Το «Πρόστιμο» του Φωκίωνα Μπόγρη είναι η πρώτη ελληνική ταινία που ανοίγει με δύναμη τα θερινά

«Εμένα θα μάθεις να με σέβεσαι»: γύρω από αυτό το “μότο” του νταή Πέτρου που κόβει πρόστιμα και μοιράζει χαστούκια με αντίτιμο τον “σεβασμό”, περιστρέφεται, γεμάτη υποδόριο μαύρο χιούμορ, σαρκασμό, υπέροχες ερμηνείες, χαρακτηριστικές φάτσες, περίστροφα, χρήμα, μαλλιά ράστα, τρανς καταστάσεις, μέταλ τσιφτετέλια και… μπόλικο “χόρτο”, η πρώτη ελληνική ταινία που κάνει με το σπαθί της πρεμιέρα στις 21 Μαΐου, στους θερινούς κινηματογράφους. Το «Πρόστιμο» του Φωκίωνα Μπόγρη περίμενε πολύ καιρό για να βρεθεί εκεί. Άξιζε τον κόπο όμως, γιατί, όπως λένε και οι συντελεστές του, τίποτα δεν αντικαθιστά το φυσικό περιβάλλον μιας ταινίας, τη μεγάλη οθόνη σε συνδυασμό με τη συλλογική θέαση, αυτή τη μοναδική ατμόσφαιρα της συνύπαρξης αγνώστων στην γοητεία του σινεμά.

Με δύο σημαντικές υποψηφιότητες στα αναμενόμενα βραβεία ΙΡΙΣ της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου -Καλύτερης Μεγάλου Μήκους Ταινίας Mυθοπλασίας και Β’ Ανδρικού Ρόλου (Στάθης Σταμουλακάτος)- και συμμετοχή στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα «Meet the Neighbors» του 61ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης από το οποίο αποκόμισε εξαιρετικές κριτικές, το «Πρόστιμο» έρχεται να μας βγάλει επιτέλους από τους καναπέδες μας και να μας ξαναθυμίσει τι θα πει “απολαμβάνω μια ταινία κάτω από το φεγγάρι και περνάω καλά”. Για να μην πω ότι κάποιες στιγμές “πέφτω και κάτω ξερός από το γέλιο σε ατάκες που δεν μπορώ να αντισταθώ”.

Πέρα από αυτά όμως, η ταινία του Φωκίωνα Μπόγρη, αυτού του χαμηλότονου σκηνοθέτη με το παιδικό, αν και κάπως μελαγχολικό, βλέμμα, που έκανε τα βήματά του αργά και σταθερά στον κινηματογραφικό χώρο αποφεύγοντας να δηλώσει με θόρυβο την παρουσία του και μένοντας πιστός στα πιστεύω και τα όνειρά του, έχει πολλά ακόμη να πει. Όχι φυσικά, δεν στέλνει μηνύματα, όχι βεβαίως, δεν δίνει συμβουλές. Βάζει όμως μία βόμβα με το γάντι στην αγία ελληνική οικογένεια, στους θολούς κανόνες ενός συστήματος που αρνείται εξαιρέσεις εκτός αν είσαι δικός του, στην ωραία βιτρίνα που κρύβει από κάτω τη σαπίλα της. Αλλά και στους τσάμπα μάγκες της κοινωνίας μας, στους θρασύδειλους και τους πονηρούς, στα… και καλά αρσενικά τομάρια, στα μάτσο αφεντικά, που εκβιάζουν ανθρώπινες ζωές. «Τα χρυσά ρολόγια λένε την ώρα λάθος/ Το αυτοκίνητό του γκάζωσε με πάθος», όπως τραγουδάει και η Σεμέλη στον «Νταή», το «scarface metal σκυλάδικο» – σύμφωνα με τον στιχουργό του Αλέξανδρο Βούλγαρη / The Boy– τραγούδι της ταινίας, που έφτιαξε ο Άκης Καπράνος με τον σκηνοθέτη και την ίδια. Τι μένει όρθιο λοιπόν; Η τόλμη να πάρεις τη ζωή σου στα χέρια σου αψηφώντας τον κίνδυνο, όταν η υπομονή τελειώνει και η οργή ξεσπάει και σε οπλίζει με δύναμη τρελή.

Βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία, εκείνη του “Bαγγέλη”, ενός… ντελιβερά κάνναβης που αποζητά μια σταθερή δουλειά για να ξεφύγει από τα ρίσκα αλλά η μοίρα τον μπερδεύει σε άλλες, το «Πρόστιμο», όπως λέει ο δημιουργός του, «παραμένει ταινία μυθοπλασίας. Πράγμα που σημαίνει ότι έχουν γίνει αλλαγές στα πραγματικά γεγονότα για λόγους δραματουργικούς. Μπορώ όμως να σου πω ότι δεν έχουμε ξεφύγει πάρα πολύ. Δηλαδή όταν ο πραγματικός “Βαγγέλης” είδε το αποτέλεσμα, μου είπε “Ναι, αυτός είμαι εγώ”».  

Πράγμα στο οποίο προφανώς συνέβαλε με τον καλύτερο τρόπο ο, συνονόματος του ήρωα-αντιήρωα, πρωταγωνιστής Βαγγέλης Ευαγγελινός, που κάνει εντυπωσιακά την παρθενική του κινηματογραφική εμφάνιση, καθώς ως τώρα είχε πίσω του πορεία συγγραφική. Και μάλιστα με ένα μυθιστόρημα, «Το Αίμα Πίσω», όπου ο ήρωάς του έτυχε, στην κυριολεξία, να κάνει ίδια δουλειά με εκείνον που κλήθηκε να ερμηνεύσει ως ηθοποιός: «Όντως και στις δύο ιστορίες ο πρωταγωνιστής είναι ένας ντίλερ “χόρτου”, όμως από κει και πέρα δεν έχουν καμία σχέση. Το μόνο που τις ενώνει είναι ο ρεαλισμός στους χαρακτήρες και την αφήγηση. Με τον Φωκίωνα γνωριστήκαμε σε σεμινάριο υποκριτικής του Γιάννη Οικονομίδη. Με είδε σε έναν αυτοσχεδιασμό στο πλαίσιο του σεμιναρίου. Ανακαλύψαμε κοινά κινηματογραφικά ενδιαφέροντα, ψάχναμε μια ιδέα να συνεργαστούμε και δοκιμάζαμε διάφορα. Στο μεταξύ, μεσολάβησε η γνωριμία του με τον πραγματικό χαρακτήρα που υποδύομαι και, μαζί, οι αφηγήσεις των περιστατικών της ζωής του. Τότε ο Φωκίωνας ξεκίνησε να γράφει το «Πρόστιμο», έχοντας εμένα στο μυαλό του, κάτι ιδιαίτερα τιμητικό. Μέχρι την τελική απόφαση του να κάνει αυτή την ταινία, πέρασε αρκετός χρόνος. Κι επειδή παρακολουθούσα τη διαδικασία απ’ την αρχή, όταν μου έγινε η πρόταση να παίξω, το εξέλαβα ως φυσική κατάληξη. Σίγουρα υπήρχαν δύσκολες ερμηνευτικές στιγμές, όμως νομίζω ότι ο Φωκίων με διηύθυνε με τον πλέον κατάλληλο τρόπο και είμαι αρκετά ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Κάναμε πολλές πρόβες και με γνώρισε με τον πραγματικό “Βαγγέλη” της ταινίας, με τον οποίο πέρασα αρκετό χρόνο μαζί» λέει, περιμένοντας πια να δει την ανταπόκριση του κοινού.

Ο ντίλερ Βαγγέλης (Βαγγέλης Ευαγγελινός) και ο νταής Πέτρος (Στάθης Σταμουλακάτος) σε σκηνή της ταινίας.

Κάτι που επίσης περιμένει και η παραγωγός Μαρία Καραγιαννάκη: «Η πρώτη υποδοχή της ταινίας από το κοινό του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν πολύ θετική, όπως και από τους συναδέλφους που μας ψήφισαν για τις υποψηφιότητες της Ακαδημίας. Πιστεύω ότι αυτό θα συνεχιστεί και με την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες. Δεν ήταν και δεν είναι εύκολο να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά, η κινηματογραφική κοινότητα είναι πολύ ζωντανή, βγάζει συνέχεια καινούργιες φωνές με διαφορετικά στυλ, ταξιδεύει διαρκώς και κερδίζει πόντους στο εξωτερικό παρά τις Κασσάνδρες που έλεγαν ότι “μόδα είναι, θα περάσει”. Έχει σημασία όμως να κερδίσουμε και το ελληνικό κοινό. Πιστεύω ότι με το «Πρόστιμο» θα βάλουμε και εμείς το λιθαράκι μας προς αυτή την κατεύθυνση», λέει χαμογελώντας, καθώς αυτό είναι ένα από τα μεγάλα στοιχήματα του ελληνικού κινηματογράφου που, πραγματικά, την τελευταία δεκαπενταετία έχει κάνει εντυπωσιακά άλματα, αλλά ακόμη αντιμετωπίζει δυσπιστία από το ίδιο του το σπίτι.  

