Η Βάνου η Ρωσίδα – Του Διονύση Μαρίνου

Να το σπάσει το τρανζιστοράκι, να το σπάσει, να το πετάξει πάνω στον τοίχο, εκείνο το SANYO, δώρο χριστουγεννιάτικο της αδελφής της από την Αυστραλία, για δες τι μου έστειλε η αθεόφοβη, να το κάνει κομμάτια, θρύψαλα, ήχο άλλο να μην βγάλει, μουσική να μην στάξει στα βραχέα, στους βρόγχους, εκεί μέσα και πιο μέσα κι ο άλλος από το βάθος του εργοστασίου, ξέρεις πώς ήταν η ΚΟΠΗ εκείνα τα χρόνια, χημείο στην καρδιά, σκόνη και χημείο και ψεκάδες βρόμικης θάλασσας που έσκαγαν στα κλειστά παράθυρα, κι εκείνος ο άλλος να της κάνει τα γλυκά μάτια. Γενική Αποθήκη Υλικού Στρατού Πειραιά, από τα αξημέρωτα να ράβει χιτώνια, παντελόνια, εσωτερικές επενδύσεις για στολές παραλλαγής και όταν γυρνούσε σπίτι, είχε πέσει ήδη το πρώτο σκοτάδι στους δρόμους, ψιχαλιστό σκοτάδι, πέταγε ρούχα, παπούτσια, έλυνε τα μαλλιά, τα μάτια, άνοιγε το ραδιόφωνο, άναβε τσιγάρο: όλες οι κινήσεις με μιαν ρευστότητα, με δύναμη καμία, μόνο με μια θύμηση σώματος που κυλούσε σε μέθη. Εμείς, τα μικρά, την ξέραμε «η Ρωσίδα» με το ρο κεφαλαίο σαν κεφαλόδεσμος μουσκεμένος από λακ και σαν νερό που φύτρωνε στα τακούνια της –τακ-τακ-τακ- όταν περνούσε απέναντι στη Δαβάκη. Μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Μιλούσα συνέχεια γι’ αυτήν. Η προσήλωση του παιδιού που δεν μπορεί να ανοίξει μια πόρτα καλά κλεισμένη. Στο σχολείο με ζήλευαν γιατί έμενε από κάτω μας, αλλά που να σηκωθεί ο μίσχος ως απάνω, έβρισκε ταβάνι. Και όλο το απόγευμα να ακούμε τα τακούνια της να χορεύουν, να παλεύουν, να σείονται. Κάποια στιγμή μια κούραση τα κάρφωνε – κανένας ήχος, μόνο ένα μουρμουρητό αργοκίνητο, μηχανικό, μια ψευδαίσθηση παρουσίας ηρεμιστική. Καμιά φορά από τον φωταγωγό την ακούγαμε να σιγοντάρει το τραγούδι, με μια φωνή που την αργόπινε το κλάμα. Την είχε παρατήσει ξανά ο λεγάμενος. Κι όλο να της κάνει παρατήρηση η γειτονιά και να φωνάζει «πάλι τη Βάνου έβαλε, πάλι η Βάνου» κι εγώ να νομίζω πως τη Ρωσίδα τελικά την έλεγαν Βάνου, αλλά όταν το είπα στην μάνα μου με κοίταξε με κάτι μάτια μαύρα και σώπασα. Αλλά το τραγούδι δε σώπαινε. Ήταν λυγμός, ηχητικός δακτύλιος σαν καπνός τσιγάρου ξεριζωμένος από στόμα σκοτεινό. «Αν είναι η αγάπη αμαρτία…», κι εγώ να θέλω να ρωτήσω τη μάνα μου αν υπάρχουν και άλλες αμαρτίες που τραγουδάνε οι άνθρωποι γιατί στο σχολείο μας λένε ότι μόνο οι παπάδες πρέπει να ακούνε τις αμαρτίες μας, αλλά αυτοί δεν τραγουδάνε μόνο ψέλνουν και γιατί η αγάπη να είναι αμαρτία και γιατί αυτά τα τακούνια, εκεί που έστεκαν κλαδιά ακούνητα, ξάφνου, ένας αέρας υπόκωφος να τα σηκώνει, να τα λιανίζει, τακ-τακ-τακ, από πάνω μας, στην πλατεία όταν έβγαινε τα βράδια κρατώντας την τσάντα της σφιχτά, όλο το βιός της εκεί μέσα ή το πρωί, αξημέρωτα, μέχρι να φτάσει στη στάση για να την πάρει το υπηρεσιακό πούλμαν. Τακ-τακ-τακ.

