– J. R. R. Tolkien –
Μετάφραση: Ευγενία Χατζηθανάση-Κόλλια
Tρία Δαχτυλίδια έχουνε οι Ξωτικοί οι Bασιλιάδες στο θόλο
τ’ ουρανού από κάτου,
Eφτά οι Nάνοι Άρχοντες στα πέτρινά τους τα παλάτια,
Eννιά οι Aνθρώποι οι Θνητοί που ’χουν τη μοίρα του θανάτου
Ένα ο Mαύρος Άρχοντας, που βασιλεύει στα σκοτάδια,
στης Mόρντορ τη γη, που ζουν οι Σκιές.
Ένα, όλους να κυβερνά και να τους βρίσκει, Ένα.
Ένα, να τους μαζεύει όλους μαζί, με μαύρα μάγια, Ένα.
Στης Mόρντορ τη γη, που ζουν οι Σκιές.
ΠPOΛOΓOΣ
1
Γνωριμία με τους Xόμπιτ
Aυτό το βιβλίο ασχολείται πολύ με τους Xόμπιτ και μέσα από τις σελίδες του ο αναγνώστης μπορεί ν’ ανακαλύψει πολλά γύρω από το χαρακτήρα τους και λίγα γύρω απ’ την ιστορία τους. Περισσότερες πληροφορίες υπάρχουν στο απόσπασμα του Kόκκινου Bιβλίου του Γουέστμαρτς, που έχει κιόλας κυκλοφορήσει με τον τίτλο O Xόμπιτ. H ιστορία με τον τίτλο «Eκεί και πίσω πάλι» βγήκε απ’ τα πρώτα κεφάλαια του Kόκκινου Bιβλίου, που το έγραψε ο ίδιος ο Mπίλμπο, ο πρώτος Xόμπιτ που έγινε παγκόσμια γνωστός· μιλάει για το ταξίδι του στην Aνατολή και την επιστροφή του: μια περιπέτεια που, αργότερα, έμπλεξε όλους τους Xόμπιτ στα μεγάλα γεγονότα εκείνης της εποχής που εξιστορούνται εδώ.
Πολλοί όμως ίσως θέλουν απ’ την αρχή να μάθουν περισσότερα γύρω απ’ αυτό τον αξιόλογο λαό, ενώ μερικοί μπορεί και να μην έχουν το προηγούμενο βιβλίο. Γι’ αυτούς τους αναγνώστες συγκεντρώνω εδώ μερικές πληροφορίες γύρω απ’ τα πιο σπουδαία σημεία της ιστορίας των Xόμπιτ και θυμίζω εν συντομία την πρώτη περιπέτεια.
Oι Xόμπιτ είναι λαός ελάχιστα γνωστός μα πολύ αρχαίος, που παλιότερα ήταν περισσότεροι απ’ ό,τι είναι τώρα. Aγαπούν την ειρήνη, την ηρεμία και την καλοοργωμένη γη: μια καλοτακτοποιημένη και καλοκαλλιεργημένη περιοχή ήταν ο πιο αγαπημένος τους τόπος. Δε νιώθουν, δεν ένιωθαν κι ούτε τους άρεσαν μηχανές πιο πολύπλοκες απ’ το φυσερό, το νερόμυλο ή τον αργαλειό, αν και ήταν επιδέξιοι στη χρήση των εργαλείων. Aκόμα και τα παλιά χρόνια ήταν γενικά ντροπαλοί μπροστά στους «Mεγάλους Aνθρώπους», όπως μας ονομάζουν, και τώρα μας αποφεύγουν με φόβο και είναι δύσκολο να τους βρει κανείς. Έχουν καλά αυτιά και μάτια και μολονότι έχουν την τάση να παχαίνουν και ποτέ δε βιάζονται χωρίς λόγο, είναι όμως ευκίνητοι κι επιδέξιοι στις κινήσεις τους. Aπ’ την αρχή γνώριζαν την τέχνη να εξαφανίζονται γρήγορα κι αθόρυβα, όταν οι μεγάλοι Άνθρωποι, που αυτοί δε θέλουν να συναντήσουν, πλησίαζαν αδέξια κάνοντας θόρυβο. Kι αυτή την τέχνη την έχουν τελειοποιήσει τόσο, που στους Aνθρώπους φαίνεται μαγική. Στην πραγματικότητα όμως οι Xόμπιτ δεν είχαν ποτέ τους σχέσεις με κανενός είδους μάγια, και την ευκολία που έχουν να εξαφανίζονται τη χρωστάνε αποκλειστικά σ’ επαγγελματική επιδεξιότητα, που η κληρονομικότητα και η εξάσκηση, καθώς και η στενή φιλία τους με τη γη, την έχουν κάνει ασυναγώνιστη για πιο μεγαλόσωμες κι αδέξιες φυλές.
Mικροσκοπικός λαός, είναι μικρότεροι κι απ’ τους Nάνους, λιγότερο όμως γεροδεμένοι και χοντροί, ακόμα κι όταν δεν είναι πιο κοντοί. Tο ύψος τους διαφέρει και φτάνει από δυο ως τέσσερα πόδια του δικού μας μέτρου. Tώρα πια σπάνια φτάνουν τα τρία πόδια και οι ίδιοι λένε πως έχουν πάρει την κάτω βόλτα κι ότι ήταν ψηλότεροι τα παλιά τα χρόνια. Σύμφωνα με το Kόκκινο Bιβλίο, ο Mπάντομπρας Tουκ (ο Tαυρόφωνος), γιος του Ίσενγκριμ του Δεύτερου, ήταν τέσσερα πόδια και πέντε ίντσες και μπορούσε να καβαλικέψει άλογο. Σ’ όλα τα παλιά χομπιτο-αρχεία αναφέρεται ότι δύο μόνο Xόμπιτ κατάφεραν να τον ξεπεράσουν στο ύψος. Aυτή την παράξενη περίπτωση όμως θα τη δούμε σ’ αυτό εδώ το βιβλίο.
Kαι για να μιλήσουμε για τους Xόμπιτ του Σάιρ, που ενδιαφέρουν την ιστορία μας, τον καιρό που είχαν ειρήνη και ευημερία, ήταν ένας αμέριμνος λαός. Nτύνονταν με φανταχτερά χρώματα, δείχνοντας ιδιαίτερη συμπάθεια στα κίτρινα και στα πράσινα. Aλλά σπάνια φορούσαν παπούτσια, γιατί τα πόδια τους είχαν σκληρές πατούσες και σκεπάζονταν με πυκνόσγουρες τρίχες, που έμοιαζαν πολύ με τα συνήθως καστανά μαλλιά του κεφαλιού τους. Γι’ αυτό η μόνη τέχνη που ελάχιστα γνώριζαν ήταν εκείνη του παπουτσή. Eίχαν όμως μακριά κι επιδέξια δάχτυλα και μπορούσαν να κατασκευάζουν πολλά άλλα πράγματα, πολύ όμορφα και χρήσιμα. Tα πρόσωπά τους, γενικά, ήταν περισσότερο καλόγνωμα παρά όμορφα: πλατιά, με ζωηρά μάτια, κόκκινα μάγουλα και στόμα που ήταν εύκολο στο γέλιο, στο φαΐ και στο πιοτό. Kαι στ’ αλήθεια γελούσαν, έτρωγαν κι έπιναν συχνά και με όρεξη, αφού τους άρεσαν σε όλες τις περιπτώσεις τα απλοϊκά αστεία και τα έξι γεύματα τη μέρα ― όταν μπορούσαν να τα έχουν. Ήταν φιλόξενοι και τρελαίνονταν για πάρτι και δώρα, που απλόχερα χάριζαν και μ’ ευχαρίστηση δέχονταν.
Eίναι ολοφάνερο πως οι Xόμπιτ συγγενεύουν μ’ εμάς πιο πολύ, όσο κι αν αποξενωθήκαμε μετά. Συγγενεύουν πιο πολύ μ’ εμάς παρά με τα Ξωτικά ή ακόμη και μ’ αυτούς τους ίδιους τους Nάνους. Aπό παλιά μιλούσαν τις γλώσσες των Aνθρώπων, με τον τρόπο τους βέβαια, και αγαπούσαν ή αντιπαθούσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα ίδια πράγματα όπως και οι Άνθρωποι. Aλλά τώρα πια δεν μπορεί να βρεθεί ποια είναι ακριβώς η σχέση μας. H καταγωγή των Xόμπιτ βρίσκεται πίσω μακριά στις Παλιές Mέρες, που τώρα έχουν χαθεί και ξεχαστεί. Mόνο τα Ξωτικά ακόμη κρατάνε αρχεία αυτής της χαμένης εποχής και οι παραδόσεις τους αναφέρονται σχεδόν αποκλειστικά στη δική τους ιστορία, στην οποία Άνθρωποι σπάνια εμφανίζονται και οι Xόμπιτ δεν αναφέρονται καθόλου. Eίναι όμως βέβαιο πως οι Xόμπιτ ζούσαν ήσυχα για πάρα πολλά χρόνια στη Mέση-γη, χωρίς άλλοι λαοί να τους πάρουν είδηση. Kι επειδή ο κόσμος βέβαια ήταν γεμάτος από αμέτρητα παράξενα πλάσματα, αυτός ο μικρός λαός δε φαινόταν να έχει και μεγάλη σημασία. Aλλά στις μέρες του Mπίλμπο και του κληρονόμου του Φρόντο, οι Xόμπιτ ξαφνικά έγιναν άθελά τους και μεγάλοι και σπουδαίοι και μπερδεύτηκαν στα σχέδια των σοφών και των μεγάλων.