Ο σκηνοθέτης Φωκίων Μπόγρης και η παραγωγός Μαρία Καραγιαννάκη στα γυρίσματα στο ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

Πείτε μας λοιπόν, γιατί πρέπει να δούμε το «Πρόστιμο»;

Φωκίων Μπόγρης: Γιατί δεν μοιάζει με τις ελληνικές ταινίες που έχετε δει μέχρι στιγμής.

Μαρία Καραγιαννάκη: Γιατί είναι ιστορία της πόλης, κινηματογραφημένη μέσα από μια εντελώς ρεαλιστική και ανθρώπινη διάσταση. Οι χαρακτήρες της είναι ανθρωπότυποι που κυκλοφορούν δίπλα μας. Ακόμα και ο πιο περιθωριακός χαρακτήρας, του “Πέτρου”, ένας τύπος “νταή”, είναι πολύ πιθανό να έχει πέσει πάνω σου. Η ιστορία έχει αυθεντικότητα και εναλλαγές, στιγμές που γελάς, στιγμές που σε αιφνιδιάζουν οι συγκρούσεις. Στοιχεία, δηλαδή, που θα “μιλήσουν” στο κοινό.

Βαγγέλης Ευαγγελινός: Γιατί είναι μια ταινία που δεν βλέπουμε συχνά στο ελληνικό σινεμά, με την έννοια του ρεαλισμού, της αλήθειας που αποτυπώνει. Όλα τα βασικά στοιχεία της –σενάριο, σκηνοθεσία, ερμηνείες– είναι δουλεμένα πάνω στην παρατήρηση του σύμπαντος που αναπαριστά η ταινία και των πραγματικών προσώπων που κινούνται μέσα σ’ αυτό. Και νομίζω ότι το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνεται καλλιτεχνικά.

Επιλέξατε να μη βγάλετε την ταινία σας on line κι επιμείνατε σε αυτό. Πόση σημασία έχει για εσάς, τους ανθρώπους του σινεμά, η μεγάλη οθόνη τελικά; Είστε έτοιμοι να κολυμπήσετε και στις νέες, online, καταστάσεις;

Φ.Μ.: Μας έγιναν προτάσεις για online προβολές τις οποίες και αρνηθήκαμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Το video on demand είναι η μετεξέλιξη του rental που είχαμε παλιά, με τις κασέτες και τα DVD. Όλες οι ταινίες καταλήγουν στο διαδίκτυο αργά η γρήγορα, καλό είναι όμως να έχουν περάσει πρώτα από τον κινηματογράφο, το φυσικό τους περιβάλλον. Η συλλογική θέαση είναι κάτι μοναδικό και αναντικατάστατο – ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ των θεατών. Με την απόφασή μας να περιμένουμε, προστατεύουμε την ταινία μας αλλά και την αίθουσα. Και πέρα από αυτό, θέλουμε να προσφέρουμε στους θεατές την κινηματογραφική εμπειρία. Να το ευχαριστηθούν και μαζί τους και εμείς.

Μ.Κ.: Νομίζω ότι μετά από 8 μήνες εγκλεισμού, έγινε σε όλους κατανοητή η διαφορά της φυσικής από την ψηφιακή προβολή, όπως συνέβη και με τη διαφορά της φυσικής από την ψηφιακή επαφή. Η αίθουσα δεν προσφέρει απλά καλύτερες συνθήκες προβολής, είναι έξοδος. Αφήνεις πίσω την καθημερινότητά σου για να βρεθείς με φίλους ή αγνώστους σε μια αίθουσα και να δείτε μαζί μια ιστορία που σας τράβηξε. Ενέχει απόδραση και διάδραση. Αυτό είναι κάτι που το θέλαμε και για την ταινία και για εμάς. Δυστυχώς, στην παρούσα κατάσταση της αγοράς, ένα online release αποκλείει την μετέπειτα έξοδο της ταινίας στις κινηματογραφικές αίθουσες. Kαι αυτό δεν θέλαμε να το χάσουμε. Οπότε αποφασίσαμε να περιμένουμε. Αν πετύχει το πείραμα των μεγάλων στούντιο που ξεκινάνε παράλληλη διανομή σε αίθουσες και online, ίσως να φτάσουμε στο σημείο όπου ο καθένας θα μπορεί να επιλέγει το format που του ταιριάζει.

