Είναι από τα έργα του Τσέχωφ που πολύ έχουμε αγαπήσει, που πολλές φορές έχουμε δει. Κυρίως οι «επαγγελματίες» θεατές. Τις «Τρεις αδελφές» του, το προτελευταίο έργο του -γράφτηκε το 1900 και πρωτοπαρουσιάστηκε στη σκηνή το 1903. Και κάθε φορά θέλουμε να δούμε τι νέο θα φέρει ο κάθε σκηνοθέτης, πώς θα προσεγγίσει τον Αντον Τσέχωφ, πώς θα συνομιλήσει μ’ αυτό το μαγικό μεταιχμιακό του σύμπαν που σκιαγραφεί με μαεστρία, πώς θα μεταφέρει την αφόρητη μελαγχολία των τριών γυναικών που είναι εγκλωβισμένες σε μια επαρχία της αχανούς Ρωσίας, το παντοτινό τους όνειρό να πάνε κάπου αλλού (στη Μόσχα, σε μια μεγάλη πόλη, σε μια διαφυγή οπωσδήποτε, στην αλλαγή που αναζητούν οι άνθρωποι), αλλά και την αφόρητη στασιμότητα της ζωής σ’ αυτή την αδιάφορη πόλη.
Αυτή τη φορά, ανέλαβε να το σκηνοθετήσει ο Δημήτρης Ξανθόπουλος στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Στην Κεντρική Σκηνή. Οπου, η Ελένη Μανωλοπούλου έστησε τους χώρους δράσης των προσώπων του έργου, ενιαία, στον ίδιο χώρο. Κι όπου σε όλη τη διάρκεια της παράστασης βρίσκονταν επί σκηνής όλοι οι ηθοποιοί. Μια τεράστια βιβλιοθήκη στο βάθος, που παραπέμπει στο διαφορετικό επίπεδο των ενοίκων του σπιτιού. Ενα τεράστιο ρολόι στην πρόσοψη της βιβλιοθήκης, (ένας ψυχαναγκασμός να σκιάζει τη σκέψη, μια σύνδεση με τις μνήμες αφού το ρολόι ανήκε στη μητέρα της οικογένειας), ένα τραπέζι μπιλιάρδου, ένα μικρό τραμπολίνο πάνω στο οποίο χοροπηδάει η Ιρίνα, η μικρότερη από τις τρεις αδελφές (Καλλιόπη Κανελλοπούλου-Στάμου). Το περίγραμμα του σπιτιού περιγράφεται σκηνικά από κάτι ακατανόητες αψίδες με δεκάδες λάμπες γύρω γύρω!!!
Προσπαθούμε να παρακολουθήσουμε την ιστορία των τριών αδελφών, του ενός αδελφού και του μικρού κύκλου τους. Δύσκολο, γιατί όλοι οι ήρωες ανακατεύονται διαρκώς, γιατί όλοι μιλούν ο ένας πάνω στον άλλον, γιατί όλοι ξεπετάγονται από τους «διαφορετικούς» χώρους του ενιαίου σκηνικού και δυσκολεύεται ο θεατής να καταλάβει ποιος ακριβώς μιλάει. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, ο νους μας πήγε στην παράσταση που μόλις το περασμένο καλοκαίρι είδαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Το ίδιο έργο, σε σκηνοθεσία του Τιμοφέι Κουλιάμπιν, με τη μεγάλη ανατροπή να παρουσιάζεται στη νοηματική γλώσσα εκείνο. Ομως, το ενιαίο σκηνικό, το χωρισμένο στα δωμάτια δράσης, η διαρκής παρουσία όλων των ηθοποιών επί σκηνής ήταν κοινά στοιχεία…
Ο ρυθμός της παράστασης του Δημήτρη Ξανθόπουλου ήταν φανερό ότι επιχείρησε να μεταφέρει την πλήξη και την ανοία της επαρχιακής πόλης και της αδιέξοδης καθημερινότητας, που ο Τσέχωφ επιχειρεί με μοναδικό τρόπο να αναδείξει μέσα από τους χαρακτήρες που επιλέγει, μόνο που πολύ γρήγορα έπληξαν και οι θεατές. Γιατί ενώ από τη μια προσπάθησε να αναπαραστήσει το βασικό στοιχείο του έργου, την πλήξη, την ανοία, το αδιέξοδο, τη ματαίωση, από την άλλη έβαλε τους ηθοποιούς τους να εκφέρουν το λόγο με τον τρόπο του σήμερα. Απόμακρα, ψυχρά, μηχανιστικά σχεδόν. Με την υστερία, τον εκνευρισμό και την επιθετικότητα του σήμερα. Και οι λέξεις που πιο συχνά πρόφεραν όλοι οι ήρωες ήταν «εξουθενωμένη/ος», «εξαντλημένη/ος», «βαρέθηκα»! Με βαρετή επαναληπτικότητα. Συνέβαλε σ’ αυτό η μετάφραση που υπογράφουν ο σκηνοθέτης με τον Αλέξη Καλοφωλιά. Από εκείνο το σημείο ξεκινά σχεδόν το γκρέμισμα του τσεχωφικού κόσμου. Κι από το κάστινγκ ασφαλώς. Επιλογή του σκηνοθέτη κι αυτό. Με άνισους ηθοποιούς, δόκιμους και πρωτόπειρους. Που δεν λειτούργησαν, δεν συν-λειτούργησαν.