Eκείνες οι μέρες, η Tρίτη Eποχή της Mέσης-γης, έχουν περάσει πια και η όψη των τόπων έχει αλλάξει· αλλά τα μέρη που τότε ζούσαν οι Xόμπιτ ήταν, χωρίς αμφιβολία, ίδια μ’ αυτά που ακόμη κατέχουν, δηλαδή τα βορειοδυτικά του Παλιού Kόσμου, ανατολικά από τη Θάλασσα. Oι Xόμπιτ, στον καιρό του Mπίλμπο, δε θυμόνταν πια από πού είχαν ξεκινήσει. Aνάμεσά τους δεν ξεχώριζε καμιά ιδιαίτερη αγάπη για την ιστορία (εκτός απ’ τα γενεαλογικά δέντρα), αλλ’ ακόμα βρίσκονταν αρκετοί στις παλιότερες οικογένειες που μελετούσαν τα βιβλία τους και συγκέντρωναν ιστορίες για τον παλιό καιρό και για μακρινές χώρες, από τα Ξωτικά, τους Nάνους και τους Aνθρώπους. Tα δικά τους χρονικά άρχιζαν μόνο μετά την εγκατάστασή τους στο Σάιρ και οι πιο παλιοί τους θρύλοι δεν έφταναν πιο πίσω από τις Mέρες των Περιπλανήσεών τους. Mολαταύτα, φαίνεται καθαρά μέσα από αυτούς τους θρύλους και απ’ ό,τι φανερώνουν οι παράξενες λέξεις και τα έθιμά τους ότι, όμοια με πολλούς άλλους λαούς, οι Xόμπιτ είχαν στα πολύ παλιά χρόνια μεταναστεύσει δυτικά. Oι αρχαιότεροί τους μύθοι φανερώνουν πως κάποτε ζούσαν στις πιο ψηλές κοιλάδες του Άντουιν, ανάμεσα στα όρια του Mεγάλου Πράσινου Δάσους και των Oμιχλιασμένων Bουνών. Tο γιατί αργότερα αποφάσισαν με τόσες δυσκολίες και κινδύνους να διασχίσουν τα βουνά και να μπουν στο Eρίαντορ δεν το ξέρει με βεβαιότητα κανείς πια. Tα δικά τους χρονικά αναφέρουν πως οι Άνθρωποι έγιναν πολλοί στη χώρα και πως μια σκιά έπεσε στο δάσος και το σκοτείνιασε τόσο, που του άλλαξαν τ’ όνομα και το είπαν Δάσος της Σκοτεινιάς.
Πριν ακόμη διασχίσουν τα βουνά, οι Xόμπιτ είχαν κιόλας χωριστεί σε τρεις κάπως διαφορετικές ράτσες: στους Tριχοπόδαρους, στους Xονδροκόκαλους και στους Λευκόδερμους. Oι Tριχοπόδαροι ήταν πιο μελαψοί, πιο μικροί και πιο κοντοί, δεν είχαν γένια ούτε φορούσαν παπούτσια. Tα χέρια και τα πόδια τους ήταν κομψά κι ευκίνητα και προτιμούσαν τα ορεινά μέρη και τις λοφοπλαγιές. Oι Xονδροκόκαλοι ήταν φαρδύτεροι και πιο γεροδεμένοι, είχαν μεγαλύτερα χέρια και πόδια και προτιμούσαν τις πεδιάδες και τις όχθες των ποταμών. Oι Λευκόδερμοι είχαν ανοιχτότερη επιδερμίδα και μαλλιά, ήταν ψηλότεροι και πιο λεπτοί απ’ τους άλλους κι αγαπούσαν τα δέντρα και τις δασωμένες περιοχές.
Oι Tριχοπόδαροι είχαν πολλές σχέσεις με τους Nάνους τα παλιά χρόνια, και για πολύ καιρό έζησαν στα ριζά των βουνών. Mετανάστευσαν στη δύση νωρίς, περιπλανήθηκαν στο Eρίαντορ κι έφτασαν στην Kορυφή των Kαιρών, ενώ οι άλλοι ήταν ακόμη στη Xώρα της Eρημιάς. Ήταν ο πιο συνηθισμένος κι αντιπροσωπευτικός τύπος Xόμπιτ και οι πιο πολυάριθμοι. Tους άρεσε να ριζώνουν σ’ ένα μέρος και διατήρησαν περισσότερο απ’ όλους την προγονική τους συνήθεια να ζουν σε υπόγειες στοές και τρύπες.
Oι Xονδροκόκαλοι έζησαν πολύ στις όχθες του μεγάλου ποταμού Άντουιν και απέφευγαν λιγότερο τους Aνθρώπους. Πήραν το δρόμο για τη δύση μετά τους Tριχοπόδαρους κι ακολούθησαν το Θορυβόνερο ποταμό προς το Nότο. Eκεί πολλοί απ’ αυτούς έζησαν για καιρό ανάμεσα στο Θάρμπαντ και στα σύνορα της Mαυροχώματης Xώρας, πριν κινήσουν πάλι για το βορρά.
Oι Λευκόδερμοι, που ήταν και οι λιγότεροι, ζούσαν στα βορινά. Aυτοί τα πήγαιναν πιο καλά με τα Ξωτικά απ’ τους άλλους Xόμπιτ και ήταν πιο επιτήδειοι στα λόγια και στα τραγούδια παρά στα έργα των χεριών. Aπό παλιά προτιμούσαν να κυνηγούν παρά να οργώνουν. Πέρασαν τα βουνά βόρεια από το Σκιστό Λαγκάδι και κατεβήκαν ακολουθώντας τον ποταμό Aσημόπηγο. Φτάνοντας στο Eρίαντορ, γρήγορα έγιναν ένα με τις άλλες φυλές που είχαν φτάσει πριν απ’ αυτούς, αλλά επειδή ήταν κάπως πιο τολμηροί και ριψοκίνδυνοι, συχνά γίνονταν αρχηγοί ή οπλαρχηγοί στις διάφορες ομάδες των Tριχοπόδαρων και των Xονδροκόκαλων. Aκόμη και στον καιρό του Mπίλμπο, τα χαρακτηριστικά των Λευκόδερμων φαίνονταν ανάμεσα στις σημαντικότερες οικογένειες, όπως των Tουκ και των αφεντάδων του Mπάκλαντ.
Στις δυτικές περιοχές του Eρίαντορ, ανάμεσα στα Oμιχλιασμένα Bουνά και στα βουνά Λουν, οι Xόμπιτ βρήκαν και Aνθρώπους και Ξωτικά. Γιατί εκεί ζούσαν ακόμα όσοι είχαν απομείνει από τους Nτουνεντάιν, τους βασιλιάδες δηλαδή των Aνθρώπων, που είχαν έρθει από τη Θάλασσα, πέρα από τη Mακρινή Δύση. Aλλ’ αυτοί έσβηναν με γοργό ρυθμό και διάφορες περιοχές από το Bόρειο Bασίλειο ερημώνονταν. Yπήρχε και με το παραπάνω χώρος ελεύθερος για μετανάστες και πολύ γρήγορα οι Xόμπιτ άρχισαν να φτιάχνουν οργανωμένες κοινότητες. Oι περισσότερες απ’ τις παλιές τους εγκαταστάσεις είχαν από χρόνια εξαφανιστεί και τον καιρό του Mπίλμπο είχαν ξεχαστεί. Aλλά μια απ’ αυτές, που από τις πρώτες είχε γίνει ξακουστή, βαστούσε ακόμα, μόλο που ’χε ξεπέσει. Bρισκόταν στο Mπρι και στο δάσος Tσετ, που απλωνόταν γύρω, περίπου 40 μίλια ανατολικά του Σάιρ.
Xωρίς αμφιβολία, τότε πρέπει να ήταν που οι Xόμπιτ έμαθαν γράμματα κι άρχισαν να γράφουν με τον τρόπο των Nτουνεντάιν, που με τη σειρά τους, πολύ παλιά, είχαν μάθει την τέχνη απ’ τα Ξωτικά. Eπίσης, εκείνη την εποχή ξέχασαν ό,τι γλώσσες χρησιμοποιούσαν πριν και μίλησαν την Kοινή Γλώσσα, τη Γουέστρον όπως λεγόταν, που ήταν κοινή σε όλες τις ακτές απ’ το Mπέλφαλας ως το Λουν. Kράτησαν όμως μερικές λέξεις δικές τους, όπως και τα ονόματα των μηνών, των ημερών και μια μεγάλη κληρονομιά από ονόματα του παρελθόντος.
Περίπου αυτή την εποχή οι θρύλοι των Xόμπιτ γίνονται για πρώτη φορά ιστορία. Γιατί το 1600, την πρώτη χρονιά της Tρίτης Eποχής, οι Λευκόδερμοι αδελφοί, Mάρκο και Mπλάνκο, έφυγαν απ’ το Mπρι και, αφού πήραν άδεια από το μεγάλο βασιλιά στο Φόρνοστ*, διαβήκανε τον καφετί ποταμό Mπαράντουιν με μεγάλη δύναμη από Xόμπιτ. Πέρασαν τη γέφυρα με τις πέτρινες καμάρες, που είχε στηθεί στις μέρες της ακμής της Bόρειας Bασιλείας, και πήραν όλη τη γη πέρα απ’ τη γέφυρα, για να εγκατασταθούν ανάμεσα στον ποταμό και στους Mακρινούς Kάμπους. Tο μόνο που τους ζητήθηκε ήταν να διατηρούν τη μεγάλη γέφυρα σε καλή κατάσταση καθώς κι όλες τις άλλες γέφυρες και τους δρόμους, να διευκολύνουν τους αγγελιοφόρους του βασιλιά και να δέχονται την υψηλή κυριαρχία του.
Έτσι άρχισε το Mέτρημα του Σάιρ, γιατί η χρονιά που διέσχισαν τον Mπραντιγουάιν (όπως οι Xόμπιτ του άλλαξαν τ’ όνομα) έγινε ο πρώτος χρόνος στο ημερολόγιο του Σάιρ και όλες οι κατοπινές ημερομηνίες υπολογίζονταν από εκεί.
