Ήταν 1980 και το δυτικό βλέμμα πάνω στον εξωτισμό μιας άγνωστης -με ή χωρίς εισαγωγικά, τότε- Ιαπωνίας, μέσα από την διασκευή στο μοσχοπουλημένο μυθιστόρημα του James Clavell, Shōgun (είχε κυκλοφορήσει μόλις πέντε χρόνια πρωτύτερα), επρόκειτο να βάλει ενέχυρο όλη την προσοχή του διψασμένου για αυτό το «κάτι άλλο» τηλεοπτικού κοινού. Παγκοσμίως. Το επικυρώνω. Μία από τις πρώτες και δυνατότερες αναμνήσεις μου από την τηλεόραση των παιδικών μου χρόνων, έτσι όπως χάνονται πάντα μέσα στο χρόνο, είναι μια παραλία, κάτι τύποι με παράξενες φαλάκρες στο κεφάλι, πολλά σπαθιά στα χέρια και χλαπ ένα κεφάλι να πέφτει χωρίς προειδοποίηση, με όλη αυτή την gore διάθεση που μέχρι τότε πρόσφερε κυρίως ο κινηματογράφος. Το λες και έπος!
Το πρώτο Shōgun ήταν απλωμένο σε πέντε μόλις επεισόδια κι αν με ρωτούσες θα σου έλεγα με απόλυτη βεβαιότητα πως αυτά ήταν τουλάχιστον εκατόν εξήντα. Δεν ήταν όμως. Ο Richard Chamberlain θα κέρδιζε τη δεύτερη υποψηφιότητα του στα EMMY awards (είχε προηγηθεί το 1975 η εμβληματική του εμφάνιση ως Edmond Dantes στην τηλεταινία Ο Κόμης Μόντε Χρήστο), θα γινόταν αυτός ο σταρ για τον οποίο όλοι και όλες θα συζητούσαν και τρία χρόνια αργότερα, που θα άφηνε το μεταξένιο κιμονό για ένα καθολικό ράσο, θα γινόταν αφίσα στα εφηβικά δωμάτια και αυτοκόλλητα σε τετράδια και σχολικά θρανία – τα χαμένα στην Αυστραλέζικη ενδοχώρα Πουλιά που Πεθαίνουν Τραγουδώντας ήταν το One Day της εποχής εκείνης για να καταλάβεις και συ γιατί μιλάμε, μικρότερε αναγνώστη, και πρόσφεραν απλόχερα μια έξτρα σεβαστή περιουσία στη βιομηχανία χαρτομάντηλου.
Το Shōgun του 1980 δεν είχε μείνει όμως στην επιτυχία του δυτικού πρωταγωνιστή του. Στα Emmy είχε κερδίσει το βραβείο για την καλύτερη σειρά της χρονιάς, ενώ είχε δει -εντυπωσιακό για την εποχή του- τους τρεις βασικούς Ιάπωνες συμπρωταγωνιστές του να μπαίνουν στις υποψηφιότητες (ο Toshirô Mifune επίσης στον πρώτο αντρικό, η Yôko Shimada στον πρώτο γυναικείο και ο Yûki Meguro στον δεύτερο αντρικό). Η σειρά είχε εντυπωσιάσει και δικαίως. Η βουτιά στην φεουδαρχική Ιαπωνία του 1600 είχε όλα τα στοιχεία της σαπουνόπερας που η εποχή χρειαζόταν (ο τηλεοπτικός κόσμος δυσκολευόταν ακόμη να συνέλθει από τους οδοστρωτήρες Ντάλας και Δυναστεία), έκλεινε όμως το μάτι έξυπνα και με σεβασμό στην ιστορία ενός άλλου πλανήτη για τον οποίο οι περισσότεροι δεν ήξεραν τίποτα.
Και τα χρόνια πέρασαν. Και οι περιπέτειες του Anjin-san έγιναν ένας μύθος που οι μεγαλύτεροι διηγούνταν στους νεότερους με αφορμές ένα κομμένο κεφάλι, ένα ωραίο κιμονό ή την «εισβολή» της ιαπωνικής κουλτούρας σε όλα τα τηλεοπτικά, κινηματογραφικά, ιντερνετικά πεδία. Και ήρθε το 2018 που οι πρώτες σκέψεις έγιναν λέξεις που άρχιζαν να ψιθυρίζονται στους διαδρόμους. Ποιος θα επιθυμούσε ένα reboot, ένα remake, ένα κάτι, παρακαλώ; Κυρία, κυρία, εγώ!
