Categories: FeaturedTV SHOWS

Το True Detective είναι η καλύτερη οσκαρική καμπάνια του κόσμου

Έγραφε ο Ντοστογιέφσκι, στις πρώτες σελίδες απ’ το Υπόγειο, πως «σας το ορκίζομαι κύριοι, η υπερβολική συνείδηση είναι αρρώστια, μια πραγματική, βαθιά αρρώστια», κι ο λιγομίλητος, σκυθρωπός, ακραιφνώς μηδενιστής ντετέκτιβ που υποδύεται ο Μάθιου Μακόναχι στο True Detective, είναι σα να ξεπήδησε ακριβώς μέσα απ’ αυτές τις λέξεις. Ένας άνθρωπος βασανισμένος απ’ την βαθιά συνείδηση της ασημαντότητας της ύπαρξής του στα ξεραμένα βοσκοτόπια και τις αχανείς φυτείες της Λουιζιάνα, σα σαπισμένος ως τα μέσα του, όχι απ’ την αγωνία του ανθρώπου να βρει τη θέση του μέσα στο σύμπαν, αλλά απ’ την απελπισία του ανθρώπου που τη βρήκε κι ήταν κι αυτή αμελητέα. Αλλά ας το πιάσουμε λίγο πιο ανάλαφρα.

Την ώρα που ο Μακόναχι σήκωνε τη Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία του στο Dallas Buyers Club, μια από τις πολλές στάσεις του στη διαδρομή του για το διαφαινόμενο Όσκαρ στα τέλη του Φλεβάρη, το τηλεοπτικό δίκτυο που καθόρισε την νέα εποχή της τηλεόρασης πριν από λίγα χρόνια, ντεμπουτάριζε τη νέα του μίνι σειρά. Μια μίνι σειρά στην οποία, αν το HBO δεν είχε καθορίσει την νέα εποχή της τηλεόρασης πριν από λίγα χρόνια, δεν θα είχες κανέναν λόγο να βλέπεις να πρωταγωνιστεί ο άνθρωπος που, την ίδια ώρα, σήκωνε τη Χρυσή Σφαίρα, σε μια απ’ τις πολλές στάσεις του στη διαδρομή του για το διαφαινόμενο Όσκαρ του. Πέρα απ’ το να υπογραμμίζει το προφανές του πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα στην σημασία του τηλεοπτικού προϊόντος, βέβαια, το True Detective, πάει την υπόθεση τηλεοπτική δημιουργία, μερικά βήματα παραπέρα.

Σπάζοντας την χρονική της αφήγηση στα δύο, η σειρά παρακολουθεί δυο αστυνομικούς στην εξιχνίαση ενός ειδεχθούς εγκλήματος με μυστικιστικές προεκτάσεις στις αχανείς εκτάσεις της Λουιζιάνα το 1995, παρεμβάλλοντας την εξέλιξη των ερευνών τους, σε μια άλλη έρευνα, το 2012, η οποία περιστρέφεται γύρω απ’ τους ίδιους. Απ’ τη μια ο Μάρτιν Χαρτ, ένας «κανονικός τύπος με μεγάλο πουλί», όπως αυτοσυστήνεται, ο οποίος έχει πια αποσυρθεί απ’ το σώμα κι έχει στήσει τη δική του εταιρεία σεκιουριτάδων. Κι απ’ την άλλη ο Ραστ Κόουλ, ένας τύπος απ’ αυτούς που βλέπεις στα αμερικανικά πεζοδρόμια να φοράνε ταμπέλες ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ και να φωνάζει ακατάληπτες προειδοποιήσεις για την επερχόμενη καταστροφή. Αυτές οι δυο 2012-εκδοχές των ηρώων της σειράς, είναι βέβαια διαφορετικές απ’ τις αντίστοιχες του 1995, αλλά όχι και τόσο πολύ.