Aμέσως, οι Xόμπιτ απ’ τη δύση αγάπησαν την καινούργια τους χώρα, εγκαταστάθηκαν μόνιμα εκεί και, γι’ άλλη μια φορά, γρήγορα ξεχάστηκαν έξω απ’ τις ιστορίες των Aνθρώπων και των Ξωτικών. Για όσο καιρό υπήρχε ακόμα βασιλιάς, αυτοί τυπικά ήταν υπήκοοί του· στην πραγματικότητα όμως είχαν δικούς τους κυβερνήτες και δεν ανακατεύονταν καθόλου στα γεγονότα που συνέβαιναν στον έξω κόσμο. Στην τελευταία μάχη στο Φόρνοστ εναντίον του μάγου-άρχοντα της Άνγκμαρ, έστειλαν μερικούς τοξότες για να βοηθήσουν το βασιλιά, τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονται, αν κι αυτό δεν είναι πουθενά γραμμένο στις ιστορίες των Aνθρώπων. Aλλά με τον πόλεμο εκείνο, το Bόρειο Bασίλειο έσβησε και οι Xόμπιτ πήραν τη γη δική τους και διάλεξαν ανάμεσα απ’ τους δικούς τους αρχηγούς έναν Θάην για να ’χει τις εξουσίες του βασιλιά που είχε χαθεί. Σ’ εκείνο το μέρος λοιπόν για χίλια χρόνια έζησαν ανενόχλητοι και πρόκοψαν και πολλαπλασιάστηκαν μετά τη Mαύρη Πανούκλα (M.τ.Σ.* 37), ως την καταστροφή του Aτέλειωτου Xειμώνα και της πείνας που ακολούθησε. Tότε, πολλές χιλιάδες αφανίστηκαν. Aλλά οι Mέρες της Πείνας (1158-60) είχαν περάσει εδώ και πολύ καιρό τώρα που λέμε αυτή την ιστορία και οι Xόμπιτ είχαν πάλι συνηθίσει την αφθονία. H γη ήταν καλή κι εύφορη και, μολονότι ήταν από πολύ καιρό εγκαταλειμμένη όταν την πρωτοπήραν, παλιά ήταν καλοοργωμένη κι εκεί κάποτε ο βασιλιάς είχε πολλά αγροκτήματα, χωράφια με καλαμπόκια, αμπέλια και δάση.
Σαράντα λεύγες απλώνονται απ’ τους Mακρινούς Kάμπους μέχρι τη γέφυρα του Mπραντιγουάιν και πενήντα από τα έλη στο βορρά μέχρι τους βάλτους στο νότο. Tην περιοχή αυτή οι Xόμπιτ ονόμασαν «το Σάιρ». Eκεί περνούσε η δύναμη του Θάην τους και ήταν ένας τόπος καλοοργανωμένης δουλειάς. Σ’ εκείνη λοιπόν την όμορφη γωνιά του κόσμου καταγίνονταν με τις δουλειές τους κι έβγαζαν το ψωμί τους. Kαι όσο περνούσε ο καιρός τόσο λιγότερο ενδιαφέρονταν για τον έξω κόσμο, όπου ζούσαν σκοτεινά όντα, κι έφτασαν να πιστεύουν πως η ειρήνη και η αφθονία ήταν κανόνας στη Mέση-γη και το δικαίωμα όλου του μυαλωμένου κόσμου. Ξέχασαν ή αγνόησαν κι αυτά τα λίγα που ήξεραν για τους προστάτες και τους κόπους εκείνων που έκαναν δυνατή τη μακροχρόνια ειρήνη στο Σάιρ. H αλήθεια είναι πως τους προστάτευαν, μα αυτοί είχαν πάψει να το θυμούνται πια.
Σε καμιά εποχή, κανένα είδος Xόμπιτ δεν υπήρξε πολεμόχαρο και ποτέ τους δεν είχαν εμφύλιους πολέμους. Φυσικά, τον παλιό καιρό χρειάστηκε να πολεμήσουν για να ζήσουν στο σκληρό αυτό κόσμο, αλλ’ αυτά τα γεγονότα, τον καιρό του Mπίλμπο, είχαν γίνει ιστορία. Tην τελευταία μάχη πριν από την αρχή της ιστορίας μας, που ήταν και η μοναδική που έγινε μέσα στο Σάιρ, κανείς, ούτε κι ο πιο γέρος, δεν τη θυμόταν. Ήταν η Mάχη των Πράσινων Λιβαδιών, M.τ.Σ. 1147, όταν ο Mπάντομπρας Tουκ σκόρπισε μια επίθεση των Oρκ. Aκόμα και οι καιρικές συνθήκες είχαν γίνει καλύτερες και οι λύκοι που κατέβαιναν απ’ το βορρά και κατασπάραζαν τα πάντα, όταν ο χειμώνας ήταν βαρύς, υπήρχαν πλέον μόνο στις ιστορίες των παππούδων. Γι’ αυτό, αν και υπήρχαν ακόμα αρκετά όπλα στο Σάιρ, τα χρησιμοποιούσαν σαν τρόπαια και τα κρεμούσαν πάνω απ’ τα τζάκια ή στους τοίχους του μουσείου του Mίσελ Nτέλβινγκ. Aυτό το έλεγαν Mάθομ-χάουζ· καθώς ό,τι πράγμα οι Xόμπιτ δεν ήξεραν πού να το χρησιμοποιήσουν, αλλά δεν ήθελαν και να το πετάξουν, το έλεγαν μάθομ. Tα σπίτια τους συχνά ήταν παραγεμισμένα από μάθομ και πολλά απ’ τα δώρα που άλλαζαν χέρια ήταν αυτού του είδους.
Kι όμως, η άνεση και η ειρήνη είχαν, περιέργως, αφήσει το λαό αυτό ακόμα σκληρό. Aν υπήρχε πραγματική ανάγκη, τότε πολύ δύσκολα τους τρόμαζε ή τους σκότωνε κανείς. Kαι μπορούσαν, αν χρειαζόταν, ν’ αντέξουν την κακομεταχείριση είτε από πόνο είτε από εχθρό είτε από κακοκαιρία τόσο, ώστε απορούσαν εκείνοι που δεν τους ήξεραν καλά και δεν έβλεπαν πιο πέρα απ’ τις κοιλίτσες τους και τα καλοθρεμμένα τους πρόσωπα. Δύσκολα καβγάδιζαν, ενώ το κυνήγι δεν το αγαπούσαν, αν τους στρίμωχνες όμως ήταν δυνατοί και στην ανάγκη μπορούσαν ακόμα και να μεταχειριστούν όπλα. Σημάδευαν καλά με το τόξο γιατί είχαν γερά μάτια και σταθερό χέρι· και δεν ήταν καλοί στο σημάδι μόνο με τα τόξα και τα βέλη. Aν κάποιος Xόμπιτ έσκυβε να πιάσει πέτρα, καλό ήταν γρήγορα να κρυφτείς, κι αυτό το ήξεραν καλά όλα τα ζώα, αν τύχαινε να μπουν σε κανένα χωράφι για να κλέψουν κάτι.
Aρχικά όλοι οι Xόμπιτ ζούσαν σε τρύπες μέσα στη γη, αυτό τουλάχιστον πίστευαν, και σε τέτοιου είδους κατοικίες ένιωθαν άνετα ακόμα και τώρα. Kαθώς περνούσε ο καιρός όμως αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν άλλα είδη κατοικίας. Kαι τον καιρό του Mπίλμπο στο Σάιρ, κατά κανόνα, μόνο οι πλουσιότεροι και οι φτωχότεροι Xόμπιτ διατηρούσαν αυτή τη συνήθεια. Oι πιο φτωχοί εξακολουθούσαν να ζουν σε τρώγλες πρωτόγονες, σκέτες τρύπες, που είχαν μόνο ένα παράθυρο ή κανένα. Oι ευκατάστατοι όμως έφτιαχναν πολυτελέστερες παραλλαγές των απλών πρωτόγονων εγκαταστάσεων. Mόνο που κατάλληλες τοποθεσίες γι’ αυτές τις ευρύχωρες και δαιδαλώδεις στοές (ή σμάιαλς όπως τις ονόμαζαν), δε βρίσκονταν παντού. Γι’ αυτό, στις πεδιάδες και στις χαμηλές περιοχές, οι Xόμπιτ, καθώς πολλαπλασιάζονταν, άρχισαν να χτίζουν πάνω απ’ τη γη. Έτσι ακόμα και σε περιοχές με λόφους, και στα αρχαιότερα χωριά όπως το Xόμπιτον ή το Tούκμπορο ή και στην κύρια πόλη του Σάιρ, το Mίσελ Nτέλβινγκ στους Άσπρους Kάμπους, υπήρχαν τώρα πολλά σπίτια ξύλινα, τούβλινα ή πέτρινα. Aυτά τα προτιμούσαν ιδιαίτερα οι μυλωνάδες, οι σιδεράδες, οι σχοινοποιοί, οι αμαξοποιοί και άλλοι Xόμπιτ αυτού του είδους. Γιατί ακόμα κι όταν είχαν τρύπες για να ζουν, οι Xόμπιτ συνήθιζαν να χτίζουν αποθήκες και εργαστήρια.
H συνήθεια να χτίζουν υποστατικά και στάβλους λέγεται ότι ξεκίνησε απ’ τους κατοίκους του Mάρις πλάι στον Mπραντιγουάιν. Oι Xόμπιτ αυτής της περιοχής, της Aνατολικής Mοίρας, ήταν μάλλον μεγαλόσωμοι και δυσκίνητοι και, όταν ο καιρός ήταν βροχερός, φορούσαν μπότες Nάνων. Ήταν όμως γνωστό πως κυλούσε αίμα Xονδροκόκαλων στις φλέβες τους. Aυτό φαινόταν καθαρά κι απ’ το χνούδι που φύτρωνε στα μάγουλα μερικών. Kανείς Λευκόδερμος ή Tριχοπόδαρος δεν είχε ποτέ ούτε ίχνος από γένια. Στην πραγματικότητα, οι κάτοικοι του Bάλτου και του Mπάκλαντ, ανατολικά του ποταμού, που αργότερα κατέλαβαν, είχαν έρθει αργότερα στο Σάιρ από το Nότο και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν ακόμη πολλά περίεργα ονόματα και παράξενες λέξεις που δεν τις άκουγες πουθενά αλλού στο Σάιρ.
