«Το βασίλειο των τάπερ», ένα διήγημα της Βάσιας Τζανακάρη από τη συλλογή «Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα»

Τη μάνα μου τη θάψαμε μια Τρίτη. Εγώ, ο πατέρας μου κι οι δυο αδερφές της όλοι κι όλοι πήγαμε στην κηδεία. Έκλαψα, μούλιασε το πρόσωπό μου. Άνθρωπος σαν τη μάνα μου δεν υπήρχε, όχι για μένα, για όλο τον κόσμο. Η Φωτεινή από την Αγία Ζώνη είχε βοηθήσει κόσμο και κοσμάκη. Από τη γειτονιά δεν πήγαιναν ρούχα στην ενορία, τα ’διναν στη μάνα μου κι εκείνη τα ’δινε σε όσους είχαν ανάγκη σοβαρή. Μαγείρευε για μας, μαγείρευε και για τα αδέσποτα. Μια ζωή τη θυμάμαι να γεμίζει τάπερ. Όλα μας τα παιδικά βιβλία τα ’δωσε σε νοσοκομεία κι ορφανοτροφεία. Έτρεχε και στις πορείες με το Κόμμα χρόνια αφότου ο πατέρας μου τα ’χε παρατήσει απογοητευμένος. Μήνες πριν πεθάνει, η Φωτεινή είχε μάθει το ίντερνετ. Δεν μπορούσε πια να βγει από το σπίτι και δεν ήθελε να χάνει τον παλμό, έλεγε. Μου ζήτησε να της δείξω, μες σε μια βδομάδα ξεφτέρι έγινε. Ένα ξημέρωμα την είχα πετύχει ξάγρυπνη μπροστά από τον αρχαίο υπολογιστή.

«Τι κάνεις, ρε μάνα, ξύπνια τέτοια ώρα;»

«Τίποτα, αγόρι μου». Τα μάτια της λαμπερά, σε αντίστιξη με τη μουντή νυχτικιά της και το σκοτάδι του δωματίου.

«Για να δω» είπα κι έσκυψα στην οθόνη. Ήταν η σελίδα ενός βιβλιοπωλείου με σήμα έναν τυπάκο με μούσια.

«Γράφω τη γνώμη μου» είπε.

«Τόσο καλό είναι αυτό το βιβλίο;»

«Δεν ξέρω, αγόρι μου, δεν το διάβασα. Αλλά να, ο καημένος που το ’γραψε… διάβασα μια συνέντευξη προχτές που έλεγε πως έναν χρόνο τώρα δεν είχε έσοδα και τα μάζεψε και γύρισε στο χωριό του. Τον λυπήθηκε η ψυχή μου».

Φίλησα το μαντιλοδεμένο κεφάλι της κι έπεσα για ύπνο στον καναπέ, κοντά της. Στη σκέψη ότι απλώς περιμέναμε το τέλος ένιωθα παραλυτική απόγνωση, ήθελα να βγω απ’ το δέρμα μου, να γίνω κάποιος άλλος που δεν θα ήταν αντιμέτωπος με κάτι τόσο σκληρό. Από τότε που μάθαμε ότι είχε καρκίνο μέχρι που πέθανε, οι πιο απρόσμενες αναμνήσεις στοίχειωναν τις νύχτες μου: ο έλεγχος που έκρυψε απ’ τον πατέρα μου, η πρώτη γραβάτα που μου αγόρασε, τα ιδρωμένα τάπερ που έστελνε σ’ εμένα και τη Βούλα όσο συζούσαμε, κάτι πλαστικά στρατιωτάκια αγορασμένα σε πανηγύρι, Χριστούγεννα στο νοσοκομείο με πυρετό που δεν έλεγε να πέσει. Παντού η Φωτεινή από την Αγία Ζώνη.

Ο πατέρας μου άφαντος. Δούλευε, δεν λέω· εκείνο το εργοστάσιο τον σκότωνε, αλλά κι όταν ήταν σπίτι ήταν αλλού. Ανύπαρκτος. Απόμακρος. Τηλεορασόπληκτος. Η Φωτεινή όλο τον δικαιολογούσε· εγώ όχι. Κι εκείνη δούλευε, τα χέρια της είχαν αγκυλώσει στη μηχανή, αλλά πάντα έβρισκε χρόνο και όρεξη να με ρωτήσει για το σχολείο, για το πανεπιστήμιο, για τις μικροδουλειές μου. Έραβε μέχρι που αρρώστησε. Είχε ράψει ακόμα και για τη Βούλα δυο φουστάνια καλοκαιρινά, τα οποία, τώρα που το σκέφτομαι, έπρεπε να τα ’χα πάρει πίσω όταν η αφεντιά της με παράτησε.