Πώς νιώσατε, ως παραγωγοί ειδικά, στην εποχή της πανδημίας, με μία έτοιμη ταινία στα χέρια σας, ένα ολοκαίνουργιο “προϊόν” που όμως, όσο κι αν διψούσατε να το βγάλετε στην αγορά, στον κόσμο, δεν μπορούσατε και μπήκατε αναγκαστικά σε μια αναμονή διαρκείας; Ήταν βασανιστικό για εσάς;

Μ.Κ.: Η πανδημία έφερε μια πλήρη αποδιοργάνωση στον τρόπο λειτουργίας του κινηματογραφικού χώρου -και αυτό ήταν σίγουρα βασανιστικό. Η πρόσβαση στα φεστιβάλ ήταν προβληματική, η πρόσβαση στις αίθουσες μηδαμινή και ταυτόχρονα δεν υπήρχε ορίζοντας για το πότε θα σταθεροποιηθούν τα πράγματα. Για αυτό και τελικά αποφασίσαμε να προχωρήσουμε με το καλοκαιρινό release. Από τη στιγμή που άνοιξαν οι αίθουσες δεν υπήρχε πλέον λόγος να περιμένουμε. Είμαστε επιτέλους στο τέλος μιας μακράς αναμονής. Ήρθε επιτέλους η ώρα να δείξουμε την ταινία – σίγουρα αυτό με ενθουσιάζει!

Φ.Μ.: Ήταν επίπονη όλη αυτή η αναμονή μέχρι να έρθει η στιγμή να βγούμε στις αίθουσες – έστω και στις θερινές. Ναι, η λέξη βασανιστικό με καλύπτει απόλυτα. Από την άλλη, δεν προσδοκώ πράγματα, απλά ζω ότι έρχεται. Η ταινία σίγουρα έχει εμπορικό potential και ακούγεται πολύ. Τώρα το αν θα κάνει εισιτήρια η όχι, αυτό είναι μία εντελώς διαφορετική υπόθεση και εξαρτάται από πολλά. Δεν έχω ιδέα τι πρόκειται να κάνει, είμαι πολύ περίεργος.

Ο Βαγγέλης Ευαγγελινός και ο Όμηρος Πουλάκης σε σκηνή της ταινίας

Ποια ήταν η πιο χαρούμενη στιγμή στη διάρκεια της δημιουργίας της ταινίας και ποια η πιο δύσκολη;

Φ.Μ.: Η πιο χαρούμενη ήταν μάλλον η έναρξη των γυρισμάτων μας, τον Φεβρουάριο του 2019. Η στιγμή δηλαδή που είπαμε ότι «ναι, αυτό συμβαίνει όντως». Όπως ήταν φυσικά και το wrap του γυρίσματος, 40 μέρες μετά. Βέβαια η χαρά συνοδευόταν κι από ένα σοκ. Τουλάχιστον αυτό ένιωθα εγώ. Απογοητεύσεις και δυσκολίες υπήρξαν πάρα πολλές -δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω μία. Τα «άκυρα» έπεφταν βροχή για κάποιο διάστημα.

Β.Ε.: Επειδή σχεδόν όλα τα γυρίσματα έγιναν σε συνθήκες αυτού που λένε guerilla filmaking, οι πιο ευχάριστες στιγμές για μένα ήταν το αίσθημα ικανοποίησης μετά από την ολοκλήρωση μιας σκηνής, όταν καταφέρναμε να πάρουμε τη λήψη που θέλαμε μέσα στον λίγο χρόνο και στον, δύσκολο πολλές φορές, χώρο του γυρίσματος. Προσωπικά, μου έχει μείνει ένας μονόλογος του “Βαγγέλη”, ένα μονοπλάνο με τον Χρήστο Καρτέρη, το πρώτο πράγμα που γυρίσαμε και με βοήθησε να ξεπεράσω το άγχος που είχα. Και φυσικά η τελευταία μέρα του γυρίσματος, όπου έβλεπα γύρω μου όλο χαρούμενα και ικανοποιημένα πρόσωπα. Όσο για δύσκολες, στιγμές, σε ένα γύρισμα με τις συνθήκες πίεσης που αναφέρω, είναι λογικό να δημιουργούνται κάποιες εντάσεις. Όλα όμως ξεπερνιούνταν και προχωρούσαμε.