Η αφηγηματική προσέγγιση, είναι το ιδιοφυές τυράκι στη φάκα της σειράς, έτσι που εντείνει το σασπένς, προσθέτοντας στο μυστήριο του εγκλήματος, αυτό του τι στο διάολο συνέβη τελικά σ’ αυτούς τους δυο ανθρώπους. Που απ’ ό,τι φαίνεται, όχι απλώς δεν κατάφεραν να φτάσουν ως το τέλος του τούνελ που ξεκίνησαν να ερευνήσουν (στο δεύτερο επεισόδιο εγείρονται σαφείς αμφιβολίες για το αν έπιασαν τελικά τον σωστό ένοχο), αλλά έφαγαν απ’ αυτήν την έρευνα το τελικό σπρώξιμο που χρειαζόντουσαν, για να προσγειωθούν ο καθένας στη λάθος πλευρά του λεπτού νήματος πάνω στο οποίο ισορροπούσαν πριν ακόμα γνωριστούν. Και δεν ισορροπούσαν και πολύ καλά, εξ αρχής.

Ο Ραστ, ο χαρακτήρας του Μακόναχι, είναι ένα σπάνιο πλάσμα για mainstream αμερικανική τηλεόραση, ακόμη και για την τηλεόραση που «δεν είναι τηλεόραση, είναι HBO». Ένας πρώην μυστικός της δίωξης ναρκωτικών, που έφυγε απ’ τη δίωξη γιατί τον κάψαν τα ναρκωτικά (κυριολεκτικά, σε σημείο που πια βλέπει οράματα, χημικά flashbacks, όπως τα λέει, απ’ τους καμένους του νευρώνες), έχασε την κόρη του από τυχαίο αυτοκινητιστικό, απώλεια που διέλυσε το γάμο του. Και βύθισε τον ίδιο τόσο βαθιά στον μηδενισμό, άδειασε τόσο το βλέμμα του απ’ οτιδήποτε άλλο εκτός από στοιχειωτική ματαιότητα, που δεν θα σου έκανε εντύπωση, αν στον ύπνο του ψιθύριζε τα mantra του Τάιλερ Ντέρντεν για το πώς «δεν είσαι μια πανέμορφη, μοναδική χιονονιφάδα, είσαι η ίδια σάπια οργανική ύλη που είναι κι όλα τ’ άλλα, κομμάτι του ίδιου σωρού από κοπρόχωμα».

Σκοτεινός και κυνικός όσο δεν πάει, δεν είναι κι ο πιο εύκολος χαρακτήρας να συμπαθήσεις, όμως απέναντί του, ο Μάρτιν του Γούντι Χάρελσον, στήνεται ως ο αντιπαθής απ’ την αρχή: ο κομπασμένος επαρχιώτης, ο αυτάρεσκος υποκριτής που έχει το θράσος να κάνει κήρυγμα για την αξία της οικογένειας, την ίδια ώρα που απατά μια γυναικάρα σαν την Μισέλ Μονάχαν, ο χαρακτήρας του Χάρελσον ζωγραφίζεται έτσι απ’ τα πρώτα δυο επεισόδια, ακριβώς για να ανεβάσει το γόητρο του Ραστ. Ο οποίος, αν μη τι άλλο, είναι απόλυτα ειλικρινής με τις ανεπάρκειες και τις αδυναμίες του, έστω κι αν έχει την τάση να τις προβάλει και σ’ όλη την υπόλοιπη ανθρωπότητα, και να μεγεθύνει τα ελαττώματα των γύρω του, για να απαλύνει τα δικά του, ως υποπροϊόντα της φώτισής του. Το οποίο είναι ένα άλλο είδος αυταρέσκειας, βέβαια.

