Σειρά που ξεκινάει με πιτσιρίκι να κοπανάει το κεφάλι του στον τοίχο για να λιώσει κατσαρίδα, της οποίας μετά θα γλείψει τα σωθικά (απ’ τον προανεφερθέντα τοίχο) λίγο πριν αρχίσει να μασουλάει με βουλιμία τα ίδια του τα δάχτυλα, καταλαβαίνεις ότι είναι σειρά που όχι απλώς προσπαθεί, αλλά είναι απεγνωσμένη να αρπάξει την προσοχή σου απ’ τα μούτρα. Αν μείνεις όμως στο πρώτο επεισόδιο του Outcast, το νέο φιξάκι υποδόριας έντασης που φέρει την υπογραφή του δημιουργού των The Walking Dead, Robert Kirkman, είναι πολύ πιθανό να μείνεις και με τη λάθος εντύπωση: Ναι, το Outcast μπορεί να είναι απεγνωσμένο να αρπάξει την προσοχή σου με όλους τους λάθος τρόπους, το κάνει όμως για όλους τους σωστούς λόγους.
Η νοοτροπία του σκοπού που αγιάζει τα μέσα, μπορείς να πεις πως είναι κι η λογική που κυβερνά ολόκληρη τη σειρά. Στη Ρώμη, μια κωμόπολη της Δυτικής Βιρτζίνια, περίεργα πράγματα αρχίζουν να συμβαίνουν, και το πιτσιρίκι που αναφέραμε πιο πάνω, είναι μόνο η αρχή ενός πράγματος που φαίνεται ν’ απλώνει σαν επιδημία: δαίμονες πηχτοί σα μαύρη γλίτσα εισβάλλουν τακτικά στους κατοίκους της μικρής μας πόλης, κι οι μόνοι που μπορούν να βάλουν τα πράγματα σε μια σειρά, είναι ο τοπικός μας ιερέας, βετεράνος στους εξορκισμούς, με διαλυμένη την οικογένειά του στην πορεία, κι ένας απόκληρος της κοινωνίας, ο παρίας του τίτλου, επιζών μιας σπαρακτικής τραγωδίας, που τον έχει αφήσει ορφανό, τσακισμένο, και γενικά σημαδεμένο.
Το στίγμα που φέρει απάνω του ο ήρωας του τίτλου δεν είναι μονάχα το κοινωνικό, αλλά και το σημάδι απ’ τον ίδιο τον Θεό, ή τέλος πάντων απ’ τον διάολο, αφού αυτό που διέλυσε όχι μονάχα την παιδική του ηλικία, αλλά και την ενήλική του πορεία, ήταν δύο βαρβάτα περιστατικά δαιμονισμού: πρώτα της μητέρας του, την οποία άφησε φυτό στην προσπάθειά του να επιβιώσει, κι ύστερα της γυναίκας του, απ’ την οποία κληρονόμησε διαζύγιο και ασφαλιστικά μέτρα, στον αγώνα του να σώσει την μικρή τους κόρη. Την αληθινή, δαιμονική αιτία των προβλημάτων του όμως, μόνο ο ιερέας την πιστεύει, γι’ αυτό κι είναι κι ο μόνος που τον κάνει παρέα, τώρα που γύρισε στη γενέτειρά του και προσπαθεί να μην τινάξει στον αέρα τα μυαλά του. Άντε κι η ετεροθαλής αδερφή του, απ’ την οικογένεια που τον μεγάλωσε όταν έμεινε ορφανός, κι η οποία προσπαθεί να τον πείσει να μην τρέφεται μόνο με Coco Pops.
Τα υπαρξιακά του όμως δεν είναι τα μόνα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει, αφού η επιδημία που λέγαμε πιο πάνω, σα να τον έχει βάλει στο μάτι, αρχίζει να εμφανίζεται με την επιστροφή του στην Ρώμη της Δυτικής Βιρτζίνια. Κι όσο αυτή απλώνεται, η σειρά ξεκινά να ξετυλίγεται σαν ανορθόδοξο broμάντζο ανάμεσα στον υπερενθουσιώδη εξορκιστή, και τον απρόθυμο-αν-και-προικισμένο βοηθό που στρατολογεί ετσιθελικά, όμως πόσους δαίμονες μπορείς να χωρέσεις σε μια μικρή κωμόπολη, πολλώ δε μάλλον σε μια τηλεοπτική σειρά. Που θα ‘τανε τουλάχιστον φτωχή σε φιλοδοξίες, αν το μόνο που ήθελε να γίνει ήταν το freak-show της Τρίτης, με έναν εξορκισμό κάθε βδομάδα.
Με άλλα λόγια, τέσσερις δεκαετίες μετά τον αρχικό, αυθεντικό κι ατόφιο τρόμο του Εξορκιστή, και σ’ ένα αφηγηματικό περιβάλλον όπου το αίμα και το σοκ συνοδεύει πιο φυσικά κι απ’ τα αναψυκτικά τα διάφορα Game of Thrones, The Walking Dead κι American Horror Stories σου, οι Σατανάδες και οι Βελζεβούληδες των μικρών οθονών πρέπει να γίνουν πολύ πιο ευρηματικοί αν θέλουν να επιβιώσουν στην τηλεοπτική αγορά.