Μ.Κ.: Η πιο χαρούμενη στιγμή ήταν όταν ολοκληρώσαμε την τελευταία μέρα γυρίσματος και ήξερα πια ότι είχαμε πάρει όλο το υλικό μας. Το «Πρόστιμο» είναι μια απαιτητική ταινία που όμως δεν συνοδευόταν από το αντίστοιχο budget και ήταν στοίχημα για μένα αν θα καταφέρναμε να την υλοποιήσουμε όπως θέλαμε. Υπήρξαν αρκετές προκλήσεις και περιπέτειες μέχρι την τελευταία μέρα. Όταν είπαμε επίσημα το τελικό “it’s a wrap”, ήταν η ώρα που ήξερα ότι τα είχαμε καταφέρει. Μια από δυσκολότερες στιγμές ήταν, θυμάμαι, τότε που ο ιδιοκτήτης του location στο οποίο είχαμε γύρισμα την επόμενη μέρα, με πήρε τηλέφωνο στις 11 το βράδυ της προηγούμενης και μου ζήτησε ξαφνικά ένα ανεδαφικό ποσό για να μας δώσει το χώρο. Μας ήταν αδιανόητο αλλά και ανέφικτο να συμφωνήσουμε. Ταυτόχρονα, το budget μας δεν επέτρεπε να χάσουμε έστω και μια μέρα γύρισμα. Έτσι ξεκίνησε μια βραδινή οδύσσεια. Να ειδοποιηθούν όλοι οι συντελεστές ότι αλλάζει το πρόγραμμα, ενώ ταυτόχρονα γυρίζαμε με το Φωκίωνα νυχτιάτικα σε άλλα κλεισμένα locations για να δούμε ποιό θα δεχόταν αλλαγή σ το πρόγραμμα με μερικές μόλις ώρες πριν προειδοποίηση, ώστε να μην χαθεί η επόμενη μέρα. Τελικά η λύση βρέθηκε αλλά ο Φωκίωνας αναγκάστηκε σε ένα βράδυ να πετάξει μια σκηνή από το σενάριο και να την αντικαταστήσει με μια άλλη. Θυμάμαι, επέστρεψα σπίτι και αντί να πέσω για ύπνο, είδα το «Hearts of Darkness». Κάθε φορά που χάνω το κουράγιο μου σε γύρισμα λόγω σκληρών δυσκολιών, βλέπω αυτό το film. Το θρυλικό ντοκιμαντέρ της Eleanor Coppola που αφηγείται πώς έγινε η ταινία «Αποκάλυψη Τώρα» του άντρα της, Francis Ford Coppola, καταγράφοντας όσα απίστευτα και φοβερά συνέβησαν στα γυρίσματα και πώς επηρέαζαν τον Coppola – που όμως δεν σκέφθηκε ποτέ να σταματήσει την ταινία. 

Φωκίων Μπόγρης

Ο σκηνοθέτης Φωκίων Μπόγρης

Κοιτώντας γενικότερα το έργο σου, έχω την αίσθηση ότι σε γοητεύει ο κόσμος του λεγόμενου “περιθωρίου”. Θα συνεχίσεις σε αυτό τον δρόμο τις επόμενες ταινίες σου;

Δεν θα το ’λεγα έτσι ακριβώς. Για παράδειγμα η προηγούμενη μου, μικρού μήκους, ταινία, «Ο δεύτερος άντρας», έχει να κάνει με έναν σκηνοθέτη (σ.σ. που τον παίζει ο Νίκος Τριανταφυλλίδης). Έναν καλλιτέχνη ο οποίος οδεύει προς την καταστροφή του. Σίγουρα δεν τον λες περιθωριακό – το αντίθετο θα έλεγα. Όπως επίσης και ο “Βαγγέλης” στο «Πρόστιμο» δεν είναι περιθωριακός αλλά ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Άνθρωποι όπως αυτός αποτελούν σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας και δεν γίνεται να τους αγνοήσουμε. Ο μέσος “νοικοκύρης” βέβαια θα διαφωνούσε, οπότε ναι, ίσως για αυτούς τους ανθρώπους να αντιπροσωπεύουμε τον κοινωνικό πάτο. Αν με ρωτάς που κινούμαι προσωπικά, σίγουρα αισθάνομαι πιο κοντά στο λεγόμενο “περιθώριο” παρά στους οικογενειάρχες.