Είδαμε μιαν αδιάφορη, σχεδόν ανύπαρκτη Ολγα (Μαντώ Γιαννίκου), που είναι η μεγάλη αδελφή και παίζει το ρόλο της ψύχραιμης φωνής στην οικογένεια, μιαν Ιρίνα που πολύ προσπάθησε αλλά την πρόδωσε η απειρία της (Καλλιόπη Κανελλοπούλου-Στάμου), και χοροπηδούσε απλώς πάνω στο μικρό τραμπολίνο ή φώναζε αδέξια, και μια Μάσα που ξεχώρισε αισθητά (Αγγελική Παπαθεμελή). Ηταν η μόνη, μαζί με τον Βερσίνιν (Αντώνης Μυριαγκός), που έδωσαν ψείγματα συναισθήματος σ’ ένα έργο που περιγράφει τα διαρκή αδιέξοδα και την απελπισία των ανθρώπων. Τόσο διαφορετικοί ήταν αυτοί οι δύο σε σχέση με τους υπόλοιπους ηθοποιούς, που αναρωτήθηκα: μήπως ήθελε ο Δημήτρης Ξανθόπουλος, μέσω αυτών των δύο ηρώων, να δείξει ότι αυτοί ήταν οι μόνοι που υπερέβησαν τη στασιμότητά της ζωής τους, έστω κι αν δεν ολοκλήρωσαν το βήμα τους; Αλλά οι στιγμές που η Μάσα λέει «αγαπώ, αγαπώ, αγαπώ» ήταν από τις πιο ουσιαστικές της παράστασης. Γιατί αυτό το «αγαπώ» της, ήταν η απόλυτη ρήξη με τη ζωή της και τις νόρμες της.
Από εκεί και πέρα ακυρώθηκαν καλοί ηθοποιοί, όπως ο Αρης Μπαλής (στο ρόλο του Σαλιόνι), ανέλαβε μεγάλο βάρος ο Γιώργος Φριντζήλας που το σήκωσε αξιοπρεπώς, αλλά θολά (στο ρόλο του Τούζενμπαχ, του ανθρώπου που ερωτεύεται την Ιρίνα, της προσφέρει έναν γάμο που δεν τον θέλει, αλλά αποφασίζει να τον αποδεχθεί ως τη μόνη διέξοδο στη μονοτονία της ζωής της), και κυρίως ο Γιώργος Βαλαής στον ρόλο του γέροντα (;;;) Τσεμπουτίκιν, ίσως στη χειρότερη εμφάνιση που τον έχω δει. Επαρκής ο Αρης Αρμαγανίδης στον ρόλο του Αντρέι, ενός άνθρώπου άβουλου, θολωμένου, ανερμάτιστου και εγκλωβισμένου στα πάθη του. Αφήνω για το τέλος τον ρόλο της Νατάσα (Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου), της λαϊκής γυναίκας που παντρεύεται ο Αντρέι, και που από συνεσταλμένη επισκέπτρια γίνεται θρασεία, εξουσιαστική, κυρίαρχη ενός κόσμου που δεν ξέρει πώς να χειριστεί. Ο ρόλος της Νατάσα είναι από τους σημαντικότερους στο έργο, γιατί αποκαλύπτει και σκιαγραφεί το μεταίχμιο, τον παλιό κόσμο με τον επερχόμενο, τον νεόπλουτο αλλά απαίδευτο πολίτη. Στην παράσταση δεν ξεχώρισε αυτό το άλλο άκρο, αυτή η άλλη συμπεριφορά, παρά μόνο στη σιωπηλή σκηνή του τέλους, που η Νατάσα αρχίζει να πετάει στο πάτωμα τα βιβλία από τη μεγάλη βιβλιοθήκη. Εξίσου σημαντικός ρόλος είναι κι εκείνος του Κουλίγκιν (Βασίλης Καραμπούλας), του συζύγου της Μάσα, του καθηγητή, του υποταγμένου, αλλά και του ανθρώπου που «διαβάζει» τι γίνεται γύρω του και προσπαθεί να τα μινιμάρει, να τα φέρει σε μια αγαπησιάρικη ισορροπία, θλιβερά βαρετή… Και τον Κουλίγκιν του Δημήτρη Ξανθόπουλου, τον κατάπιε η ανισορροπία της παράστασης, παρά τις καλές του προσπάθειες.
Οσο για τα υπόλοιπα στοιχεία της παράστασης, ίσως να είναι και το πιο άστοχο σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου που έχω δει, πολλώ δε μάλλον τα κοστούμια που επιχειρούσαν, απεπιτυχώς, να μεταδώσουν τη διάρκεια. Οσο για τους φωτισμούς του Τάσου Παλαιορούτα, μας οδηγούσαν σιγά σιγά στην κατάθλιψη της ήττας στις ζωές αυτών των ανθρώπων, ίσως το μόνο εύστοχο.
Είδαμε για πολλοστή φορά τις «Τρεις αδελφές» του Αντον Τσέχωφ. Αυτή τη φορά πολλά δεν πέτυχαν, κυρίως δεν πέτυχε η συνομιλία με τον Τσέχωφ και με όσα θέλησε να υπαινιχθεί στις «Τρεις αδελφές». Κι όχι γιατί δεν είχε σκεπτικό ο Δημήτρης Ξανθόπουλος. Είχε. Τη διαχρονία της δυστοπικής καθημερινότητας θέλησε να δείξει, την καθήλωση και τον εγκλεισμό πολλών ανθρώπων στον μικρόκοσμό τους, όχι μόνο την εποχή του Τσέχωφ, αλλά διαρκώς, πάντα. Μόνο που όλο αυτό έγινε με τρόπο μπερδεμένο και θολό, με αποτέλεσμα να χαθεί και ο Τσέχωφ και ο τρόπος που ο σκηνοθέτης επιχείρησε να τον προσεγγίσει.