Θα ξεκινήσουμε με τις ανοησίες. Θα τελειώσουμε σύντομα με αυτές (σχετικά σύντομα). Θα πούμε κι ένα- δύο ουσιαστικά πράγματα, που πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις έχουν να κάνουν με τη μουσική, το αισθητικό της νόημα και όχι ασφαλώς την θέση που καλείται να πάρει απέναντι στα όποια «πράγματα».
Ναι, γνωρίζω πολύ καλά κι εγώ όπως και εσείς ότι ο τύπος που έγραψε και αναίσχυντα υπογράφει (και) αυτόν εδώ τον δίσκο, ζήτησε κρεμάλες κάποτε από τις κάθε λογής disco wave κουφάλες, ουρλιάζοντας σχεδόν ότι «τα τραγούδια που με μανία παίζονται στο ραδιόφωνο/ δεν λένε τίποτε για τη ζωή του». Το ζητούμενο είναι ότι ο Morrissey ποτέ δεν όρισε τη ζωή των ακροατών του, παρότι πάντοτε καθορίστηκαν οικειοθελώς οι ίδιοι από τους αμφίσημους ορισμούς του.
Όποιος δεν το κατανοεί αυτό, μάλλον δεν έχει ασχοληθεί ποτέ με ουσιαστικό τρόπο είτε με τον ίδιο τον Morrissey, είτε με αντίστοιχες περιπτώσεις, τύπου Lawrence από τους Felt, όπου οι αδύναμοι και οι εξοστρακισμένοι εξουσιάζουν ασυνείδητα τα ακροατήρια τους, με υποδόρια μακιαβελικό τρόπο που θα ζήλευε ο κάθε επίδοξος εξουσιαστής. Ενδεχόμενα πάλι να αναρωτιέται αν το blue ray dvd του The Wall που με επιμέλεια ξεσκονίζει κάθε δεύτερο Σάββατο θα χάσει κάτι από την ποιότητα του στο πέρασμα των χρόνων, ενώ εμείς ετοιμαζόμαστε να αγοράσουμε την νιοστή επανέκδοση του The Queen Is Dead. Με τούβλα έχουμε να κάνουμε σε κάθε περίπτωση και περίσταση. Με το συμπάθιο (προς όλους).
Ο Morrissey σαβανωμένος με υπόπτων αποχρώσεων union jack, ο Morrissey να εξυμνεί το εθνικό μέτωπο, ο Morrissey να ξερογλύφεται με τα ξεροκόμματα που πετάει το Ισραήλ σε αυτόν και τους ομοίους του που αναζητούν την δεύτερη γη της γερασμένης τους επαγγελίας, ο Morrissey να συντάσσεται με πολιτικούς και πολιτικές από την Αγγλία, που εδώ που είναι Βαλκάνια δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε αν συνομιλούν με την Χρυσή Αυγή ή με το ιδεολογικό τηλεμάρκετινγκ.
Υπάρχει περίσταση για την οποία δεν έχει ευθύνη ο Morrissey;
Ο Morrissey γράφει ένα τραγούδι όχι απαραίτητα αντιπολεμικό, αλλά που απλά και σίγουρα εστιάζει στην ευθύνη της μονάδας απέναντι στην πίεση της εξουσίας και του κρατισμού, στην χειρότερη μορφή του, όταν καλεί σε πόλεμο εκμηδενίζοντας τις αντιστάσεις του ατομικισμού ενώπιον ενός απροσδιόριστα κοινού καλού. Αν το καλοσκεφτείς ο Morrissey ποτέ δεν ήταν δημοκρατικός, μιας και ποτέ δεν τον απασχόλησε το κοινό καλό. Στο ίδιο αυτό τραγούδι κατακρεουργεί – όπως έκανε πάντοτε- την ατομική ηλιθιότητα, χωρίς να την δικαιολογεί στο πλαίσιο του μαζικού ασυνείδητου. Κάπως έτσι με την κυνική άνεση που τον χαρακτηρίζει απέναντι στην ηλιθιότητα (τον μόνιμο εχθρό του), ηχογραφεί χωρίς πολλά- πολλά την panoramic pop εκδοχή όχι βέβαια του Καλού (φευ!), αλλά ως πρέπει, του Ηλίθιου Στρατιώτη Σβέικ. Ε και κατηγορείται για αυτό ασφαλώς. Θα έπρεπε να πλέξει την κάλτσα του στρατιώτη μάλλον για να τον συμπαθήσουμε κάπως. Θέλει λίγη ψυχραιμία ακόμη για να αποφασίσουμε αν το “I Bury The Living” είναι το καλύτερο στο είδος του τραγούδι που ακούσαμε την τρέχουσα δεκαετία (αν με ρωτάτε, είναι).
