Η πρώην σύζυγός μου είχε διοργανώσει μια συναυλία του Θεοδωράκη στο Μόναχο. Κάποια στιγμή, πήγαμε στην Γαλλία να με ακούσει και του άρεσα. Προγραμματίσαμε 40-50 συναυλίες στην Αμερική, αλλά πριν φύγουμε κάναμε μια συναυλία στο Παρίσι για τους Μαροκινούς φοιτητές. Ουσιαστικά ήταν ενάντια στον ρατσισμό της Γερμανίας απέναντι στους μετανάστες. Στο διάλειμμα αυτής της συναυλίας, της πρώτης μου με τον Μίκη, ήταν που ήρθε το μήνυμα ότι έπεσε η χούντα της Ελλάδας. Κάναμε το δεύτερο μέρος της συναυλίας με περίσσια χαρά και αμέσως μετά γυρίσαμε στην Ελλάδα.
Ο Θεοδωράκης με πήγε στη Minos EMI το ’74 και μπήκαμε στο στούντιο με δύο δίσκους του για θεατρικές παραστάσεις, τον Προδομένο Λαό και τον Εχθρό Λαό. Τότε, ζήτησα να μου γνωρίσουν τον Λοΐζο που τον θαύμαζα και τον τραγουδούσα. Αυτός ήταν ήδη στο στούντιο και έγραφε τα τραγούδια του δρόμου με τον Ρασούλη. Με ρώτησε τι θα τους έλεγα. «Ό,τι θέλετε. Ξέρω τα τραγούδια σας» του απάντησε. Τελικά, του είπα τον «Στρατιώτη» και τον «Γ’ Παγκόσμιο». Δίπλα του ήταν ο ήδη καλός του φίλος Ρασούλης που, χωρίς να τον γνωρίζω, τον άκουσα να λέει κάποια στιγμή «Μάνο, άσ’ το. Το παιδί θα πει αυτά τα τραγούδια και όχι εγώ».
Αυτή η κουλτούρα των παλιότερων, να δίνουν τόπο στα νιάτα, με επηρέασε βαθιά. Νομίζω ότι έχω το ρεκόρ σε συνεργασίες με πρωτοεμφανιζόμενους δημιουργούς. Έχω κάνει πολλές παραγωγές σε δίσκους νέων παιδιών, ενώ σε πολλούς συμμετέχω κιόλας. Κατανοώ τόσο πολύ τους νέους που θέλουν να δείξουν την δουλειά τους ώστε το θεωρώ χρέος μου πια. Γιατί ξέρω πόσο ζόρικα είναι τα πράγματα. Τα έχω περάσει κι εγώ.
Δεν ξεχνάω ότι το πρώτο μου επάγγελμα ήταν αυτό του πατέρα μου, σοβατζής στις οικοδομές, τα καλοκαίρια. Έχω κάνει και έμπορος υφασμάτων. Κατέβαζα τα τόπια και τα μέτραγα για να κόψω στους πελάτες όσο θέλανε. Έχω κάνει ηλεκτρολόγος. Επίσης, σαν μαρμαράς, έχω ανεβάσει σε πολυκατοικίες πολλούς μαρμάρινους νεροχύτες της εποχής. Έχω κάνει σχεδόν ό,τι επάγγελμα μπορείς να φανταστείς, αλλά πάντα τα καλοκαίρια.
Ποτέ στη ζωή μου δεν φώναξα ότι είμαι ροκ. Ένα τραγούδι είπα της συγχωρεμένης, της Δώρας Σιτζάνη που ήταν γυναίκα του Λοΐζου. Είναι το «Κι αν είμαι ροκ» που μου άρεσε πολύ. Ίσως από ‘κει με βάφτισαν ροκά.
