Δραματική κομεντί σε σκηνοθεσία Danny Boyle και σενάριο John Hodge, με τους Ewan McGregor, Ewen Bremner, Jonny Lee Miller, Robert Carlyle και Anjela Nedyalkova, διάρκειας 117 λεπτών, σε διανομή της Feelgood Entertainment
Ο Renton επιστρέφει από την εξορία του σε ένα μεταλλαγμένο απ’ τη νέα εποχή Εδιμβούργο, για να διαπιστώσει ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ: οι ισχυροί δεσμοί με την παλιοπαρέα του, για παράδειγμα, και το ασίγαστό τους πάθος για τη μεγάλη αρπαχτή.
Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις, και το T2: Trainspotting είναι μια απ’ τις πιο ευχάριστες, γιατί, σ’ αντίθεση με όλα όσα φοβόμαστε ότι θα (ξανα)δούμε, η επανένωση της παλιοπαρέας είκοσι χρόνια μετά από εκείνο το πρωινό που ο Renton χάθηκε στη χαραυγή κουβαλώντας τις μελλοντικές του τύψεις στον ώμο, προσφέρει περισσότερα να μάθουμε, παρά να θυμηθούμε: Μια παλιοπαρέα που γνωρίσαμε, αγαπήσαμε, και σ’ ένα βαθμό χτίσαμε καθ’ ομοίωσή της παρέες δικές μας, κι ίσως κομμάτια του εαυτού μας κιόλας, ο Sick Boy, o Spud, ο Begbie κι ο Renton δεν επιστρέφουν στην οθόνη απλώς και μόνο για να τους δούμε, αλλά για να ανοίξουν πόρτες προς τα πίσω και τα μέσα τους, πιο πίσω και πιο μέσα απ’ όταν τους πρωτογνωρίσαμε, βρίσκοντας στο παρελθόν τους λόγους για τους οποίους τους πρωτοαγαπήσαμε. Κι αυτό, βέβαια, δεν είναι απλή και στείρα νοσταλγία, αλλά αγνή κι ατόφια εμβάθυνση κι εμβύθιση στην άγνωστη μυθολογία.
Μέσα από ένα storyline που αναγνωρίζει την ανάγκη του να συνδεθεί με τα παρελθόντα, και τα όσα σήμαιναν για όσους τα έζησαν και τα ξανάζησαν, βλέποντας και ξαναβλέποντας την πρώτη ταινία τα χρόνια που πέρασαν, το νέο σενάριο του John Hodge αντλεί μεν έμπνευση από το Porn (το λογοτεχνικό sequel του Irvine Welsh), χαράσσει όμως μια ολότελα ενδιαφέρουσα, κι ολότελα δικιά του πορεία. Επαναφέροντας τον Renton σ’ ένα μεταλλαγμένο απ’ τη νέα εποχή Εδιμβούργο, το Τ2 κάνει τις σπαρταριστές του αναφορές στον απολωλότα που επιστρέφει στον τόπο του αλλά αισθάνεται εξωγήινος, γρήγορα όμως προσπερνά τις κουλέρ λοκάλ αφορμές για εύκολες σατιρικές εκτροπές, και βυθίζεται σε στιβαρή δραματουργία.
Με κεντρικό του μοτίβο το νέο μεγάλο κόλπο στο οποίο βάζουν στόχο να επιδοθούν οι επανενωθέντες Renton και Sick Boy, κι ανατρεπτικό παράγοντα τον Begbie που απλά ζητάει ματωμένη εκδίκηση, το Τ2 έχει για βασικό αφηγηματικό άξονά του τη δομή της κωμικής περιπέτειας περισσότερο, παρά αυτήν της κοινωνικής μαύρης σάτιρας που έδινε παλμό στην πρώτη ταινία. Με αυτό για μπούσουλα, το σενάριο ακολουθεί την κλασική αμερικανική συνταγή, δημιουργώντας έναν εχθρό για να ενώσει απέναντί του τους υπόλοιπους, κι όλοι μπορούμε να φανταστούμε ποιος είναι ο εύκολος ύποπτος. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να διευκολύνει μεν τον Boyle να διατηρήσει ένα αφηγηματικό τέμπο που κρατάει την ένταση σε υψηλά επίπεδα, απ’ την άλλη όμως δίνει στον Hodge το χώρο του να σκάψει κάτω απ’ την επιφάνεια της εικόνας, και να αναδείξει τον Spud ως κεντρικό ήρωα και όχημα ενός ιδιοφυούς δραματουργικού ευρήματος, μέσα από το οποίο όχι απλά συνδέει τη νέα του ταινία με το παρελθόν, αλλά την κάνει κι απολύτως απαραίτητη για την ίδια την ύπαρξη της πρώτης.
