Μια χρονιά που ξεκίνησε με το θάνατο του David Bowie (δύο μέρες μετά τα γενέθλια και την κυκλοφορία του, τελικά, τελευταίου άλμπουμ του), σημαδεύτηκε από τις απώλειες καλλιτεχνών όπως η Natalie Cole, ο Prince, ο Leonard Cohen και τελειώνει με την «αναχώρηση» και του George Michael (ανήμερα μάλιστα των Χριστουγέννων που πάντα θα είναι συνδεδεμένα με τη φωνή του), σίγουρα δε θα μείνει στην ιστορία για τη μουσική της παραγωγή.
Το 2016, όσον αφορά τη μουσική, ήταν αναμφισβήτητα Έτος Απώλειας.
Παρολ’ αυτά βγήκαν δίσκοι. Πολλοί και καλοί. Η μαύρη μουσική κυριάρχησε. Η, καλύτερα, οι εκπρόσωποί της, τόσο με mainstream όσο και με underground καταγωγή, που φάνηκαν τολμηρότεροι και δείχνουν να μοιράζουν αυτήν την στιγμη την τράπουλα. Μεγάλα ονόματα επέστρεψαν με στιβαρούς δίσκους που τελικά, κάποια, αποδείχτηκαν κύκνεια άσματα. Αυτό που λέγαμε κάποτε indie συνέχισε να μην έχει σαφή σημερινή πρόταση, αλλά να δίνει κατά τόπους σημαντικά άλμπουμ. Από την dance/electronica έλειψε το άλμπουμ με την crossover επιδραστικότητα. Τα νέα ονόματα μάλλο υποχώρησαν σε μια χρονιά που οι βετεράνοι πήραν το παιχνιδι στις πλάτες τους. Και όλοι μείναμε να αναρωτιόμαστε, σε μια shuffle εποχή πολλαπλών επιλογών streaming, ποιος επιμένει να ακούει ακόμα ολόκληρα άλμπουμ, εξακολουθώντας να διαμορφώνει με αυτόν τον τρόπο τη μουσική του κοσμοθεωρία.
Μελετήσαμε τις λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς από τα σημαντικότερα περιοδικά και sites εκεί έξω (ή εκεί μέσα στον βαθύ ωκεανό του ίντερνετ), ρωτήσαμε τη γνώμη ανθρώπων του εγχώριου μουσικού τύπου/ραδιοφώνου που μετρανε και γράψαμε και τις δικές μας εκτιμήσεις.
Τελικά, ποιο ήταν το καλύτερο άλμπουμ του 2016;
Ποιος θα περίμενε 50 χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση αυτού του εξωγηίνου να μας συγκλονίσει λίγο πριν τη μεγάλη του έξοδο;
Παραφραζοντας και λίγο ένα από τα περίφημα τραγούδια ενός άλλου μεγάλου καλλιτέχνη που έφυγε μέσα στη χρονιά, του Leonard Cohen, ο τελευταίος δίσκος του David Bowie είναι αυτό που λέμε “hey that’s a way to say goodbye». Το Βlackstar είναι η μεγάλη έξοδος από τη ζωή προς το άγνωστο ενός μοναδικού χαμαιλέοντα της pop μουσικής. Θλιμμένο, αλλά και γεμάτο χιούμορ, μπορεί να είναι δύσβατο μουσικά λάμπει με τον μοναδικό τρόπο του ιδιοφυους δημιουργού του. Είναι το άνθος ενός David Bowie που σβήνει κλάσματα του δευτερολέπτου πριν ξαναγεννηθεί. Από καινούργιους καλλιτέχνες; Το Love & Ηate, η απολαυστική αλήθεια του πεισματάρη Michael Κiwanuka που γράφει κάτι σαν το δικό του «μαύρο» Across the Universe.
Ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της καριέρας του, εξαιρετικό. Ήταν μια κίνηση που παρουσίασε κάτι διαφορετικό χωρίς να κολλάει στη μουσικές περσόνες που είχε τόσα χρόνια.
Αυτό που μας προσφέρει με χαρά και μεγάλη θέληση είναι μια μεγάλη δήλωση κλεισίματος που μαζί με κάθε άλλο κομμάτι του έργου του θα αντιλαλεί στους αιώνες και θα γεμίζει με ελπίδα κι ανθρωπιά γενιές γενιές από boogie-ing νέους.