Ο Morrissey συνεχίζει να μισεί την πατρίδα του και τους θεσμούς της κι αυτό είναι που έχει τη μείζονα σημασία. Σε αυτό το πλαίσιο στέκεται περιγραφικός σε ό,τι τους βλάπτει, έστω κι από την λάθος πλευρά. Μπορούμε να δεχτούμε όμως ότι απλά στέκεται και περιγράφει αυτό που γύρω από όλους μας συμβαίνει ή με το έτσι θέλω πρέπει να τον συντάξουμε με αυτό; Μας δείχνει την Έξοδο, και σκεφτόμαστε μόνο αυτό που έχουμε στο νου μας. Είτε είναι η Αγγλία, είτε είναι ο ίδιος ο Morrissey, σημασία έχει να κατανοηθεί το πως και γιατί «η Jacky είναι και αισθάνεται Jacky» και όχι ποια ακριβώς είναι τελικά. Χρόνος για αυθαίρετες παραβολές θα υπάρχει, ας μην ανησυχούμε. Δεν γεράσαμε και τόσο πολύ άλλωστε.
Κάπου εδώ δεν κατανοώ πλέον προς τι, γιατί κι από ποιους τελικά κατηγορείται ο Morrissey. Αυτοί που χλευάζουν τον Manu Chao για την αντίσταση της σαγιονάρας από τα παγκάκια της πλατείας Βαρνάβα, προσδοκούν από τον Morrissey να κάνει ακριβώς το ίδιο ή μήπως μας έχει λείψει τόσο πολύ ένα Live Aid και δεν το είχαμε καταλάβει; Φέρτε μου μία φωτογραφία του Morrissey με βερμούδα, και θα σας χαρίσω εκείνο το box set των Smiths που είναι η μοναδική επένδυση που έχω κάνει στη ζωή μου κι έπιασε τόπο (καλά, μια κουβέντα παραπάνω είπαμε). Αρκετά με τις ανοησίες. Θα έχουμε καιρό να τις επαναλάβουμε και στο σύντομο μέλλον, όταν με το καλό θα μας έρθει για την καθιερωμένη συναυλία που θα χωρίσει την Ελλάδα στα δύο.
Μέσα σε μία πενταετία από το 2009 μέχρι το 2014, διαλύθηκε το ΠΑΣΟΚ, έγινα πατέρας και πίστεψα σχεδόν τελεσίδικα ότι ο Morrissey έχει «τελειώσει» δισκογραφικά (αλλά και οn stage, κρίνοντας από τις δύο τελευταίες αμήχανες εγχώριες εμφανίσεις του). Ο στίχος “Caga In Malaga/ No Mercy In Murcia” συνεχίζει τρία χρόνια μετά να δημιουργεί υποψίες ότι ο Moz μπήκε τότε στο στούντιο με βαριά εγκεφαλική παράλυση, αλλά κανείς δεν τόλμησε να κατεβάσει τους διακόπτες. Ο Edwyn Collins ξανάκανε καριέρα ως γνωστόν άλλωστε.