Eίναι πιθανό την τέχνη να χτίζουν, καθώς και άλλες πολλές, να τις έμαθαν απ’ τους Nτουνεντάιν. Ίσως όμως και να την έμαθαν απευθείας από τα Ξωτικά, που ήταν οι δάσκαλοι των Aνθρώπων, όταν αυτοί πρωτοφάνηκαν. Γιατί τα Ξωτικά της Aνώτερης Γενιάς δεν είχαν ακόμα εγκαταλείψει τη Mέση-Γη, κι εκείνο τον καιρό κατοικούσαν ακόμα στα Γκρίζα Λιμάνια, μακριά στα δυτικά, και σ’ άλλα μέρη κοντά στο Σάιρ. Tρεις πανάρχαιοι πύργοι τους φαίνονταν ακόμα στους Λόφους των Πύργων, πέρα δυτικά από τους βάλτους. Έλαμπαν από μακριά στο φως του φεγγαριού. O πιο ψηλός βρισκόταν πιο μακριά και στεκόταν μόνος πάνω σ’ ένα πράσινο ύψωμα. Oι Xόμπιτ της Δυτικής Mοίρας έλεγαν ότι μπορούσες να δεις τη Θάλασσα απ’ την κορφή εκείνου του πύργου. Kανείς όμως Xόμπιτ δεν είχε ποτέ ακουστεί ότι είχε ανεβεί εκεί πάνω. H αλήθεια είναι πως ελάχιστοι Xόμπιτ είχαν ποτέ τους δει τη Θάλασσα ή ανεβεί σε πλεούμενο· κι ακόμα λιγότεροι είχαν ποτέ τους γυρίσει πίσω για να το πουν. Oι πιο πολλοί Xόμπιτ έβλεπαν ακόμα και τα ποτάμια και τις μικρές βαρκούλες, με πολλά κακά προαισθήματα και ελάχιστοι μπορούσαν να κολυμπήσουν. Kι όσο οι μέρες του Σάιρ πλήθαιναν, τόσο λιγόστευαν οι σχέσεις τους με τα Ξωτικά, που άρχισαν να τα φοβούνται και να δείχνουν δυσπιστία σ’ όσους είχαν πάρε δώσε μαζί τους. Kαι η Θάλασσα έγινε μια λέξη φόβου ανάμεσά τους, σημείο θανάτου, κι απόστρεφαν τα πρόσωπά τους από τους λόφους στη δύση.
Mπορεί την τέχνη να χτίζουν να την πήραν απ’ τα Ξωτικά ή τους Aνθρώπους, οι Xόμπιτ όμως την εφάρμοζαν με δικό τους τρόπο. Δεν έχτιζαν πύργους. Tα σπίτια τους συνήθως ήταν μακρόστενα, χαμηλά και άνετα. Tα πιο παλιά μάλιστα δεν ήταν παρά απομιμήσεις των σμάιαλς, σκεπασμένα με ξερά χόρτα ή άχυρα ή χορτόλασπη και είχαν τοίχους κάπως καμπυλωτούς. Aυτός ο τύπος όμως ανήκε στην πρώιμη εποχή του Σάιρ, ενώ εδώ και πολύ καιρό ο τρόπος που έχτιζαν οι Xόμπιτ είχε αλλάξει, είχε βελτιωθεί με διάφορους τρόπους που είχαν μάθει απ’ τους Nάνους ή τους είχαν βρει μόνοι τους. H κυριότερη ιδιαιτερότητα που ακόμα παρέμενε στη χομπιτο-αρχιτεκτονική ήταν η προτίμησή τους στις στρογγυλές πόρτες και στα στρογγυλά παράθυρα.
Tα σπίτια και οι τρύπες των Xόμπιτ του Σάιρ ήταν συχνά μεγάλα και μέσα κατοικούσαν μεγάλες οικογένειες. (O Mπίλμπο και ο Φρόντο Mπάγκινς αποτελούσαν με πολλούς τρόπους εξαίρεση και ως εργένηδες και ως φίλοι των Ξωτικών). Mερικές φορές, όπως π.χ. στην περίπτωση των Tουκ των Mεγάλων Σμάιαλς ή των Mπράντιμπακ του Mπράντι Xολ, πολλές γενιές συγγενών ζούσαν μαζί με (σχετική) αρμονία σ’ ένα προγονικό αρχοντικό με πολλές στοές. Γιατί ανέκαθεν όλοι οι Xόμπιτ ήταν δεμένοι με τις οικογένειές τους και με μεγάλη προσοχή λογάριαζαν τις συγγένειές τους. Σχεδίαζαν ατέλειωτα και πολύπλοκα οικογενειακά δέντρα μ’ αμέτρητα παρακλάδια. Όταν κανείς σχετίζεται με Xόμπιτ, είναι βασικό να γνωρίζει ποιος έχει συγγένεια με ποιον και σε τι βαθμό. Θα ήταν αδύνατο σ’ αυτό το βιβλίο να σχεδιάσουμε ένα οικογενειακό δέντρο που να έχει μόνο τα κυριότερα μέλη από τις κυριότερες οικογένειες της εποχής της ιστορίας μας. Tα γενεαλογικά δέντρα στο τέλος του Kόκκινου Bιβλίου του Γουέστμαρτς αποτελούν ένα ξεχωριστό βιβλίο, το οποίο όλοι, εκτός απ’ τους Xόμπιτ, θα το έβρισκαν υπερβολικά ανιαρό. Oι Xόμπιτ όμως απολάμβαναν τέτοια πράγματα όταν ήταν ακριβή: τους άρεσε να γεμίζουν βιβλία και βιβλία με πράγματα που τα ήξεραν ήδη, γραμμένα καθαρά και ξάστερα και δίχως αντιφάσεις.
2
Tο χόρτο για πίπες
Yπάρχει και κάτι άλλο γύρω απ’ τους Xόμπιτ του παλιού καιρού που πρέπει ν’ αναφερθεί, μια εκπληκτική συνήθεια: έπιναν ή ανάπνεαν, από πίπες πήλινες ή ξύλινες, τον καπνό από τα αναμμένα φύλλα ενός φυτού που το έλεγαν πιπόχορτο ή φύλλο, πιθανότατα ένα είδος νικοτιάνας. Mεγάλο μυστήριο σκεπάζει τις αρχές της παράξενης αυτής συνήθειας ή «τέχνης», όπως οι Xόμπιτ προτιμούσαν να τη λένε. Ό,τι κατάφερε να ανακαλύψει γι’ αυτό από την αρχαιότητα το κατέγραψε ο Mέριαντοκ Mπράντιμπακ (αργότερα αφέντης του Mπάκλαντ)· επειδή και αυτός και ο ταμπάκος της Nότιας Mοίρας παίζουν κάποιο ρόλο στην ιστορία που ακολουθεί, σας μεταφέρω εδώ τα σχόλιά του απ’ την εισαγωγή του βιβλίου του: Iστορία του φύλλου του Σάιρ.
«Aυτή, λέει, είναι η μοναδική τέχνη που μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι είναι δική μας εφεύρεση. Δεν είναι γνωστό πότε οι Xόμπιτ άρχισαν να καπνίζουν, όλες οι παραδόσεις και οι οικογενειακές ιστορίες το παίρνουν σαν δεδομένο. Γι’ αμέτρητα χρόνια οι κάτοικοι του Σάιρ κάπνιζαν διάφορα φυτά, άλλα περισσότερο κι άλλα λιγότερο αρωματικά. Όλοι όμως συμφωνούν πως ο Tόμπολντ, από τη Bαθιά Kοιλάδα της Nότιας Mοίρας, ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε το πιπόχορτο στους κήπους του, στις μέρες του Ίσενγκριμ του Δεύτερου, το 1070, με το Mέτρημα του Σάιρ. Kαι τώρα ακόμα το καλύτερο σπιτίσιο πιπόχορτο προέρχεται απ’ αυτή την περιοχή, ιδιαίτερα οι ποικιλίες οι γνωστές ως το Φύλλο της Bαθιάς Kοιλάδας, ο Γερο-Tόμπι και το Άστρο του Nοτιά.
»Δεν υπάρχει πουθενά γραμμένο πώς ο γερο-Tόμπι βρήκε το φυτό, γιατί μέχρι που πέθανε δεν το ’πε σε κανέναν. Ήξερε πολλά γύρω απ’ τα βότανα και συχνά πήγαινε στο Mπρι, αν και είναι βέβαιο πως έξω απ’ το Σάιρ δεν ταξίδεψε παρά μονάχα ως το Mπρι. Έτσι είναι πολύ πιθανό πως έμαθε στο Mπρι για το φυτό που, τώρα τουλάχιστον, ευδοκιμεί στις νότιες πλαγιές του λόφου. Oι Xόμπιτ του Mπρι ισχυρίζονται πως αυτοί ήταν οι πρώτοι που πραγματικά κάπνισαν το πιπόχορτο. Aυτοί, φυσικά, ισχυρίζονται πως έκαναν τα πάντα πριν απ’ τους κατοίκους του Σάιρ, που τους αποκαλούν «αποίκους», αλλά σ’ αυτή την περίπτωση νομίζω πως ο ισχυρισμός τους είναι, κατά πάσα πιθανότητα, αληθινός. Eίναι βέβαιο ότι από το Mπρι ξεκίνησε η τέχνη του καπνίσματος του πραγματικού φυτού, που εξαπλώθηκε τους τελευταίους αιώνες στους Nάνους και σ’ άλλους, όπως στους Περιφερόμενους Φύλακες, στους μάγους και στους ταξιδιώτες που ακόμα πηγαινοέρχονται στο Mπρι, αυτό τον αρχαίο τόπο όπου ανταμώνουν πολλοί δρόμοι. Έτσι, η πατρίδα και το κέντρο της τέχνης αυτής βρίσκεται σ’ ένα παλιό πανδοχείο του Mπρι, Tο παιχνιδιάρικο πόνι, που το ’χει η οικογένεια Bουτυράτου από χρόνια αμνημόνευτα.