H ιδιοφυία του Bowie απορρίπτει αναμενόμενες τακτικές, με τις οποίες ένα ζευγάρι ασφαλών χεριών θα πήγαινε αυτά τα τραγούδια σε ένα λίγοτερο αβυσσαλέο-περισσότερο ορθόδοξο μέρος. Αντίθετα, εδώ συναντούμε ένα νέο σύνορο συνείδησης.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ατμοσφαιρικό, αιθέριο prog με jazz πινελιές που λικνίζεται στα ηλεκτρονικά beats που εμφανίζονται στο ρεπερτόριό του από την εποχή του Earthling. Μοιάζει με συνταγή για την απόλυτη καταστροφή, αλλά στην πραγματικότητα είναι πανέμορφο.
Πολλοί που έζησαν στο ίντερνετ το 2016, θα θυμούνται το τελευταίο αριστούργημα της Βασίλισσας για τον συνδυασμό του one-liner “Becky with the good hair”, το twerking της Serena Williams και την περισπούδαστη χρήση του λεμονιού ως emoji. Όμως, το μήνυμα του Lemonade που θα μείνει, βρίσκεται στην τελευταία του σκηνή – εκεί που η γιαγιά του Jay Z, Hattie White, στα 90 της μεταφέρει ένα σαφές μήνυμα για το πραγματικό θέμα του άλμπουμ: την επιμονή. «Είχα τα πάνω και τα κάτω μου, αλλά πάντα έβρισκα την εσωτερική δύναμη να τα καταφέρνω», καταθέτει, «με σέρβιραν λεμόνια, αλλά εγώ έφτιαχνα λεμονάδα».
Είναι ένα καθηλωτικό οπτικοακουστικό έργο, στο οποίο το ζήτημα της απιστίας εκφράζεται με μια σειρά από ζωντανές αλληγορίες: από την ανθεκτικότητα και την επινοητικότητα γενεών μαύρων γυναικών, από τις αμαρτίες των πατεράδων που επισκέπτονται τις κόρες. Με την πολυτελή παραγωγή αυτού του visual άλμπουμ, η Beyoncé για άλλη μια φορά τράβηξε το χαλί κάτω από το τι θα μπορούσε να είναι ένας pop R&B δίσκος. Είναι δύσκολο να σκεφτείς κάποιον άλλον pop star που ταξίδεψε τόσο μακριά από την περιοχή του top 40, από αυτόν εδώ τον πολιτικοποιημένο εκδικητικό άγγελο.
Το πρώτο μισό του άλμπουμ αντιμετωπίζει την αφηγηση της «τρελής πρώην» και της «απαξιωμένης γκόμενας» και τις ανακτά ως πηγες εξουσίας ή τουλάχιστον τις ενσωματώνει χωρίς φόβο. Σαν να μην έφτανε αυτό, στο δεύτερο μισό του άλμπουμ η Beyoncé μεγαλώνει τον σκοπό του δίσκου με θέματα σχετικά με το blackness, την κληρονομιά, τον σφετερισμό και τη φυλετική βία. Το πως λειτουργούν μαζί οι δύο αφηγήσεις δεν γίνεται αμέσως αντιληπτό, αλλά στο φινάλε αυτό είναι που κάνει το Lemonade τόσο ακαταμάχητο.
Στο τέλος της ημέρας, η Beyoncé συνηγορεί για την προστασία και τον σεβασμό των ζωών των μαύρων. Το τελευταίο τρίτο του Lemonade προτείνει ότι το κλειδί για να επιτευχθεί μπορεί να βρεθεί στην επούλωση, την αναγέννηση και την αλληλεγγύη.
Μη χανόμαστε σε μετα-νοήματα. Πριν και πάνω απ’ όλα, το Lemonade είναι ένα έξοχο έργο τέχνης. Ερμηνεύοντας το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ στα VMAs της φετινής χρονιάς, που υποτίθεται θα ήταν η μεγάλη βραδιά της Rihanna, Ήταν μια φυσική δύναμη, τόσες βαθμίδες πάνω από τους υπόλοιπους που η διαφορά ήταν εντυπωσιακή. Το ίδιο συμβαίνει και με το Lemonade σε σχέση με τα υπόλοιπα άλμπουμ της χρονιάς. Δεν ήταν απλά το καλύτερο ποπ άλμπουμ ή το πιο «άλμπουμ γεγονός». Ήταν το καλύτερο άλμπουμ, τελεία. Και ήταν ίσως και η καλύτερη ταινία, επίσης. Αν περιμένατε κάτι λιγότερο, ποια στο διάολο πιστεύατε ότι είναι;
Με τα δεδομένα της δισκογραφίας, η φετινή κυκλοφορία της Melanie De Biasio δε λογίζεται σαν album, μιάς και πρόκειται για ένα track διάρκειας 24 λεπτών. Με τα δεδομένα της φετινής λιστο-γραφίας το Εternally Even του Jim James, ήρθε αλλά δεν ακούμπησε, τουλάχιστον στο εξωτερικό. Εσωτερικά μιλώντας, ο συγκεκριμένος δίσκος μου προκάλεσε μια διάθεση αναρρίχησης στο ψηλότερο ρανταρ της Πάρνηθας, με τηλεβόα στο χέρι να απαγγέλω στίχους από το «We Ain’t Getting Any Younger». Πέντε μήνες νωρίτερα είχε προηγηθεί η ακρόαση στο Blackened Cities της De Biasiο και λειτούργησε ως δεύτερη ζώνη ασφαλείας, που μου φόρεσα στο αυτοκίνητο, οδηγώντας οριακά, στο όριο ταχύτητας της Αττικής Οδού. Εκτός, όμως από ορειβατικούς παρορμητισμούς και ιπτάμενες ιστορίες , είχα να ντιλάρω και με αυτό το musically correct, θέμα που λέει πως ο τελευταίος μήνας κάθε χρονιάς δεν συνυπολογίζεται μέσα στα καλύτερα άλμπουμ του έτους. Όμως, δεν είμαι περιοδικό, θεσμός, ή μουσικός βιομήχανος για να μετράω έσοδα από Δεκέμβριο σε Δεκέμβριο. Οπότε κλειδώνω μέσα στο 2016 και το Awaken My Love! του Childish Gambino, το τρίτο δικό μου, πιό πολυακουσμένο album.
Με δεδομένη την ερώτηση που κλήθηκα ν’απαντήσω εδώ για το, ένα, καλύτερο album της χρονιάς είμαι σαφέστατα, εκτός θέματος. Αλλά έχω τη μουσική στο προσκέφαλό μου. Και αυτή είναι μια ωραιότατη υπεκφυγή για να αντιμετωπίζει κάποιος τα θεματα του όταν ρίχνει μαύρες πέτρες πίσω του.
Kαλοί δίσκοι βγαίνουν κάθε χρόνο, δεν υπάρχουν κακές και καλές χρονιές, απλά χρειάζεται χρόνος και διάθεση για να τους εντοπίσεις, χαρακτηριστικά άγνωστα για την εποχή μας. Το 2016 μάλλον όμως ήταν λιγότερη ίση χρονιά μεταξύ ίσων από άποψη κυκλοφοριών, αλλά προσωπικά νομίζω ότι αν υπάρχει ένας δίσκος που το αντιπροσωπεύει τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά είναι το ”Eternally Even” του γνωστού μας από τους My Morning Jacket, Jim James. Aν θέλαμε να το περιγράψουμε με μια πρόταση, θα μπορούσαμε χωρίς να φαίνεται υπερβολικό να το χαρακτηρίσουμε και ως ένα μικρό λευκό ”What’s Going On”. Τόσο θεματολογικά όσο και μουσικά είναι εμφανέστατη σε όλη την διάρκεια του δίσκου η επιρροή του Marvin Gaye. ”All Of Us Feel Afraid In These Absolutely Insane Times” αναφέρει στο δελτίο κυκλοφορίας ο Jim James κλείνοντας μέσα σε μια πρόταση όλο το νοσηρό κλίμα της εποχής που ζούμε. Ξεκάθαρα πολιτικός δίσκος σε μια περίοδο που είχε φτάσει στα όρια της γραφικότητας αυτού του είδους η στιχουρχική γραφή, ξεπερνάει με άνεση την λογική των τσιτάτων και της ευκολίας και με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο, αλλά με γνώμονα πάντα όλη την ποιητική λογική που πάντα τον χαρακτήριζε, αναφέρεται σε βασικά προβλήματα που δεν αφορούν μόνο την Αμερικάνικη, αλλά την παγκόσμια κοινότητα. Όλο αυτό το δένει μουσικά με μια ξεκάθαρη soul μουσική πρόταση. Στην άκρη λοιπόν οι πιο δυνατές κιθάρες των My Morning Jacket και η ελαφρώς πιο macho αισθητική τους και την θέση τους καταλαμβάνουν πνευστά, trip hop αναφορέ και ψυχεδελικά funk περάσματα. Σαν κερασάκι στην τούρτα υπάρχει πάντα αυτή η αγγελική πραγματικά φωνή του Jim James, που μοιάζει τόσο εξώκοσμη και τόσο γήινη και ζεστή ταυτόχρονα. Ο Marvin Gaye, o Bill Withers και ο Neil Young θα είναι (θα ηταν στην περίπτωση του Gaye) πολύ περηφανoι για αυτον τον δίσκο.