Η πολιτική ορθότητα συμπλέει με τις απαιτήσεις της μουσικής βιομηχανίας και ο Ian Dury δεν θα είχε καν το δικαίωμα να ουρλιάξει ότι είναι σπαστικός και αυτιστικός σήμερα. Ο Morrissey το διεκδικεί, το έχει και το κάνει.
Τι θα μπορούσε να πάει καλύτερα τρία χρόνια μετά στη δισκογραφική επιστροφή ενός οιονεί ξοφλημένου; Το “Spent The Day In Bed”, ως πρώτο δείγμα, είναι μία καθώς πρέπει παγίδα. Θα μπορούσε και να έχει υπότιτλο ‘Morrissey For Kids’, στο πρότυπο αυτών των άθλιων ενορχηστρωτικά και αισθητικά συλλογών, που σε κάνουν να πιστεύεις ότι αν το παιδί σου γλυτώσει από τα Ζουζούνια κι ακούει Mozart ή Beatles από μεταλλόφωνο θα γίνει πυρηνικός φυσικός αντί για οδοκαθαριστής. Εύπεπτο ριφάκι, ανελέητο σπρώξιμο από το BBC 6, λαϊκής κοπής ατάκες του στυλ «μην βλέπεις ειδήσεις/ προσπαθούν να σε εκφοβίσουν/ να σε κάνουν να νιώσεις μικρός και μόνος….», που εξόργισαν με την απλότητα τους τον κάθε εκκολαπτόμενο Νόαμ Τσόμσκι εκεί έξω (που μέχρι προχθές μέχρι γκόμενα έβγαζε χάρη στο χάσταγκ #skai_xeftiles) και η τελική επωδός περί του ότι χωρίς βροχή, τρένα και αφεντικά στο κεφάλι μας, θα ζήσουμε έστω και μία μέρα όπως μας πρέπει, κάνοντας καλό στον εαυτό μας, έπεισαν αρκετούς ότι η παράλυση συνεχίζεται και ότι πλέον ο Morrissey δεν μπορεί να πάει και πολύ παραπέρα από το «λόλα-να-ένα-ιντυ-ποπ- μήλο» (με χειρότερες κιθάρες από αυτές που σε είχα συνηθίσει).
Υπό αυτές τις συνθήκες, το Low In High School ήταν απολύτως αναμενόμενο να γίνει δεκτό με φιλοφρονήσεις του τύπου «μισό καλό τραγούδι για πέντε άθλια» και σαχλαμαρίτσες του στυλ «κάνει τους Kills να ακούγονται σαν Throbbing Gristle», από τύπους που προφανώς ρουφάνε το πρωινό τους αυγό έχοντας προηγουμένως τελειώσει την πρώτη ακρόαση της ημέρας στο 20 Jazz Funk Greats και περίμεναν κάτι εξίσου ρηξικέλευθο, από τον άνθρωπο που κάποτε απείλησε να σώσει το industrial, αλλά τελικά υποχώρησε μπροστά στον Boyd Rice την ώρα που έβγαιναν τα περιβόητα πλέον «φασιστόμετρα» στην μουσική πιάτσα. Έχοντας εμμονικά καταφέρει να καλλιεργήσει στο μέγιστο βαθμό το πάθος του για την πρόκληση, ο Morrissey δεν άφησε και πολλά περιθώρια να γίνει αποδεκτό (ούτε καν να πιθανολογηθεί εδώ που τα λέμε) ότι κάπου προς το τέλος μίας ακόμη από τις διάφορες ζωές του κυκλοφόρησε έναν από τους πέντε καλύτερους δίσκους της καριέρας του, όπως και να τη δει αυτήν κανείς, όποιους πέντε δίσκους και να βάλει στη λίστα, αυτών των Smiths μη αποκλειόμενων ασφαλώς. Αυτό όμως επί του παρόντος είναι επικίνδυνο ακόμη και να το ψελλίσει κανείς.
