Αλήθεια μεγάλη. Έχει καταστραφεί κόσμος. Και έχει πέσει πολύ γιούχα. Ειδικά όταν δεν το περιμένεις. Ειδικά αν έχεις ξεκινήσει το «ταξίδι» σου περίπου αριστουργηματικά. Αλλά έχει πέσει και χειροκρότημα. Και βαθιά ανακούφιση. Όταν η ιστορία που αγάπησες για χρόνια ολοκληρώνεται με αγάπη, τρυφεράδα και δεκαπέντε αναστεναγμούς, από αυτούς που ανταριάζουν τα σωθικά. Γιατί ό,τι και να λέμε δεν υπάρχει τίποτα πιο ξεσηκωτικό από την προσμονή, την προσδοκία και τον τρόμο που αγκαλιάζει το φινάλε της αγαπημένης σου τηλεοπτικής σειράς. Δες ήδη τι γίνεται με το Succesion finale- και ας μη έχει περάσει καν 24ωρο από την προβολή του.
Γιατί τα φινάλε είναι έργα τέχνης, Ή έστω θα έπρεπε. Συνοψίζουν χρόνια αφήγησης και αρκετές φορές είναι και το πρώτο που θυμάσαι στο πέρασμα του χρόνου. Ειδικά αν σου αφήνει μια στυφή γεύση στο στόμα, σαν να πας να γευτείς την τελευταία μπουκιά ενός γκουρμεχτυπημένου πιάτου και να σου κληρώνεται ξάφνου μια γουρουνοκατσαρότριχα. Τα φινάλε είναι επίσης και αυτό που θέλει να πει ο ποιητής – και του πήρε τόσους κύκλους, σε περιπτώσεις, για να το εκφράσει. ‘Η ακόμη καλύτερα -για μένα- αυτό που δεν κατάφερε να πει, αφού μάλλον δεν το κατάλαβε ούτε ο ίδιος.
Ας θυμηθούμε όμως μερικές περιπτώσεις ξεκινώντας από το φινάλε που μας έδωσε και την αφορμή.
Το ξέραμε από την αρχή. Το ξεκαθάριζε και ο τίτλος. Όλα ήταν θέμα διαδοχής. Οι ακόλουθοι του Logan ήξεραν από την αρχή τη μοίρα τους. Απλά ήλπιζαν σε λίγο παραπάνω χρόνο, ειδικά όταν ο creator Jesse Armstrong ανακοίνωσε την ολοκλήρωση της περιπέτειας της οικογένειας Roy μόλις στον τέταρτο κύκλο. Χτες το βράδυ, Κυριακή 28/5, παρουσιάστηκε το τελευταίο επεισόδιο που αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις και την ψυχραιμία που παραδόξως δείχνουν οι περισσότεροι, στο μέλλον θα βάλει τη σειρά στο κουτάκι με τα best. Όσο για την επιλογή του «νικητή» με βρίσκει απολύτως σύμφωνο. Δεν το είδες να έρχεται από κάπου αλλού, ήταν πάντα εκεί, «τίμια» και «αποφασιστικά» μέσα στον κύκλο των «διεκδικητών». Και η επιλογή αυτή είναι τελικά που ξεδιπλώνει αντιδράσεις ικανές να μείνουν στην τηλεοπτική ιστορία ως οι «στιγμές» που θα έχεις για πάντα στη βιβλιοθήκη της μνήμης σου πάνω -πάνω και μπροστά- μπροστά. Και ναι, από μένα είναι, yes!