Κι αν της πρώτης τις εξάψεις και τις σπίντες, ετούτη η δεύτερη ταινία δεν τις πιάνει (και πώς θα μπορούσε άλλωστε, 20 χρόνια μετά, που ο Renton παθαίνει καρδιακό αν τρέξει λίγο παραπάνω στο γυμναστήριο), ό,τι έχει χάσει ο Boyle σε φρενήρη ενέργεια, το ‘χει αναπληρώσει με το παραπάνω σε φινέτσα και βιρτουοζιτέ, πράγμα που κάνει από μόνο του κάθε ταινία του Βρετανού νέα και φρέσκια, ακόμη κι όταν βρίσκεται σε ένα συνεχές αλισβερίσι με το παρελθόν. Το οποίο, όπως και στη ζωή, έτσι και στην ταινία ετούτη καθορίζει το παρόν και μέλλον, και καθορίζεται συνάμα απ’ τη θέση που βρισκόμαστε όταν το αναλογιζόμαστε, δίνοντας αφορμή σε Boyle και Hodge να στήσουν ένα απολαυστικό γαϊτανάκι σαν ποιητική αναπαράσταση αυτής της παχιάς και πλούσιας πλεξούδα του χρόνου, όπου τα νήματα παλιών, τωρινών κι ερχόμενων μπλέκονται το ένα μέσα στο άλλο συνεχώς, για να συνθέσουν τη ζωή του ανθρώπου.
Περισσότερα για το Τ2: Trainspotting, στην αναλυτική ανταπόκριση της Popaganda από την πρεμιέρα της ταινίας στο φεστιβάλ Βερολίνου.
Περιπέτεια φαντασίας σε σκηνοθεσία James Mangold και σενάριο του ιδίου και των Scott Frank και Michael Green, με τους Hugh Jackman, Dafne Keen και Patrick Stewart, διάρκειας 137 λεπτών, σε διανομή της Odeon
Σε ένα μετα-Αποκαλυπτικό τοπίο όπου οι μεταλλαγμένοι τελούν υπό εξαφάνιση, ένας απρόθυμος Wolverine εν αποστρατεία καλείται να δείξει τα νύχια του για μια τελευταία φορά, προκειμένου να σώσει την τελευταία ελπίδα του είδους του — μια ελπίδα που του θυμίζει πολύ τον εαυτό του.
Τρίτη και φαρμακερή σόλο εμφάνιση του Hugh Jackman στο ρόλο που τον έκανε αστέρα μεγατόνων, με τον James Mangold να επιστρέφει στο υλικό του εμβληματικού κόμικ της Marvel, όχι όμως για να επαναλάβει την προσέγγιση που είχε ακολουθήσει στο The Wolverine πριν από μια τετραετία, αλλά για να τη ραφινάρει και να την εκλεπτύνει: κάνοντας ένα βήμα πίσω απ’ τις φασαριόζικες, βαρυφορτωμένες περιπέτειες του είδους, που λειτουργούσαν περισσότερο ως promo reels για τις νέες δυνατότητες των προγραμμάτων ψηφιακών εφέ, και στεγνώνοντας σχεδόν στην εντέλεια το σενάριό του απ’ αυτό το δροσερό κι αισιόδοξο, εφηβικό χιούμορ που αλαφραίνει τις συρράξεις των μεταλλαγμένων υπερηρώων στις ομαδικές εμφανίσεις του franchise των X-Men, o Mangold παραδίδει ένα φιλμ κυνικό και κουρασμένο απ’ τον κόσμο, σχεδόν τόσο όσο κι ο ήρωας του τίτλου του. Εντοπίζοντας στο πιο πρώιμο και βασικό επίπεδο την πεμπτουσία του ψυχισμού του Logan (κατά κόσμον James Howell, άλλως γνωστός και ως The Wolverine), ως έναν εξ επιλογής μοναχικό καβαλάρη, ο οποίος ακόμη και στα πιο απελπισμένα και σκληρά του, παραμένει επιρρεπής στο να αποτελεί καποιανού το γρανάζι (εν προκειμένω, ενός γερασμένου και κατά τα φαινόμενα σχεδόν ξεμωραμένου Charles Xavier, τον οποίο ο Logan προσπαθεί να περιθάλψει κρατώντας τον μακριά από κυβερνητικούς κεφαλοκυνηγούς επιφορτισμένους με την εξαφάνιση των μεταλλαγμένων), ο Mangold γειώνει την δραματουργία του σ’ αυτόν τον νηφάλιο ρεαλισμό με τον οποίο είχε κάνει τόσο απελευθερωτικό το φινάλε του Unbreakable ο M Night Shyamalan: ένα αφηγηματικό σύμπαν όπου όλα είναι εντελώς αληθινά, καρυκευμένο με ακριβώς όσες ρυτιδώσεις φαντασιακού χρειάζεται, ώστε και τα απίστευτα να μοιάζουνε τελείως πιθανά.
