Το μεσημεριάτικο φως έπεφτε κάθετο
στις βιτρίνες των μαγαζιών
η άσφαλτος
ήταν μια σελίδα γραμμένη με μελάνι μενεξεδί
γεμάτη ιστορίες βαποριών που δεν έχουν πια
όνομα
δεν αγαπούσα τίποτα άλλο
εκτός από τα μάτια μου που σ’ έβλεπαν
ξέροντας πως η ζωή μας έφυγε
ή θα φύγει
αγκαλιασμένη με τη μοναξιά του Αρχάγγελου Μιχαήλ
σε κείνη την εκκλησιά του Μιστρά
δική μου και δική σου.
Το μεσημεριάτικο φως έπεφτε κάθετο
στις βιτρίνες των μαγαζιών
ώσπου ήρθε η ώρα και
έκλεισαν.