Θα τα βάλω και εγώ μαζί. Κι ας ανήκω σε αυτούς που θεωρούν το πρώτο έστω και οριακά πιο αγαπημένο από το δεύτερο spinoff. Ο διαφορετικός τρόπος όμως, αν και σταθερά εντελώς σαιξπηρικός, με τον οποίο ο κοινός δημιουργός επιβάλει την λύτρωση ή την τιμωρία, την δικαίωση ή την αποπομπή, την αναγνώριση ή την απόρριψη, τον θάνατο ή τη ζωή στους κεντρικούς χαρακτήρες απαιτεί αυτή την κοινή εμφάνιση ((Walter White- Bryan Cranston και Jimmy McGill -Bob Odenkirk λάμπετε αντιστοίχως). Η σεναριακή ευφυΐα του Vince Gilligan δεν δείχνει μόνο ένα καλλιτέχνη έτοιμο να διαπραγματευτεί με τους δαίμονες του ανά πάσα στιγμή αλλά και ένα άνθρωπο που αγάπησε, κατανόησε και κυρίως συγχώρησε δύο από τους πιο φανταστικούς- κυριολεκτικά και μεταφορικά- ήρωες που «χτύπησαν» ποτέ την πόρτα της τηλεοπτικής μας συνήθειας. Masterpiece ιδέας, εξέλιξης και ολοκλήρωσης και στις δυο περιπτώσεις.
Ένα ζευγάρι Ρώσσων κατασκόπων περνά όλη του τη ζωή στην Αμερική των 80ς (τι υπέροχη ατμόσφαιρα εποχής by the way, χωρίς καν να το φωνάζει) και δημιουργεί μια οικογένεια για να μπορέσει να ενσωματωθεί με ασφάλεια στον αστικό περίγυρο- κοινώς τα παιδιά χαμπάρι, ζουν κανονικά το αμέρικαν ντριμ σαν κανονικά αμερικανόπουλα. Μια ιστορία που δίνει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στους Matthew Rhys και Keri Russell να μας δείξουν πόσο απίθανοι ηθοποιοί είναι αλλά και στον creator Joseph Weisberg να βουτήξει σε ένα χαρακτηριστικό playground ανθρώπων εποχής με το κακό και το καλό να συνυπάρχουν μέσα τους, σε ίδια ένταση και παράλληλο ρυθμό. Όπως ήταν δίκαιο και αναμενόμενο (δηλαδή το θέλαμε, το θέλαμε πολύ), το σενάριο τους οδηγεί πίσω στη Μάμα Ρωσία για να τσεκάρουν ξανά τις αιτίες και τους λόγους που τους οδήγησαν σε αυτή την αδιανόητη προσφορά- και το κυριότερο, τι έχει μείνει, γι αυτούς, μετά.
Αφού έχει περάσει του λιναριού τα πάθη και έχει διαμελίσει τα θύματα του με κάθε δυνατό και αδύνατο τρόπο που μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους, ο καλύτερος serial killer άλλων serial killer που πέρασε από την αμερικανική τηλεόραση, μπήκε στο σκαφάκι του και χάθηκε μέσα σε μια (τεράστια) καταιγίδα. Θα μπορούσε να είναι ποιητικό αν δεν ήταν εντελώς ανόητο. Δεν του άξιζε. Όπως και αυτή η ξαφνική, ανέλπιστη εμφάνιση του το 2021 με ένα νέο κύκλο που μας εξηγεί για το μετά (ξυλοκόπος στον βορρά) και όλοι θα θέλαμε να ξεχάσουμε -όχι επειδή ήταν κακό αλλά επειδή ήταν εντελώς αχρείαστο.
Το πρόβλημα εδώ, γιατί μόνο πρόβλημα υπάρχει, είναι πως όλα έπρεπε να έχουν τελειώσει παλαιότερα. Και εννοώ σε προηγούμενους κύκλους. Γιατί τι να την κάνεις ξάφνου τόση χαρά και ελαφράδα, όταν έχεις φάει τόσο μούρλια σκοταδάκι, πρωτύτερα, χορταστικό και αλλοπαρμένο; Τι σώνει και καλά δικαίωση είναι αυτή στους χαρακτήρες που πλέον είχαν ξεχάσει και οι ιδιοι, ποιοι είναι και τι θέλουν εκεί; Το ορμητικό ξεχείλωμα που γέννησε η ανάγκη του να υπάρξουν κι άλλα επεισόδια καθότι το εμπορικό στα κεντρικά σβάδαζε από απανωτούς οργασμούς, έδωσε στο τελικό finale ένα σπρώξιμο σε λάθος κατεύθυνση που κανείς δεν έβλεπε να έρχεται. Ωσπου ήρθε. Και ήταν πια πολύ αργά. Αξέχαστο. Για όλους τους λάθος λόγους (α.κ.α ρίξε μπάρμπα Μάρτιν ότι άλλο θυμηθείς, εμείς θα το αγοράσουμε αμέσως).