Αντιμετωπίζοντας τις υπερδυνάμεις ως κομμάτι του κόσμου τόσο αυτονόητο, ώστε να μην χρειάζεται να προσπαθεί να σε εντυπωσιάσει κάθε φορά που κάποιος κάνει μια κωλοτούμπα λίγο πιο ανάποδη, ο Mangold δανείζεται άλλο ένα στοιχείο από την προσέγγιση του Shyamalan στο είδος, βάζοντας απέναντι απ’ τον μεταλλαγμένο του cowboy (οι ελαφρώς χοντροκομμένες αναφορές της ταινίας στο Shane, υπογραμμίζουν την αγάπη του σκηνοθέτη στην υφολογία των western, απ’ την οποία δανείζεται καθ’ όλη του την καριέρα) όχι κάποιον παντοδύναμο αντικοινωνικό ψυχοπαθή, αλλά έναν παρανοημένο, αδίστακτο γραφειοκράτη. Η ισχύς του οποίου πηγάζει όχι από κάποια φρικιαστική μετάλλαξη, αλλά απ’ την πιο ανατριχιαστική, απρόσωπη κι απάνθρωπη μορφή του κακού: την μπαναλιτέ του. Απέναντι σ’ αυτήν την μπαναλιτέ ο Logan στέκεται με το μόνο τρόπο που ξέρει, ορθώνοντας το τσαμπουκαλεμένο του αναστήμα απέναντι στους τραμπούκους που πάντα αντιμαχόταν, κι ο Hugh Jackman, εμπλουτίζοντας με σπάνιες νότες εύθραυστου εσωτερισμού το ζωώδες σαρκίο του χαρακτήρα του, γεμίζει με μαγνητισμό την οθόνη ακόμη και στα σημεία που η πλοκή βαλτώνει, ελέω της ερμηνευτικής αγουράδας της μικρής συμπρωταγωνίστριάς του, που αδυνατεί να βρει στο χαρακτήρα της το βάθος που χρειάζεται, ώστε να του προσφέρει δραματουργικό αντίβαρο.
Βιογραφικό δράμα βραβευμένο στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Κανών, σε σκηνοθεσία Juho Kuosmanen και σενάριο του ιδίου και του Mikko Myllylahti, με τους Jarkko Lahti, Oona Airola, Eero Milonoff κ.ά., διάρκειας 92 λεπτών, σε διανομή της Weird Wave
Η αληθινή ιστορία του Όλλι Μάκι, του Φινλανδού πυγμάχου ελαφρών βαρών, που είχε την ευκαιρία να αρπάξει τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή το 1962, αλλά απολάμβανε περισσότερο να κάνει περιπάτους με το κορίτσι του δίπλα στη λίμνη.