Φωτογραφία: Πηνελόπη Γερασίμου

Γι’ αυτό, μάλλον, είναι η αγάπη αμαρτία, έλεγα μέσα μου. Μας απαγόρευαν να μιλάμε γι’ αυτήν, κι αν τη συναντούσαμε να μην της λέμε «γεια». Κανένας δεν της μιλούσε. Εκείνη έγερνε το κεφάλι, οι ξανθιές μπούκλες πήγαιναν και έρχονταν σαν κουρτινάκια κουκλοθέατρου, τα μάτια χαιρετούσαν ό,τι έβλεπαν, γκρίζα ζεστά μάτια. Πώς γίνεται αυτή η γυναίκα να έχει αμαρτίες και να τις τραγουδάει από πάνω; Η μάνα με τραβούσε από το χέρι, προλάβαινα πάντα να δω μιαν άκρη φουστανιού με κάτι χρωματιστές στάμπες από ατμό ή τα καρφιά των τακουνιών που ανέβαιναν τα σκαλιά, δεύτερος όροφος, τρίτο διαμέρισμα αριστερά, πόρτα κλειστή, πόρτα μυστηριώδης. Έμενε στο κατόπι της μια ουρά αρώματος: λεμόνι ξεθυμασμένο, αιθυλική χλιαρότητα από λακ, μια ιδέα βουτύρου που έλιωνε. Εμείς ακούγαμε μόνο δημοτικά: τα μεσημέρια της Κυριακής, τότε που έσκιαζε η φοβέρα των πιρουνιών, στο οικογενειακό τραπέζι, με το ξεκοιλιασμένο κοτόπουλο και ολόγυρα ένα νησί από πατάτες πηγμένες στο λάδι και το λεμόνι, από τα ραδιόφωνο ερχόταν κατά πάνω μας ένας βαρύς ίσκιος κλαρίνου. Το απαιτούσαν οι εποχές, εθνικοπατριωτικές, να ακούνε καλά οι γείτονες ότι είμαστε εντάξει, δεν έχουμε σκελετούς στις ντουλάπες μας. Ο πατέρας άναβε τσιγάρο, ο θείος άναβε τσιγάρο, όλο το σπίτι κάπνιζε, το ραδιόφωνο έτριζε, το κλαρίνο τσίριζε, η μάνα σερνόταν και μια φορά δεν άντεξα και είπα να βάλουμε Βάνου και όλοι με κοίταξαν με έναν τρόπο σαν να μου έστησαν ενέδρα, η έχθρα τους με τύλιξε με τρόπο σιβυλλικό, ούτε που κατάλαβα από πού μου ήρθε η σφαλιάρα. Πέρασα όλη την υπόλοιπη ημέρα στο δωμάτιό μου τιμωρία. Στο βάθος άκουγα τον ήχο του κλαρίνου να σκαρφαλώνει στους τοίχους. Δεν κράτησε πολύ: με το που ήρθαν οι πρώτες ζέστες και άνοιξαν ξανά οι μπαλκονόπορτες, ανέβηκαν προς τα πάνω ήχοι, φωνές, μουσικές αλεσμένες. Σαν να καβουρδιζόταν ξανά το σώμα της. Η γειτονιά, που όλο το χειμώνα κρυβόταν στη φωλιά της , θυμήθηκε την παρουσία της. Άγρια μάτια βγήκαν στα μπαλκόνια, της φώναζαν να χαμηλώσει τη μουσική, τίποτα όμως, πηγαίνει πάνω κάτω στο διαμέρισμα, σαν να την έβλεπες μπροστά σου, τακ-τακ-τακ, να χορεύει, να ορμάει στο σώμα της που δεν σταματούσε να την πληγώνει. Όλο το φορτίο του δέρματός της τής έβγαινε στη φωνή. Γι’ αυτό όταν τραγουδούσε, μαδούσε. Έφυγε μόνη της. Πριν προλάβουν να μαζέψουν υπογραφές ή να φωνάξουν την αστυνομία. Άκουσα τη μάνα μου που έλεγε πως θα γυρνούσε στην πατρίδα της ή μπορεί να πήγαινε στην αδελφή της στην Αυστραλία και ότι ο λεγάμενος της είπε πως θα παντρευόταν άλλη. Έφυγε και από το εργοστάσιο, έσκισε τα ρούχα της, ξέφτια πετούσαν από το μπαλκόνι της, ήχος άλλος δεν ακούστηκε. Μήτε μουσική, μήτε θρήνος. Με τη βαλίτσα στο ένα χέρι και το τρανζίστορ στο άλλο στάθηκε μπροστά στα σκουπίδια. Από πάνω της τσαμπιά τα κεφάλια την παρατηρούσαν. Μέτρησε ένα ένα τα βήματά της, κοντοστάθηκε ξανά, φούσκωσε η φούστα της, ανέμισαν τα μαλλιά της κι έτσι δίχως βάρος και αίσθηση απώλειας πέταξε το τρανζιστοράκι πάνω στις μαύρες σακούλες. Του έδωσε μια και έσπασε και έγινε κομμάτια και ούτε που γύρισε να το κοιτάξει πίσω της. Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα ακούμε πάντα δημοτικά τραγούδια, μαζευόμαστε γύρω από το φορτωμένο τραπέζι και μασουλάμε πονεμένα. Και στα άλλα σπίτια το ίδιο κάνουν. Ένα κύμα στραβού ήχου συνάζεται πάνω από τις πολυκατοικίες της γειτονιάς και υψώνεται σαν σύννεφο μαύρο έπειτα από πυρκαγιά. Τα βράδια που κλείνουν οι πόρτες και τα σώματα μαζεύονται σαν γροθιά τίποτα άλλο δεν ακούγεται. Τίποτα το ανθρώπινο, κάτι που να ανασαίνει.  

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Διονύσου Μαρίνου «Ουρανός κάτω» κυκλοφορεί από τον Εκδοτικό Οργανισμό Πάπυρο.
POPAGANDA