον και σιγά σιγά, μέχρι να συνειδητοποιήσει η γκόμενα τι γινόταν, είχε μπλέξει. Παρόλο που μετά ήθελε να ξεφύγει, άρχιζαν οι εκβιασμοί του στυλ «Θα σε πάω στο χωριό και θα πω ότι εγώ σε είχα κυρία κι εσύ πήγες με όλους τους φίλους μου». Στο τέλος, η κοπέλα τον πυροβόλησε στο πόδι και κούτσαινε. Όταν γέρασε, έκανε διάφορα θελήματα στις πόρνες, τα πρώην θύματά του, και όλοι τον φώναζαν «Κουτσαντώνη».
Η Τρούμπα ήταν εύκολα ελεγχόμενη από την αστυνομία. Κυκλοφορούσαν λίγα ναρκωτικά, περισσότερο χασίς, εκεί στο Γιαχνί σοκάκι, πρώτος παράλληλος από τη θάλασσα, και από τη 2ας Μεραρχίας μέχρι τον Άγιο Σπυρίδωνα. Εκεί ήταν όλα τα καφενεία όπου έτρωγαν οι νταβατζήδες και οι πόρνες. Γι’ αυτό λεγόταν Γιαχνί Σοκάκι. Εκεί γινόταν και η διακίνηση των ναρκωτικών. Η χονδρική συναλλαγή γινόταν επάνω, στον Άγιο Κωνσταντίνο. Μετά τα έφερναν κάτω και τα πουλούσαν σε διπλάσια τιμή.
Σύμφωνα με στοιχεία που έχω από το 1840, τα πορνεία ήταν διάσπαρτα στην παραλία του Πειραιά, αλλά οι κάτοικοι διαμαρτύρονταν συνεχώς και ζητούσαν να φύγουν γιατί δεν μπορούσαν να «απολαύσουν τη βόλτα τους στην προκυμαία». Έτσι, αποφασίστηκε να δημιουργηθούν τα πρώτα κρατικά πορνεία- ίσως και να ‘ναι παγκόσμιο φαινόμενο- έξω από την πόλη του Πειραιά, πάνω από τη γέφυρα του Αγίου Διονυσίουστην περιοχή που τότε λεγόταν Βούρλα. Από το 1870 και για τέσσερα χρόνια έψαχναν να βρουν οικόπεδο. Τελικά, παραχώρησε ένα η οικογένεια Πιπινέλη (σ.σ. Μέλος της ήταν και ο Παναγιώτης Πιπινέλης που διετέλεσε υπηρεσιακός πρωθυπουργός το 1963). Στη συνέχεια, έψαχναν εργολάβο για το έργο, αλλά δεν δεχόταν κανείς. Κάποια στιγμή, σκέφτηκε ο δήμος να προχωρήσει το έργο, παίρνοντας δάνειο από έναν Πειραιώτη τραπεζίτη, ώσπου το ανέλαβε ο Μπόμπολας (Δεν γνωρίζουμε αν είναι της γνωστής οικογένειας). Το κτήριο είχε τρεις σειρές από 22 κάμαρες και φιλοξενούσε περίπου 70 ιερόδουλες. Βέβαια, κάτω στο λιμάνι, σε παλιόβαρκες ή σε λαμαρίνες, συνέχισαν να δουλεύουν παράνομα πόρνες του πεζοδρομίου. Η ονομασία «Βούρλα» προέκυψε από την τοποθεσία. Ήταν λιμνοθάλασσα και φύονταν βούρλα. Το ’40 με τον πόλεμο, αφού ήταν «μαντρωμένο» το κτήριο, το μετέτρεψαν σε φυλακές. Μόνο κάγκελα έβαλαν κι ήταν έτοιμο. Έτσι έφυγαν οι πόρνες από τα Βούρλα και πήγαν στην Τρούμπα όπου προϋπήρχαν τα καμπαρέ.
Οι παλιές πόρνες από τις οποίες πήρα αρκετές συνεντεύξεις για το δεύτερο βιβλίο μου, λέγανε «οι μεγαλύτεροι διώκτες μας την ημέρα, ήταν οι πιο βιτσιόζοι πελάτες μας τη νύχτα».
Η πρώτη πόρνη που γνώρισα ήταν η κυρία Γιούλα. Ένας φίλος, μου είπε ότι γνώριζε κάποια γυναίκα της Τρούμπας. Επί τρεις μήνες του ζητούσα να μεσολαβήσει για να της πάρω συνέντευξη, αλλά εκείνη είχε ενδοιασμούς. Τελικά, την έπεισε ο φίλος και πήγαμε σπίτι της. Επειδή αγαπάει το διάβασμα και είναι συνεχώς με ένα βιβλίο στο χέρι, όλοι ξέρουν ότι παλιά ήταν δασκάλα. Αφού μου είπε την ιστορία της, της πρότεινα να της πηγαίνω λίγα βασικά πράγματα (όπως ζάχαρη ή καφέ) όποτε με βγάζει ο δρόμος. Αρνήθηκε, δεν ήθελε να συναντάει κι άλλους που γνωρίζουν την ιστορία της για να μην μαθευτεί. Έλεγε χαριτολογώντας «Ξέρουν ότι είμαι παλιά δασκάλα. Δεν θέλω να μάθουν ότι είμαι παλιά πουτάνα».
Η πιο συγκινητική ιστορία είναι μία από το καινούργιο μου βιβλίο. Πρόκειται για μια πόρνη που δούλευε σε ένα «σπίτι» στον Πειραιά. Απέναντι ήταν ένα ξενοδοχείο που κάθε μέρα πήγαινε ένας σκυμμένος και ταλαιπωρημένος γερο-ναυτικός. Το δωμάτιό του που ήταν ακριβώς απέναντι από το παράθυρο της πόρνης, ήταν πάντα σκοτεινό. Μόνο η καύτρα από το τσιγάρο του φαινόταν. Η πόρνη έβλεπε από απέναντι ότι κάποιος βρισκόταν εκεί, αλλά θεώρησε ότι ήταν κάποιος ανώμαλος που έπαιρνε μάτι. Κάθε βράδυ, μέχρι να κλείσει η πόρνη, εκείνος είχε πάντα την μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Μια μέρα, για άγνωστο λόγο, ήρθε ο νταβατζής και άρχισε να την χτυπάει τόσο άσχημα, που κόντεψε να την σκοτώσει. Ξαφνικά, ήρθε ο τύπος από απέναντι και τον «καθάρισε». Ο γεράκος ήταν ο πατέρας της που τους είχε εγκαταλείψει σε μικρότερη ηλικία. Αργότερα έμαθε πού είχε καταντήσει η κόρη του, αλλά δεν είχε το θάρρος να της πει κουβέντα. Έτσι κι αλλιώς, αυτός είχε παρατήσει την οικογένειά του. Όταν έγραφα τη συγκεκριμένη ιστορία, βούρκωνα.
Πολλές γυναίκες της Τρούμπας γέννησαν παιδιά ή άλλες, κυρίως η μεγαλομαντάμες, υιοθέτησαν. Τα παιδιά σπάνια μάθαιναν για τη δουλειά της μάνας τους. Συνήθως, τα άφηναν σε θείες, γιαγιάδες και άλλους συγγενείς για να μεγαλώσουν και να πάνε σχολείο.
Σε κάποιες περιπτώσεις που τα παιδιά έμειναν μαζί με τη μάνα, ακολούθησαν κι εκείνα τον ίδιο δρόμο. Είχαν μάθει στο άφθονο χρήμα και αυτήν ήταν η μόνη δουλειά που ήξεραν και μπορούσε να τους το προσφέρει.