Πέντε χρόνια μετά, και τα δέκα επεισόδια της σειράς έχουν ξεκινήσει ήδη το ταξίδι τους. Πέντε έχουν παιχτεί, οχτώ έχω δει εγώ (Disney + σε υπερευχαριστώ), μένουν άλλα δύο και πάνω κάτω μπορούμε να μιλήσουμε με μεγάλη σιγουριά πλέον, ειδικά τώρα που οι φήμες για τίμιο, σωστό, με σεβασμό στο βιβλίο, κλείσιμο της ιστορίας έχουν κατακλείσει κάθε γωνιά του διαδικτύου με αγάπη στα spoilers.
Η ιστορία, για να ξέρεις και με τι έχεις να κάνεις, αν είσαι καινούργιος στην παρέα, πάει κάπως έτσι: Ο λόρδος Γιόσι Τορανάγκα (o Hiroyuki Sanada των Extant και Helix, άξιος παραλήπτης του Mifune) παλεύει για τη ζωή του καθώς οι εχθροί του στο Συμβούλιο των Αντιβασιλέων συσπειρώνονται εναντίον του. Όταν ένα μυστηριώδες ευρωπαϊκό πλοίο εντοπίζεται σε ένα διπλανό ψαροχώρι, ο Άγγλος καπετάνιος του, Τζον Μπλάκθορν (ο Cosmo Jarvis δεν είναι Chamberlain και επιμένει πως δεν χρειάζεται), φέρνει μαζί του μυστικά που μπορούν να βοηθήσουν τον Τορανάγκα να ανατρέψει τις ισορροπίες της εξουσίας και να εξουδετερώσει την τρομακτική επιρροή των εχθρών του ίδιου του Μπλάκθορν, τους Ιησουίτες ιερείς και εμπόρους. Η μοίρα τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διερμηνέα τους, την Τόντα Μαρίκο (η Anna Sawai που θέλουμε να θυμόμαστε στο Pachinko και να ξεχνάμε στο Monarch: Legacy of Monsters), μια μυστηριώδη χριστιανή αριστοκράτισσα και τελευταία απόγονο μιας ατιμασμένης οικογένειας.
Το Shōgun του 2024 που οι περισσότεροι έσπευσαν να παρομοιάσουν με το Games of Thrones (τι ανάγκη κι αυτή), λόγω προφανώς της ίντριγκας που σαλεύει αχόρταγα στις φλέβες του, είναι αυτό που λέει κι ο λαός, απολαυστική, weekend τηλεόραση. Έχει γίνει δουλίτσα και φαίνεται σε κάθε πλευρά της διαδικασίας – τίποτα δεν έμεινε στην τύχη. Η πολυτέλεια στην εικόνα, η ατίθαση κάμερα που ξέρει να παίρνει στροφές όταν το χρειάζεται (η καταδίωξη των πλοίων στο επ. 3 και ο σεισμός στο επ. 5 τρανταχτά παραδείγματα), η σωστή δραματουργία στην εξέλιξη των χαρακτήρων, η ανακάλυψη νέων προσώπων (η Moeka Hoshi ως Usami Fuji στην πρώτη της «δυτική» εμφάνιση κερδίζει άνετα το βραβείο του «ποιος είναι τελικά ο καλύτερος/η όλων»), η χρήση των ιαπωνικών ως βασική γλώσσα και των αγγλικών στη θέση των πορτογαλικών (οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, μην ξεχνάμε, είναι οι αυτόχθονες Ιάπωνες, ο Άγγλος Τζον Μπλάκθορν, οι Ιησουίτες ιερείς και οι Πορτογάλοι έμποροι), η πρέπουσα και ολοκληρωμένη gore διάθεση αφού έχει να κάνει με κοινό που ξέρει και απαιτεί (το «βράσιμο» του πιο άτυχου Άγγλου στο πρώτο κι όλας επεισόδιο θα κυκλοφορεί με σιγουριά για καιρό στους εφιάλτες σου), το απαραίτητο love story, έντεχνα και ορθώς μπλεγμένο στα ήθη και τα έθιμα αυτής της ξένης εποχής χωρίς πολλά-πολλά, όλα αυτά τα στοιχεία χτίζουν την αφήγηση και μεγαλουργούν στο -βάλε μια σειρά να δούμε- αποτέλεσμα. Πανάξιο!