Στο εφηβικό μου δωμάτιο, στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι μου, κυριαρχούσε μια αφίσα των Take That. Μεγάλωσα στα 90ς. Το ξύπνημα της σεξουαλικότητάς μου συνέπεσε με την παντοδυναμία του MTV και τη σαρωτική επιτυχία ενός βρετανικού boy band που δέσποζε στα υγρά όνειρα πολλών κορασίδων. Όταν ο Robbie Williams αποχώρησε από τη μπάντα, το 1995, η έντονη κάψα είχε αρχίσει ήδη να μου περνάει. Το φόκους μου είχε μετατεθεί από τα αγόρια που χοροπηδούσαν τραγουδώντας στα μεγαλύτερα stages της Ευρώπης, στα αγόρια που τραγουδούσαν για χάρη μου στο διπλανό θρανίο. Λογικό, μεγαλώνοντας οι στόχοι μας γίνονται πιο ρεαλιστικοί.
Ο στόχος για τον έφηβο Robbie Williams δεν είμαι πολύ σίγουρη ποιος ήταν. Το ντοκιμαντέρ του Netflix που είναι αφιερωμένο στη ζωή του ξεκινάει την αφήγηση από τη στιγμή που ο 16χρονος από το Μάντσεστερ γίνεται μέλος των Take That. Δεν δίνεται η παραμικρή πληροφορία για το background του, την οικογένεια του, το κοινωνικό του στάτους πριν την ένταξη του στη μπάντα. Μαθαίνουμε μόνο ότι παρατάει το σχολείο, χωρίς να έχει αποκτήσει βασικά εφόδια, για να ξεκινήσει την καριέρα του μαζί με τους υπόλοιπους τέσσερις. Ένα αγόρι τελείως απροετοίμαστο για όσα θα ακολουθούσαν.
Ήδη από την αρχή του ντοκιμαντέρ καταλαβαίνουμε ότι όσα θα δούμε δεν συνδέονται σε κανένα επίπεδο με την κοινωνική πραγματικότητα, ούτε καν με τη βρετανική από όπου ξεπήδησε το «κακό παιδί» των Take That. Δεν συνδέονται ιδιαίτερα ούτε καν με τη μουσική πραγματικότητα, το πόσο γουστάρει τη μουσική ο Robbie, μοιάζει να είναι δευτερευούσης σημασίας. Αντιθέτως, είναι εμφανής η ανάγκη να μπει η ταμπέλα «Είμαι μουσικός, είμαι συνθέτης» που επαναλαμβάνει ο ίδιος σε παραπάνω από ένα επεισόδια. Είναι κυρίως διασκεδαστής, το ξέρει και ο ίδιος, το αντιλαμβανόμαστε όλοι μας, ειδικά αν έχουμε βρεθεί στις συναυλίες του στη Μαλακάσα ή/και στο εξωτερικό, και περάσαμε εξαιρετικά καλά.
Το ντοκιμαντέρ που φέρει το όνομά του, είναι εντελώς εστιασμένο πάνω του αλλά αυτό τελικά τον κάνει να χάνει σε γοητεία. Όταν δεν μπορείς να παρουσιάσεις ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και δημιουργεί ο κεντρικός, στην ουσία ο μόνος, χαρακτήρας σου πώς περιμένεις να τον κατανοήσεις και να συνδεθείς μαζί του;
Οι άνθρωποι στη ζωή του Robbie Williams έρχονται και φεύγουν χωρίς κανείς ποτέ να εστιάσει, επί της ουσίας, για τους λόγους που γίνεται αυτό. Ειδικά όσον αφορά την επαγγελματική αλλά και προσωπική του σχέση με τον συνθέτη Guy Chambers– που η συνεργασία τους γέννησε τις τεράστιες επιτυχίες “Angels”, “Rock DJ”, “Feel”, “Let me entertain you”, “Millenium”- παρουσιάζεται εντελώς ξεκρέμαστη η λήξη της. Από εκεί που είναι ο άνθρωπος που τον εκτίναξε δημιουργικά, τον αποκαλεί μέντορα και αδερφό μεταξύ άλλων, γίνεται –χωρίς προφανή λόγο- εκείνος που περιορίζει την καλλιτεχνική του έκφραση και ανέλιξη.
Κι ενώ ο Robbie Williams έχει όλα τα βασικά χαρακτηριστικά ενός ταλαιπωρημένου καλλιτέχνη –μακροχρόνιοι εθισμοί, κρίσεις πανικού και ακραίας αγχώδους διαταραχής, τρελά πιεστικοί ρυθμοί σε πολύ νεαρή ηλικία που καταπατούν κάθε περιθώριο ελεύθερου χρόνου και δημιουργικότητας, επιθέσεις εις βάρος του από τα άθλια βρετανικά ταμπλόιντ, παπαράτσι που τον κυνηγούν σε κάθε του βήμα- που θα τον έκαναν συμπαθή σε κάθε άνθρωπο με ενσυναίσθηση είναι ο τρόπος που παρουσιάζονται (ή που δεν παρουσιάζονται) στο ντοκιμαντέρ οι σχέσεις του με όλους τους κοντινούς του ανθρώπους που τινάζει στον αέρα τη διάθεση του θεατή να συμπάσχει μαζί του.