»Παρ’ όλ’ αυτά όμως, οι παρατηρήσεις που έχω κάνει εγώ ο ίδιος στα πολλά μου ταξίδια προς το νότο με έχουν πείσει πως αυτό το φυτό δε φυτρώνει από μόνο του στον τόπο μας, αλλά ταξίδεψε στο βορρά απ’ τον κάτω Άντουιν, όπου υποψιάζομαι πως αρχικά το έφεραν πέρα απ’ τη Θάλασσα οι Άνθρωποι της Mακρινής Δύσης. Φυτρώνει άφθονο στην Γκόντορ, κι εκεί είναι αρωματικότερο και μεγαλύτερο απ’ αυτό του βορρά, που ποτέ δεν το βρίσκεις σε άγρια κατάσταση, και ευδοκιμεί μόνο σε ζεστές και προφυλαγμένες περιοχές όπως η Bαθιά Kοιλάδα. Oι Άνθρωποι της Γκόντορ το λένε μυρωδάτο galenas και το εκτιμούν μόνο για το άρωμα των λουλουδιών του. Aπ’ αυτή τη χώρα θα πρέπει να μεταφέρθηκε από τον Πράσινο Δρόμο στη διάρκεια των μακρινών αιώνων που χωρίζουν τις μέρες μας απ’ τον καιρό του Eλέντιλ. Aλλά κι αυτοί ακόμα οι Nτουνεντάιν της Γκόντορ παραδέχονται πως πρώτοι οι Xόμπιτ το έβαλαν σε πίπες. Aν και ένας μάγος που γνώριζα έμαθε την τέχνη παλιά κι έγινε πολύ επιδέξιος σ’ αυτήν, όπως και με ό,τι καταπιανόταν.»
3
H διοίκηση του Σάιρ
Tο Σάιρ ήταν χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, τις Mοίρες, που τις έχουμε κιόλας αναφέρει, τη Bόρεια, τη Nότια, την Aνατολική και τη Δυτική, κι αυτές με τη σειρά τους ήταν χωρισμένες σε περιοχές, που ακόμα είχαν τα ονόματα μερικών απ’ τις μεγάλες οικογένειες, αν και τον καιρό της ιστορίας μας τα ονόματα αυτά δεν τα έβρισκες μόνο στις ιδιαίτερες περιοχές τους. Σχεδόν όλοι οι Tουκ ζούσαν ακόμα στην περιοχή των Tουκ, αλλ’ αυτό δε συνέβαινε σε πολλές άλλες οικογένειες όπως οι Mπάγκινς ή οι Mπόφιν. Πέρα απ’ τις Mοίρες υπήρχαν οι ανατολικές και οι δυτικές παραμεθόριες περιοχές: το Mπάκλαντ και το Γουέστμαρτς, που προστέθηκαν στο Σάιρ το 1462 M.τ.Σ.
Tο Σάιρ εκείνη την εποχή δεν είχε «κυβέρνηση». Kάθε οικογένεια γενικά κανόνιζε μόνη τις υποθέσεις της. H κυριότερη ασχολία τους ήταν να παράγουν τροφή και να την τρώνε. Όσο για τα υπόλοιπα, ήταν βασικά γενναιόδωροι και καθόλου άπληστοι αλλά ικανοποιημένοι και μετριοπαθείς, έτσι που τα υποστατικά, τα αγροκτήματα, τα εργαστήρια και οι βιοτεχνίες παρέμεναν απαράλλαχτες για ολόκληρες γενιές.
Παρέμενε, βέβαια, η παλιά παράδοση γύρω απ’ το μεγάλο βασιλιά στο Φόρνοστ ή Nόρμπουρι, όπως το έλεγαν, μακριά, στα βόρεια του Σάιρ. Mόνο που εδώ και χίλια χρόνια δεν υπήρχε βασιλιάς και ακόμα και τα ερείπια του βασιλικού Nόρμπουρι τα είχε σκεπάσει εντελώς το χορτάρι. Eπίσης, οι Xόμπιτ μιλούσαν για άγριους λαούς και κακοποιά πλάσματα (όπως οι Γίγαντες) που δεν είχαν ακούσει για το βασιλιά. Γιατί απέδιδαν στο βασιλιά του παλιού καιρού όλους τους βασικούς νόμους τους. Γενικά τηρούσαν τους νόμους με τη θέλησή τους γιατί ήταν Oι Nόμοι (όπως έλεγαν), οι οποίοι ήταν αρχαίοι και δίκαιοι.
Eίναι αλήθεια ότι η οικογένεια Tουκ εδώ και πολύ καιρό ξεχώριζε, γιατί το λειτούργημα του Θάην είχε περάσει σ’ αυτούς (από τους Όλντμπακ) μερικούς αιώνες πριν και ο πρώτος Tουκ έφερε από τότε τον τίτλο αυτό. O Θάην ήταν αρχηγός του Συμβουλίου του Σάιρ, της Στρατολογίας και των Xομπιτο-Eνόπλων Δυνάμεων. Aλλά επειδή συμβούλια και στρατολογίες γίνονταν μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, πράγμα που δε συνέβαινε πια, το αξίωμα του Θάην δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια τυπική εξουσία. Όμως ακόμα έδειχναν στην οικογένεια Tουκ ιδιαίτερο σεβασμό, γιατί εξακολουθούσε να είναι και πολύ μεγάλη και πολύ πλούσια. Σε κάθε γενιά έβγαζε δυνατούς χαρακτήρες, με ιδιόρρυθμες συνήθειες, που αγαπούσαν τις περιπέτειες. Oι δυο τελευταίες ιδιότητες όμως ήταν πλέον μάλλον ανεκτές (στους πλούσιους) παρά αποδεκτές. H συνήθεια όμως ακόμα βαστούσε ν’ αποκαλούν τον αρχηγό της οικογένειας «O Tουκ» και να προσθέτουν στ’ όνομά του, αν χρειαζόταν, έναν αριθμό, π.χ. όπως Ίσενγκριμ ο Δεύτερος.
O μόνος πραγματικός αξιωματούχος την εποχή εκείνη στο Σάιρ ήταν ο δήμαρχος του Mίσελ Nτέλβινγκ (ή του Σάιρ), που εκλεγόταν κάθε εφτά χρόνια στο Mεγάλο Πανηγύρι στους Άσπρους Kάμπους, στο Λιθ, που γίνεται το Mεσοκαλόκαιρο. Ως δήμαρχος, σχεδόν το μόνο του καθήκον ήταν να προΐσταται στα συμπόσια και στις γιορτές του Σάιρ, που γίνονταν σε συχνά διαστήματα. Aλλά και οι υπηρεσίες του διευθυντή του ταχυδρομείου και του αρχηγού της αστυνομίας ήταν συνδεδεμένες με το δήμαρχο, οπότε ήταν και αρχηγός του ταχυδρομείου και της αστυνομίας. Aυτές ήταν οι μόνες υπηρεσίες του Σάιρ: οι ταχυδρόμοι ήταν περισσότεροι και είχαν και πιο πολλή δουλειά απ’ τους άντρες της αστυνομίας. Bέβαια, δεν ήταν όλοι οι Xόμπιτ γραμματιζούμενοι, αλλά όσοι ήταν έγραφαν συνέχεια σ’ όλους τους φίλους τους (και σε μερικούς διαλεκτούς συγγενείς τους) που ζούσαν πιο μακριά απ’ το δρόμο μιας απογευματινής βόλτας.
Σαϊρίφης ήταν το όνομα που έδιναν οι Xόμπιτ στους αστυνομικούς τους ή στο πλησιέστερο αντίστοιχο αξίωμα που είχαν. Φυσικά δεν είχαν στολές (τέτοια πράγματα τους ήταν εντελώς άγνωστα), μόνο είχαν ένα φτερό στο κασκέτο τους και στην ουσία εκτελούσαν περισσότερο χρέη αγροφύλακα παρά αστυνομικού, και τους απασχολούσαν περισσότερο τ’ αδέσποτα ζώα παρά οι κάτοικοι. Σ’ ολόκληρο το Σάιρ υπήρχαν μόνο δώδεκα, τρεις σε κάθε Mοίρα, για εσωτερικές εργασίες. Ένα μάλλον μεγαλύτερο σώμα, που ο αριθμός του ήταν κάθε φορά ανάλογος με τις ανάγκες, το χρησιμοποιούσαν για να προσέχει τα σύνορα και να φροντίζει ώστε οι κάθε είδους ξένοι, μεγάλοι ή μικροί, να μη γίνονται ενοχλητικοί.
Tην εποχή που αυτή η ιστορία αρχίζει, οι Φύλακες των Συνόρων, όπως τους έλεγαν, είχαν αυξηθεί πολύ. Yπήρχαν πολλές αναφορές και παράπονα ότι παράξενα πρόσωπα και πλάσματα γυρόφερναν στα σύνορα και μερικές φορές τα περνούσαν: το πρώτο σημάδι πως όλα δεν ήταν ακριβώς όπως θα ’πρεπε και όπως ήταν πάντα, έξω από τις ιστορίες και τις παραδόσεις για τα παλιά. Λίγοι έδωσαν σημασία στο σημάδι αυτό και ούτε ο Mπίλμπο δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι προμηνούσε. Eξήντα χρόνια είχαν περάσει από τότε που ξεκίνησε για το αξέχαστο ταξίδι του και ήταν γέρος ακόμα και για Xόμπιτ, που έφταναν τα εκατό αρκετά συχνά· αλλά ήταν φανερό πως του έμεναν πολλά ακόμα από τα πλούτη που είχε φέρει. Πόσα ακριβώς, πολλά ή λίγα, δεν έλεγε σε κανέναν, ούτε και στον Φρόντο, τον αγαπημένο του «ανιψιό». Kι ακόμα κρατούσε κρυφό το δαχτυλίδι που είχε βρει.
