Το γραφείο μου είναι στον πέμπτο όροφο, και το δικό σου γραφείο στον πέμπτο είναι. Τα βιβλία σου τα έχω τώρα πια εγώ. Μεγάλη νομική βιβλιοθήκη. Καλύπτουν όλους τους τοίχους του γραφείο μου. Τους τοίχους στο δικό σου γραφείο δε ξέρω τι τους καλύπτει πλέον.
Είσαι απέναντί μου, στην αντικρινή πολυκατοικία. Το δικό μας κτίριο είναι μοντέρνο, απ’ αυτά με την μπλε γυάλινη πρόσοψη. Τα μεσημέρια, ο ήλιος χτυπάει τα τζάμια μας, κι αντανακλά φως και ζέστη σε σας εκεί πέρα. Εσύ, αν κοιτάξεις κατά δω, βλέπεις τον εαυτό σου, εμένα δε με βλέπεις, είναι καθρέφτης η δική μας πρόσοψη. Εγώ όμως σε βλέπω.
Έχεις στηθεί στο παράθυρό σου, και κοιτάζεις κάτω στο δρόμο, βλέπεις στο δικό μας πεζοδρόμιο την είσοδο του κτιρίου μας, μια δίφυλλη βαριά πόρτα πλαισιωμένη με μαρμάρινη κορνίζα, κι εγώ, στο παράθυρό μου είμαι και κοιτάζω χαμηλά κάτω στο δρόμο. Βλέπω την είσοδο της δικής σας πολυκατοικίας, στην εσοχή της, στέκεται ένας λαχειοπώλης. Κρατάει το κοντάρι του, αυτό το ξύλινο ματσούκι με τις εγκοπές για να σφηνώνει εκεί τα λαχεία του.
Πρέπει να φυσάει πολύ έξω, μάλλον νοτιάς, ένοιωσα το πρωί καθώς ερχόμουν, τη ζέστη και την υγρασία, τώρα θα ‘ναι χειρότερα. Βλέπω τις σειρές των λαχείων να κυματίζουν στον αέρα, φαντάζομαι έτσι θα κυματίζουν και οι εφημερίδες που κρέμονται στα περίπτερα και οι τέντες στα μπαλκόνια. Θα κατεβώ να πάρω λαχεία. Άλλη ελπίδα δεν έχω. Πιθανότατα θα κατεβείς κι εσύ, νοιώθω σα να σε περιμένω. Βάζω το σακάκι μου και βγαίνω. Στο ασανσέρ, στον καθρέφτη, φτιάχνω λίγο τα μαλλιά μου, άρχισαν να αραιώνουν τελευταία. Διορθώνω και την γραβάτα μου.
Στο δρόμο η ζέστη είναι πράγματι αφόρητη. Περνώ απέναντι στο λαχειοπώλη, έχει καθίσει εκεί στην σκιά, στην είσοδό σας, στα σκαλάκια. Μάλλον κατέβηκα πριν από σένα γιατί δε σε βλέπω πουθενά. Τα θέλω του λέω, δείχνοντάς του τα λαχεία, τα θέλω όλα. Όλα; μου απαντά. Ναι του λέω, έχω θέμα, μόνο στην τύχη πια ελπίζω. Τα βγάζει απ’ τις εγκοπές που ναι σφηνωμένα και μου τα δίνει ένα-ένα και κάτι σημειώνει σε ένα χαρτάκι. Θέλω και αυτά του λέω, και του δείχνω κάτι καρτελάκια με ξυστό, κι αυτά σφηνωμένα σε εγκοπές, με κοιτάει με απορία, βιάσου του λέω. Κάνει πιο γρήγορα, μου δίνει το πρώτο πάκο, το χώνω σε μια τσέπη, ύστερα δεύτερο, και τρίτο πάκο, και τέταρτο, όλες οι τσέπες του κουστουμιού μου γεμάτες τώρα με δεσμίδες λαχείων, πιθανότητες τύχης , κι αν σου κάτσει…