Το ‘χω δει σε λίστες με τα καλύτερα φινάλε, το ‘χω δει και σε αυτές με τα χειρότερα. Γενικά υπάρχει ένα διχασμός, μια διαφωνία, μια μάχη. Για χρόνια ήμουν με τους δεύτερους. Όταν το ξανάπιασα πριν κάποια χρόνια άλλαξα γνώμη. Νομίζω πως ήταν καλό να μη μας το δίνουν στο πιάτο. Και να αφήνουν τη φαντασία μας να πάει όπου θέλει. Ούτως η άλλως οι θεωρίες θα έπεφταν βροχή, δεν θα το γλιτώναμε. Τουλάχιστον έγινε το πιο δίκαιο, αυτό που θα άξιζε δηλαδή να συμβεί στην καλύτερη σειρά από καταβολής κόσμου. Που ως πρώτη όλων, έδειξε πως όλα μπορούν να συμβούν και όλα μπορούν να αλλάξουν. Ακόμη και το πιο παράλογο, όπως να έρθει δηλαδή μια άλλη γενιά που όταν ακούει το Don’t Stop Believin των Journey δεν θα σκέφτεται το Sopranos αλλά το Glee.
Το πιο αγαπημένο μας γραφείο κηδειών τα πήγε υπέροχα ως το τέλος. Πολλές σειρές μετέπειτα έτρεξαν να αντιγράψουν αυτή την απίθανη flash -forward technique σκηνή, πριν πέσουν τα τελευταία credits και καλά έκαναν, καθώς οφείλουμε να αναγνωρίζουμε το «τέλειο» με κάθε τρόπο. Η σειρά που μίλησε με τον πιο ειλικρινή, σαρκαστικό, τρυφερό, αιχμηρό τρόπο για αυτό που υπάρχει εδώ σε σχέση με αυτό που υπάρχει μετά από όλα αυτά, είχε το τέλος που της άξιζε. Σπουδαίο στην περίπτωση της.
Δηλώνω αναποφάσιστος. Ξανά. Κατηγορία Sopranos. Δηλαδή με κάποιο τρόπο κάτι συμβαίνει. Που θα μπορούσε να συμβεί και κάτι άλλο. Αλλά συμβαίνει αυτό και όχι το άλλο. Όχι πως σημαίνει και κάτι αυτό από μόνο του. Αφού θα μπορούσε να συμβεί το άλλο. Γιατί το point αν δεν το κατάλαβες (πόσο πιο καθαρά να το πω) είναι πως η ζωή συνεχίζεται. Και αντί να βρεθούν οικογενειακώς στον πάτο της λίμνης- πόσο το λιγουρευόμουν- αυτοί απλά θα συνεχίσουν να κάνουν αυτό που κάνουν. Νομίζω. Αν κατάλαβα καλά! (μα την Julia Garner ρε σεις, μα την Julia Garner ρε σεις!)
Άδειαζαν φροντιστήρια, χωρίζανε ζευγάρια, γύρναγε ο κόσμος ανάποδα. Ανακαλύπταμε τι σημαίνει μυστήριο μέσα στο μυστήριο και κόντρα το μυστήριο ζήτω το μυστήριο, μαγεμένοι, αποσβολωμένοι, μαρμαρωμένοι. Όσο πιο κουλό, τόσο πιο καλό. Και όλα αυτά γιατί; Για να παρασύρεις με τη φλογέρα σου όλο τον πλανήτη στα τάρταρα της τηλεοπτικής πλάνης, παίζοντας για σκοπό το πιο κοινότυπο, ανόητο, προφανές, «άντε πάγαινε από δω» φινάλε που έχει δει/ακούσει/αισθανθεί ποτέ θεατής που προδόθηκε γιατί απλά αγάπησε. Καλά να πάθει-ουμε!