Οι ιδεολογικές αντιρρήσεις και οι πολιτικές παρεκκλίσεις δεν επιτρέπουν να συνομολογηθεί ότι μόνος ο Morrissey συνεχίζει, επεκτείνει και κυρίως δίνει λόγο ουσιαστικής ύπαρξης στο ιδίωμα της «φιλοσοφημένης pop», που ο ίδιος εγκαινίασε κάποτε (ναι, δεν έχουμε ζήσει τα 60s ούτε ως αναδρομή, τρέχει τίποτε;). Κι αν όχι και τόσο μόνος, τότε σίγουρα ευτυχής στην έρημο της ματαιοδοξίας του. Τραγούδια όπως το “Who will protect us from the police” προσπερνιούνται χωρίς δεύτερη σκέψη, καθώς δεν υπάρχει το απαραίτητο υπόβαθρο για να θεωρηθεί ύποπτος ο εμπνευστής τους. Το μελαγχολικό και υπόκωφο glam που έλκει τις εδώ ρίζες του από την εποχή του Your Arsenal (όταν και πάλι ο Moz ήταν ο μόνος στόχος στο στόχαστρο) αδυνατεί να γίνει κατανοητό στα έξι ένοχα δομημένα λεπτά του “Israel”. Γιατί ; Ε-λόγω-επειδή-Ισραήλ, μην τα ξαναλέμε τώρα. Στο “The Girl From Tel Aviv Who Wouldn’t Kneel” κανείς δεν διακρίνει ένα ακόμη “You Are The One For Me Fatty”, καθώς οι διεθνοποιημένες μας προσλαμβάνουσες έχουν ως αθέμιτο όριο την κρατική καταστολή με την οποία κάθε λαός ταυτίζεται μέχρι στο τέλος της εφταετίας να ακουστεί το σύνθημα «Morrissey ή Τανκς» (και με τους περισσότερους να επιλέγουν τα τανκς).
Το Low In High School είναι ο δίσκος εκείνος του Morrissey στον οποίο θα επιστρέψουμε χωρίς πολλά- πολλά μετά από δέκα και δεκαπέντε χρόνια και δεν θα θυμόμαστε καν ότι βιαστήκαμε να τον (επί)κρίνουμε γράφοντας μερικές εκατοντάδες λέξεις πριν καν αυτός κυκλοφορήσει. Όταν η περιρρέουσα πολιτικολογία υποχωρήσει και πάλι μπροστά στην ανάγκη μας να γεμίσουμε την καθημερινότητα μας με τα μόνα πραγματικά προβλήματα, αυτά που απασχολούν μόνο εμάς δηλαδή, τα τραγούδια του Morrissey θα είναι εκεί, υπογραμμίζοντας και πάλι την αξία ενός υπερεγώ, που από θέση αδυναμίας βρίσκεται όλως παραδόξως σε θέση ευθύνης έναντι των γύρω του πραγμάτων.
Μέχρι τότε και για πάντα ο Morrissey ακόμη και ως ανεξέλεγκτος πλέον προβοκάτορας θα βρίσκεται ακριβώς στη θέση που πρέπει για να προκαλεί πάθη, αντεγκλήσεις, υποψίες, μίσος και στυλιζαρισμένη διχόνοια, σε μία διαρκώς αυξανόμενη υποομάδα συμμετεχόντων της ροκ μέθεξης, που στις συναυλίες δεν σηκώνει ψηλά τη γροθιά της, αλλά αφήνεται να παρασυρθεί και με τα δύο χέρια υψωμένα, χωρίς επίκληση, αλλά με αυθαίρετη επίκριση ακόμη και για το αντικείμενο της λατρείας. Τελειοποιεί με μαεστρία την εικόνα ενός πάλαι πότε καθολικά αποδεκτού δημιουργού, που πλέον πορεύεται κυρίως μέσα από τις αντιρρήσεις των εχθρών του, παρά για τις πράξεις αφοσίωσης των πιστών του. Τρέφει τους πρώτους και σχεδόν αδιαφορεί για τους τελευταίους, όντας σίγουρος ότι αυτοί που μπορούν να ξέρουν θα είναι πάντα δίπλα του (και θα ξέρουν). Ένας δικός μας John Lennon, του οποίου η σύντροφος- στόχαστρο δεν είναι μία ιδιοφυώς άσχημη και στριφνή γιαπωνέζα, αλλά ο ίδιος ο –δήθεν- άλλος του εαυτός. Ο Morrissey είναι όπως πάντα μόνος του (περισσότερες πληροφορίες στο morrissey-solo.com ως γνωστόν) και καλά θα κάνει και ο καθένας από εμάς να είναι κυρίως και καταρχήν μόνος του.
