Ο Αντώνης είναι ένας φιλήσυχος, εσωστρεφής νέος άνθρωπος. Ζει με τους γονείς του, φτωχοί, μεροκαματιάρηδες, δύσκολα τα φέρνουν βόλτα, έχουν και ένα μικρό κτήμα με ελιές, ελπίζουν στο καλύτερο γι’ αυτούς και τον μονάκριβο γιο τους. Ο Αντώνης ζει για την τέχνη του, αυτή του τσαγκάρη. Τη μαθαίνει αρχικά στο πλάι του πατέρα του και αργότερα στο πλευρό του πιο άξιου μεγαλοτεχνίτη στη χώρα, που κατοικεί στην άλλη πλευρά του νησιού. Του αρέσει όμως και η λύρα – όταν σεκλετίζεται ξενυχτά μέσα στις νότες της, όταν «ευθυμεί» επιτρέπει στον εαυτό του να συμμετέχει στα πανηγύρια και όπου αλλού οι κοινωνικές παρακλήσεις τον οδηγούν. Σε μια τέτοια φωτεινή μάζωξη, θα συναντήσει την ‘Άννα και θα την ερωτευτεί. Θα τη ζητήσει σε γάμο. Η απάντηση θα είναι θετική. Και ένα μέλλον πολύχρωμο, γεμάτο έρωτα και πάθος, θα ανοίξει μπροστά τους.
Βάλε τώρα ένα «αμ δε» και προχωράμε. Στο γοητευτικό παραμύθι του Χρήστου Μπουλώτη, Η παράξενη αγάπη ενός αλόγου και μιας λεύκας (εκδ. Polaris) -τρώω και εγώ τις φλασιές μου- είναι ένα κακομούτσουνο άγριο σύννεφο που τρέχει να μπερδέψει την αγάπη και το καλό, στην περίπτωση αυτή όμως δε έχουμε απλά μπερδέματα αλλά μια μοχθηρότητα εναρμονισμένη στο άγριο περιβάλλον της δύσκολης ζωής στα Κύθηρα του 1903-1907. Ένας μεγαλομπακάλης θα τον βάλει στο μάτι, θα τον παγιδεύει και θα τον κατηγορήσει πως αποπειράθηκε να βιάσει τη γυναίκα του. Φαντάσου τώρα τη συνέχεια. Το χωριό, το νησί, δεν θέλει πολύ, από βαθιά εκτίμηση περνά εν ριπή οφθαλμού σε βαθιά αποστροφή, τα σόσιαλ της εποχής μαζεύονται στους δρόμους ανά τριάδες και παγιδεύουν με αφέλεια και καθαρή μνησικακία τις ζωές των άλλων.
Η αναλογία με το σήμερα είναι εμφανής. Τίποτα δεν αλλάζει. Οι δρόμοι, τα σοκάκια, το χωριό είναι οι σημερινοί διαδικτυακοί ιστόδρομοι. Ένα «χωριό» η ζωή, που απλά φορά μανδύες και μεταμορφώνεται. Αν θες να καταστρέψεις κάποιον, πέτα την ανόητα παρόλα σου. Είναι θέμα χρόνου (και ατυχίας του άλλου) να πιάσει. Και τότε. Και τώρα.
«Δεν είμαστε τίποτα χωρίς τον κόσμο. Όλη μου τη ζωή λογάριαζα τι θα πει, μου άρεσε δεν μου άρεσε, έκανα πάντα αυτό που έπρεπε», θα πει ο Αντώνης πριν ακόμη μια σειρά αγκάθινων γεγονότων τον οδηγήσουν στην κόλαση και σε ένα «αντανακλαστικό» μακελειό που όμοιο του δεν υπήρξε ως τότε και ούτε έχει υπάρξει από εκείνη την εποχή ως τώρα.