Με το παρελθόν που έχω, με την ποίηση που μπήκε στη ζωή μου πριν καν κλείσω τα 14, με γονείς εργάτες και αγρότες, με τον πατέρα μου στη Μακρόνησο και με μελέτες σε διάφορα έργα όπως του Μαρξ, δεν είναι επόμενο να βρίσκομαι στην «από ‘κει πλευρά» και όχι στην «από ‘δω»; Ήταν φυσικό να καταλάβω την πάλη των τάξεων και να πάρω θέση στο πρόβλημα. Γιατί όταν δεν παίρνεις θέση στο πρόβλημα, αποτελείς ο ίδιος μέρος του. Η φωνή μου ήταν πάντα σε δράση με τραγούδια που τα πίστευα και τα αγαπούσα. Όχι για να εκπολιτίσω ή να δασκαλέψω τον κόσμο. Ήταν αποκλειστικά δική μου ανάγκη να τραγουδήσω αυτά γιατί με λύτρωναν, μου έδιναν την ισορροπία μου και έλεγα «κάτι κάνω ρε παιδί μου».
Ενημερώνομαι με πολλούς τρόπους, και τα κανάλια και από το διαδίκτυο και από τις εφημερίδες. Είναι εύκολο πλέον, με την συσσωρευμένη εμπειρία που έχω στο κεφάλι μου, να διαβάσω ακόμα και μια ξεπουλημένη φυλλάδα και να καταλάβω πού βρισκόμαστε.
Ως πατέρας πιστεύω ότι οι σημερινοί νέοι θα αντιδράσουν, δεν τους λέει τίποτα πια το παραμύθι του lifestyle που, έτσι κι αλλιώς, έχει χρόνια να ανανεωθεί. Δε θα ήθελα να φύγουν όλοι έξω, αλλά δεν μπορώ να τους κρίνω για αυτό. Είναι κι αυτός ένας αναγκαστικός τρόπος αντίδρασης. Θα το ακούσεις αυτό στο τραγούδι «Χαίρε» σε στίχους του Μπουλασίκη που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο. Σε κάποιο σημείο λέει «Χαίρε υπουργέ στα κόκκινα χαλιά σου, που μετανάστες έστειλες τα πιο καλά παιδιά σου. Χαίρε υπουργέ σκυμμένε στις Βρυξέλλες, υπτίως ασπαζόμενε ποδιές κατουρημένες». Είναι πολύ δυνατό τραγούδι.
Σε λίγες μέρες θα είμαστε με τον Θηβαίο και τον Ιωάννου στη σκηνή, σε μια παράσταση που θα σκηνοθετήσει ο Παντελής Βούλγαρης. Θα λέγεται «Εννέα και πέντε», αναφερόμενη στο τραίνο των 9:05. Η υπόθεσή της; Στη μεταπολίτευση, ένα συγκρότημα από νέα παιδιά κάνει περιοδεία και επειδή το τραίνο που ταξιδεύουν καθυστερεί, βρίσκουν ευκαιρία να κάνουν πρόβα στο κυλικείο του σταθμού. Κατά την διάρκεια της πρόβας, ακούγονται τα τραγούδια της παράστασης. Νομίζω ότι κάτι καλό έχουμε ετοιμάσει.
Στη «Σφεντόνα» λέει ένας στίχος: «Μην πάει ο νους σου στο κακό, πουλιά δεν θα χτυπήσω. Με κότσυφες και πέρδικες τι έχω να χωρίσω;». Νομίζω ότι αυτό το τραγούδι λέει πολλά. Και για μένα, γιατί είναι κατά κάποιο τρόπο αυτοβιογραφικό, αλλά και για τη γενιά μου. Ναι, θα έλεγα ότι μάλλον είναι ένα εντελώς βιογραφικό τραγούδι της γενιάς μου, μέσα από την δική μου ματιά.
Η μουσικοθεατρική παράσταση που ετοιμάζουν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Χρήστος Θηβαίος και ο Οδυσσέας Ιωάννου σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη με τίτλο «9:05» (εννέα και πέντε), ανεβαίνει στο Θέατρο Διάνα (Ιπποκράτους 7. Τηλ.: 210 3626596). Πρεμιέρα την Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.
Page: 1 2