Μπήκε φουριόζος στο μικρό μου διαμέρισμα. Τα πυκνά του μαλλιά –δεν φορούσε την τραγιάσκα αυτή τη φορά– ήταν ανακατεμένα και στο αριστερό του χέρι κρατούσε ένα μαύρο βαλιτσάκι, ενώ από τους ώμους του κρεμόταν το ίδιο, βρομερό, γκρίζο σακίδιο. Στεκόταν στη μέση του σαλονιού και κοιτούσε τριγύρω του σαν να έβλεπε για πρώτη φορά τον χώρο. Δεν είχε καταδεχτεί να μου ρίξει ούτε μια ματιά. Στεκόμουν σε μια γωνιά, ηττημένη από την αδιαφορία του μπρος στη γύμνια μου, και περίμενα με πληγωμένο τον εγωισμό να μου δώσει σημασία. Όταν τελικά γύρισε προς το μέρος μου, είπε:
– Μια χαρά. Εδώ θα το κάνουμε. Απλώς, πρέπει οπωσδήποτε να απομακρύνουμε αυτό το τραπεζάκι.
– Είσαι σίγουρος πως δεν θέλεις να πάμε στο υπνοδωμάτιο; Ίσως στο κρεβάτι να είμαστε πιο άνετα.
– Όχι βέβαια. Ξάπλωσε στον καναπέ. Είμαι έτοιμος, είπε και έβγαλε τα γάντια του.
Υπάκουσα, αφού πρώτα μετέφερα το τραπεζάκι στην κουζίνα, όπως ακριβώς επιθυμούσε.
Ξαπλωμένη ανάσκελα, τον είδα να ανοίγει το βαλιτσάκι του και να βγάζει από μέσα ένα διαφανές μπουκάλι και λίγο βαμβάκι. Πότισε το βαμβάκι με το υγρό του μπουκαλιού και μετά με κοίταξε χαμογελώντας. Ένιωσα το νοτισμένο βαμβάκι να διατρέχει τα πλευρά μου, στην αριστερή μεριά του κορμιού μου. Το ένιωσα σαν ένα πολύ μικρό και βιαστικό ζουζούνι που κινείται με ταχύτητα πάνω μου. Σήκωσα το κεφάλι και διαπίστωσα ότι το απαλό άγγιγμα του βαμβακιού είχε προκαλέσει μια βαθιά τομή. Ο Σαν εξακολουθούσε να με κοιτά κατάματα και να μου χαμογελά καθώς βύθιζε το δεξί του χέρι μέσα μου. Ένιωθα την παλάμη του, ζεστή και αφράτη, σαν ψωμί που μόλις βγήκε από τον ξυλόφουρνο. Τη στιγμή που η παλάμη του γράπωσε τον σπλήνα μου, ένα βογγητό ηδονής ξέφυγε από το στόμα μου. Ήταν ξεκάθαρο ότι είχα ερεθιστεί από την επαφή μας. Τράβηξε το χέρι του από το εσωτερικό μου. Το καφεκόκκινο όργανο άχνιζε μπροστά στα μάτια μου. Ένιωσα ήρεμη και ανακουφισμένη. Ο Σαν πέρασε το βαμβάκι και πάλι πάνω από την αναίμακτη τομή και εκείνη έκλεισε, χωρίς να αφήσει το παραμικρό σημάδι. Ούτε πόνο αισθάνθηκα, ούτε σωματικά υγρά εμφανίστηκαν σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Αποδείχτηκε ότι ο παλιατζής ήταν εξαιρετικός στη δουλειά του. Ένιωσα λίγο σαν να πρωταγωνιστούσα σε b-movie των 70s και μου ήρθε να γελάσω, αλλά ντράπηκα – ίσως ο Σαν να παρεξηγούσε την αντίδρασή μου.
Ο Σαν τοποθέτησε τον σπλήνα μου σε μια διαφανή πλαστική σακούλα, σαν αυτές που χρησιμοποιούμε για τα τρόφιμα, και την παράχωσε μέσα στο βρομερό του σακίδιο. Μου ζήτησε να ντυθώ και μου διευκρίνισε ότι, ναι μεν το σημαντικότερο στάδιο είχε μόλις τελειώσει, αλλά η συναλλαγή δεν είχε ολοκληρωθεί. «Προφανώς», ήθελα να του απαντήσω, αφού δεν ήξερα ούτε καν με τι ποσό είχε κοστολογήσει τον σπλήνα μου, αλλά ήμουν τόσο απογοητευμένη που δεν έδειχνε την παραμικρή διάθεση να εκμεταλλευτεί τη γύμνια μου, ώστε δεν μίλησα καθόλου. Όταν επέστρεψα στο σαλόνι ντυμένη, είδα ότι είχε βγάλει και πάλι έξω το σημειωματάριό του και κάτι έγραφε. Μου ζήτησε να καθίσω απέναντί του.
