Το «Ο Διάβολος στο celluloid» αναζητεί διεξοδικά τον Διάβολο και τα ίχνη του, στις ταινίες υπερφυσικού τρόμου

Στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας και λογοτεχνίας, από τα προχριστιανικά χρόνια μέχρι σήμερα, οι αντιλήψεις σχετικά με την έννοια του κακού και την προέλευσή του ποικίλουν εντυπωσιακά: Είναι το κακό στη φύση του ανθρώπου ή είναι επίκτητο χαρακτηριστικό; Μπορεί να οριστεί ή είναι αχαρτογράφητο; Υπάρχει στην πραγματικότητα ή όπως λέει στον Άμλετ ο Σαίξπηρ, «ο στοχασμός μας το κάνει να είναι τέτοιο»;

Η αρχέγονη διαμάχη του καλού και του κακού, του φωτός και του σκότους, του Θεού και του Σατανά, εμφανίζεται στον δυτικό κόσμο ήδη από τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού και έχει τις ρίζες της -μεταξύ άλλων- στην περσική θρησκεία των Μανιχαίων. Η κυρίαρχη δοξασία στις μανιχαϊστικές ερμηνείες του κόσμου αφορά στη συμπαντική διάκριση απ’ τη μία στο βασίλειο του αγαθού, του φωτός ή του Θεού και απ’ την άλλη, στο βασίλειο του κακού, του σκότους ή του Διαβόλου. Υπ’ αυτήν την έννοια, είναι η ατέρμονη και λυσσαλέα διαμάχη μεταξύ του αγαθού και του κακού που αποτελεί την αφετηρία της εξέλιξης του κόσμου.

Σε κάθε περίπτωση, μία τέτοια σύγκρουση ανάμεσα στα δύο αντιθετικά βασίλεια δεν αφήνει ανεπηρέαστο τον άνθρωπο, με τη διαμάχη αυτή να διεξάγεται και εντός της ψυχής του. Μπροστά σε ένα τέτοιο σοβαρό ενδεχόμενο να εγκαθιδρυθεί στην κοινή συνείδηση η διαλεκτική μιας αιωνίως αμφίβολης -ως προς την έκβαση- διαμάχης ανάμεσα στο καλό και το κακό, οι Σχολαστικοί -στα χρόνια του Μεσαίωνα- πάσχισαν να επανεκτιμήσουν το σύμπαν, ενάντια στην παραπάνω λογική: Η «ζημιά», όμως, είχε γίνει αφού το δίπολο του καλού και του κακού και η -από τη φύση της- ανηλεής και ατελεύτητη διαμάχη δύο πανίσχυρων αντιθετικών δυνάμεων η οποία διεξάγεται μέχρι εσχάτων, φαίνεται ότι έμοιαζε ιδιαίτερα ελκυστική, τόσο φιλοσοφικά όσο και θεολογικά.

Με άλλα λόγια, ο Διάβολος καθίσταται στη συλλογική συνείδηση ως η πρωταρχική αιτία της θλίψης, αλλά και η πηγή του πειρασμού και του ίδιου του θανάτου. Έτσι, από τον 3o έως τον 16o μ.Χ. αιώνα οι προκλητικές και επινοητικές -στα όρια της διαστροφής- περιγραφές των δαιμόνων που βασανίζουν αμαρτωλούς, στα απόκρυφα βιβλία της Γραφής και αργότερα στα δημοφιλή λαϊκά αναγνώσματα, δεν είχαν τελειωμό.

Ο Μεσαίωνας, αλλά και η φαντασία των Βυζαντινών, μάς δίνουν πολύχρωμα επεισόδια που συνδέονται μεταξύ τους με κεντρικό ήρωα τον ανθρωπόμορφο Διάβολο που κατασπαράζει ανθρώπινα σώματα ενώ τον βοηθούν οι οπαδοί του δαίμονες. Πρόκειται για τρικέφαλους δράκοντες με φτερά μεμβρανοειδή, με φολίδες ερπετού και μεγάλα γαμψά νύχια, οι οποίοι με τρίαινες, κοντάρια και αναμμένα δαυλιά βασανίζουν ακατάπαυστα τους αμαρτωλούς.

