Τα βιβλία του Χαρούκι Μουρακάμι, με έμφαση όχι στη δράση, αλλά στη λογοτεχνική ατμόσφαιρα και τον εσωτερικό κόσμο των ηρώων, δεν προσφέρονται για κινηματογραφικές μεταφορές, στερώντας από τα εκατομμύρια των αναγνωστών του την ευκαιρία να σχολιάσουν με ανώτερο ύφος «το βιβλίο ήταν καλύτερο». Οι απόπειρες που έχουν ήδη γίνει είτε δεν έχουν ξεπεράσει τα όρια της Ιαπωνίας είτε έχουν απλώς ξεχαστεί, γι’αυτό και η καθολική επιτυχία του αξιόλογου κορεάτη σκηνοθέτη Λι Τσανγκ-Ντονγκ που μετέφερε στην οθόνη το, διήγημα του διάσημου συγγραφέα, Barn Burning (η δική μας εκδοχή θα λεγόταν Φωτιά στον Αχυρώνα και θα ήταν softcore πορνό) είναι τόσο εντυπωσιακή και πολυσυζητημένη. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο τελευταίο Φεστιβάλ Καννών και μπορεί να μην έφυγε με κάποιο βραβείο, αλλά απέσπασε τις καλύτερες κριτικές που έχει λάβει οποιαδήποτε ταινία στην 71χρονη ιστορία του θεσμού, μαγεύοντας όλους τους δημοσιογράφους που κάλυπταν τη διοργάνωση εκτός από εμάς, αφού δεν την είδαμε εκεί (το αισθητήριό μας: πάντα on point).
Το Παιχνίδι της Φωτιάς παρακολουθεί το νεαρό συγγραφέα Γιονγκ-Σουν, που ξανασυναντά μια μέρα την παιδική του φίλη Χαεμί, η οποία μετά από ένα γρήγορο φλερτ τού ζητάει να προσέχει τη γάτα της όσο εκείνη θα ταξιδεύει στην Αφρική. Όταν επιστρέφει από την εκδρομή της, του συστήνει τον Μπεν, ένα γοητευτικό πλουσιόπαιδο με αέρα Γκάτσμπι που γνώρισε στην Κένυα και που, παρεμπιπτόντως, του αρέσει να βάζει φωτιές σε θερμοκήπια και να τα βλέπει να καταστρέφονται (ladies, there’s always a catch). Οι τρεις τους διατηρούν μια εύθραυστη ισορροπία μεταξύ φιλίας κι ερωτικού τριγώνου, μέχρι που η Χαεμί εξαφανίζεται από προσώπου γης κι ο Γιονγκ-Σου υποψιάζεται ότι ευθύνεται ο ανέμελος, χαλαρός, πιθανόν ψυχοπαθής Μπεν. Καθώς ο Γιονγκ-Σου βυθίζεται στην παράνοιά του, ο Λι Τσανγκ-Ντονγκ μετακινεί υπομονετικά τα κομμάτια ενός παζλ ταξικών διαφορών, εμμονικής επιθυμίας και μάταιας προσμονής, ενώ παίζει με το νουάρ, το ψυχολογικό θρίλερ και το αστυνομικό μυστήριο χωρίς να προσκολλάται τελικά σε κανένα κινηματογραφικό είδος. Η ταινία, σαν τον κεντρικό ήρωά της, ακολουθεί το δικό της μονοπάτι προς μια πυρετώδη, μηδενιστική κορύφωση.
Ο Λι, πρώην συγγραφέας που στράφηκε στη σκηνοθεσία μετά την πτώση της δικτατορίας στη Νότια Κορέα, δεν πτοείται από τις έμφυτες προκλήσεις του πρωτότυπου υλικού και κινηματογραφεί την αποσπασματική, υποκειμενική φύση της πραγματικότητας στο δικό του χρόνο. Γι’αυτό και μια ιστορία 20 σελίδων μεταφράζεται σε μια ταινία περίπου 2,5 ωρών, γεμάτη τόσο αντικατοπτρισμούς και σύμβολα όσο αδιέξοδα κι ερωτηματικά, που τελικά ανταμείβει τον προσεκτικό θεατή. Ανταμείβει, επίσης, και το θεατή του Walking Dead, αφού στο ρόλο του Μπεν βρίσκεται ο Στίβεν Γιουν, δηλαδή ο fan favorite Γκλεν της δημοφιλούς σειράς, σε μια από τις πιο αριστοτεχνικές ερμηνείες της χρονιάς που πέρασε (κανένα χαμόγελο της Τζοκόντα, μόνο το αινιγματικό, διφορούμενο χαμόγελο του Μπεν).
Ώρες-ώρες (κυριολεκτικά, γιατί μέσα τη νωχελική ομορφιά των εικόνων του, το Παιχνίδι με τη Φωτιά κυλά «φεστιβαλικά» αργά, αν και οι λάτρεις του slow cinema θα χαρούν πολύ) οι φωνές των δύο δημιουργών κινδυνεύουν να συγκρουστούν και η ταινία να χαθεί στη λυπητερή, εφιαλτική ενδοσκόπηση. Εκεί πρέπει να κρατηθηείτε ξύπνιοι να αφήσετε τον Λι να φτάσει μέχρι την προσγείωση, όπου η καταδίκη και η λύτρωση εξαφανίζουν κάθε όριο που τις χωρίζει.