Ο Μάρτιν τον ρωτά αν ποτέ έχει αμφιβολίες, ότι ίσως είναι κακός άνθρωπος. Ο Ραστ του απαντά πως, όχι, δεν αμφιβάλει καθόλου, είναι σίγουρος ότι είναι κακός άνθρωπος, μα οι κακοί άνθρωποι είναι χρήσιμοι στην κοινωνία, γιατί κρατάνε τους χειρότερους μακριά απ’ το κατώφλι της. Σ’ αυτήν την σύντομη στιχομυθία, συμπυκνώνεται ολόκληρη η ουσία του αντιήρωα, κι η εκρηκτική χημεία ανάμεσα στους δυο πρωταγωνιστές, αναδεικνύεται ως η πραγματική δύναμη της σειράς, με τα βλέμματά τους να ηλεκτρίζουν την οθόνη με το φορτίο ενός συννεφιασμένου ουρανού έτοιμου να εξαπολύσει την καταιγίδα της Αποκάλυψης. Ο ουρανός του True Detective, βέβαια, δεν είναι συννεφιασμένος, όμως όσο κι αν η εικόνα είναι λουσμένη στον ανελέητο ήλιο των αμερικανικών μεσοπολιτειών, η ατμόσφαιρα είναι αναμφισβήτητα και ασυμβίβαστα αυτή του φιλμ νουάρ.

Ατμοσφαιρικότητα που κρατιέται σφιχτή κι ασάλευτη, χάρη στην καινοτομία της δημιουργίας της. Αντίθετα με τη συνήθη πρακτική της αμερικανικής τιβί, όπου ο δημιουργός της σειράς μαζεύει γραφιάδες στο writing room, στους οποίους απλώνει τον σκελετό της σειράς, εκθέτει τις βασικές αρθρώσεις του, και αναθέτει στον καθένα τους να βάλει το ψαχνό, γράφοντας τα επεισόδια που αναλαμβάνει, σε αυτήν την περίπτωση, ο ανερχόμενος νουάρ νοβελίστας και σεναριογράφος Νικ Πιτσολάτο, πέρασε όλο το καλοκαίρι του 2012 κλειδωμένος σ’ ένα γκαράζ, γράφοντας όλη τη σειρά, μόνος του, απ’ την αρχή ως το τέλος. Πεντακόσιες σελίδες, σε τρεις ατέλειωτους μήνες. Κι ύστερα, ήρθε η σειρά του Κάρυ Φουκουνάγκα, βραβευμένου απ’ το Sundance σκηνοθέτη του ανατριχιαστικού Sin Nombre (2009), να αναλάβει την εικονογράφηση, από το πρώτο, ως το τελευταίο επεισόδιο της σειράς.

Η σκηνοθεσία του Φουκουνάγκα είναι ένα άλλο κεφαλαιώδες ζήτημα, με τη σειρά να είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου σε φιλμ, που είναι κάτι παραπάνω από απίθανο στην εποχή μας, και το οποίο δίνει στον δ/ντη φωτογραφίας Άνταμ Άρκαπω τη δυνατότητα να εμποτίσει την εικόνα με το μεθυστικό συναίσθημα της άρρωστης ομορφιάς του αχανή Νότου, έτσι όπως τον καδράρει ηδονοβλεπτικά ο Φουκουνάγκα, σαν να χαζεύει τα ανατριχιαστικά απομεινάρια ενός πανέμορφου πτώματος. Στις πιο ηλεκτρισμένες σκηνές του, ο Φουκουνάγκα αγγίζει την ανατριχιαστική αγριάδα ενός Μπλε Βελούδου, ενώ όταν το σενάριο του Πιτσολάτο ρίχνει τους ρυθμούς, Χάρελσον και Μακόναχι γεμίζουν τα υπομονετικά πλάνα του Φουκουνάγκα με τις εγκυμονούσες σιωπές που αναδεικνύουν ένα όραμα και μια απόδοση ενιαία κι ολοκληρωμένη, από ανθρώπους που ξέρουν από την αρχή μέχρι το τέλος από πού έρχονται και πού πάνε οι ήρωες κι οι ιστορίες τους, ποιες είναι οι λεπτές ισορροπίες τους, και τι είναι αυτό που κάνει τα γρανάζια στο μυαλό τους να γυρίζουν.