Όπως είπε και ο δημιουργός της σειράς (αλλά και του Έτερος Εγώ), Σωτήρης Τσαφούλιας, σε ένα press event της Cosmote TV όταν πριν κάποιες βδομάδες παρουσίασε τα δύο πρώτα επεισόδια ( μέχρι αυτή τη στιγμή έχουμε δει και άλλα δύο) , οι 17 Κλωστές δεν είναι μια σειρά για το τέρας αλλά για αυτούς που το δημιούργησαν. Αυτούς που έχτισαν τις συνθήκες που μετέτρεψαν ένα καλοσυνάτο άνθρωπο σε αιμοσταγή δολοφόνο, καθώς, όπως μαθαίνουμε και από τα επίκαιρα της εποχής, όταν στο τέλος των περιπετειών του επιστρέψει στον τόπο του, ταλαιπωρημένος, συγχυσμένος και αποφασισμένος για εκδίκηση, θα επισκεφτεί ένα άλλο χωριό με το οποίο ουδέποτε είχε σχέση, για να αφήσει εκεί την οργή του να εκτονωθεί. Μια βάπτισή που βρέθηκε απλά στο δρόμο του θα γίνει η στιγμή που θα γίνει ιστορία με τον πλέον αιματηρό τρόπο. Δεκαπέντε άτομα, μεταξύ των οποίωn δύο παιδιά και μιας έγκυος, θα χάσουν τη ζωή τους κάτω από την αγριάδα του μαχαιριού του. «Το ότι έσφαξε λάθος χωριό είναι κι αυτό επίκαιρο όσο ποτέ», θα πει ο σκηνοθέτης. «Στην Αμερική το βλέπουμε συχνά, να γίνεται bullying σε ένα παιδί και δύο χρόνια μετά να παίρνει ένα όπλο, να μπαίνει στο σχολείο και να σκοτώνει τρεις άλλες τάξεις. Σε καμία από τις περιπτώσεις δεν δικαιώνουμε την πράξη, γι’ αυτό όλη τη σεκάνς της σφαγής τη δείξαμε όσο πιο ωμά μπορούσαμε, για να φανεί η κτηνωδία της και να μην πάρουμε τη μία ή την άλλη πλευρά».
Το ειδεχθές έγκλημα τον οδηγεί στην φυλακή του Μπουρτζίου, όπου και σκοτώνει σε μια φιλονικία έναν συγκρατούμενο του. Τελικά το τέρας προϋπάρχει ή υπάρχει σε όλους μέσα μας και, αν βρει διέξοδο, δύσκολα κανείς το σταματά; «Δεν προσπαθήσαμε να δικαιώσουμε εκείνο τον άνθρωπο που πιέστηκε τόσο πολύ από το bullying, από την κακή μεταχείριση του κόσμου, ώστε να φτάσει σε αυτό το σημείο», σημείωσε ο δημιουργός της σειράς στο press event, «αυτός ο άνθρωπος και ως ιδιοσυγκρασία ήταν φοβερά εσωστρεφής, ένα ιδιαίτερο παιδί. Όταν συμπεριφέρεσαι σε κάποιον άσχημα, εκτονώνεται με κάποιον τρόπο. Αυτός ο χαρακτήρας λοιπόν μάζευε, μάζευε, μέχρι που έσκασε. Αυτό προσπαθήσαμε να περάσουμε γράφοντας το σενάριο και στη συνέχεια, ότι είχε και μια προδιάθεση, θα έλεγα, για να φτάσει στο σημείο να εκραγεί με αυτό τον τρόπο. Άρα δεν δικαιώνεται, μπορεί να τον καταλάβεις αλλά δεν τον δικαιώνεις για τους φόνους που έκανε, ανθρώπων που δεν έφταιγαν, που ήταν αθώοι. Μιλήσαμε και με συγγενικά πρόσωπα και ήταν πάρα πολύ θετικά με την προσπάθεια που κάναμε».