Το Low In High School είναι ένας μοναχικός δίσκος μαζικής κοπής, που υπακούει με αυθάδεια στην κιθαρομανή βρετανική παράδοση, η οποία μαστίζει αιώνια τον εμπνευστή του, την ίδια ώρα που όπως πάντα δεν αντέχει να είναι και να μην είναι Βρετανός και να καταγράφεται ως Άγγλος, λόγω του ομολογημένου πλέον διαχωρισμού ανάμεσα σε καρδιά και αίμα. Είναι ένας δίσκος για τον οποίο στήθηκαν υπαίθριες, αλλά όχι πρόχειρες, (υπέρ)αγορές στο Κάμντεν τις πρώτες ημέρες της κυκλοφορίας τους, και είμαι σίγουρος ότι υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί που θα αγαπήσουν περισσότερο την κούπα, το slip mat ή κι ενδεχόμενα ένα μπρελόκ, περισσότερο από τον ίδιο το δίσκο. Οι Kiss ζουν την απόλυτη δικαίωση τους σε όλο το φάσμα της pop μουσικής και θα έπρεπε όλοι να είναι ευχαριστημένοι με αυτό. Ή μήπως όχι;
Σε μια από τις, όχι σπάνιες, εκρήξεις αποσταγματος λαϊκής σοφίας με τις οποίες διάνθιζε το βαριετέ συλλογικής ψυχανάλυσης που ήταν στις καλές του μέρες Το Καφενείο των Φιλάθλων, ο Γιώργος Γεωργίου είχε εκστομίσει τον νιοστό ευθύβολο αφορισμό: «από ένα σημείο και μετά όταν τα πόδια δεν μπορούν άλλο, οι ποδοσφαιριστές παίζουν μπάλα με το στόμα». Μιλούσε για εκείνους που από κάποια λακούβα της καριέρας τους κι έπειτα, αφοσιώθηκαν στο να γίνουν «αγαπημένοι της εξέδρας», «αυτοί που έχουν πάντα κάτι να πουν στις συνεντεύξεις», «εκείνοι που βγαίνουν μπροστά στα δύσκολα» και λοιπά λατρεμένα αθλητικογραφικά κλισέ.
Ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό παρακολουθώντας τον θόρυβο με τον οποίο ο Morrissey έντυσε την κυκλοφορία του εντέκατου σόλο άλμπουμ του, κάπου στα μισά του δρόμου ανάμεσα στο «επαγγελματικό» ενδιαφέρον και το soft spot που πάντα θα έχω μέσα μου για εκείνον. Επειδή ήταν, είναι και θα είναι εκεί όταν έπρεπε, πρέπει και θα πρέπει για να ικανοποιήσει τον ναρκισσισμό της drama queen που όλοι κρύβουμε μέσα μας (ή τουλάχιστον όλοι όσοι «ακούσαμε» κάποια στιγμή τους Smiths, παρότι ήμασταν νήπια στον καιρό τους, κυρίως γιατί ο Moz τους επικύρωσε με το συναρπαστικό ντεμαράζ των You Are The Quarry και, κυρίως, Ringleader of the Tormentors στα 00s).