– Θέλω, Έμμα, να με ακούσεις προσεκτικά και να ακολουθήσεις κατά γράμμα τις οδηγίες που θα σου δώσω. Θα πρέπει από εδώ κι εμπρός να αποφεύγεις να τρως συκώτι, είτε χοιρινό είτε μοσχαρίσιο, μύδια και ξηρούς καρπούς. Τις επόμενες πέντε μέρες, το ανοσοποιητικό σου σύστημα θα είναι πεσμένο. Καλό είναι να μη συγχρωτιστείς με πολύ κόσμο σε κλειστούς χώρους. Αν νιώσεις αδιαθεσία, ξάπλωσε στον καναπέ, όχι στο κρεβάτι σου, και φέρε στον νου σου την αίσθηση που είχες όταν το χέρι μου βρισκόταν μέσα σου. Μη φοβηθείς ούτε στιγμή. Δεν διατρέχεις κανέναν κίνδυνο, αρκεί να εφαρμόσεις πιστά όσα σου υπέδειξα. Τώρα, θέλω να σου κάνω μια ερώτηση. Πρέπει να μου απαντήσεις, για να σου δώσω τα χρήματα που δικαιούσαι και έτσι να κλείσει ο κύκλος της πρώτης μας συναλλαγής. Η ερώτησή μου είναι: Ποιο είναι το επόμενο όργανο που προτίθεσαι να μου πουλήσεις;
Ένιωσα αμηχανία. Δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Η εμπειρία από την αφαίρεση του σπλήνα αποδείχτηκε ηδονική και καθόλου τραυματική, αλλά ασφαλώς δεν είχα σκοπό να ξεπουλήσω κι άλλα όργανά μου. Στο κάτω κάτω της γραφής, ήταν δικά μου, τα χρειαζόμουν για να ζήσω και δεν ήθελα να τα μοιραστώ με κανέναν. Αποφάσισα ότι έπρεπε να είμαι ειλικρινής απέναντί του.
– Κοίτα, Σαν. Αυτή την περίοδο βρίσκομαι σε τρομερή ανάγκη για χρήματα και αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος που με οδήγησε σε σένα. Ομολογώ ότι είμαι πολύ ευχαριστημένη από το πώς χειρίστηκες το όλο θέμα. Εκτέλεσες άψογα την επέμβαση και ο σπλήνας μου βρίσκεται πλέον στα χέρια σου ή, για να είμαι πιο ακριβής, στον σάκο σου. Δώσε μου και το ποσό που μου αναλογεί και ας λήξει εδώ το εμπορικό μας πάρε δώσε. Μπορούμε, όμως, αν το θες κι εσύ, να βγούμε για ποτό κάποια στιγμή ή να έρθεις εδώ ξανά και να σου κάνω το τραπέζι. Τι λες;
Ο Σαν χαμογέλασε ειρωνικά, σαν να μην πίστευε λέξη από όσα του είχα μόλις πει. Εκνευρίστηκα ελαφρώς από την έκφρασή του, αλλά δεν θέλησα να ρίξω λάδι στη φωτιά. Επιπλέον, χρειαζόμουν τα λεφτά. Εκείνος σήκωσε τον δείκτη του δεξιού του χεριού και τον κούνησε αριστερά δεξιά σαν να έλεγε «όχι». Μετά, έγραψε κάτι ακόμη στο σημειωματάριό του και σηκώθηκε όρθιος.
– Αν ανοίξεις το συρτάρι του κομοδίνου σου, θα βρεις 2.470 ευρώ. Πρέπει να φύγω τώρα. Με έχουν καλέσει να αγοράσω ένα παλιό ψυγείο. Εις το επανιδείν.
Μόλις έφυγε, πήγα στην κρεβατοκάμαρα. Μέσα στο συρτάρι βρήκα έναν πάκο με κολλαριστά χαρτονομίσματα. Τα μέτρησα και ήταν ακριβώς όσα μου είχε πει.