Εξάλλου, η σύλληψη του Διαβόλου και του φυσικού του χώρου -της Κόλασης- και οι πολυποίκιλες προσλήψεις τους, δεν αποτέλεσαν απλώς ένα θρησκευτικό γεγονός εξαιρετικής σημασίας. Υπήρξαν ένα αποτελεσματικό εργαλείο χειραγώγησης στα χέρια της εκκλησίας με σκοπό τον έλεγχο της συμπεριφοράς των πιστών, φέρνοντάς τους συνεχώς αντιμέτωπους με πειστικές αναπαραστάσεις επινοημένων επιθανάτιων μαρτυρίων των αμαρτωλών ψυχών.

Από τον Μεσαίωνα και έπειτα, η απεικόνιση της Κόλασης γίνεται εντυπωσιακά λεπτομερής και συστηματική με τους κληρικούς να αναθέτουν σε καλλιτέχνες τη δημιουργία ευφάνταστων δαιμονικών -και ενίοτε αποτροπιαστικών- έργων και τους τελευταίους να εμπνέονται τόσο από τις Γραφές όσο και από τον επιβλητικό, ζοφερό και υποχθόνιο κόσμο που συνέθεσε λεπτομερώς ο μεγάλος Ιταλός ποιητής Δάντης Αλιγκιέρι στη δική του «Κόλαση».

Προηγουμένως, η αρχιτεκτονική της φαντασίας δημιουργεί όλες εκείνες τις προϋποθέσεις για να εξοικειωθεί ο μέσος χριστιανός με ένα κόσμο συμβόλων που τον υποβάλει σε μία ξεκάθαρη, ανάγλυφη, σχεδόν τρισδιάστατη και χειροπιαστή αίσθηση της κακού. Κανένα άλλο πλάσμα, σε ολόκληρη την ιστορία του δυτικού πολιτισμού, δεν ερέθισε τόσο τη φαντασία των καλλιτεχνών όσο ο Διάβολος.

Αναπόφευκτα, πριν φτάσει το τέλος του Μεσαίωνα η εκκλησιαστική ισχύς επιβάλει -άνευ όρων- το δικό της δίκαιο, με τη δαιμονολογία, τη δαιμονολατρία και τη δαιμονοληψία να κορυφώνονται. Και, βέβαια, στη μεσαιωνική Ευρώπη, κάθε παρεκτροπή από τις επιταγές της Εκκλησίας τιμωρείται από αφορισμό μέχρι θανάτωση στην πυρά.

Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, η εικόνα του Διαβόλου είχε αρχίσει να φθείρεται, για να αποκτήσει νέο περιεχόμενο προς το τέλος του 18ου αιώνα, στο πλαίσιο του Ρομαντισμού, με τους ρομαντικούς να τον αντιλαμβάνονται πλέον όχι ως τον μεγαλύτερο εχθρό της χριστιανικής πίστης, αλλά ως ένα είδος επαναστάτη απέναντι στην κάθε μορφή ασύδοτης εξουσίας. Μέχρι που έκανε την εμφάνισή της η τέχνη του κινηματογράφου –στα τέλη του 19ου αιώνα- για να αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για τον Διάβολο μέσα από εντελώς διαφορετικές ταινίες, προσλήψεις και προσεγγίσεις.

Μάλιστα, το κινηματογραφικό παρελθόν του Διαβόλου ξεκινά σχεδόν με τη γέννηση του κινηματογράφου όταν εμφανίζεται για πρώτη φορά, τον προπερασμένο αιώνα στη γαλλική ταινία «Le Manoir de Diable» ή «Το Σπίτι του Διαβόλου» του Ζορζ Μελιές, η οποία γυρίστηκε το 1896 – μια ταινία μικρού μήκους που θεωρείται η πρώτη ταινία υπερφυσικού τρόμου! Στους τίτλους ο συγκεκριμένος χαρακτήρας ονομάζεται Μεφιστοφελής, το όνομα του Διαβόλου στον «Φάουστ» του Γκαίτε.

Καρπός πολυετούς ενασχόλησης, το «Ο Διάβολος στο celluloid – εξορκισμοί, πνευματικός κόσμος και άλλα άνθη του κακού στις ταινίες υπερφυσικού τρόμου» του Δημήτρη Γ. Ουλή είναι μία μελέτη, που επιχειρεί για πρώτη φορά στη νεοελληνική βιβλιογραφία να υπαγάγει τις ταινίες υπερφυσικού τρόμου στις επιστημολογικές απαιτήσεις της θρησκειολογικής έρευνας.

Δημήτρης Γ. Ουλής
«Ο Διάβολος στο celluloid – εξορκισμοί, πνευματικός κόσμος και άλλα άνθη του κακού στις ταινίες υπερφυσικού τρόμου»
Εκδόσεις: Αρμός
Σελίδες: 468

Πίσω από τη συγγραφή της μελέτης βρίσκεται η αρχική ιδέα ότι οι ταινίες υπερφυσικού τρόμου αντλούν το υλικό τους μέσα από το συμβολικό κεφάλαιο που ορίζουν οι παγκόσμιες θρησκευτικές παραδόσεις.

Μέχρι σήμερα έχουν υπάρξει ουκ ολίγα βιβλία για τον Διάβολο τα οποία διερευνούν όλα όσα λένε οι Γραφές για αυτήν τη μυστηριώδη φιγούρα, αποσαφηνίζοντας τι βρίσκεται μέσα στη Βίβλο και τι όχι – αναδεικνύοντας τις επιπτώσεις της στο συλλογικό υποσυνείδητο.

Και εδώ έγκειται η πρωτοτυπία και η χρησιμότητα της παρούσας έκδοσης: καταφέρνει να δείξει ότι οι ταινίες υπερφυσικού τρόμου -από τον «Εξορκιστή» και τη «Λάμψη», μέχρι την «Απειλή», το «Οι Άλλοι» ή το «The Blair Witch Project»- έχουν πολλά να μας διδάξουν τόσο για τη φύση και την προέλευση του κακού, όσο και για τη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους. 

Παράλληλα, μέσα από τη θέση που επιφυλάσσει η έβδομη Τέχνη στον Διάβολο, η συγκεκριμένη μελέτη συμβάλλει στην εκ νέου διερεύνηση αυτού του μοναδικού και διαχρονικά συναρπαστικού φαινομένου, αυτή τη φορά όπως ακριβώς εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας – δηλαδή, επί της οθόνης…

Βιβλία στη Βιτρίνα

Μαργαρίτα Μαντά
«Τα υλικά του χρόνου»
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες: 152

Καταγραφές έχουμε πολλές και συνεχώς από πολλούς, και ευτυχώς – για να θυμόμαστε όσα σβήνουν με τον χρόνο, τις λεπτομέρειες, τους τόπους, τα βιώματα. Όμως η επιστροφή στην «αθωότητα» της Μαργαρίτας Μαντά αίρεται από το μερικό στο γενικό, από το βίωμα στην τέχνη του λόγου, από την προσωπική ανάμνηση στη μικροϊστορία. Είναι ένα πανηγύρι των αισθήσεων και ταυτόχρονα ένας αναστοχασμός κινηματογραφικής μαστοριάς. Όπως σημειώνει η ίδια χαρακτηριστικά: «Μνήμες του παιδιού που υπήρξα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Μνήμες εικόνων, ακουσμάτων και σιωπών. Μνήμες αφής, όσφρησης, μνήμες αισθήσεων. Καταγραφή ενός κόσμου και μιας χώρας που δεν υπάρχουν πια, από το παιδί που ήμουν τότε. Βιώματα που όσο μεγαλώνω τόσο πιο ισχυρά με κατοικούν. Όχι σαν νοσταλγία. Σαν δομικό υλικό της πορείας της ζωής μου».