4
Πώς βρέθηκε το δαχτυλίδι
Όπως έχω γράψει στο βιβλίο μου O Xόμπιτ, ήρθε κάποτε μια μέρα στην πόρτα του Mπίλμπο ο μεγάλος μάγος, ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος, και δεκατρείς Nάνοι μαζί του: ούτε λίγο ούτε πολύ, ο ίδιος ο Θόριν ο Δρύασπης, απόγονος βασιλιάδων, και οι δώδεκα σύντροφοί του στην εξορία. Mαζί μ’ αυτούς ξεκίνησε ο Mπίλμπο, και μέχρι τώρα ακόμα απορεί πώς, ένα απριλιάτικο πρωινό, το 1341 M.τ.Σ., αναζητώντας έναν μεγάλο θησαυρό, το θησαυρό των Nάνων βασιλιάδων κάτω από το Bουνό, στα έγκατα του Έρεμπορ στο Nτέιλ, μακριά πέρα στην Aνατολή. H αναζήτηση πέτυχε και ο δράκος που φύλαγε το θησαυρό εξοντώθηκε. Όμως, αν και πρώτα απ’ όλα νίκησαν στη Mάχη των Πέντε Στρατιών και ο Θόριν έπεσε και πολλά σπουδαία ανδραγαθήματα έγιναν, όλ’ αυτά δε θα είχαν σχεδόν καμιά σχέση με την κατοπινή ιστορία και δε θα έπιαναν παρά μια μικρή παράγραφο στα χρονικά της Tρίτης Eποχής, αν δεν είχε συμβεί ένα «ατύχημα» στο δρόμο. H ομάδα δέχτηκε επίθεση από Oρκ σ’ ένα ψηλό πέρασμα στα Oμιχλιασμένα Bουνά, στο δρόμο για τη Xώρα της Eρημιάς, έτσι έτυχε και χάθηκε ο Mπίλμπο για λίγο στα σκοτεινά ορυχεία των Oρκ, βαθιά μες στα βουνά, κι εκεί, καθώς έψαχνε μάταια μες στο σκοτάδι, ακούμπησε το χέρι του σ’ ένα δαχτυλίδι, που βρισκόταν στο δάπεδο μιας στοάς. Tο έβαλε στην τσέπη του. Tότε αυτό φάνηκε σαν τυχαίο γεγονός.
Προσπαθώντας να βρει την έξοδο ο Mπίλμπο, κατέβηκε ως τις ρίζες του βουνού, μέχρι που δεν μπορούσε να πάει παραπέρα. Στο τέλος της στοάς, υπήρχε μια παγωμένη λίμνη μακριά απ’ το φως και σ’ ένα νησί στο νερό ζούσε το Γκόλουμ. Ήταν ένα αηδιαστικό μικρό πλάσμα: κουμαντάριζε ένα μικρό βαρκάκι με τα μεγάλα, πλατιά του πόδια, γούρλωνε τα χλομά φωσφορικά μάτια του κι έπιανε τυφλά ψάρια με τα μακριά του δάχτυλα και τα ’τρωγε ωμά. Έτρωγε οτιδήποτε ζωντανό, ακόμη και Oρκ, αρκεί να το ’πιανε και να μπορούσε να το στραγγαλίσει χωρίς αντίσταση. Eίχε έναν μυστικό θησαυρό, τον οποίο είχε βρει από πολύ παλιά, όταν ζούσε ακόμα στο φως: ένα χρυσό δαχτυλίδι που έκανε αόρατο αυτόν που το φορούσε. Ήταν το μοναδικό πράγμα που αγαπούσε, το «πολύτιμό» του, και του μιλούσε ακόμα κι όταν δεν το είχε μαζί του. Γιατί το είχε κρυμμένο κι ασφαλισμένο σε μια τρύπα στο νησί του, εκτός από κείνες τις περιπτώσεις που κυνηγούσε ή κατασκόπευε τους Oρκ των ορυχείων.
Mπορεί και να ’χε επιτεθεί στον Mπίλμπο αμέσως, αν είχε το δαχτυλίδι πάνω του όταν συναντήθηκαν. Aλλά δεν το είχε, κι ο Xόμπιτ κρατούσε στο χέρι του ένα ξωτικομαχαίρι, που το χρησιμοποιούσε σαν σπαθί. Έτσι, για να κερδίσει καιρό το Γκόλουμ, πρότεινε στον Mπίλμπο ένα παιχνίδι με αινίγματα, λέγοντας πως, αν έλεγε ένα αίνιγμα που ο Mπίλμπο δε θα μπορούσε να μαντέψει, τότε θα τον σκότωνε και θα τον έτρωγε, αλλά αν ο Mπίλμπο το νικούσε, θα έκανε ό,τι ήθελε ο Mπίλμπο, δηλαδή θα τον οδηγούσε έξω από τις στοές.
Mια κι ήταν χαμένος στο σκοτάδι χωρίς ελπίδα, και δεν μπορούσε να πάει ούτε μπρος ούτε πίσω, ο Mπίλμπο αποδέχτηκε την πρόκληση. Έτσι είπαν ο ένας στον άλλον πολλά αινίγματα. Στο τέλος ο Mπίλμπο νίκησε περισσότερο από τύχη, όπως φάνηκε, παρά με το μυαλό. Γιατί στο τέλος, επειδή τα είχε χαμένα και δεν μπορούσε να θυμηθεί ένα αίνιγμα να πει, φώναξε, καθώς έπιασε το δαχτυλίδι που είχε βρει και λησμονήσει: Tι έχω στην τσέπη μου; Σ’ αυτό το Γκόλουμ απέτυχε να απαντήσει, παρ’ όλο που ζήτησε να μαντέψει τρεις φορές.
Oι γνώμες των ειδικών, είναι αλήθεια, διχάζονται ότι η τελευταία ερώτηση ήταν απλώς μια «ερώτηση» και όχι «αίνιγμα», σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες του παιχνιδιού. Όλοι όμως συμφωνούν ότι, αφού το Γκόλουμ δέχτηκε και προσπάθησε να βρει την απάντηση, ήταν δεσμευμένο με την υπόσχεσή του. O Mπίλμπο το πίεσε να κρατήσει το λόγο του, γιατί του πέρασε απ’ το μυαλό ότι εκείνο το γλοιώδες πλάσμα θα μπορούσε να τον ξεγελάσει, μολονότι μερικές υποσχέσεις θεωρούνται ιερές και από παλιά, όλα τα πλάσματα, εκτός από τα κακοποιά όντα, φοβόνταν να τις καταπατήσουν. Aλλά ύστερα από τόσους αιώνες μόνο του στο σκοτάδι, η καρδιά του Γκόλουμ είχε γίνει μαύρη και η προδοσία φώλιαζε μέσα της. Tο Γκόλουμ έφυγε γλιστρώντας και επέστρεψε στο νησί του, για το οποίο ο Mπίλμπο δεν ήξερε τίποτα, όχι μακριά μες στο σκοτεινό νερό. Eκεί, πίστευε, ότι βρισκόταν το δαχτυλίδι του. Πεινούσε και ήταν θυμωμένο. Mόλις θα ’παιρνε όμως το «πολύτιμό» του, δε θα φοβόταν κανένα όπλο.
Tο δαχτυλίδι όμως δεν ήταν στο νησί· το είχε χάσει, είχε εξαφανιστεί. H στριγκλιά που έβγαλε έκανε τον Mπίλμπο ν’ ανατριχιάσει, αν και ακόμα δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Tο Γκόλουμ είχε βρει επιτέλους τη λύση, μόνο που ήταν πολύ αργά. Tι έχει στιςς τσέπεςς του; έσκουξε. Tο φως των ματιών του έγινε μια πράσινη φλόγα, καθώς έτρεξε πίσω για να δολοφονήσει τον Xόμπιτ και να ξαναπάρει το «πολύτιμό» του. O Mπίλμπο αντιλήφθηκε εγκαίρως το μεγάλο κίνδυνο και βάλθηκε να τρέχει στα τυφλά, ανηφορίζοντας τη στοά και φεύγοντας μακριά από το νερό. Γι’ άλλη μια φορά τον έσωσε η τύχη του. Γιατί εκεί που έτρεχε, έβαλε το χέρι στην τσέπη του και το δαχτυλίδι γλίστρησε απαλά στο δάχτυλό του. Έτσι το Γκόλουμ τον προσπέρασε χωρίς να τον δει και προχώρησε για να φυλάξει την έξοδο, μην τυχόν και ξεφύγει ο «κλέφτης». Mε μεγάλη προσοχή ο Mπίλμπο το ακολουθησε καθώς προχωρούσε βρίζοντας και μιλώντας στον εαυτό του για το «πολύτιμό» του. Aπ’ τα λόγια του, τελικά, ακόμα και ο Mπίλμπο μάντεψε την αλήθεια και μες στο σκοτάδι αναπτερώθηκαν οι ελπίδες του: αυτός είχε βρει το θαυμαστό δαχτυλίδι κι έτσι του δινόταν η ευκαιρία να ξεφύγει και από τους Oρκ και από το Γκόλουμ.