Του λέω, πόσα; μου λέει τόσα, του δίνω κάτι παραπάνω και του λέω, θέλω και το κοντάρι, μου το δίνει χωρίς δεύτερη κουβέντα, κοιτάζω γύρω μου μήπως και σε δω, μήπως και με βλέπεις, κατηφορίζω προς την Πανεπιστήμιου βαστώντας το κοντάρι σαν σκήπτρο. Μόλις βγω εκεί, νοιώθω τον αέρα να έρχεται από πάνω, απ’ το σύνταγμα, καυτός. Με το σκήπτρο μου στο χέρι ανηφορίζω. Δε κοιτάζω πίσω μου. Δε πα να μ’ ακολουθείς. Και τι έγινε;
Φτάνω στην πλατεία, στρίβω δεξιά, περνάω τη Μεγάλη Βρετανία και τα άλλα ξενοδοχεία, πιάνω το κάτω μέρος, στέκομαι λίγο έξω απ’ το Πάμπλικ, έχει λίγη σκιά εκεί, μια ανάσα να πάρω και συνεχίζω. Περπατώ στη Φιλελλήνων και μετά πιάνω την Αμαλίας, πάω ντουγρού για τη Συγγρού, λέω, ίσως φυσάει μια στάλα, δροσιά εκεί, ίσως και να έρχεται αεράκι απ’ το Φάληρο. Στο Φάληρο μέναμε όταν γεννήθηκα έτσι δεν είναι;
Αρχίδια, ούτε δροσιά ούτε τίποτα, μη σου πω ότι εδώ στο δεξί πεζοδρόμιο της Συγγρού, όπου έχω φτάσει τώρα, κάθιδρος και κουρασμένος, νοιώθω πως απ’ την ζέστη θα λιποθυμήσω. Προχωρώ όμως κραδαίνοντας το σκήπτρο μου, λίγο πιο κάτω στη γέφυρα της Καλλιθέας τα χω πια παίξει, με χτυπάει και το σκαρπίνι, μάλλον έχω κάλο στο μικρό δάχτυλο, κουτσαίνω λίγο και το σκήπτρο, το ‘κανα μπαστούνι. Στηρίζομαι και προχωρώ.
Στον Άγιο Σώστη σταματώ, προς τα πού να πάω; Δεξιά ή αριστερά; που να πάω; Στρίβω δεξιά προς Καλλιθέα, χάνομαι στα στενά και ξαφνικά βρίσκομαι σ’ ένα τρίστρατο, έχει ένα παρκάκι εδώ, μικρό περιφραγμένο με χαμηλό κάγκελο. Δροσιά που υπόσχεται!
Σπρώχνω μια μεταλλική μισάνοιχτη καγκελόπορτα, τρίζει λιγάκι, προχωρώ σε ένα σκιερό δρομάκι. Φτάνω σε μια κυκλική αλάνα με κούνιες, τραμπάλες και παγκάκια περιμετρικά. Διαλέγω το πιο απόμερο και κάθομαι εκεί. Πάνω μου, δέντρο φουντωτό μάλλον μουριά, τα κλαδιά της φτάνουν σχεδόν μέχρι τη γη. Ωραία σκιά εδώ! Κοιτάζω γύρω μου εξεταστικά, κάποιος έχει ποτίσει μεσημεριάτικα και έχει παντού νερά και λάσπες.
Βγάζω το σακάκι μου, λύνω τη γραβάτα και την χώνω σε μα τσέπη μαζί με τα λαχεία, ξεκουμπώνω και το πουκάμισό μου, το βγάζω κι αυτό, βγάζω και τη μουσκεμένη μου φανέλα, τη στύβω, τα απλώνω όλα στις φυλλωσιές ενός θάμνου να στεγνώσουν, κόβω δυο φυλλαράκια πράσινα τρυφερά. Τα τρίβω με τα δάχτυλα μου. Μυρτιά είναι; Μυρτιά είναι ναι, μυρίζουν όμορφα. Γυμνός απ’ τη μέση και πάνω ξαπλώνω στο παγκάκι μου, στις άβολες σανίδες, κοιτάζω τα πυκνά φυλλώματα πάνω απ’ το κεφάλι μου, με το σκήπτρο μου παραμερίζω κάνα κλαδί για να δω λίγο ουρανό.
