«Δεν είναι τρομερό το πώς έχουν γίνει όλα τόσο βίαια γύρω μας; Είναι φορές που φοβάμαι μη το συνηθίσω» λέει η Κλέλια (Ανδριολάτου) στο τελευταίο επεισόδιο του Maestro, βάζοντας τη σκέψη πολλών από εμάς σε πρώτο πλάνο. Και δεν είναι αυτή η μοναδική στιγμή ταύτισης με τη νέα σεζόν της πολυαναμενόμενης σειράς του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, που προβάλλεται στο Mega κάθε Πέμπτη και ανέβηκε ολόκληρη στο Netflix, παράλληλα με την πρεμιέρα της στο ελληνικό κανάλι.
Ίσως ακριβώς αυτό να είναι και ο λόγος που από πέρυσι κιόλας απέκτησε τόσους φανατικούς οπαδούς. Το γεγονός δηλαδή ότι έμοιαζε σαν να μπήκε ο Χριστόφορος μέσα στο μυαλό μας και πήρε τις σκέψεις μας και τις έκανε εικόνα. Όχι μόνο τις σκέψεις μας, βέβαια, αλλά και αυτά που βιώνουμε σαν κοινωνία, αυτά που βλέπουμε γύρω μας και άλλες φορές παίρνουμε θέση και άλλες τα αποσιωπούμε.
Οκέι, ξέρω ότι πάντα οι μαγικές τοποθεσίες, οι παραμυθένιες εικόνες, ο φωτισμός, τα χρώματα, το ρομάντζο είναι τα πρώτα στοιχεία που σκέφτεται κάποιος όταν ακούει το όνομα Παπακαλιάτης, αλλά ήδη από την πρώτη σεζόν του Maestro είχαμε καταλάβει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μία σειρά σαν τις προηγούμενες που είχε παρουσιάσει. Χωρίς να λείπουν όλα αυτά τα στοιχεία που κάνουν τα μάτια μας να σπινθηρίζουν, η βίαιη πραγματικότητα ήταν διαρκώς παρούσα. Και αν νομίζατε ότι αποκλείεται να καταφέρει να σας σοκάρει περισσότερο αυτή τη φορά, με τα νέα επεισόδια, είστε πολύ γελασμένοι.
Χωρίς να κάνω σπόιλερ, θα γράψω όλα αυτά που παρατήρησα βλέποντας και τα έξι επεισόδια σε ένα βράδυ.
Είναι ξεκάθαρο από το πρώτο κιόλας επεισόδιο ότι πρωταγωνίστρια στη σειρά είναι η Γυναίκα και οι ρόλοι της ζωής της. Ο ρόλος της στην κοινωνία, στην εργασία, στην οικογένεια, στις συναναστροφές της. Ο ρόλος που θέλει να έχει, ο ρόλος που την αναγκάζουν να έχει, ο ρόλος που προσπαθεί να αποτινάξει. Όλα όσα προσπαθεί να αποδείξει, όσα προσπαθεί να κερδίσει, όσα τη βασανίζουν, όσα θρέφει (και γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό), όσα θέλει να διώξει. Η γυναίκα ερωμένη, η σύζυγος, η σύντροφος, η μητέρα, η κόρη, η αδερφή, η γιαγιά, η φίλη, η συνεργάτιδα. Και φυσικά η γυναίκα που κακοποιείται διαρκώς με διάφορους τρόπους, σωματικούς, ψυχολογικούς, ακόμα και από αυτούς που είναι υπεράνω υποψίας, και αυτό είναι ένα καμπανάκι που ο Παπακαλιάτης χτυπάει αλύπητα σε αυτή τη σειρά. Και ίσως τίποτε άλλο δεν έχει σημασία, ειδικά όταν το θέμα της γυναικοκτονίας στην Ελλάδα είναι διαρκώς ανοιχτό. Σε όλα αυτά, η Χάρις Αλεξίου, η Μαρία Καβογιάννη, η Στεφανία Γουλιώτη και η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου δίνουν ρεσιτάλ ερμηνείας και σε βάζουν βαθιά μέσα στον ψυχισμό του ρόλου τους.