Ένας υπέροχος δίσκος με υπέροχους στίχους, ο οποίος αναμειγνύει τη soul, τη ροκ και τον αυτοσχεδιασμό, οδηγώντας σε ένα αποτέλεσμα που δεν είναι ούτε soul, oύτε ροκ, ούτε indie, ούτε mainstream αλλά ένα δικό του πράγμα.
Το 2000 έγινε στις ΗΠΑ μία έρευνα σχετικά με τις συνέπειες του χωρισμού σε άντρες και γυναίκες. Σε αυτή έλαβαν μέρος 2000 πρώην ζευγάρια ηλικίας 40 ως 50 ετών. Οι συμμετέχοντες επανεξετάστηκαν μετά από 6 ως 9 χρόνια. Σύμφωνα με τους επικεφαλής επιστήμονες, ενώ οι γυναίκες έδειξαν σαφή σημάδια εξωστρέφειας με αυξητική τάση μετά από το χωρισμό, οι διαζευγμένοι άντρες έδειχναν να γίνονται με το πέρασμα του χρόνου λιγότερο ευσυνείδητοι και περισσότερο ασταθείς συναισθητικά, με το διαζύγιο να αποδεικνύεται για το «ισχυρό φύλο» αποθαρρυντική και αποκαρδιωτική εμπειρία.
Σύμφωνα με μία άλλη, πιο πρόσφατη, έρευνα που διεξήχθη σε 96 χώρες με 5705 συμμετέχοντες, οι άντρες κατά κανόνα νιώθουν τον πόνο από το τέλος μιας σχέσης για μεγαλύτερο διάστημα σε σχέση με τις γυναίκες. Αυτό έχει να κάνει είτε με το ότι ο άντρας συνειδητοποιεί ότι πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή και να αγωνιστεί για να αντικαταστήσει αυτό που έχασε, είτε γιατί συνειδητοποιεί ότι αυτό που έχασε είναι αναντικατάστατο.
Το καλοκαίρι του 2015, η συνύπαρξη του Thom Yorke και της Rachel Owen έφτασε στο τέλος της μετά από 23 χρόνια. «Μετά από 23 δημιουργικά και χαρούμενα χρόνια, για διάφορους λόγους ο καθένας μας ακολούθησε το δικό του δρόμο», ήταν η λακωνική δήλωση του Thom Yorke.
Τον Δεκέμβριο του 2016 η Rachel Owen έχασε τη ζωή της από καρκίνο.
Λίγους μήνες νωρίτερα, στις αρχές του καλοκαιριού του 2016, κυκλοφόρησε το A Moon Shaped Pool. Το δεύτερο τραγούδι του δίσκου (“Daydreaming”) ολοκληρώνεται με τον Thom Yorke να επαναλαμβάνει στα «ποδανά»:
“Half of my life”
“Half of my life”
“Half of my life”
Πουτάνα ζωή.