Παραδόξως, το πήρα ψύχραιμα. Η Φωτεινή όμως δεν μπορούσε να ησυχάσει. «Έχει άλλον, μάνα, άσ’ τη να πάει στο καλό» έλεγα όταν την έβλεπα να στεναχωριέται. Την καταλάβαινα. Πέντε χρόνια ήταν αυτά. Είχε κι ένα κουτί γεμάτο τραπεζομάντιλα, μαξιλάρια και μωρουδιακά, όλα στο χέρι, για όταν θα παντρευόμασταν. Ο πατέρας μου είπε ένα ξερό «μπα;» όταν έμαθε τα νέα και συνέχισε να βλέπει ειδήσεις. Λίγο μετά τον χωρισμό μάθαμε για την αρρώστια και την ξέχασα ολότελα τη Βούλα, την ξέχασε κι η Φωτεινή – μόνο που με έβαλε να ορκιστώ πως θα έβρισκα ένα κορίτσι να αγαπώ, πως δεν θα έμενα σαν τον κούκο.

Η μάνα μου μέχρι που πέθανε τον αγαπούσε τον πατέρα μου. Του έφτιαχνε κάθε μέρα κι άλλο φαγητό και του το ’δινε ταπεράκι στη δουλειά. Για τη μάνα μου δεν υπήρχε σπουδαιότερη απόδειξη αγάπης και φροντίδας από το τάπερ που θα σε συνόδευε παντού, δίνοντάς σου μια αίσθηση σπιτικής ασφάλειας.

Στην κηδεία ο πατέρας δεν άφησε να έρθει κόσμος. «Κηδεία είναι, δεν είναι πανηγύρι» είπε στους γείτονες. «Άμα θέλετε ελάτε να σας ψήσουμε έναν καφέ μετά». Ξέχασε μάλλον ότι στη Φωτεινή άρεσαν τα πανηγύρια. Όσην ώρα κράτησε η τελετή ο πατέρας μου είχε καρφώσει το βλέμμα στις ταφόπλακες σαν να μην πίστευε ότι ανάμεσά τους θα υπήρχε τώρα και μία με το όνομα της γυναίκας του. Φεύγοντας με είπε Αντώνη, τ’ όνομα του αδερφού του που είχε πεθάνει μικρός. Δεν έδωσα σημασία. Λίγες μέρες μετά με στείλανε φαντάρο στην Κω κι έκανα πολύ καιρό να ξαναδώ την Αθήνα.

Στις εξόδους καθόμουν στην αμμουδιά και έκανα με το βλέμμα άλματα μέχρι το πατρικό μου. Στην Κω ένιωθα ξένος αλλά και φρέσκος. Η θάλασσα ερχόταν κατά κύματα κι έπαιρνε τον πόνο μου λες κι ήταν εμπόρευμα – είχαμε κάνει καλή συμφωνία καθώς φαίνεται. Στο τέλος δεν έμεινε καθόλου πόνος μέσα μου, τον πήρε και τον εξαφάνισε, τον έκρυψε στον βυθό ή δεν ξέρω κι εγώ πού αλλού. Έμεινε μόνο μια γλύκα, η γλύκα των σπάνιων εκείνων ανθρώπων που δεν τους έκαναν κτήνη οι δυσκολίες – η εικόνα της μάνας μου και του πατέρα μου και της Μυρτώς που είχε χάσει τον πατέρα της την ίδια εποχή και την έβγαζε κι εκείνη στην αμμουδιά. Την τρίτη φορά που τη συνάντησα μου έφερε ένα τάπερ με λίγο κέικ και συγκινήθηκα. «Οι Αμερικάνοι έχουν το comfort food, εμείς έχουμε τα τάπερ» της είχα πει γελώντας όταν μου το ’δωσε.