Όμως, για να παραφράσω τον τίτλο της εξομολόγησης του «δαφνοστεφή ποιητή με τις γλαδιόλες στην κωλότσεπη» στον Θεοδόση Μίχο, τις παραμονές της τελευταίας του επίσκεψης στα μέρη μας (εικάζω ότι δε θα αργήσει και η επόμενη), θα τον ρωτούσα (αν είχα το θάρρος):
«Πες μου Morrissey, τι προηγήθηκε; Το γήρας ή η ανασφάλεια;»
Ο Moz, ένα παιδί -κι ας μην φάνηκε ποτέ σε πρώτο επίπεδο στη μουσική του- της πανκ κοσμογονίας, ξέρει καλά το παιχνίδι της πρόκλησης. Το είδε να συμβαίνει από τους πανκ προβοκάτορες, ακριβώς στη δική του ενηλικίωση, και φυσικά το φίλτραρε με τη ραφιναρισμένη λογιοσύνη του και τα γνωστά αποτελέσματα στη δισκοθήκη μας. Το είδε να αποθεώνεται, με όρους που ποτέ δε θα καταλάβουμε την Ελλάδα γιατί τα μεγέθη είναι εξωφρενικά ανόμοια, στη χρυσή εποχή της βρετανικής μουσικογραφίας με τις τρεις ακμαίες εβδομαδιαίες εφημερίδες των 80s (NME, Melody Maker, Sounds). Αλλά, όποιος κι αν είναι δίπλα του (που αμφιβάλλω αν υπάρχει κανένας), θα όφειλε να τον προστατεύσει με ένα σκούντημα και μια υπενθύμιση ότι δεν είμαστε στο 1984, δεν είναι νωπή η ανάμνηση της Siouxsie να τριγυρνά με τις σβάστικες στο τσούρμο των Sex Pistols, ότι δεν υπάρχει καμία Julie Burchill να προκαλεί μίσος με τα άρθρα της, ότι την Μάγκι την παρέλαβε αναπόφευκτα η γκιλοτίνα του χρόνου. Ότι στην εποχή της ψηφιακής ασυδοσίας, «η τακτική του σοκ» είναι περισσότερο αστεία παρά αποτελεσματική. Κι εκείνος την επιχειρεί, περνώντας διαδοχικά κόκκινες γραμμές, υιοθετώντας την ακροδεξιά ρητορική είτε προέρχεται από το UKIP είτε από το γερμανικό NDP, πλειοδοτώντας σε ισλαμοφοβία και κερνώντας τα ρέστα σε θεωρίες συνωμοσίας. Αγνοώντας ότι τίποτε δε σοκάρει πια, όλα έχουν κανονικοποιηθεί με την υπερανάλυση, από τον mainstream φασισμό μέχρι τις διακρατικές αγοραπωλησίες όπλων. Και το μόνο που έχει να προσφέρει είναι τον εαυτό του ως επιχείρημα στα λάθος χείλη.
«Μα», θα πει κανείς, «τόση κουβέντα κάνουμε για δαύτον, άρα τον πέτυχε τον σκοπό του». Νομίζω, ότι την κουβέντα την κάνουμε μόνο όσοι αντιδρούμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, στην πτώση του ειδώλου. Ο Moz, μαντέψτε, βγάζει πια μουσική που «δεν έχει τίποτα να πει για τη ζωή» των millenials. Κάτι που δεν είναι απαραίτητα κακό, θα ήταν έως και γραφικός αν το επιχειρούσε. Αλλά γίνεται γραφικότερος όταν τριγυρνά ως ψεκασμένος, σερβίροντας τον κοινωνικοπολιτικό χυλό που υπάρχει στο κεφάλι του. Που μαρτυρά ότι όπως και τόσoi χιλιάδες άνθρωποι παγκοσμίως είναι μπερδεμένος, απογοητευμένος, άλλος ένας που χρησιμοποιεί τα χειρότερα εργαλεία του παρελθόντος για να προσαρμοστεί στο πολύπλοκο παρόν. Εξελίχθηκε σε δημιουργό που δεν καταφέρνει να παίρνει απόσταση από το τρέχον, διαμορφώνοντας μια ιδιαίτερη φωνή. Αλλά, έγινε το έρμαιό του που παριστάνει τον «αρχηγό των ατάκτων» και τρέχει μετά να τα μαζέψει λέγοντας ότι «το Der Spiegel διαστρεβλώνει τα λόγια του και γι’ αυτό κόβει τις συνεντεύξεις» ή ότι «η μουσική βιομηχανία τον σαμποτάρει» (την ώρα που του στήνει Moz Fridays στο Λονδίνο).
