Στην πρώτη καραντίνα, την άνοιξη του 2020, της χρονιάς που δεν ξεχάσουμε ποτέ, λίγο μετά το πρώτο σοκ κάποιοι άνθρωποι του θεάτρου πήραν την πρωτοβουλία -σαν στάση αντίδρασης και αλληλεγγύης στο έγκλειστο θεατρόφιλο κοινό- να προβάλουν παλαιότερες βιντεοσκοπημένες παραστάσεις τους. Και πραγματικά λειτούργησε λυτρωτικά αυτή η κίνηση εκείνο το διάστημα. Είδαμε παλαιότερες παραστάσεις που δεν είχαμε δει, ξαναείδαμε άλλες παλιές, αγαπημένες και τότε, θυμάμαι.
Δεν δίναμε και τόσο μεγάλη σημασία στις κακές (έως άθλιες σε κάποιες περιπτώσεις) κινηματογραφήσεις των παλαιότερων παραστάσεων. Σ’ εκείνη την πρώτη φάση άνοιξαν διάφορα αρχεία με βιντεοσκοπημένες παλιές παραστάσεις και στα social media έβγαινε το ημερήσιο πρόγραμμα προβολών.
Ήταν μια περίεργη «συνάντηση», έπειτα από χρόνια, με παραστάσεις που έχουν τη δική τους θέση στην ιστορία του σύγχρονου θεάτρου, όπως η «Αντιγόνη» και οι «Δούλες» του Λευτέρη Βογιατζή και η «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου, το «Mistero Buffo» του Ντάριο Φο και του Θωμά Μοσχόπουλου Και ακολούθησα και πάλι, πάνω στην καρέκλα μου, τους ρυθμούς της παράστασης του Άρη Μπινιάρη «Βάκχες», που είδαμε στη Στέγη.
Την περασμένη άνοιξη η προβολή των βιντεοσκοπημένων παλαιότερων παραστάσεων ήταν παρηγοριά, παρέα, ανάκληση θεατρικών αναμνήσεων, παρότι είχε ξεκινήσει ήδη ο προβληματισμός και οι αντιρρήσεις ότι αυτή η διαδικασία δεν υποκαθιστά τη ζωντανή θέαση και τη ζωντανή σχέση κοινού και ηθοποιών.
Και μετά ήρθε η άρση του πρώτου lock down και δειλά δειλά κάποιες παραστάσεις ετοιμάστηκαν, κάποιες συναντήθηκαν με το κοινό, έστω και με περιορισμένη πληρότητα στους θερινούς θεατρικούς χώρους. Και οι περισσότεροι άρχισαν να κάνουν προγραμματισμούς για το φθινόπωρο του 2020. Και τα δελτία Τύπου με τις προσεχείς παραγωγές άρχισαν να φτάνουν. Και η πληρότητα στα κλειστά θέατρα ορίστηκε στο 30%.
Και οι πρεμιέρες, σιγά σιγά, ξεκίνησαν.
Για να διακοπούν και πάλι στις 7 του περασμένου Νοεμβρίου, στην αρχή του δεύτερου lockdown. Και τότε ήρθε στη ζωή μας το live streaming (ή το σκέτο streaming), που είχε κάνει την πρώτη του εμφάνιση, το περασμένο καλοκαίρι, από την Επίδαυρο, με την παράσταση «Πέρσες» του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη. Τότε, για τους θεατές εκτός συνόρων.
Από τον περασμένο Νοέμβριο λοιπόν, τα δελτία Τύπου που φτάνουν στο ηλεκτρονικό μας ταχυδρομείο δεν αφορούν πρεμιέρες, αλλά προβολές παραστάσεων streaming ή live streaming. Και είναι πρόσφατες παραστάσεις. Εκείνες που διακόπηκαν ξαφνικά είτε την περασμένη άνοιξη είτε το φθινόπωρο του 2020 ή εκείνες που δεν έκαναν ποτέ πρεμιέρα με κοινό (όπως «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα από το Εθνικό Θέατρο).