Ποιες είναι οι επιρροές σου στον κινηματογράφο; Ρωτάω γιατί κάποιοι επιμένουν ότι είσαι πολύ επηρεασμένος από τον Γιάννη Οικονομίδη…

Οι επιρροές μου έρχονται κυρίως από το Αμερικάνικο σινεμά της δεκαετίας του ’70. Βρίσκω εκπληκτικό το πως εκείνη η γενιά κινηματογραφιστών συνδύαζε τα καλλιτεχνικά στοιχεία με τα “εμπορικά” και κατάφερνε να μιλήσει τόσο στο κοινό του Φεστιβάλ Καννών όσο και στα λαϊκά στρώματα. Αυτό το σινεμά σήμερα αποτελεί είδος προς εξαφάνιση- εγώ πάλι πιστεύω πως δεν θα παλιώσει ποτέ.

Ο πρωταγωνιστής Βαγγέλης Ευαγγελινός και ο σκηνοθέτης Φωκίων Μπόγρης στα γυρίσματα της ταινίας

Οι δύο μου κινηματογραφικοί “δάσκαλοι” είναι ο Νίκος Τριανταφυλλίδης και ο Γιάννης Οικονομίδης. Φυσικά και υπάρχει μία “συγγένεια” με τον Γιάννη. Παίζουμε ο ένας στις ταινίες του άλλου και χρησιμοποιούμε κάποια ίδια πρόσωπα. Νομίζω όμως ότι κάθε ομοιότητα τελειώνει εκεί. Δηλαδή δεν αισθάνομαι πως το «Πρόστιμο» και η «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» έχουν κάτι κοινό -αν εξαιρέσεις κάποιες φάτσες που εμφανίζονται. Είναι διαφορετικός ο χειρισμός όσον αφορά το σενάριο, την σκηνοθεσία, τις ερμηνείες. Αλλά ναι, κάποιοι που το βλέπουν εντελώς επιφανειακά, αναφέρουν μόνο τον Γιάννη ως επιρροή μου. Σήμερα ένας κριτικός μου ανέφερε τον Paul Schrader και ένιωσα ωραία με αυτό.

Το «Variety» έγραψε ότι “ο σκηνοθέτης Φωκίων Μπόγρης στηλιτεύει την τοξική αρρενωπότητα στη νέα ταινία του, «Πρόστιμο»”. Τι έχεις να πεις για αυτό;

Η αφετηρία μου δεν ήταν αυτή, δηλαδή ποτέ δεν είπα «ας κάνω μια ταινία που θα στηλιτεύει την τοξική αρρενωπότητα». Ήταν κάτι το οποίο προέκυψε γράφοντας το σενάριο μαζί με τον Πάνο Τράγο. Όσο προχωρούσαμε, καταλαβαίναμε πως η ουσία της ταινίας, το θέμα της, ήταν αυτό. Οπότε ναι, ο συντάκτης που το έγραψε, πέφτει μέσα.

Πώς επέλεξες κι έχρισες τον Βαγγέλη Ευαγγελινό, πρωταγωνιστή σου; Δεν “φοβήθηκες” να δώσεις σε πρωτόπειρο ηθοποιό, έναν τέτοιο ρόλο;

Καθόλου δεν φοβήθηκα. Γνώριζα τον Βαγγέλη καλά και ήξερα από το στάδιο του σεναρίου πως αυτός θα ήταν ο πρωταγωνιστής μας. Πρέπει να αρχίσει το σινεμά μας να χρησιμοποιεί νέα πρόσωπα και ταλαντούχους ανθρώπους, άσχετα με το αν έχουν τελειώσει σχολές ή με το πόσο έμπειροι είναι. Σε πόσες ακόμα ελληνικές ταινίες θα βλέπουμε να πρωταγωνιστούν οι ίδιοι και οι ίδιοι; Και μάλιστα να το κάνουν με τόσο μέτρια αποτελέσματα; Ούτε εγώ σπούδασα ποτέ κινηματογράφο και σίγουρα είχα τις ανασφάλειες μου στο τεχνικό κομμάτι. Καλό είναι όμως αυτό γιατί δεν επαναπαύεσαι – κάτι τέτοιο πιστεύω συνέβη και με τον Βαγγέλη. 