Πλούσιο σε ατμόσφαιρα και σκόρπιες τρομαρούλες, αλλά πολύ περιορισμένο σε ουσιαστικό σασπένς στα πρώτα του δυο επεισόδια, το νέο σύμπαν που απλώνει ο Kirkman μπορεί εύκολα να σε γελάσει αν δεν έχεις την υπομονή να φτάσεις ως τα μισά του τρίτου επεισοδίου, εκεί που το διακύβευμα της σειράς αρχίζει να σχηματοποιείται, οι σκιές να αποκτάνε βάθος, κι η πλοκή να παίρνει μπρος. Ό,τι τους λείπει σε αγωνία κι ένταση, οι σεναριογράφοι το αναπληρώνουν σε βαθιά τομή των κοινωνικών δυναμικών της επαρχιακής τους πόλης, κι ένα πραγματικά πυκνό δίχτυ μυστηρίου αρχίζει να σφιχταγκαλιάζει τον αντιήρωα με τις ανεξήγητες δυνάμεις.
Όχι ότι δεν υπάρχει σοκ και δέος αρκετό για να χορτάσει και τις πιο αιμοδιψείς ορέξεις στο Outcast, όμως απ’ τον πιλότο κι ύστερα, οι πιο gory στιγμές της σειράς καλύπτονται πίσω απ’ τα κοφτά καδραρίσματα των flashbacks των ηρώων, αρκετά σύντομα για να προκαλέσουν τις ανατριχίλες τους, χωρίς να αδρανοποιήσουν την μεστή δραματουργία που προσπαθούν να απλώσουν οι γραφιάδες της σειράς. Όσο η σεζόν προχωρά, η βία παίρνει ψυχολογική μορφή, ο τρόμος υπονοείται περισσότερο παρά υποδεικνύεται, κι αυτό υπογραμμίζει την υποδόρια ένταση με την οποία φορτίζει ο Kirkman όχι τόσο την εικονογράφηση, όσο τη δραματουργική αφήγηση της ιστορίας του.
Η διαδρομή του δράματος είναι διπλή προφανώς (για να σώσουν τον κόσμο γύρω τους, οι ήρωες πρέπει να βάλουν σε σειρά τον κόσμο μέσα τους πρώτα), ακριβώς όμως επειδή καταντά τουλάχιστον κουραστική η μανιέρα του απρόθυμου ήρωα με το θεϊκό χάρισμα, που είναι πολύ έκπληκτος με τις περιστάσεις στις οποίες βρίσκεται, για να αποδεχτεί την απλότητα της λύσης τους (τους ακουμπάς ρε φίλε και βουρλίζονται, πόσο πιο σχηματικό να σου το κάνουν οι σεναρίστες), στο σημείο που οι διαολισμοί κι οι εξορκισμοί γίνονται τα πιο αδύναμα σημεία της σειράς, παίρνουν αυτόματα εμπρός τα πιο δυνατά της. Μέχρι τα μισά της σαιζόν, οι τρομερότερες, δαιμονικότερες οντότητες είναι κυρίως μεταφορικές, κι οι εσωτερικοί δαίμονες του καθ’ ενός, είναι αυτοί που ρίχνουν τις πιο σκοτεινές σκιές.
Αντλώντας την ίντριγκά του απ’ τις εύφλεκτες κοινωνικές δυναμικές, απ’ τα καλά κρυμμένα μυστικά που παραμονεύουν πίσω από πόρτες σφαλιστές και κουρτίνες τραβηγμένες, το Outcast απλώνει ένα πέπλο επερχόμενης καταστροφής, που κρατιέται γειωμένο μιλώντας πολύ πιο εύγλωττα για όλες αυτές τις κοινές κεκαλυμμένες ενοχές, τους δαίμονες που κατάτρωνε μια κοινωνία απ’ τα μέσα της περισσότερο, παρά για εκείνα τα άλλα, τα χρονισμένα και πολυφορεμένα διαόλια τα μεταφυσικά. Τα οποία διαόλια βέβαια, την ώρα που εσύ σκέφτεσαι όλα αυτά τα υπαρξιακά, έχουν φτάσει να κατασκηνώνουν πια παντού, σουλατσάροντας στην ήσυχη κηδεία στο δημοτικό νεκροταφείο, με την ίδια άνεση που αράζουν στο φιλικό μπάρμπεκιου του παραδιπλανού σπιτιού, και πάνε εκκλησία την Κυριακή για να περάσουνε την ώρα τους. Έτσι όμως, την ώρα που θα ανοίξουν οι πύλες τις κολάσεως στην Ρώμη της Δυτικής Βιρτζίνιας, το μόνο σίγουρο είναι πως θα ξέρεις τι παλεύει να σωθεί, και θα το νοιάζεσαι.