Χρησιμοποιώντας κινηματογραφικές τεχνικές σύγχρονες της ιστορίας που αφηγείται, ο πρωτάρης Juho Kuosmanen, που κέρδισε με αυτό του το ντεμπούτο το μεγάλο βραβείο του τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα στο περασμένο φεστιβάλ Κανών, συνθέτει με γλυκύτατη συμπάθεια στην απλότητα και την ειλικρίνεια του χαρακτήρα του, έναν υπνωτιστικό φόρο τιμής όχι μόνο στον μελαγχολικό τρόπο με τον οποίο μεταφράστηκε η γαλλική Nouvelle Vague όταν εξαπλώθηκε στην Ευρώπη με ταινίες όπως Η Μοναξιά του Δρομέα Μεγάλων Αποστάσεων ή η πρώτη περίοδος του Milos Forman, αλλά και στον ίδιο τον κεντρικό του ήρωα, ένα ζωντανό φιλοσοφικό παράδοξο από μόνος του, ως η ενσάρκωση του ευαίσθητου παλαιστή. Βασισμένος στην αληθινή ιστορία του Olli Maki, την οποία διαχειρίζεται με σεβασμό και τρυφερότητα, ο Kuosmanen χτυπάει όλες τις γνωστές νότες των ιστοριών κατασκευής ειδώλων (ο άσημος και άμαθος από κοινωνικά συμβόλαια μεροκαματιάρης με το σπάνιο ταλέντο, που έρχεται στη μεγάλη πόλη για να εκπαιδευτεί για τις μεγάλες λίγκες και τα μιντιακά τσίρκα που τις συνοδεύουν), η γλυκόπικρη, αφαιρετική αφήγησή του όμως συνθέτει εν τέλει μια εντελώς δική του μελωδία, εμπνευσμένη απ’ το τραγούδι της ψυχής ενός ανθρώπου που φτιάχτηκε μάλλον για να χορεύει, να γελάει και να ζει, παρά για να θυμώνει και να δέρνεται. Εκμεταλλευόμενος περισσότερο, παρά αποδεχόμενος τις φόρμες του είδους, ο Kuosmanen μετατρέπει σε βραδύκαυστο δραματουργικό του καύσιμο την σαστισμάρα με την οποία αντιμετωπίζει ο ήρωάς του τον ναρκισσισμό και τη φαύλη ματαιότητα που περιβάλλει και περιτριγυρίζει τα κατασκευασμένα είδωλα, εντάσσοντας οργανικά στην αφήγησή του, ως μόνη λογική επιλογή, το αυτονόητο ένστικτο του Olli Maki: να παίρνει πολύ περισσότερο στα σοβαρά τους περιπάτους με το κορίτσι του πλάι στις λίμνες και τα ποτάμια, παρά τους χορούς με τους αντιπάλους του ανάμεσα στα σκοινιά του ρινγκ.
Επίσης στις αίθουσες:
Frenzy (Abluka) / Υποψίες
Εν μέσω έντονων πολιτικών αναταραχών στην Κωνσταντινούπολη, κρατούμενος απελευθερώνεται δυο χρόνια νωρίτερα απ’ το προγραμματισμένο, με αντάλλαγμα να επανεισφρύσει στα ανατρεπτικά του λημέρια και να παράσχει πληροφορίες στην αστυνομία. Δραματικό θρίλερ υποψήφιο για Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας, σε σκηνοθεσία και σενάριο Emin Alper, με τους Mehmet Özgür, Berkay Ates και Tülin Özen, διάρκειας 119 λεπτών, σε διανομή της Ama Films
Glory (Slava)
Μοναχικός εργάτης σιδηροδρόμων αποφασίζει να παραδώσει στην αστυνομία μερικά εκατομμύρια λέβα που βρίσκει σκορπισμένα στις σιδηροδρομικές γραμμές, και μετατρέπεται εν αγνοία του σε αντιπερισπασμό του γραφείου δημοσίων σχέσεων του υπουργείου μεταφορών, που προσπαθεί να υποκρύψει ένα τεράστιο σκάνδαλο διαφθοράς. Μαύρη κωμωδία υποψήφια για Χρυσή Λεοπάρδαλη στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, σε σκηνοθεσία Kristina Grozeva και Petar Valchanov και σενάριο των ιδίων και του Decho Taralezhkov, με τους Stefan Denolyubov, Margita Gosheva και Ana Bratoeva, διάρκειας 101 λεπτών, σε διανομή της Seven Films
El Greco: Προσωπογραφίες
Μετά από έξι ταινίες με θέμα τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο για λογαριασμό της ΕΡΤ, ο Λευτέρης Χαρωνίτης συνθέτη κι ένα κινηματογραφικού μεγέθους ντοκιμαντέρ, περιστρεφόμενο γύρω από τη ζωή και το έργο του μεγάλου Κρητικού ζωγράφου. Ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία και σενάριο του Λευτέρη Χαρωνίτη, σε αφήγηση των Αχιλλέα Κυριακίδη και Άννα Χατζηχρήστου, διάρκειας 82 λεπτών, σε διανομή της New Star