Καθόμαστε, λοιπόν, και σ’ αυτή την καραντίνα, και πάλι μπροστά από την τηλεόραση ή μπροστά από τον υπολογιστή και σε ό,τι με αφορά όταν υπάρχει εκείνη η λεξούλα «live» στην άκρη της οθόνης, νιώθω μια μικρή ταχυκαρδία. Οτι αυτό που βλέπουμε γίνεται εκείνη τη στιγμή· ότι οι ηθοποιοί παίζουν ζωντανά, για μας. Παρότι γνωρίζουμε ότι η κάθε σκηνή που βλέπουμε είναι αυτή που δείχνει ο τηλεσκηνοθέτης της παράστασης, όχι αυτό που επιλέγει το βλέμμα μας ίσως και στην άλλη άκρη της σκηνής. Ταυτόχρονα υπάρχει και μια μικρή (ή μεγαλύτερη) μελαγχολία. Γιατί δεν μπορούμε ν’ ανταλλάξουμε βλέμματα ή σκουντήματα με τον διπλανό μας (στενάζουν τα sms και τα messenger την ώρα της προβολής)· γιατί ό,τι νιώθουμε στη διάρκεια της θέασης δεν φτάνει πάνω στη σκηνή· γιατί στο τέλος της παράστασης υπάρχει μια τεράστια αμηχανία και επί σκηνής και στα σπίτια μας· γιατί δεν μπορούμε να χειροκροτήσουμε, ή μάλλον γιατί δεν μπορούν να μας ακούσουν όταν χειροκροτάμε.
Έχω δει κάμποσες παραστάσεις streaming ή live streaming αυτό το διάστημα. Τις περιμένω, συνήθως κάθε Σαββατόβραδο. Τις περιμένουν αρκετοί, όπως δείχνουν οι αριθμοί των ατόμων που παρακολουθούν τις παραστάσεις, και πληρώνουν εισιτήριο γι’ αυτές.
Στο Εθνικό Θέατρο: την παράσταση «Σ’ εσάς που με ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Αβρανά είδαν 2.500 θεατές· την «Κυρία του Μαξίμ» του Φεντώ και του Θωμά Μοσχόπουλου είδαν 3.500 θεατές· την παιδική παράσταση «Πιστεύω στους μονόκερους» είδαν 2.000 παιδιά και γονείς, ενώ την παράσταση του Γιάννου Περλέγκα «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» παρακολούθησαν 1.800 θεατές.
Θέατρο «Πορεία»: τον «Γιούγκερμαν» παρακολούθησαν 3.500 σε 2 προβολές (σε μέρες όμως που δεν υπήρχε lock down και τα θέατρα ήταν ανοιχτά, ενώ την παράσταση έχουν ήδη δει 60.000 θεατές)· «This is not Romeo and Juliet»: 10.100 θεατές το παρακολούθησαν σε 3 προβολές· «Ευρυδίκη» 2.200 σε μια προβολή· «Θείο τραγί» 1.100 θεατές σε μια προβολή· «Αρίστος» το είδαν περισσότεροι από 1.500 θεατές· Οιδίποδας: 1.100 σε μια προβολή· «Μεγάλη Χίμαιρα» το είδαν 6.500 σε 2 προβολές, ενώ ακολουθεί ακόμη μία προβολή στις 26 Δεκεμβρίου.
Τέλος, τις «Τρεις αδελφές» του Τσέχωφ και του Δημήτρη Καραντζά, σε δύο παραστάσεις-προβολές, τις είδαν περίπου 4.000 θεατές.
Εντυπωσιακοί αριθμοί πραγματικά!
Δεν πρόκειται να κάνω εδώ μια κριτική αποτίμηση αυτών των παραστάσεων. Το streaming και το live streaming διεκδικούν αυτοτελώς θέση στον απολογισμό της χρονιάς έτσι κι αλλιώς.
Είναι μια διαδικασία που σίγουρα δεν υποκαθιστά το θέατρο. Είναι κατ’ αρχήν μια διαδικασία προσαρμογής σ’ αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες. Που σίγουρα έχει επίπεδα ποιότητας και αυτή η διαδικασία (και δεν μπορώ να μην πω ότι τις καλύτερες τηλεσκηνοθεσίες τις έχω δει σε ό,τι προβάλλει το θέατρο «Πορεία»). Μια διαδικασία -θα δανειστώ μια εξαιρετική φράση του Σταμάτη Φασουλή- που «δεν είναι ιαματική, είναι αναλγητική». Και που ίσως μπορεί να συνυπάρξει, αργότερα, στις κανονικές συνθήκες, με το ζωντανό θέατρο. Γιατί πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα μπορούν να φτάσουν στο θέατρο, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Αλλά όλα αυτά θα συζητηθούν μετά…
Προς το παρόν, οι παραστάσεις streaming και live streaming είναι αναμφίβολα το κυρίαρχο γεγονός στον απολογισμό του 2020 στο χώρο του θεάτρου.