Κάποια στιγμή ξεκίνησα να μετράω μέρες αντίστροφα. Τριάντα και μία. Είκοσι εννιά και μία. Είκοσι οχτώ και μία. Τελείωνε το κωλοφαντάρικο. Αλλά δεν γύριζα στην Αθήνα. Θα έμενα εδώ, να κάνω ιδιαί­τερα για αρχή και μετά ίσως άνοιγα κανένα φροντιστήριο μαζί με τη Μυρτώ. Δεν είχα μέρες που ᾿χα απολυθεί και μου τηλεφώνησε η κυρία Δήμητρα από την Αγία Ζώνη. Ο πατέρας μου είχε κλειδωθεί στο σπίτι μια βδομάδα τώρα και δεν έβγαινε. Γύρισα αεροπορικώς, κι ας σιχαίνομαι τα αεροπλάνα.

Ήταν παράξενο να περπατάω ξανά στη γειτονιά ξέροντας ότι εκείνη δεν ήταν εδώ. Οι δρόμοι ήταν πιο σκονισμένοι, τα σπίτια βυθισμένα στο σκοτάδι, οι γείτονες με σηκωμένα τα μαύρα πανιά. Η κυρία Δήμητρα με περίμενε στον δρόμο, ανήσυχη και περίεργη. Ανεβήκαμε μαζί τα λιγοστά σκαλιά ως το διαμέρισμά μας στον ημιώροφο και μετά την έστειλα ευγενικά στο σπίτι της στον πρώτο. Άνοιξα την πόρτα και μια μυρωδιά κλεισούρας και φαγητού με συνεπήρε. Μπήκα στο σκοτεινό χολ, κρέμασα το μπουφάν μου στον καλόγερο.

«Μπαμπά» φώναξα. «Ήρθα».

Δεν πήρα απάντηση. Ο απορροφητήρας γουργούριζε στην κουζίνα. Καθώς πλησίαζα, είδα με την άκρη του ματιού μου τα έπιπλά μας σκεπασμένα με σεντόνια, έπιπλα-φαντάσματα, αλλά συνέχισα. Στάθηκα στο κατώφλι της κουζίνας. Τα πόδια μου έτρεμαν. Κουζίνα χωρίς τη Φωτεινή δεν υπήρχε. Ένιωσα μια σουβλιά. Μάλλον εδώ τον είχε ξεβράσει όλον τον πόνο μου η θάλασσα. Είδα τον πατέρα μου σκυμμένο πάνω από μια κατσαρόλα να ανακατεύει. Άλλα δύο μικρότερα κατσαρολάκια κόχλαζαν στα μπροστινά μάτια. Μύριζε κρεμμύδι. Γύρω του δεκάδες τάπερ ανοιγμένα, γεμάτα ή μισογεμάτα, στο τραπέζι, στον πάγκο, στο πάτωμα. Το φαγητό αλλού φρέσκο, αλλού είχε πάρει να μουχλιάζει, αλλού είχε σκουληκιάσει. Τα καπάκια, μπλε, κόκκινα, κίτρινα, στοίβα δίπλα στον νεροχύτη. Κι αυτός, τσακισμένος μα ακόμα όρθιος ανάμεσά τους, φοβισμένος κι αμήχανος, σαν έκπτωτος βασιλιάς. Έβγαλε ένα κομμάτι κρέας με την κουτάλα και το ’ριξε στο άδειο τάπερ δίπλα του.

«Μπαμπά» ψέλλισα και τον πλησίασα από πίσω. «Ήρθα».

«Α, ήρθες» είπε. Οι λέξεις του ήταν κούφιες.

«Μαγείρεψες;» ρώτησα στυλώνοντας το βλέμμα σε ένα τάπερ γεμιστά που είχαν πιάσει μούχλα.

«Ναι» είπε και σταμάτησε να ανακατεύει. Τα αξύριστα μάγουλά του γυάλιζαν βρεγμένα. «Μαγείρεψα όλα αυτά και δεν ήρθε. Μια φορά είπα να τη φροντίσω κι αυτή δεν ήρθε. Μ’ άφησε μόνο μου».

Τον αγκάλιασα κι έπειτα έβγαλα δυο πιάτα από το ντουλάπι κι έκλεισα τον απορροφητήρα.

«Θα ’ρθει αργότερα. Έλα να φάμε» είπα και βάλθηκα να ξεδιαλέγω τα φαγητά, να αδειάζω το τραπέζι απ’ τα τάπερ, και να πετάω τα τάπερ στα σκουπίδια.

Το βιβλίο της Βάσιας Τζανακάρη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. 

POPAGANDA