Γιατί, στα πρώτα τρία επεισόδια της σειράς τουλάχιστον, οι δυο ετούτοι αντιήρωες και οι σχέσεις μεταξύ τους, με τους οικείους τους και με τους άλλους που γνωρίζουν, είναι το πραγματικό επίκεντρο της ιστορίας, κι η εξιχνίαση του εγκλήματος, είναι στ’ αλήθεια, παράπλευρος μηχανισμός πλοκής. Το αδιόρατο νήμα που υφαίνεται κάτω απ’ την ιστορία, είναι η αιώνια διαμάχη του ανθρώπου με την εικόνα του. Η ιδέα του ανθρώπου για την ύπαρξη, η ανατριχιαστική εικόνα του φινάλε της στα τελετουργικά στησίματα των πτωμάτων, τα σκίτσα της κόρης του Μάρτιν στο σχολείο, ο ίδιος ο Μάρτιν με την εμμονή του στην εικόνα του all American νοικοκυραίου, τα κούφια μεταλλικά φιγουρίνια που χαράζει ο Ραστ απ’ τα κουτάκια μπύρας που αδειάζει μανιακά για να αντέξει να κρατά το προσωπείο του πολιτισμένου στη μούρη του, το κήρυγμα του ιεραπόστολου που ανοίγει το τρίτο επεισόδιο για το πώς «είστε ξένοι στον εαυτό σας, το πρόσωπο που φοράτε δεν είναι το δικό σας», το σημαίνον και το σημαινόμενο συνεχώς αλλάζουν θέση σε μια σειρά που φορά τη φόρμα του αστυνομικού procedural για να καλύψει το υπαρξιακό δράμα.

Το οποίο υπαρξιακό δράμα, είναι άλλωστε πάντα στην καρδιά της καλής pulp λογοτεχνίας, και δη της νουάρ, που όπως και στις υψηλότερες μορφές της (όπως αυτές ενός Ρέιμοντ Τσάντλερ, ή ενός Ντάσιελ Χάμετ), έτσι κι εδώ ισορροπεί περίτεχνα ανάμεσα στις υψηλές και τις χαμηλές απολαύσεις. Το υπαρξιακό άγχος του Ραστ, τα καυστικά τσιτάτα του και οι εύγλωττοι αφορισμοί, ισορροπούν υπέροχα τις εφηβικές αγωνίες του Μάρτιν, που σου δίνουν την ευκαιρία να δεις τα γυμνά κι αξιοθαύμαστα μαστάρια της Αλεξάντρα Νταντάριο για πρώτη φορά στην καριέρα της (και στο δεύτερο μόλις επεισόδιο της σειράς!), ακριβώς με την ίδια άνεση που ένα φευγαλέο ρατσιστικό σχόλιο του Μάρτιν μπροστά στους αφροαμερικανούς ανακριτές του, δίνει στον Χάρελσον την ευκαιρία να σκοτώσει με την ατάκα «Είστε όλο τόσο drama queens στις μέρες μας, Χριστέ μου πια!», και να σε κάνει να σαστίσεις προς στιγμήν, απορώντας μπας και σπάει πλάκα με αυτήν την έξαρση πολιτικής ορθότητας που έχει αναγάγει το 12 Χρόνια Σκλάβος σε πολιτική δήλωση στη φετινή οσκαρική κούρσα.

Γιατί, κακά τα ψέματα, το True Detective μπορεί να είναι μια εξαιρετική σειρά από μόνη της, και μια εξαιρετική στιγμή στην αμερικανική τηλεόραση, που δύσκολα θα ξεπεραστεί από κάτι άλλο στους επόμενους 11 μήνες, αλλά δεν μπορείς να την αποσυνδέσεις απ’ τον πρωταγωνιστή της, και την απίθανη δυνατότητα που του παρέχει, να μπαίνει στα σπίτια των οσκαρικών ψηφοφόρων για μια ώρα κάθε βδομάδα μέχρι τις αρχές του Μάρτη, και να τους θυμίζει πού να βάλουν το σταυρό τους.

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης