Δεν μεγάλωσα ακούγοντας τα τραγούδια του, αν εξαιρέσεις ότι μέχρι τελικά να μεγαλώσω πρέπει να είχα ακούσει, θέλοντας και μη, τη “Μπανιέρα” μερικές ντουζίνες φορές.
Την πρώτη φορά που άκουσα ένα δίσκο του από την αρχή ως το τέλος ήταν λίγο πριν κλείσω τα 18 και αυτός ήταν τα Μπαράκια, τον πρώτο (και μέχρι σήμερα τον πλέον οριακό) που είχε κυκλοφορήσει – τι σύμπτωση – περίπου 18 χρόνια πριν από τη δική μου ενηλικίωση.
Τώρα που έχω κλείσει τα 34 και έχω ακούσει πια αρκετές φορές τους περισσότερους δίσκους του (αν και επιστρέφω τακτικά μόνο σε δύο – τα Μπαράκια και το Βραχυκύκλωμα) ώστε να έχω προ πολλού κατανοήσει το ειδικό του βάρος ως τραγουδοποιού εφάμιλλου του Paul Simon, καθώς τον έβλεπα απέναντί μου και παρατηρούσα την πένα της κιθάρας του και ένα μονίμως αναμμένο τσιγάρο να ισορροπούν ανάμεσα στα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, υπήρξαν – χωρίς πλάκα – στιγμές που χρειάστηκε να καταβάλλω προσπάθεια για να βγάλω “από το πλάνο” τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές (μέσα από το Ρόδον, αν δεν κάνω λάθος) της ταινίας “Ο αδερφός μου κι εγώ” του Κόκκινου, στην οποία ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος προσπαθούσε να ντιλάρει τη σχέση του με τον μεγάλο και αμετανόητο ροκά αδερφό του που υποδυόταν ο Βαγγέλης Γερμανός. Εγώ βέβαια δεν είχα ποτέ μεγάλο ροκά αδερφό, είχα όμως (κι έχω ακόμη) έναν πατέρα ανάλογων προδιαγραφών στη θέση του. “Θα μπορούσατε να είστε φίλοι”, είπα μετά το τέλος της συνέντευξης. Και στους δύο.
Ένα φεγγάρι έκανα κάτι με τον Γιώργο τον Μαργαρίτη – καλός τραγουδιστής, πολύ καλός. «Έχω γραφείο…», μου λέει κάποια στιγμή. «Τι το θες;», τον ρώτησα. «Για να πουλάω τον εαυτό μου», μου είπε. Εντάξει, κάπως πρέπει να πουλήσει ο καθένας τον εαυτό του. Αλλά εγώ δεν έχω αυτή την λογική, δε μπορώ να με στήσω ως επιχείρηση.
Ξεκινάς με αγάπη, γιατί κάτι σε ερέθισε, κάτι συνέβη στη ζωή σου και πρέπει να εκφραστείς. Αυτή η ανάγκη για δημιουργικότητα, προηγείται της ανάγκης να δημιουργήσεις κάτι συγκεκριμένο. Απλώς έχεις ένα χάος στο κεφάλι σου και θέλεις να παίξεις.
Μπαίνοντας στον κόσμο που λέγεται μουσική, αν έρθει κάποια στιγμή που θα θελήσεις να αφιερωθείς σε αυτό, δηλαδή να ζήσεις κατά κάποιο τρόπο από αυτό, θα πρέπει να κάνεις μία επιλογή: παίζω για να βγάλω λεφτά ή παίζω γιατί δε μπορώ να κάνω αλλιώς και εφόσον παίζω, ας βγάλω και κάποια χρήματα για να ζήσω; Είναι μεγάλη η διαφορά. Αν θεωρήσεις ότι ο οικονομικός παράγοντας είναι ο βασικός, οπότε θα αρχίσουν να σε απασχολούν τα κασέ και να κρίνεις τα πράγματα με βάση τι πούλησαν, τότε θα έρθεις στη δυσάρεστη θέση να βάλεις την τέχνη σου, τον σκοπό τη ζωή σου, σε δεύτερη μοίρα. Θα καταντήσεις να σκέφτεσαι σαν τραπεζίτης.
Λέω καμιά φορά ότι είμαι αναρχικός, της μη βίας, όμως. Δεν έχω ανάγκη τον νόμο να μου πει τι πρέπει να κάνω. Ξέρω μέσα μου ότι δεν πρέπει να κλέψω ή να σκοτώσω.
Υπάρχουν άνθρωποι που σκέφτονται τα χρήματα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Υπάρχουν και άλλοι που σκέφτονται απολύτως καλλιτεχνικά, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι θα καταλήξουν να παίζουν με ένα τασάκι στο πεζοδρόμιο. Το βλέπουμε αυτό στη ζωή. Όμως η αξία της δουλειάς ενός ανθρώπου αφιερωμένου στην τέχνη, δεν αντιπροσωπεύεται από την οικονομική της παροχή.
Το σωστό είναι να σκέφτεσαι πρώτα από όλα για την αγάπη και τη καλλιέργεια αυτού που διάλεξες ή σε διάλεξε να υπηρετήσεις, που συγχρόνως θα σε καλλιεργήσει και εσένα σαν άνθρωπο. Και φυσικά η καλλιέργεια δεν είναι ένα πράγμα που συμβαίνει μία φορά και τέρμα. Είναι κάτι που συμβαίνει συνέχεια. Εγώ τουλάχιστον έτσι το έχω συλλάβει. Είναι μεγάλη παρηγοριά μέσα στο κεφάλι μου.
Οι αισθήσεις ξεγελάνε πολύ και τα αισθήματα και όλες αυτές οι αφηρημένες έννοιες δεν μετράνε για όλους τους ανθρώπους το ίδιο. Δε μπορεί να υπάρξει μία αντικειμενική άποψη.
Αν θεωρήσουμε ότι η ζωή είναι μία πορεία προς την αλήθεια, στη διάρκεια της οποίας κάθε βήμα συμπληρώνει το προηγούμενο ή ακόμη και το ανατρέπει, αυτό που έχει σημασία είναι το πως γίνεται όλη αυτή η διαδικασία της ανακάλυψης. Γίνεται καταναγκαστικά; Με νευρικότητα; Ή γίνεται με ένα τρόπο – όχι κατά ανάγκη ήπιο, μπορεί να είναι και εκρηκτικός- ισορροπίας με τον εαυτό σου, χωρίς να σε παίρνει από κάτω; Ή ακόμη και αν τύχει να σε πάρει από κάτω, να έχεις τη δυνατότητα να το γυρίσεις.
Μεγαλώνοντας διευρύνεται το πνεύμα σου, αλλά το σώμα σου σε εγκαταλείπει σιγά σιγά, θες, δε θες. Είναι ένας διχασμός με τον οποίο όλοι μας πρέπει να συμβιβαστούμε.
Λέω καμιά φορά ότι είμαι αναρχικός, της μη βίας, όμως. Δεν έχω ανάγκη τον νόμο να μου πει τι πρέπει να κάνω. Ξέρω μέσα μου ότι δεν πρέπει να κλέψω ή να σκοτώσω.
Ο άνθρωπος έχει πλάκα για το εξής γεγονός: αλλάζει. Εκεί που είναι μια χαρά, γίνεται χάλια. Και το ανάποδο. Αυτό είναι το ενδιαφέρον. Αυτή η εναλλαγή.
Απ’ όσο ξέρω και από ό,τι έχω ζήσει γενικά, μερικές φορές το ψέμα είναι απαραίτητο. Μερικές φορές μπορεί να ναι είναι και όμορφο. Θα έλεγα ότι η αλήθεια συμπληρώνει το ψέμα, και ανάποδα. Το ψέμα συμπληρώνει την αλήθεια κατά κάποιο τρόπο.
Η Τέχνη σου δίνει τη δυνατότητα να ζεις σε μια επινοημένη πραγματικότητα.
Όταν ψάχνεσαι να εκφραστείς, να βγάλεις από μέσα σου κάτι που σε βασανίζει, αναγκαστικά θα συναντήσεις αντιστάσεις γύρω σου. Όταν πρωτόβγαλα τραγούδια, τους είχε παραξενέψει αυτού του είδους η στιχουργική και η μουσική. Σιγά σιγά ο κόσμος το δέχτηκε και προσεταιρίστηκε αυτό το πράγμα στη πραγματικότητα τους.
Δε μου αρέσει η λέψη ψέμα. Προτιμώ την επινόηση. Λένε ότι οι μουσικοί ή οι ποιητές, ξέρω γω, ζουν στον κόσμο τους. Ισχύει σε ένα βαθμό. Γιατί επινοούν έναν κόσμο, μόνο και μόνο γιατί δεν τους φτάνει ο κόσμος που ξέρουν ότι είναι ο πραγματικός. Θέλουν να τον επεκτείνουν για να τον κάνουν πιο υποφερτό.
Δεν πρέπει να δίνουμε ηθική αξία σε αφηρημένες έννοιες.
Οι αισθήσεις ξεγελάνε πολύ και τα αισθήματα και όλες αυτές οι αφηρημένες έννοιες δεν μετράνε για όλους τους ανθρώπους το ίδιο. Δε μπορεί να υπάρξει μία αντικειμενική άποψη.
Στην Τέχνη ναι μεν βγάζεις πράγματα από μέσα σου αλλά για να σταθούν όρθια αφού τα βγάλεις πρέπει να έχουν πολύ μεγάλη σχέση με αυτό που λέμε φυσική τάξη των πραγμάτων. Η φυσική τάξη είναι ότι συνήθως πρώτα βρέχει και μετά βγάζει ήλιο και μετά ξαναβρέχει. Αυτή τη φυσική τάξη πρέπει να τη σεβαστείς. Έγώ που φτιάχνω τραγούδια πρέπει να τη σεβαστώ.
Μας λένε δημιουργούς. Σιγά τα αυγά. Και τον υδραυλικό πρέπει να τον πούμε δημιουργό. Όλα είναι δημιουργικά. Η έννοια της καλλιτεχνίας διαχωρίζει τα πράγματα στα κεφάλια των ανθρώπων. Ο καθένας έχει υλικά, τα συνδυάζει, βγάζει από μέσα του κάτι, δημιουργεί. Αλλά ουσιαστικά και εμείς τεχνίτες είμαστε, τι πάει να πει καλλιτέχνης; Θα πει κάποιος ότι στη δική μας κάστα μετράει η αισθητική, ότι μας αρέσει το ωραίο, ενώ στον υδραυλικό όχι. Λάθος. Και τον υδραυλικό τον ενδιαφέρει το ωραίο, γιατί μια καλά δημιουργημένη υδροροή μπορεί να γίνει αντίκα. Το έχουμε δει να συμβαίνει.
Σε εποχές σαν τη σημερινή, γενικότερου στριμώγματος δηλαδή, ο κόσμος νιώθει ακόμη μεγαλύτερη την ανάγκη να εφεύρει καταστάσεις και διαδικασίες που θα τον βγάλουν έστω ψυχικά από αυτό. Βέβαια, στην αρχή θα υποχωρήσει, θα πάει πίσω, θα θυμώσει, θα αρνηθεί, αλλά τελικά ή θα πάει μπροστά ή θα τελειώσει.
Δεν είναι τεράστια υποκρισία να μυξοκλαίνε διάφοροι επειδή φεύγουν οι νέοι για το εξωτερικό; Δεν βλέπουν εκείνους τους δύσμοιρους που έρχονται εδώ από τόσες άλλες χώρες; Διαφορετικοί είναι αυτοί από τους δικούς μας που πάνε έξω;
Ο Βαμβακάρης που είναι ο αρχιμάστορας του δικού μου σιναφιού, όταν δεν είχε μία γύρναγε από ταβέρνα σε ταβέρνα για να βγάζει μεροκάματο. Γιατί, είναι κακό; Εν ανάγκη θα το κάνουμε και εμείς. Η ευμάρεια, η φτώχεια, όλα αυτά είναι κύκλοι. Έρχονται, φεύγουν, ξανάρχονται, ξαναφεύγουν. Και οι περισσότεροι μουσικοί δε μάθαμε ποτέ στην ευμάρεια. Πάντα κρίση είχαμε, οπότε δε χάσαμε και τίποτα.
Μερικές φορές σκέφτομαι αν είναι ευλογία ή κατάρα που ακόμη και σήμερα ο κόσμος μιλάει για τα Μπαράκια. Δε ξέρω. Μπορεί να είναι και τα δύο. Μπορεί να είναι και κάτι παραπάνω από αυτά τα δύο. Αυτό που ξέρω είναι ότι αποφάσισα πολύ νωρίς ότι το σωστό δεν είναι ούτε να βγάζω κόπιες από τα Μπαράκια κάθε φορά, ούτε να βασιστώ στο ένδοξο παρελθόν μου. Δεν είναι αυτή η ουσία του πράγματος.
Αν βρίσκω μια διαφορά σε σχέση με το πως ήμουν πριν από 20 ή 30 χρόνια, έχει να κάνει όχι με τόσο με τα τραγούδια και την κιθάρα, όσο με την εκτίμηση μου προς τους ανθρώπους. Μεγαλώνοντας μπορώ να διακρίνω μάλλον πιο εύκολα τις προθέσεις του άλλου. Παλιότερα με απασχολούσε μόνο ό,τι είχα εγώ μέσα μου. Σιγά σιγά άρχισα να στήνω γέφυρες, με την κοινωνία και με τον κόσμο και να συνειδητοποιώ προς τα πού τραβάει κανείς και πώς να τον αξιολογήσω. Χοντρή κουβέντα να πεις ότι αξιολογείς τους άλλους, αλλά μπορώ να πω ότι η εμπειρία και τα χρόνια, αυτό σου δίνουν. Να μπορείς να καταλάβεις ακόμα και από τη φάτσα του άλλου, τι ρόλο παίζει.