Όπως και στη ζωή, έτσι και εδώ, είναι απίστευτος ο τρόπος με τον οποίο ο θύτης προσπαθεί να πείσει τους πάντες ότι είναι το θύμα. Ο χειρισμός μέσα από τις ενοχές και την επίκληση στο συναίσθημα (που ακολουθούν ύστερα από κάθε μορφή βίας που έχει λίγο πριν επιδείξει), το γεγονός ότι πιστεύει πραγματικά τα αφηγήματα που φτιάχνει για να κερδίσει αυτό που θέλει και το πόσο μπορεί όντως να θολώσει και να επηρεάσει την αντίληψη του πραγματικού θύματος.
Όχι μόνο στη σειρά αλλά και στην πραγματικότητα άλλωστε, ας μη γελιόμαστε, δεν είναι τυχαία η ατάκα της Κλέλιας στο τελευταίο επεισόδιο. Ο ζόφος υπήρχε και στον πρώτο κύκλο, απλώς τώρα όλα μοιάζουν ακόμα πιο σκοτεινά και πιο τρομακτικά, παρά το υπέροχο φως των Παξών και της Κέρκυρας. Παρ’ ότι για κάποια επεισόδια δεν συμβαίνει κάτι ανατρεπτικό, η αίσθηση ότι το κακό παραμονεύει παντού είναι έντονη διαρκώς. Και βέβαια το γεγονός ότι η σειρά επικεντρώνεται στο ψυχολογικό τραύμα, κάνει την κατάσταση ακόμα πιο βαθιά σπαρακτική. Όχι ότι δεν υπάρχουν στιγμές πιο ανάλαφρες και διασκεδαστικές, όπως η τρελή ατάκα της Καβογιάννη στην Αλεξίου: «Κι εσύ βρε Χάρις, μια φορά τραγούδησες και άδειασε όλο το νησί», αλλά αυτές έρχονται διάσπαρτα, σε στιγμές που χρειάζεται να αφήσεις την ανάσα σου να βγει από τα πνευμόνια σου.
Αναρωτιέμαι πόσοι άνθρωποι υπάρχουν που δεν κουβαλούν κάποιο τραύμα από τον πατέρα τους σε αυτή τη ζωή. Είναι τρομερός ο τρόπος, πάντως, που δίνεται αυτή η κατάσταση ανάγκης αποδοχής/μίσους που υπάρχει συχνά στις σχέσεις πατέρα-γιου αλλά και πατέρα-κόρης. Όλο το συμπλεγματικό χάος που επικρατεί στον ψυχισμό ενός απογόνου που δεν ένιωσε αποδοχή και συμπερίληψη. Από την αγάπη και την εξάρτηση, μέχρι την αποστροφή και την απομάκρυνση. Και όλα τα ενδιάμεσα συναισθήματα και κατάλοιπα.
Ένα από τα επεισόδια ονομάζεται Toxic. Το προηγούμενο Post-trauma και το επόμενο Therapy. Καθόλου τυχαία, αφού μπαίνουμε βαθιά σε ψυχικά μονοπάτια αναζητώντας μια λύτρωση σε όλα όσα μας διαλύουν. Κάπως σαν αφύπνιση για την τοξικότητα, τα μετατραυματικά σοκ και τον τρόπο που μπορούμε να τα θεραπεύσουμε. Να πω βέβαια σε αυτό το σημείο ότι υπάρχει μία σκηνή που η ζάμπλουτη Αλεξάνδρα (Στεφανία Γουλιώτη) επισκέπτεται ψυχολόγο και την πληρώνει 200 ευρώ για μία συνεδρία! Ας μην τα δουν οι δικές μας και μείνουμε χωρίς υποστήριξη βρε Χριστόφορε. Ευχαριστώ.
Στα πλούσια σπίτια δεν υπάρχει ζωή. Άδειοι χώροι, ψυχροί, επιβλητικοί, άψυχοι. Αντίθετα, στα φτωχά σπίτια όλα είναι πιο θερμά, πιο παρηγορητικά. Κάτι για το οποίο έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν ο Παπακαλιάτης, είναι ότι όλα του τα locations ήταν συνήθως σπίτια που κανείς από τον μέσο τηλεθεατή δεν μπορεί να έχει τα χρήματα για να ζήσει εκεί. Αυτό υπάρχει και εδώ, μόνο που αυτή τη φορά έχει κάποια λογική στον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να δείξει την αντίθεση του υλικού και του ψυχικού πλούτου.