Μη περιμένεις να δει μια νέα Φόνισσα σε μικρή οθόνη. Το Τσιρίγο έχει διαφορετικούς χρωματισμούς από την αγριάδα της πέτρας στις γωνιές των Ιόνιων νησιών. Έχει άλλο νιώσιμο, βιώνει αλλιώς την επαφή με τους ανθρώπους του, οι στιγμές κολυμπούν διαφορετικά μέσα στο φως και αυτό, ο Claudio Bolivar, ο διευθυντής φωτογραφίας, έδειξε να το κατανοεί και να το ασπάζεται. H έξοχη παραγωγή της σειράς έχει τους πυλώνες της και ένας από αυτούς είναι η «ηλιόλουστη» φωτογραφία ακόμη και μέσα στα πιο βαθιά σκοτάδια. Αγκαλιάζει τις αιχμές, φλερτάρει με τις γωνίες, χαϊδεύει τους ανθρώπους. Έτσι, ακόμη και όταν η δυσφορία των στιγμών σε πνίγει, έχεις κάποιο αποκούμπι, ο τρόπος που η κάμερα συνομιλεί με τους ηθοποιούς λειαίνει την πτώση και κάνει την θέαση πιο «ασφαλή». Ένας δεύτερος είναι η μουσική. Δοκιμασμένος ο Μίνος Μάτσας στο παρελθόν και με σημαντικά αποτελέσματα. Από την κινηματογραφική «Ευτυχία» ως τα τηλεοπτικά «Κομάντα και Δράκοι» και «Καρποστάλ», έχει πολλές ωραίες στάσεις ο δρόμος του. Υπάρχουν εδώ σημεία -κόντρα στην κλασικότητα των μοτίβων του- που δοκιμάζει πιο ηλεκτρονικές φόρμες. Του πάνε και, το κυριότερο, ξέρει πως να τις χρησιμοποιήσει.
Και ο τρίτος είναι οι ηθοποιοί. Μια πλειάδα παλιών και νέων, που ξέρουν πως να στέκονται στην κάμερα με αλήθεια και παιδεία. Θα δώσω ένα μεγάλο χειροκρότημα στο βασικό ζευγάρι. Τον Πάνο Βλάχο (Αντώνης), που κρατά όλη τη σειρά στις πλάτες του με σιγουριά στην κίνηση και ευρηματικότητα στις εναλλαγές του χαρακτήρα, και την Ντένια Στασινοπούλου (Άννα), που αποκαλύπτει μεγάλη δυνατότητα στην ευρύτητα της έκφρασης ειδικά από τη στιγμή που το σκοτάδι πνίγει το φως στη ζωή της. Και μια ερωτική σκηνή μεταξύ τους είναι το δώρο, μια σκηνή που καλό θα ήταν να διδάσκεται σε επίδοξους κινηματογραφιστές και να αποτελεί παράδειγμα του πώς στήνονται τα «ερωτικά παιχνίδια», ειδικά σε έργα εποχής. Ο τρόπος που αγγίζονται, ο τρόπος που «συνομιλούν» με όλο τους το σώμα, περιέχει μεγάλη ευγένεια, γνώση των κανόνων της εποχής και ταυτόχρονα ρευστό ερωτισμό. Δύσκολο να επιτευχθεί, όχι αδύνατο όμως όπως βλέπουμε.
Είπε ο σκηνοθέτης για αυτή τη σκηνή: «Είναι η πρώτη ερωτική σκηνή που έχω κάνει. Δεν κάνω πράγματα αν δεν τα θέλει το έργο. Εδώ θεώρησα ότι ήταν αναγκαίο. Ήμουν έτοιμος να την πάω πολύ πιο μαζεμένα και προστατευμένα, αλλά η αγάπη των ηθοποιών για τους χαρακτήρες ήταν μεγάλη και μου το ξεκαθάρισαν πω ήταν οκ και να μην το λογοκρίνω. Κάναμε τρία μονοπλάνα. Όταν μου περιέγραψαν τα παιδιά τι θέλουν να κάνουν, είπα στον Claudio «μείνε στα πρόσωπα, μείνε στα χέρια, μείνε στα σώματα και από εκεί και πέρα βλέπουμε ό,τι πιάσεις». Είχα άγχος. Ζούμε σε δύσκολες εποχές. Δεν ξέρεις πραγματικά τι μπορεί να τραυματίσει ψυχικά έναν άνθρωπο. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να διασφαλίσεις ότι όλα θα πάνε καλά. Μπορεί να γίνει κάτι άσχημο. Αν συνειδητοποιήσω κάποια στιγμή ότι εν γνώσει μου τραυμάτισα ηθοποιό, θα σταματήσω τη σκηνοθεσία και από το θέατρο και από το σινεμά. Η δουλειά του σκηνοθέτη είναι να ερμηνεύει τις λέξεις, να διαβάζει τις ψυχές και να δημιουργεί τις συνθήκες για να είναι αυτές οι ψυχές καλά».