Τα τραγούδια είναι δυναμικές καταστάσεις, δεν είναι σαν τα σπίτια που τα έχτισες και τέρμα. Που μετά για να τα διαφοροποιήσεις, πρέπει να τα γκρεμίσεις. Τα τραγούδια μεταλλάσσονται, αλλάζουν, εξελίσσονται. Το ένα φέρνει το άλλο. Είμαι λίγο παγανιστής, θεωρώ ότι τα τραγούδια είναι ζωντανοί οργανισμοί, έχουν τη δική τους πορεία, έχουν το δικό τους τρόπο να άλληλεπιδρούν με τον κόσμο.
Μετά από τόσα χρόνια μπορώ να πω με σιγουριά ότι άπαξ και είσαι μουσικός και παιδεύεσαι να γράψεις, αυτό που κάνεις ουσιαστικά είναι να μετατρέπεις τον εαυτό σου σε τραγούδια. Όπως κι εσύ, μέχρι να γεράσεις, θα έχεις μετατρέψει τον εαυτό σου σε λέξεις. Δε θα πάνε στο βρόντο όλα αυτά που κάνεις. Θα γίνουν ο εαυτός σου που θα έχει μετατραπεί, όλα όσα θα αφήσει πίσω του το πνεύμα σου που ξανοίγεται και το φυσικό σου σώμα που σε αφήνει σιγά σιγά.
Άλλος είναι ο Βαγγέλης των 30 και άλλος ο Βαγγέλης των 60. Αλλιώς θα παίξω τώρα ένα τραγούδι που έγραψα τότε.
Η ποικιλία γενικά στη ζωή μας είναι καλό πράγμα.
Το μυαλό κάνει κάποιες φορές κάτι τύπου δόγματα και κολλάει και σου λέει “αυτό είναι, έτσι πρέπει να το κάνεις”. Μη γίνεσαι σκλάβος του μυαλού σου. Να βγαίνεις από το μυαλό σου. Να φεύγεις.
Το βλέπουμε γύρω μας. Πόσο εύκολο είναι ένας μεγάλος άνθρωπος να είναι απογοητευμένος, και πόσο εύκολο για να έναν άνθρωπο νεαρής ηλικίας να είναι γοητευμένος. Απλά το λέω.
Μόνο αν διοχετεύσεις μια ενεργητικότητα και μια τάση που έχεις για δημιουργικότητα προς πραγματικά δημιουργικές κατευθύνσεις, θα γλιτώσεις. Γενικώς. Και πάλι, όμως, μην πέφτεις με τα μούτρα εκεί και μη νομίζεις ότι αυτό είναι το παν. Δεν είναι.
Θεωρώ τη λέξη «καριέρα» λάθος, τη θεωρώ σαν αρνητική έννοια. Η καριέρα χονδρικά σημαίνει επαγγελματική σταδιοδρομία. Στη δική μας πραγματικότητα και στους κύκλους που κινούμαι, δε λέμε ποτέ καριέρα. Όλο αυτό το πράγμα το θεώρησα και το θεωρώ σαν ένα πολύ χαρούμενο και ωραίο και ευχάριστο – αλλά και βασανιστικό ώρες ώρες- τρόπο να περάσει κανείς τη ζωή του. Τόσο απλά.
Υποθέτω ότι δε θα χαστούκιζα τον τριαντάρη Βαγγέλη αν τον έβλεπα μπροστά μου. Θα διέκρινα έναν άνθρωπο στην αρχή μιας πορείας που θα τον φέρει εδώ που είμαι.
Μια φορά, παλιά, είχα πει στον πατέρα μου ότι έβγαλα 60χιλ. δραχμές – τότε ήταν καλά λεφτά. Ξέρεις τι μου είπε; “Αγόρι μου, να παίρνεις τα πολλά. Να παίρνεις όμως και τα λίγα”.
Μεγαλώνουν ορισμένοι και προσπαθούν να φρενάρουν τον χρόνο. Μου κάνει τεμπελιά όλο αυτό. Υπάρχουν ένα σωρό άλλα πράγματα να μετατραπείς, από το να μετατρέπεσαι συνέχεια σε ένα εύηθες μειράκιον.
Δε μετανιώνω για τίποτα.
Τη Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου ο Βαγγέλης Γερμανός θα παίξει όπως του αρέσει (αυτός και η κιθάρα του) στα Κανάρια (Κεραμεικού 88 & Πλαταιών, Κεραμεικός, τηλ: 210 3425166)