Μάλλον αποκοιμήθηκα, ξύπνησα γιατί άκουσα φωνές. Τέσσερα μεγάλα παιδιά, σχεδόν άντρες, αλλά όχι άντρες, παιδιά ακόμα, τσιγγανάκια ή κάτι τέτοιο, σέρνουν θεόρατες μαύρες σακούλες παραγεμισμένες, άγνωστο με τι. Με κοιτάζουν κάτι λένε μεταξύ τους και γελάνε.
Ανακάθομαι στο παγκάκι μου, τους βλέπω που ανοίγουν τις σακούλες τους, βγάζουν από μέσα πλαστικά μπουκαλάκια του μισού λίτρου, παραμερίζουν κάτι κλαδιά, βρίσκουν την παροχή της Ε.ΥΔ.ΑΠ. και τα γεμίζουν με νερό. Τα πουλάτε μετά για εμφιαλωμένο ε; τους επιπλήττω. Σηκώνομαι. Με το σκήπτρο μου στο χέρι πάω κατά το μέρος τους.
Στα μισά της διαδρομής σταματώ, εδώ το χώμα είναι λασπωμένο πολύ, βούλιαξαν τα σκαρπίνια μου. Μπήγω το σκήπτρο μου στη γη, έχω τα χέρια μου ελεύθερα τώρα και κουνώντας τα παραστατικά αγορεύω, καταγγέλλω: Παράνομο, λέω, παράνομο, βάση του νόμου.. προσπαθώ να θυμηθώ… ποιος νόμος; ποιο άρθρο ε;
Τα παιδιά με κοιτάζουν αμήχανα. Όμως αυτό κρατά για λίγο, μετά γελάνε δυνατά, κακαρίζουν, και το ένα απ’ αυτά πάει κατά το θάμνο που στεγνώνω τα ρούχα μου, πάω κι εγώ κατά κει, του φράζω το δρόμο, βρίζω, έρχονται και τ’ άλλα, βγάζω απ’ την τσέπη του σακακιού μου την γραβάτα, την κραδαίνω σαν μαστίγιο να τα τρομάξω, να τα δείρω, ξεκαρδίζονται στα γέλια ξανά, και σα συνεννοημένα πάνε εκεί στο σφηνωμένο σκήπτρο μου.
Είμαι βασιλιάς τους λέω. Αυτό είναι το σκήπτρο μου κι εδώ είναι το βασίλειό μου, να φύγετε! να φύγετε! Γελάνε τώρα ακόμα πιο πολύ. Πλησιάζουν το κοντάρι, βγάζουν τα πουλιά τους σα να θέλουν να το κατουρήσουν, βρίζω άσχημα, τρέχω κατά κει, σκοντάφτω, πέφτω στα λασπόνερα, σηκώνομαι με το ζόρι. Περισσότερο κι απ’ το παντελόνι μου λασπώθηκε η κοιλιά μου. Από πότε έχω τόσο μεγάλη κοιλιά; Τα παιδιά πήγαν στα μπουκαλάκια τους. Έληξε το συμβάν. Γυρνάω να δω μήπως είσαι εκεί, μήπως βλέπεις το παλαβό σκηνικό, και σα να είσαι εκεί, παρών, θεατής, σου λέω: Τι θες ρε πατέρα;
Το πρώτο του βιβλίο του Νίκου Αδάμ Βουδούρη ο βυθός είναι δίπλα κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Πατάκη Το δεύτερο, με τον τίτλο ΚΑΪΑΦΑΣ θα κυκλοφορήσει απ’ τις ίδιες εκδόσεις το φθινόπωρο.