Ο Βαγγέλης Ευαγγελινός σε σκηνή της ταινίας.

Ο πρωταγωνιστής Βαγγέλης Ευαγγελινός

Πώς βλέπεις, ως πρωτοεμφανιζόμενος, τα πράγματα στο ελληνικό σινεμά;

Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν πολύ να κάνουν πράγματα και σίγουρα υπάρχει και κοινό που θα ήθελε να τα δει. Το ζητούμενο είναι η γεφύρωση αυτών των δύο. Το διαδίκτυο παίζει το ρόλο του, αλλά πρέπει να βοηθήσουν και τα δύο μέρη. Ο κόσμος να εμπιστευθεί τους δημιουργούς, αλλά και οι ταινίες να γίνουν πιο άμεσες κι αληθινές. Πιστεύω ότι το «Πρόστιμο» είναι σε αυτή την κατεύθυνση. Είναι ένα έργο που μπορεί να αγγίξει από έναν παραδοσιακό σινεφίλ, μέχρι κάποιον που θα μπορούσε να είναι και χαρακτήρας αυτής της ταινίας.

Τελικά τι είναι πιο δύσκολο και τι πιο γοητευτικό; Να είσαι συγγραφέας ή ηθοποιός; Θα συνεχίσεις και στα δύο;

Ο συγγραφέας πρέπει να είναι ο εαυτός του όταν είναι μόνος του, ο ηθοποιός πρέπει να είναι ο εαυτός του όταν είναι μπροστά σε κόσμο, ακόμα πιο δύσκολο. Αν μου ’βαζες το πιστόλι στον κρόταφο θα σου έλεγα ότι με γοητεύει περισσότερο το γράψιμο γιατί έχει μεγαλύτερη δημιουργική ευχαρίστηση. Θέλω όμως να συνεχίσω και στα δύο. Συγγραφικά, κυρίως στη σεναριογραφία. Έχω γράψει ήδη κάποια σενάρια τα οποία έχουν πάει σε σκηνοθέτη και παραγωγό και θα μπουν σε διαδικασία καταθέσεων για χρηματοδότηση.

Πρόστιμο
Από τις 21 Μαΐου στους κινηματογράφους

Σκηνοθεσία: Φωκίων Μπόγρης / Σενάριο: Πάνος Τράγος & Φωκίων Μπόγρης / Σύμβουλος Σεναρίου: Γιώργος Τελτζίδης / Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιάννης Σίμος / Σκηνικά – Κοστούμια: Βασιλίνα Κουλιού/ Μακιγιάζ: Άρης Βερέμης / Μουσική: Jay Glass Dubs, Άκης Καπράνος, Ahiyava / Ήχος: Λευτέρης Καμπαλώνης / Sound Design-Μίξη: Σπύρος Αραβοσιτάς / Μοντάζ: Γιώργος Γεωργόπουλος & Φωκίων Μπόγρης / Color Correction: Γρηγόρης Αρβανίτης, VFX: Yafka / Διεύθυνση Παραγωγής: Μαρία Καραγιαννάκη / Συμπαραγωγοί: Παναγιώτης Μπεζιργιανίδης, Πάνος Μπίσδας / Παραγωγοί: Μαρία Καραγιαννάκη & Φωκίων Μπόγρης / Παραγωγή: Chase the Cut σε συμπαραγωγή με την Authorwave / Διανομή: Danaos Films / Διάρκεια: 101’ / Έγχρωμο, 2020
Παίζουν: Βαγγέλης Ευαγγελινός, Στάθης Σταμουλακάτος, Μαρία Μπαλούτσου, Βασίλης – Άγγελος Αναστασίου (Θύτης), Φένια Αποστόλου, Βαγγέλης Μουρίκης, Τζένη Κιτσέλη, Σίσσυ Τουμάση, Όμηρος Πουλάκης, Κώστας Στεφανάκης, Γιάννης Οικονομίδης, Χρήστος Καρτέρης

https://www.facebook.com/prostimo

https://www.instagram.com/prostimo_2020/

Εφη Παπαζαχαρίου

Share
Published by
Εφη Παπαζαχαρίου