Ο Robbie Williams απομακρύνει τον Guy γιατί τον καταπιέζει ως προς τη δημιουργικότητά του (μετά την απομάκρυνση από το ταμείο ουδέν σπουδαίο τραγούδι προέκυψε), απομακρύνει την πρώτη του αρραβωνιαστικιά Nicole Appleton, από τις All Saints, γιατί είναι εθισμένος στο αλκοόλ, φθονεί τον Gary Barlow των Take That γιατί εκείνος προμοτάρεται περισσότερο και θέλει να τον εκδικηθεί φτιάχνοντας μια καριέρα που ο άλλος δεν θα κάνει ποτέ, χωρίζει με την Geri Halliwell, από τις Spice Girls, γιατί πιστεύει αυτόν που του λέει ότι εκείνη διαρρέει τις προσωπικές τους στιγμές στον κίτρινο Τύπο, ξαναπλησιάζει τα μέλη των Take That και μπαίνει εκ νέου στην μπάντα γιατί του προσφέρουν ένα προστατευτικό, συναισθηματικό δίχτυ που τον διευκολύνει να κάνει live shows καταπραΰνοντας τον φόβο του για νέες κρίσεις πανικού, εκδηλώνεται συναισθηματικά στη Ayda Field, τωρινή σύζυγό του, μετά από τρία χρόνια σχέσης γιατί τότε νιώθει ασφαλής.
Θα μπορούσες ίσως να του συγχωρέσεις τον εγωκεντρισμό αν σε έπειθε το ντοκιμαντέρ ότι όλα αυτά είναι αντιδράσεις και συμπεριφορές ενός φοβισμένου, ανασφαλούς ανθρώπου που επιβιώνει χάρη στην μεγάλη του αγάπη για τη μουσική και καταφέρνει να συνδεθεί με άλλους χάρη στην αποδοχή που βρίσκει στην οικογενειακή θαλπωρή. Όμως η εμμονική εστίαση αποκλειστικά στον ίδιο τον Robbie, βγάζει μια ψυχρότητα που διέπει το τελικό αποτέλεσμα. Ενώ είναι ξεκάθαρο ότι ο τύπος έχει ταλαιπωρηθεί ακραία από κρίσεις πανικού, ότι έχει διαγνωστεί με κατάθλιψη, ότι κινδύνεψε η ζωή του από την ένταση των εθισμών του η οπτική του ντοκιμαντέρ σε καθοδηγεί όχι να τον αγκαλιάσεις, αλλά να θέλεις να του πεις «φίλε σύνελθε, σταμάτα να γκρινιάζεις για το τραύμα, φέρσου καλά στον εαυτό σου και στους γύρω σου».
Μοιάζει ότι το ντοκιμαντέρ για τον Robbie να απέτυχε ακριβώς εκεί που πέτυχε το ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό για τον David Beckham. Στην περίπτωση του “Beckham” έχεις ένα ολόκληρο σύμπαν: τη σχέση με τους γονείς του, με τους προπονητές του, την παθιασμένη του αγάπη για το ποδόσφαιρο, την αλλοπρόσαλλη και τρομερά έντονη σχέση του με τους βρετανούς οπαδούς και εν γένει τη βρετανική κοινωνία και φυσικά τη σχέση του με τη Victoria, που υπάρχει στο ντοκιμαντέρ, όσο σχεδόν και ο πρωταγωνιστής του. Στο “Beckham” νιώθεις ότι κατανοείς την πορεία ενός ανθρώπου-συμβόλου μιας εποχής άρα μαζί και την εποχή του, στο “Robbie Williams” ότι οφείλεις να γοητευθείς από την λαμπερή προσωπικότητά αυτού του συμβόλου και εάν δεν συμβεί αυτό τότε κάπου φταις εσύ.
Είναι λοιπόν η οπτική της παρουσίασης που απογοητεύει και όχι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Στο κάτω κάτω, τόσο στην περίπτωση του David Beckham όσο και του Robbie Williams μόνο οι ίδιοι και οι πολύ κοντινοί τους άνθρωποι ξέρουν στα αλήθεια ποιοι είναι. Τουλάχιστον, στην περίπτωση του πρώτου, θέλαμε να έχουμε άλλα τόσα επεισόδια για να δούμε, ενώ σε εκείνη του δεύτερου αναρωτηθήκαμε αν και ο ίδιος τελικά ευχαριστήθηκε όταν το έβλεπε ή αν κατάλαβε ότι έπρεπε να λάβει την προσωπική του δυσφορία, όταν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων παρακολουθούσε το υλικό, ως σημάδι ότι αυτό το ντοκιμαντέρ καλύτερα να μη γυριζόταν ποτέ.