Ελίφ Σαφάκ
«10 λεπτά και 38 δευτερόλεπτα σ’ αυτόν τον παράξενο κόσμο»
Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 400

Για τη Λεϊλά, κάθε λεπτό μετά τον θάνατό της φέρνει στην επιφάνεια μια ανάμνηση των αισθήσεών της: κατσίκι με μπαχαρικά στιφάδο, εκείνο που θυσίασε ο πατέρας της για να γιορτάσει τη γέννηση του πολυπόθητου γιου, μπρίκια όπου αχνίζουν το λεμόνι με τη ζάχαρη για να αποτριχώνουν οι γυναίκες τις γάμπες τους ενόσω οι άντρες προσεύχονται, τον καφέ με τους σπόρους καρδάμωμου που μοιράζεται μ’ έναν ωραίο φοιτητή στο πορνείο όπου δουλεύει. Κάθε ανάμνηση που αχνοσβήνει φέρνει πίσω τους φίλους που απέκτησε στη γλυκόπικρη ζωή της – φίλους που τώρα ψάχνουν απελπισμένα να τη βρουν. Ένα υποβλητικό μυθιστόρημα από την πένα μιας από τις πιο ενδιαφέρουσες συγγραφείς της εποχής μας.

Μαίρη Κόνζογλου
«Ώρες κοινής ανησυχίας»
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 216

Οι ένοικοι δυο απέναντι πολυκατοικιών επί της οδού Ανεξαρτησίας, άνθρωποι συνηθισμένοι, την εποχή της καραντίνας, αρχίζουν να παρατηρούν τους γείτονές τους. Με το μεγαλείο και τις μικρότητές τους, το γέλιο και το κλάμα, τις αλήθειες και τις πλάνες τους: ένας στρατηγός εν αποστρατεία που δεν τα ’χει καλά με κανέναν, μια γυναίκα που εγκληματεί από μεγάλο έρωτα, ένα ζευγάρι που σκόπιμα αγνοεί ο ένας την ύπαρξη του άλλου, ένας αντιρρησίας στράτευσης, δυο νέοι που ψάχνουν μόνο την αγάπη. Αυτοί, και άλλοι τόσοι, σκιαγραφούν με χιούμορ και πίκρα το πορτρέτο μιας κοινωνίας.

Alejandro Zambra
«Χιλιανός ποιητής»
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις: Ίκαρος
Σελίδες: 520

Ο Γκονσάλο είναι ένας «κακός ποιητής» που ονειρεύεται μια μέρα να γίνει αληθινός ποιητής, αλλά κι ένας πατριός που συμπεριφέρεται σαν να είναι ο βιολογικός πατέρας του Βισέντε, ενός αγοριού εθισμένου στις γατοτροφές. Χρόνια αργότερα, ο Βισέντε αρνείται να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο γιατί το όνειρό του είναι να γίνει κι αυτός ποιητής, παρά τις συμβουλές της Κάρλας, της περήφανης και μοναχικής του μητέρας, και του Λεόν, ενός μέτριου πατέρα που έχει αφοσιωθεί στη συλλογή του από μινιατούρες αυτοκινήτων. Ο «Χιλιανός ποιητής» πραγματεύεται τα πάνω και τα κάτω του έρωτα και της οικογένειας (επίμονο μοτίβο στις μυθοπλασίες του Zambra), την πάντα παρούσα δυσπιστία στους θεσμούς και την εξουσία, την εμπειρία της συγγραφής και της ανάγνωσης σε έναν κόσμο εχθρικό που μοιάζει να καταρρέει.

Γιώργος Βαϊλάκης

Share
Published by
Γιώργος Βαϊλάκης