Την πιο έντονη «καρδούλα» όμως θα βάλω στην νούμερο ένα ερμηνεία της σειράς. Η Αθηνά Τσιλύρα κάνει απλά το αδιανόητο. Κλέβει τις σκηνές και φεύγει. Το πρόσωπο της, ο τρόπος που διαλέγει κάθε φορά να αγκαλιάσει ή να «φτύσει» τις λέξεις της είναι εθιστικός. Στον ρόλο της τραγικής κουρασμένης μάνας, που ήθελε τα καλύτερα για το μοναχοπαίδι της και βλέπει τον κόσμο της να καταρρέει πάνω του (τους), κουβαλά την ένταση και τις ρωγμές μιας γης, ενός τόπου, μιας συνθήκης που χάνεται στον χρόνο. Η προσέγγιση της -άγνωστο από που ξεπηδά- είναι θηριώδης. Και ακόμη περισσότερο, πολύτιμη σε μια τηλεοπτική χρονιά που πολλοί ξεχύθηκαν στους αγρούς ανέμελα για να μαζέψουν λουλούδια και το μόνο που βρήκαν ήταν αγριόχορτα.
Αν με βάλεις πάντως να διαλέξω ένα χαρακτηριστικό σε αυτή τη σειρά, τον καλύτερο μου δηλαδή, θα πάω αλλού. Σε αυτόν τον συναρπαστικό τρόπο που χρησιμοποιεί ο Τσαφούλιας για να σου δίνει σε κάθε επεισόδιο στοιχεία από την τελική σκηνή του φόνου. Στη αρχή ηχητικά. Και μετά οπτικά. Και καπάκι η έγνοια που έχει για τα locations του. Ειδικά αν σκεφτείς πως δεν έχει δοκιμαστεί επί της ουσίας σε ανάλογη φόρμα. Αντιμετωπίζει τα Κύθηρα ως τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, οι πολιτείες του νησιού είναι τα χωριά του, άλλα μεγαλύτερα, άλλα μικρότερα, άλλα πλούσια, αλλά φτωχικά, άλλα ηλιόλουστα, άλλα άγρια και σκοτεινά. Και όλα εμφανίζονται κυρίως μέσα από τις λέξεις και λιγότερο από τις εύστοχα «διπολικές» διαδρομές. Δεν βλέπεις ποτέ αυτά τα χωριά στην ολότητα τους πραγματικά, αλλά τα νιώθεις, είναι όλα εκεί, ανόμια μεταξύ τους, αόρατα-ορατά και σταθερά ενσωματωμένα στον ίδιο μικρόκοσμο σαν ακίνητα από καταβολής κόσμου. Και μην τρέξεις να πεις πως σε αυτό βοηθά η σεναριακή προσαρμογή της Μιρέλλας Παπαοικονόμου και της Κάτιας Κισσονέργη, που φυσικά και βοηθά, ξεκάθαρο. Ο τρόπος όμως που οι διαδρομές «ντύνονται» ή υπονοούνται ή εξηγούνται χωρίς να παρουσιάζονται, είναι απρόβλεπτος. Και έξοχα λειτουργικός.
Y.Γ. Το timing της σειράς 17 Κλωστές στα τηλεοπτικά παράθυρα είναι τουλάχιστον σουρεαλιστικό. Τη στιγμή που η ιστορία της σειράς κλείνει το μάτι στην ασφυξία που απλόχερα προσφέρει η κοινωνία στη διαφορετικότητα και στην προσπάθεια του ατόμου να υπάρξει ενάντια στις ανέντιμες και ανεπιθύμητες επιθέσεις ενός ολοκληρωτισμού ενός συστήματος συμβαίνει αυτό. Κι αυτό. Ένας ακόμη δηλαδή λόγος περισσότερο για να αγαπήσουμε τη σειρά.