Η αλήθεια είναι, κι εδώ είναι η τραγική ειρωνεία της υπόθεσης, ότι ο ίδιος σαμποτάρει τον δίσκο του. Αν εξαιρέσει κανείς τους σκληροπυρηνικούς fans (ξέρω 2-3 που είναι ικανοί να καταπιούν ακόμα και την τελευταία εμμονή του με τις ισπανικές κιθάρες που τον κάνουν να φαίνεται παρωδία των Mexrissey), οι υπόλοιποι φορέσαμε με αρνητική διάθεση τα ακουστικά μας. Κι όμως, το Low In High School, δεν είναι τόσο κακό όσο εσπευσμένα το κατακρεουργεί η διεθνής κριτική, τιμωρώντας δήθεν τις ασυναρτησίες του Moz. Είναι σαφέστατα καλύτερο από το Years of Refusal του 2009 (που αμφιβάλλω αν κανείς θυμάται έστω κι ενα κομμάτι του) και το ανοικονόμητο, κάπως «πρόχειρο», World Peace Is Non of Your Business του 2014. Ξεχωρίζει το σπουδαίο “I Bury the Living”, η πιο ενδιαφέρουσα μουσική κι ερμηνευτική δομή που έχει παρουσιάσει εδώ και πολυ καιρό. Μαζί με το “Jacky’s Only Happy When She’s Up on the Stage” που δεν ξέρω αν είναι η δική του παραβολή για το BRexit ή μια ιστορία από «μια ντίβα για μια ντίβα». Στην πρώτη περίπτωση, θα έφτανε ως αμφίσημη πολιτική τοποθέτηση χωρίς την μπουρδολογία των συνεντεύξεων, στη δεύτερη είναι ένα pure class δείγμα της στιχουργικής του δεξιοτεχνίας με την απίθανη στιγμή του “No script/ No clue/ No autoque” (ακριβώς στον αντίποδα του κάπως κωμικού “Spent the day in bed”). Σε δεύτερη μοίρα, θα έβαζα τα “I wish you lonely” και “Home is a question mark”, τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο από αυτό που θα περιμέναμε από έναν Morrissey που θα γερνούσε λίγο πιο ψύχραιμα από το να αναρωτιέται στα κομμάτια του “Who will protect us from the police?” και να δίνει, την έστω ειρωνική, απάντηση “maybe God will”.
Δεν είμαι ικανός να μπω στο κεφάλι του, όσο επιχείρησε εν είδει Mozhunter o Καραμπεάζης, για να τον διερμηνεύσω. Ίσως μου έχουν τελειώσει και οι κάρτες «βγες από τη φυλακή» για να τον δικαιολογώ σε αυτήν την διαρκή Monopoly ολισθημάτων. Αισθάνομαι ότι το ζήτημα με τον Morrissey δεν έχει και τόσο βάθος, όσο επιχειρούμε να του δώσουμε σε τούτη δω την υπερανάλυση. Είναι απλά μια κλασική περίπτωση ανθρώπου/δημιουργού που δεν ενημερώθηκε ότι δεν είναι πια relevant. Και, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, το συνειδητοποιεί αντανακλαστικά και παλεύει να το σώσει. Στις μέρες μας, αυτό γίνεται φορώντας τη φανέλα του «αντισυστημικού».