Αν κάτι ξέρει να κάνει καλά ο Χριστόφορος, είναι να βρίσκει τα πιο urban στοιχεία της πόλης και να δίνει τον παλμό της νεολαίας. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ, με μπαράκια και σοκάκια στα οποία έχουν γραφτεί πολλές πραγματικές ιστορίες ξενυχτιού – και φυσικά υπέροχων μουσικών. Είναι και αυτά τα μαγικά πλάνα από τον Λυκαβηττό και το θέατρο που ανοίγει ξανά και τη Μαρίζα Ρίζου που ερμηνεύει τη Σωτηρία της Ψυχής του Κραουνάκη και της Νικολακοπούλου με τη συμφωνική, που ένα “Αχ!” θα βγει από μέσα σου. Βέβαια, ποτέ δεν λείπουν και τα χλιδάτα εστιατόρια, οι γκαλερί και οι πεζόδρομοι με τα αρχοντικά νεοκλασικά. Μην τρελαθούμε.
Υπάρχει μία σκηνή που μια γυναίκα φωνάζει βοήθεια μέσα στη νύχτα σε κεντρικό σημείο της Αθήνας, για την ακρίβεια στην οδό Χέυδεν μπροστά από το Green Park. Κανείς δεν βγαίνει σε κάποιο μπαλκόνι να δει τι συμβαίνει, κανείς δεν εμφανίζεται να βοηθήσει παρά μόνο όταν εκείνη χτυπάει με μανία τα κουδούνια μιας πολυκατοικίας. Γιατί έχουμε φτάσει σε σημείο να φοβόμαστε τόσο, που ακόμη και το να δώσουμε βοήθεια σε κάποιον άγνωστο, μας τρομάζει.
Ξέραμε ήδη από τον πρώτο κύκλο ότι ο Γιάννης Τσορτέκης είναι ηθοποιάρα με μεγάλα κοχόνες. Κάτι που το αποδεικνύει και ως φάντασμα/ερινύα σε αυτή τη σεζόν. Οπότε δεν αποτελεί έκπληξη το πόσο μισητός καταφέρνει να γίνει και πάλι. Τη φετινή έκπληξη την κάνει ο (στην πραγματικότητα υπέροχο πλάσμα) Δημήτρης Κίτσος, ο οποίος καταφέρνει με μια ήρεμη και καθόλου πομπώδη ερμηνεία να σε κάνει να θες να ρίξεις μπουνιές στην οθόνη, αφού του έχεις ρίξει αμέτρητα καντήλια (Δημήτρη σε αγαπώ, είσαι ταλεντάρα).
Ότι έχει υπέροχη φωνή αυτό το αγόρι και ότι ερμηνεύει πολύ συναισθηματικά το ξέραμε από τότε που τραγούδησε το Τυχερό Αστέρι του Κ. Βήτα. Σε αυτόν τον κύκλο δίνει τον πιο τρυφερό του εαυτό σε δύο πολύ αγαπημένα μου κομμάτια. Το No Surprises των Radiohead και το Drew των Goldfrapp (το οποίο ακουγόταν στην original εκτέλεσή του στον πρώτο κύκλο σε μια πολύ τρυφερή σκηνή ανάμεσα στον Σπύρο και τον Αντώνη). Ειδικά οι ψηλές του στο Drew με ανατρίχιασαν.
Α. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΩΣΤΟ ΝΑ ΜΕΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΕΤΟΙΟ CLIFFHANGER, κόντεψα να πάθω καρδιά το τελευταίο δευτερόλεπτο και πρέπει να περιμένω άλλον έναν χρόνο τώρα;
Β. Πάω στοίχημα πως όταν τελειώσουν όλοι αυτή τη σεζόν, θα ψάχνουν να βάλουν στο κινητό τους την Επαφή Κληρονομιάς. Το πάω και δεν λέω κάτι άλλο για να μη σποϊλάρω!