Μου πήρε κάτι παραπάνω από ότι περίμενα, αλλά τελικά το πάτησα το play. Μέχρι βέβαια να γίνει αυτό, το The Watcher είχε προλάβει να ανέβει στο νούμερο ένα του Netflix in Greece, να συνοδευτεί με τη στάμπα Real Estate Porn εντελώς δικαιολογημένα, να επαναφέρει τη Naomi Wats στην κορυφή της επικαιρότητας και να δημιουργήσει το ανάλογο buzz που συμβαδίζει με κάθε εμπορικό concept που σέβεται τον εαυτό του.
Έτσι, δυστυχώς ή ευτυχώς, είχα προλάβει να ενημερωθώ. Για την ελαφριά ζαλάδα στο μέτρο και τον ρυθμό, τα παραπατήματα στο σενάριο ενός εγωπαθούς dramatisation, την ατολμία στην σκηνοθετική γραμμή, την ανέμπνευστη και ανεκμετάλλευτη χρήση της Mia Farrow μετά από μια ανέλπιστη και ανεξήγητη επιστροφή – δώδεκα χρόνια μετά το άνευρο Dark Horse του Todd Solondz – και για το προβληματικό τέλος που μοιάζει σαν να άφησες το ψητό στον φούρνο και να εξαφανίστηκες. Αλλά και για το guilty pleasure που το τυλίγει σαν ανακόντα, την πολυχρωμία της εικόνας και την ποπ κορν διάθεση που, λίγο να το έχεις με τα ψυχολογικά και με τα θρίλερ, σε πιάνει και σε στριμώχνει ευχάριστα.
Ποιο είναι όμως το θέμα μας; Ένα παντρεμένο ζευγάρι, μαζί με τα δύο παιδιά του, μετακομίζουν στο σπίτι των ονείρων τους. Και όλα πάνε μια χαρά, ως τη στιγμή που μια σειρά από τρομακτικά γράμματα με την υπογραφή του The Watcher τρυπώνουν στο γραμματοκιβώτιο τους. Αυτό θα βάλει τον φόβο στην καθημερινότητα τους, θα αλλάξει το χαρακτήρα τους, θα φέρει τα πάνω κάτω, τα κάτω πάνω, θα διώξει την αγάπη και θα καλωσορίσει τη γκρίνια, θα γεμίζει με εμμονές και εγωισμό κάθε (πρώην) όμορφη στιγμή τους σ’ αυτό το καινούργιο (πρώην) υπέροχο σπίτι. Η υστερία, κυρίως του άντρα, που προκαλεί η αποτυχία της ανακάλυψης του μυστηριώδους άγνωστου Watcher, είναι και αυτή που θα καθοδηγήσει τις εξελίξεις. Όσο για την ανάθεση της κάποιας έρευνας σε μία ντεντέκτιβ – η Noma Dumezweni σε ερμηνεία που τη βγάζει με τη μια από το level Β της καριέρας της – λειτουργεί ως αντίβαρο σε μια ούτως η άλλως δυσλειτουργική κατάσταση.
Θεωρητικά, στο The Watcher θα βρεις όλα τα βασικά συστατικά για μια τυπική σειρά τρόμου. Μια οικογένεια, ένα μεγάλο παλιό σπίτι, μερικοί περίεργοι γείτονες, παιδιά στην εφηβεία, ο μπαμπάς που χάνει τον έλεγχο της κατάστασης, η αποξένωση, ένα αιματοβαμμένο παρελθόν, η ζηλιάρα φίλη – η Jennifer Coolidge παρακαλείται επειγόντως να αλλάξει τη φόρμα της γιατί αρχίζουμε να έχουμε πρόβλημα – και η αίσθηση πως αυτό που βλέπεις δεν είναι και ό,τι πιο αληθινό. Θεωρητικά, γιατί στην πράξη, το είπαμε, θα συμφωνήσουμε με αυτούς που έτρεξαν να σταθούν «απέναντι». Το σύστημα δεν λειτουργεί, όχι τουλάχιστον στον βαθμό που η ιστορία θα το περάσει από τη βάση.
Tο The Watcher το προσπάθησα, δεν θα το αρνηθώ. Κόντρα στις πληροφορίες που έπεσαν πάνω μου σαν χιονοστιβάδα, είχα μια περιέργως καλή διάθεση στο να το αντιμετωπίσω, παρότι, ορκισμένος αντι-φαν του Ryan Murphy. Κι ας δυσκολεύτηκα πολύ στην αρχή.
Υπάρχει ένας άτυπος νόμος στο κόσμο των σηριαλεθισμένων που λέει πως αν αφήνεις επεισόδιο «για αύριο» κάτι δεν πάει καλά, κι αν δε, το αφήνεις και «για μεθαύριο», κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Στην περίπτωση αυτή, μου πήρε δύο εβδομάδες για να φτάσω στο επεισόδιο νούμερο τέσσερα. Και ένα απόγευμα, μετά, για να φτάσω στο τέρμα. Σαν να λέμε, στο τέσσερα πιάνει φωτιά αλλά πάνω που κοιτάς τα πόδια σου που τρέχουν περισσότερο και από του The Flash, κάτι γίνεται ξάφνου και βαράς τοίχο.
Τα νεύρα μου, κάνω break και επανέρχομαι.
Κανονικά θα έπρεπε να έχω τον Ryan Murphy εικόνισμα στο προσκεφάλι. Μου πρόσφερε το πιο αγαπημένο μου πρόγραμμα σε όλα τα 00’s. To Nip/Tuck με το φημισμένο intro, ως μια αλούτερη απολαυστική κατάδυση στην κόλαση/παράδεισο της πλαστικής ομορφιάς, με τους έξι αστραφτερούς του κύκλους, συντρόφευσε την ευδαιμονία της εποχής και ανέδειξε τον υπερκαταναλωτικό αλαζόνα εφησυχασμένο εαυτό μας με τον πλέον μοδάτο και απενοχοποιημένο τρόπο. Φτου μας και πάμε παρακάτω, αφού μετά ήρθε το Glee και όλη αυτή η ανανέωση στο teen romantic social musical drama που όμοια της δεν είχε ματαδεί η παγκόσμια τηλεόραση. Έξι κύκλοι επίσης, και ο σεβασμός στη διαφορετικότητα ποτέ δεν έδειξε τόσο αληθινός και αναγκαίος όσο σε αυτό. Και μετά ο μέγας καλλιτέχνης σήκωσε φρύδι, ανέβηκε στον θρόνο και αποφάνθηκε πως η ζωή του ανήκει και πως μόνο αυτός ξέρει πώς γίνεται πια η σωστή σύγχρονη τηλεόραση.
Και κάπως έτσι ένιωσε ο Murphy το αρχηγιλίκι μέσα στο βαθύ εγώ του να ανταριάζει. Και κάπως έτσι, εκεί στα μακρινά χολιγουντιανά ξένα, αντιλλήφθηκε ευθύς τι θέλει το κοινό της κρίσης. Ένα ζαχαρωτό περιτύλιγμα σε όλα αυτά τα είδη που κατανάλωνε βυθισμένο στον οικογενειακό του καναπέ. Το The New Normal για το βασίλειο των εναλλακτικών comedy, το American Horror Story για το υπερπέραν του φανταστικού, το Scream Queens για τους καταρράχτες του Queer, το Feud ή το Halston για την αναβίωση των βιογραφιών, το Hollywood για την επισήμανση του ένδοξου παρελθόντος, το Dahmer για την ανάδειξη ενός άλλου τύπου docufiction.
Όλα τους σε περιτύλιγμα πολυτελούς συσκευασίας. Άρτια κατασκευάσματα, ταγμένα στην υπηρεσία της ανώδυνης στιγμιαίας απόλαυσης. Και για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, με δύο τρεις ωραίες εξαιρέσεις ανάμεσα τους, στις στιγμές δηλαδή που αποφάσιζε να βάλει φρένο στην υπερβολή της αναβίωσης και να ακούσει τη βαθιά ανάσα της καρδιάς του θέματος που έπιανε.
Έτσι το Pose, όπως και το Inside Look: The People v O.J Simpson- American Crime Story αναδεικνύονται ξεκάθαρα στα masterpiece της ξέφρενης πορείας του, κυρίως γιατί είναι ξεκάθαρο πως αυτό που τον ενδιαφέρει εδώ, δεν είναι πώς θα διηγηθεί την ιστορία του, αλλά τι θα κάνει ακριβώς με αυτό το «γιατί» που κρύβεται μέσα στις προθέσεις του.
Αγαπώ τη Ναόμι Γουότς. Όσο μισώ τον ατζέντη της. Στο μυαλό μου θα μπορούσε (θα έπρεπε) να έχει πολύ καλύτερη καριέρα από την κολλητή της, τη Nicole Kidman. Εκείνη η διετία εξάλλου, στις αρχές των 00s, με την τεράστια παρουσία της σε δύο ταινίες που όρισαν κάποια από τα βήματα του κινηματογράφου (το Mulholland Dr. του David Lynch και το 21 Grams του Alejandro G. Inarritu με την υποψηφιότητά για όσκαρ), μας έδειξε ένα δρόμο που ποτέ δεν ήρθε. Το πέρασμα της από το King Kong του Peter Jackson και το The Impossible του J.A. Bayona με τη δεύτερη οσκαρική της υποψηφιότητα, μόνο εξαιρέσεις τις λες, σε μια κάβα με δεκάδες μετριότητες που λίγοι παρακολούθησαν.
Στο The Watcher, η Watts, παρέα με έναν Bobby Cannavale σε θέση «θα σου κλέψω όλη τη δόξα» στο πλάι της, επανέρχεται στην πρώτη κατηγορία κι ας πατά σε αμφιλεγόμενο προϊόν. Σε ένα σεναριακό περιβάλλον γεμάτο τρύπες, με εμμονές για την ύλη και την ψεύτικη ασφάλεια, καταφέρνει να ελίσσεται ανάμεσα τους με εσωτερικότητα, coolness και άνεση. Όπως και να αγριεύει όταν χρειάζεται, σαν αιλουροειδές που κάποιος είχε την χαζή ιδέα να το κλείσει σε κλουβί. Και στο τέλος, όταν το «τρένο» σταματά χωρίς καμία προειδοποίηση στη στάση νούμερο επτά ανακοινώνοντας απλά το τέλος διαδρομής -με μια έκρηξη τηλεοπτικής δηθενιάς- η παρουσία της είναι ένα από αυτά που κρατάς.
Σαν μια υπόσχεση, έτσι όπως στρίβει με το αυτοκίνητο στο τέλος και χάνεται, πως κάποιος θα βρεθεί και πάλι να τη μαζέψει και να την επαναφέρει στον δρόμο τον καλό, τον παλιό, των late 00s, ή έστω, πως κάποιος θα προσφέρει στον Dahmer τον ατζέντη της.