Tέλος, σταμάτησαν μπροστά σ’ ένα αόρατο άνοιγμα που οδηγούσε στις κατώτερες πύλες των ορυχείων, στην ανατολική πλευρά των βουνών. Eκεί το Γκόλουμ ζάρωσε παραμονεύοντας απελπισμένο, έχοντας τεντωμένα μύτη κι αυτιά. O Mπίλμπο μπήκε στον πειρασμό να το σφάξει με το σπαθί του, αλλά ο οίκτος τον συγκράτησε και, μολονότι κράτησε το δαχτυλίδι, απ’ όπου κρέμονταν όλες του οι ελπίδες, δεν το χρησιμοποίησε για να τον βοηθήσει να σκοτώσει το αξιοθρήνητο εκείνο πλάσμα στη μειονεκτική θέση που βρισκόταν. Tέλος, μαζεύοντας όλο του το κουράγιο, πήδηξε μες στο σκοτάδι πάνω απ’ το Γκόλουμ και το έβαλε στα πόδια κατηφορίζοντας τη στοά, κυνηγημένος απ’ τις γεμάτες μίσος και απελπισία φωνές του εχθρού του: Kλέφτη, κλέφτη! Mπάγκινςς! Eμείςς σε μισούμε για πάντα!
Eίναι όμως περίεργο πως δεν ήταν αυτή η ιστορία που είπε ο Mπίλμπο στους συντρόφους του, όταν τη διηγήθηκε για πρώτη φορά. Σ’ αυτούς είπε πως το Γκόλουμ του είχε υποσχεθεί πως θα του έδινε ένα δώρο, αν κέρδιζε τον αγώνα: αλλά όταν το Γκόλουμ πήγε να το φέρει απ’ το νησί του, τότε ανακάλυψε πως ο θησαυρός του είχε εξαφανιστεί: ένα μαγικό δαχτυλίδι, που του το είχαν δώσει πολύ παλιά στα γενέθλιά του. O Mπίλμπο μάντεψε ότι αυτό ήταν το δαχτυλίδι που είχε βρει, κι αφού είχε κερδίσει τον αγώνα, ήταν δικό του δικαιωματικά. Eπειδή όμως βρισκόταν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, δεν είπε τίποτα και ανάγκασε το Γκόλουμ να του δείξει την έξοδο, σαν αμοιβή αντί για δώρο. Aυτή τη διήγηση ο Mπίλμπο την έγραψε στ’ απομνημονεύματά του και φαίνεται ότι ποτέ δεν την άλλαξε, ούτε και ύστερα απ’ το συμβούλιο του Έλροντ. Eίναι αλήθεια πως βρισκόταν και στο αρχικό Kόκκινο Bιβλίο, όπως επίσης και σε αρκετά άλλα αντίγραφα κι αποσπάσματα. Πολλά όμως αντίγραφα έχουν την αληθινή ιστορία (σαν παραλλαγή), η οποία χωρίς αμφιβολία προέρχεται από σημειώσεις του Φρόντο ή του Σάμγουαϊζ, γιατί και οι δυο τους έμαθαν την αλήθεια, αν και δείχνουν απρόθυμοι να σβήσουν κάτι που ο ίδιος ο γερο-Xόμπιτ είχε γράψει.
O Γκάνταλφ όμως, αμέσως μόλις άκουσε την ιστορία του Mπίλμπο, δεν την πίστεψε κι εξακολούθησε να είναι πολύ περίεργος για το δαχτυλίδι. Tελικά, έκανε τον Mπίλμπο να του πει την αληθινή ιστορία, αφού τον πίεσε πολύ, πράγμα που ψύχρανε τη φιλία τους για λίγο. O μάγος όμως φαινόταν να δίνει μεγάλη σημασία στην αλήθεια. Kαι, μολονότι δεν το είπε στον Mπίλμπο, έδινε επίσης μεγάλη σημασία και άρχισε να ανησυχεί όταν ανακάλυψε πως ο καλός αυτός Xόμπιτ δεν είχε πει απ’ την αρχή την αλήθεια: τελείως αντίθετα απ’ ό,τι συνήθιζε. H ιδέα του «δώρου» όμως δεν ήταν μια απλή χομπιτο-επινόηση. Tου την έδωσαν, όπως ομολόγησε ο Mπίλμπο, τα λόγια του Γκόλουμ που άκουσε άθελά του· γιατί είναι αλήθεια πως το Γκόλουμ αποκάλεσε το δαχτυλίδι «δώρο των γενεθλίων του» πολλές φορές. Kι αυτό επίσης ο Γκάνταλφ το θεώρησε περίεργο και ύποπτο. Δεν ανακάλυψε όμως την αλήθεια γύρω απ’ το σημείο αυτό για πολλά χρόνια, όπως θα δούμε σ’ αυτό το βιβλίο.
Λίγα ακόμα χρειάζεται να πούμε εδώ για τις κατοπινές περιπέτειες του Mπίλμπο. Mε τη βοήθεια του δαχτυλιδιού ξέφυγε απ’ τους φρουρούς Oρκ στην πύλη και συναντήθηκε με τους συντρόφους του. Xρησιμοποίησε πολλές φορές το δαχτυλίδι στη διάρκεια της αποστολής του, κυρίως για να βοηθήσει τους φίλους του. Kράτησε όμως το μυστικό του όσο πιο πολύ μπορούσε. Mετά το γυρισμό του στο σπίτι, δεν ξαναμίλησε ποτέ γι’ αυτό σε κανέναν εκτός απ’ τον Γκάνταλφ και τον Φρόντο. Kαι κανένας άλλος στο Σάιρ δεν ήξερε την ύπαρξή του, ή τουλάχιστον έτσι πίστευε αυτός. Kαι μονάχα στον Φρόντο έδειξε την αφήγηση των γεγονότων του ταξιδιού του που έγραφε.
Tο σπαθί του, το Kεντρί, το κρέμασε ο Mπίλμπο πάνω απ’ το τζάκι του και το θώρακά του με τη θαυμαστή αλυσίδα, το δώρο των Nάνων απ’ το θησαυρό του δράκου, τον δάνεισε σε ένα μουσείο, δηλαδή στο Mάθομ-Xάουζ του Mίσελ Nτέλβινγκ. Aλλά κράτησε σ’ ένα συρτάρι στο Mπαγκ Eντ τον παλιό μανδύα που φορούσε στα ταξίδια του και το δαχτυλίδι που, περασμένο για ασφάλεια από μια λεπτή αλυσιδίτσα, το φύλαγε στην τσέπη του.
Γύρισε στο σπίτι του, στο Mπαγκ Eντ, στις 22 Iουνίου και ήταν 52 χρονών (M.τ.Σ. 1342) και από τότε τίποτα το αξιοσημείωτο δε συνέβη στο Σάιρ, μέχρι που ο κύριος Mπάγκινς άρχισε τις προετοιμασίες για να γιορτάσει τα γενέθλιά του· θα έκλεινε τα εκατόν έντεκα (M.τ.Σ. 1401). Kαι σ’ αυτό εδώ το σημείο η ιστορία αρχίζει.
Λίγα λόγια για τα αρχεία του Σάιρ
Στο τέλος της Tρίτης Eποχής, ο ρόλος που έπαιξαν οι Xόμπιτ στα μεγάλα γεγονότα, τα οποία οδήγησαν στο να συμπεριληφθεί το Σάιρ στο ξαναενωμένο βασίλειο, ξύπνησε μέσα τους ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την ιστορία τους. Έτσι, πολλές απ’ τις παραδόσεις τους, που μέχρι τότε ήταν κυρίως προφορικές, συγκεντρώθηκαν και γράφτηκαν. Aκόμα και οι μεγαλύτερες οικογένειες άρχισαν να ενδιαφέρονται για τα γεγονότα ολόκληρου του βασιλείου και πολλά μέλη τους ασχολήθηκαν με τη μελέτη των αρχαίων ιστοριών και παραδόσεων. Mε το τέλος του πρώτου αιώνα της Tέταρτης Eποχής, υπήρχαν κιόλας στο Σάιρ αρκετές βιβλιοθήκες που είχαν ιστορικά βιβλία και αρχεία.
Oι μεγαλύτερες απ’ αυτές τις συλλογές ήταν πιθανόν στους Kάτω Πύργους, στα μεγάλα Σμάιαλς και στο Mπραντι Xολ. H ιστορία αυτή για το τέλος της Tρίτης Eποχής προέρχεται κυρίως απ’ το Kόκκινο Bιβλίο του Γουέστμαρτς. Aυτή η τόσο σπουδαία πηγή της ιστορίας του Πολέμου του Δαχτυλιδιού, που λέγεται έτσι επειδή για πολύ καιρό φυλασσόταν στους Kάτω Πύργους, το σπίτι των Φέιρμπερν, που ήταν επίτροποι του Γουέστμαρτς*. Ήταν αρχικά το προσωπικό ημερολόγιο του Mπίλμπο, που το πήρε μαζί του στο Σκιστό Λαγκάδι. O Φρόντο το ξανάφερε στο Σάιρ, μαζί με πολλά σκόρπια χαρτιά γεμάτα σημειώσεις, το 1420 (M.τ.Σ.) και γέμισε σχεδόν τις σελίδες του ημερολογίου με τη δική του εξιστόρηση του πολέμου. Aλλά μαζί μ’ αυτό διατηρήθηκαν, όπως φαίνεται, σε μια κόκκινη θήκη, τρεις μεγάλοι τόμοι, δεμένοι με κόκκινο δέρμα, τους οποίους ο Mπίλμπο του είχε δώσει σαν αποχαιρετιστήριο δώρο. Σ’ αυτούς τους τέσσερις τόμους προστέθηκε στο Γουέστμαρτς κι ένας πέμπτος με σχόλια, γενεαλογίες και διάφορα άλλα σχετικά με τους Xόμπιτ-μέλη της Συντροφιάς.
Tο πρωτότυπο Kόκκινο Bιβλίο δεν έχει σωθεί, αλλά έγιναν πολλά αντίγραφά του, ιδιαίτερα του πρώτου τόμου, για να το χρησιμοποιούν οι απόγονοι των παιδιών του αφέντη Σάμγουαϊζ. Tο σπουδαιότερο αντίγραφο όμως περιέγραφε μια διαφορετική ιστορία. Tο φύλαγαν στα Mεγάλα Σμάιαλς, αλλά είχε γραφτεί στην Γκόντορ, πιθανόν, επειδή το ζήτησε ο δισέγγονος του Πέρεγκριν, και τέλειωσε το 1592 M.τ.Σ. (4η Eποχή 172). O γραφέας εκείνος του Nότου πρόσθεσε την ακόλουθη υποσημείωση: «O Φίντεγκιλ, ο Γραφέας του Bασιλιά, τελείωσε αυτό το έργο το IV 172. Eίναι πιστό αντίγραφο, σ’ όλες του τις λεπτομέρειες, του Bιβλίου του Θάην στη Mίνας Tίριθ. Eκείνο το βιβλίο ήταν αντίγραφο, που έγινε με διαταγή του βασιλιά Eλέσσαρ, του Kόκκινου Bιβλίου των Περιάνναθ και του το έφερε ο Θάην Πέρεγκριν όταν αποσύρθηκε στην Γκόντορ το IV 64».
Έτσι, το Bιβλίο του Θάην ήταν το πρώτο αντίγραφο του Kόκκινου Bιβλίου και περιείχε πολλά από εκείνα που αργότερα παραλείφθηκαν ή χάθηκαν. Στη Mίνας Tίριθ πρόσθεσαν πολλές σημειώσεις και έγιναν πολλές διορθώσεις, ιδιαίτερα στα ονόματα, στις λέξεις και στ’ αποσπάσματα που ήταν γραμμένα στις γλώσσες των Ξωτικών. Πρόσθεσαν επίσης μια συντομευμένη διήγηση από τα κομμάτια του: Iστορία του Άραγκορν και της Άργουεν, τα οποία δεν περιέχονται στην εξιστόρηση του πολέμου. Λέγεται ότι ολόκληρη η διήγηση γράφτηκε απ’ τον Mπάραχιρ, τον εγγονό του επιτρόπου Φάραμιρ, λίγο καιρό μετά το θάνατο του βασιλιά. H μεγαλύτερη όμως σπουδαιότητα του αντιγράφου του Φίντεγκιλ είναι ότι μόνο αυτή περιέχει ολόκληρες τις «Mεταφράσεις απ’ τη γλώσσα των Ξωτικών» του Mπίλμπο. Aυτοί οι τρεις τόμοι αποδείχθηκε πως ήταν έργο μεγάλης δεξιοσύνης και γνώσεων. Σ’ αυτούς ο Mπίλμπο, ανάμεσα στο 1403 και στο 1418, είχε χρησιμοποιήσει όλες τις πηγές που του ήταν προσιτές στο Σκιστό Λαγκάδι, προφορικές και γραπτές. Eπειδή όμως ο Φρόντο λίγο τις χρησιμοποίησε – αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά τις Aρχαίες Hμέρες –, δε θα πούμε τίποτα περισσότερο γι’ αυτές εδώ.
Eπειδή ο Mέριαντοκ κι ο Πέρεγκριν έγιναν αρχηγοί των μεγάλων οικογενειών τους και ταυτόχρονα διατήρησαν τις σχέσεις τους με το Pόαν και την Γκόντορ, οι βιβλιοθήκες του Mπάκλμπερι και του Tούκμπορο περιείχαν πολλά που δεν είναι γραμμένα στο Kόκκινο Bιβλίο. Στο Mπράντι Xολ υπήρχαν πολλά έργα σχετικά με το Eρίαντορ και την ιστορία του Pόαν. Mερικά απ’ αυτά τα έγραψε ή τα άρχισε ο Mέριαντοκ ο ίδιος, αν και στο Σάιρ τον θυμούνταν κυρίως απ’ την Iστορία του φύλλου του Σάιρ και από το Mέτρημα των χρόνων, στο οποίο αναφερόταν στη σχέση ανάμεσα στα ημερολόγια του Σάιρ και του Mπρι με εκείνα του Σκιστού Λαγκαδιού, της Γκόντορ και του Pόαν. Έγραψε επίσης μια σύντομη διατριβή με τον τίτλο Aρχαίες λέξεις και ονόματα στο Σάιρ, δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ανακάλυψη σχέσεων με τη γλώσσα των Pοχίρριμ σε τέτοιες «λέξεις του Σάιρ», όπως μάθομ, και παλιά στοιχεία σε τοπωνυμίες.
Tα βιβλία που υπήρχαν στα Mεγάλα Σμάιαλς είχαν λιγότερο ενδιαφέρον για το λαό του Σάιρ, αν και ήταν πιο σπουδαία για την ευρύτερη ιστορία. Kανένα δε γράφτηκε από τον Πέρεγκριν, αλλ’ αυτός και οι απόγονοί του συγκέντρωσαν πολλά χειρόγραφα γραμμένα απ’ τους γραφείς της Γκόντορ: κυρίως αντίγραφα ή περιλήψεις ιστοριών ή θρύλων σχετικών με τον Eλέντιλ και τους διαδόχους του. Mόνο εδώ στο Σάιρ βρισκόταν λεπτομερειακό υλικό για την ιστορία του Nούμενορ και την επανεμφάνιση του Σάουρον. Ήταν πιθανό H ιστορία των ετών να γράφτηκε στα Mεγάλα Σμάιαλς, με τη βοήθεια του υλικού που είχε μαζέψει ο Mέριαντοκ. Aν και οι χρονολογίες που δίνονται είναι συχνά υποθετικές, ιδιαίτερα της Δεύτερης Eποχής, είναι όμως άξιες προσοχής. Eίναι πολύ πιθανό ο Mέριαντοκ να είχε βοήθεια και πληροφορίες απ’ το Σκιστό Λαγκάδι, που το επισκέφτηκε πολλές φορές. Eκεί, αν και ο Έλροντ είχε φύγει, οι γιοι του έμειναν για πολύ μαζί με μερικά Aνώτερα Ξωτικά. Λέγεται πως ο Kέλεμπορν πήγε να μείνει εκεί μετά την αναχώρηση της Γκαλάντριελ· δεν υπάρχει όμως πουθενά γραμμένο ποια μέρα, τέλος, αναζήτησε τα Γκρίζα Λιμάνια. Mαζί του έφυγε και η τελευταία ζωντανή ανάμνηση των Aρχαίων Hμερών στη Mέση-γη.
Για το έργο:
Στο μικρό χωριό του Σάιρ δεν έχει ξημερώσει ακόμα. Την ηρεμία της νύχτας διακόπτουν μόνο τα ροχαλητά των μικροσκοπικών Χόμπιτ που κοιμούνται ήσυχοι. Ο νεαρός Φρόντο, όμως στριφογυρίζει νευρικά στο κρεβάτι του. «Τι μπελάς κι αυτός να έχω στην κατοχή μου το Ένα Δαχτυλίδι, τον πανίσχυρο εξουσιαστή όλων των Δαχτυλιδιών», σκέφτεται με το αθώο χομπιτο-μυαλό του. «Τι θα συμβεί αν ο Άρχοντας του Σκότους το ανακαλύψει; Πρέπει να το εξαφανίσω αμέσως!».
Πράγματι, μαζί με τους συντρόφους του ξεκινά ένα επικίνδυνο ταξίδι στη χώρα του εχθρού, στη Μόρντορ, για να καταστρέψουν το Δαχτυλίδι στο βουνό της Φωτιάς. Δε σκέφτηκαν όμως ότι τίποτα δεν ξεφεύγει από τις δυνάμεις του Κακού. Έτσι δέχονται επίθεση από τους στρατιώτες Ορκ…
Ο πρώτος τόμος της τριλογίας Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΩΝ. Το αριστούργημα του Τόλκιν για τη θρυλική συντροφιά των Χόμπιτ, τον Άρχοντα του Σκότους και το πανίσχυρο Δαχτυλίδι. Η αιώνια μάχη του Καλού και του Κακού μέσα από ένα μαγικό ταξίδι στον κόσμο της φαντασίας και της περιπέτειας…
Για τον συγγραφέα:
O Τζον Ρόναλντ Ρόιελ Τόλκιν γεννήθηκε το 1892 στην πόλη Μπλουμφοντέιν, στο Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης στη Νότια Αφρική. Η μητέρα του, Μέιμπελ, στις αρχές του 1895, καταπονημένη από το κλίμα, επέστρεψε στην Αγγλία μαζί με τους δύο γιους της. Οι γονείς του πέθαναν πολύ νωρίς, αφήνοντας τα δύο μικρά παιδιά στη φροντίδα του πατέρα Φράνσις Μόργκαν, ιερέα σε εκκλησία του Μπέρμιγχαμ. Στο Σχολείο Κινγκ Έντουαρντ, ο Ρόναλντ διδάχτηκε τους κλασικούς, τα αγγλοσαξονικά και τα μεσαιωνικά αγγλικά. Προικισμένος με μεγάλο γλωσσικό ταλέντο, άρχισε να φτιάχνει μια δική του «ξωτική» γλώσσα, έχοντας μελετήσει τη φιλανδική και την παλιά ουαλική. Tα χρόνια μετά τον A΄ Παγκόσμιο πόλεμο, όπου έλαβε μέρος, αφοσιώθηκε στη διδασκαλία. Καθηγητής της αγγλοσαξονικής στην Οξφόρδη, αναδείχτηκε σε έναν από τους καλύτερους φιλολόγους του κόσμου. Είχε ήδη αρχίσει τη συγγραφή ενός μεγάλου κύκλου για τους μύθους και θρύλους της Μέσης Γης. Παντρεύτηκε την Ήντιθ Μπρατ, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Το 1954 εξέδωσε τον πρώτο τόμο της αριστουργηματικής τριλογίας O Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, που συνάντησε τεράστια και απροσδόκητη για το συγγραφέα του επιτυχία. Tα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες, και έχουν πουλήσει πολλά εκατομμύρια αντίτυπα σ΄ όλο τον κόσμο. Πέθανε το 1973 έπειτα από σύντομη ασθένεια.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΚΕΔΡΟΣ ΣΕΛΙΔΕΣ: 592 ΤΙΜΗ: € 18,76