I’m leaving the table, I’m out of the game… Δεν θα μπορούσα να επιλέξω άλλο δισκο ως τον αγαπημένο μου για φέτος. Είναι παράδοξο πώς δύο από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της μουσικής επέλεξαν να μας αφήσουν, ο ένας στην αρχή της χρονιάς, ο άλλος προς το τέλος της χαρίζοντάς μας στα τελευταία γενέθλιά τους έναν αριστουργηματικό δίσκο που και οι δύο γνώριζαν πως θα είναι ο τελευταίος τους. Ο πιο σπουδαίος ποιητής, ο πιο τρυφερός παραμυθάς μάς αφηγήθηκε τις στερνές του ιστορίες. Έγραψε την αποχαιρετιστήρια επιστολή του στη Marianne προειδοποιώντας μας και για την επικείμενη δική του αποδημία, αξιώθηκε ένα κύκνειο άσμα με τη φροντίδα και τη βοήθεια του γιου του… What a way to go… Με την ίδια ποιοότητα, γοητεία και στυλ που έζησε. Θα μας συνοδεύει πάντα στις πιο μύχιες προσωπικές μας στιγμές. Θα ξαναζεί κάθε φορά που κάποιος από μας θα νιώθει έναν γλυκό – συνήθως ανέλπιδο – πόθο α λα Leonard Cohen…
Ήταν μια τρελή χρονιά για τον κόσμο της μουσικής. Μεγάλες απώλειες, αρκετές απογοητεύσεις και μια χούφτα εξαιρετικούς δίσκους που λογικά θα κουβαλάμε για χρόνια. Οι Bowie, Cohen και Cave έβγαλαν τα δικά τους ρέκβιεμ με διαφορετικούς τρόπους και για διαφορετικούς λόγους, οι Tindersticks, Radiohead, Suede, Anohni και Underworld κυκλοφόρησαν υλικό που είναι σχεδόν παράλογο ότι είχαν ακόμα μέσα τους ενώ οι Wild Beasts, Andy Stott, PJ Harvey, John Roberts, Bon Iver και Savages (και μερικοί ακόμη) εγκλωβίστηκαν σε διαφορετικά μέρη του μυαλού τους και λιγότερο ή περισσότερο μας άφησαν απέξω και μας απογοήτευσαν.
Αυτοί που πήγαν ένα βήμα παρακάτω αγνοώντας επιδεικτικά την επιτυχία του Quarter Turns Over A Living Line, είναι το ντουέτο των Raime, οι οποίοι με το Tooth πέρα από το απόλυτο soundtrack του δικού μου 2016, μοιάζουν να έχουν γράψει ξανά τη μουσική της Ρεβέκκας του Χίτσκοκ αν αυτή είχε σχεδιαστεί για ένα sci-fi παιχνίδι στον PS4. Ίσως ο μοναδικός δίσκος των τελευταίων ετών που δεν βγάζει απολύτως κανένα νόημα αν δεν παίξει απ΄την αρχή ως το τέλος και μαζί με το πανέμορφο άλμπουμ των Studio OST, οι δύο αγαπημένοι μου δίσκοι φέτος.
Κομβικό ή και όχι το Glowing Man στην πορεία των Swans (ο Μichael Gira είπε ότι είναι το τελευταίο με αυτή την κανονική τους σύνθεση- πάμε γι’ άλλα δηλαδή, παλιά μου τέχνη) σήκωσε σκόνη, τίναξε συνειρμούς και εκτόξευσε λάβα από το ψυχωμένο, ορμητικό, μανιακό, άχρονο σύμπαν τους που μιλάει για αγάπη με άγρια τρυφερότητα. Κάπου ανάμεσα σε αυτά «κόλησα» ακόμη μια φορά μαζί τους.
Επέστρεψα αρκετές φορές για να το ακούσω από το καλοκαίρι που κυκλοφόρησε (εθισμός, δεν είναι κακό αυτό) και έχω σιγουρευτεί πια ότι ο Gira είναι ο Mad Max (μας) την επόμενη μέρα – που μπορεί και να έχει έρθει αυτή- το 2016 της έμοιαζε αρκετά.
Ο συνδυασμός μιας γενικής πεσιμιστικής προσέγγισης λόγω προσωπικότητας και της ατέλειωτης φετινής σαπίλας, αδικίας και απογοήτευσης επιβάλλει μια αυθαιρεσία καθαρά για λόγους επιβίωσης. Οι αγαπημένοι δίσκοι είναι δύο. Δε χρειαστηκε εξορκισμός για να βγεί η χρονιά που πήρε πολλά και έδωσε λίγα.
Το 50% ήταν Parquet Courts. Το ῾Human Performance᾽ είναι ένα καταιγιστικό μανιφέστο ευφυίας. Υπένθυμίζει απλά πράγματα με έξυπνο τρόπο. Σκόνη υπάρχει πάντού. Και απομόνωση. Και αγωνία. Οι άνθρωποι και οι πόλεις αλλάζουν. Τα τασάκια γεμίζουν και τα μπουκάλια αδειάζουν. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να σκουπίσεις. Τα μάτια σου κυρίως. Και να προχωρήσεις.
Το υπόλοιπο σωτήριο 50% οφείλεται στη φωνή της Angel Olsen. Εσωτερική πάλη, καταδικασμένη αγάπη και παραδαρμός από το πρώτο άκουσμα του ‘My Woman’. Ολα μαζί όμως σχηματίζουν ένα συμμετρικότατο κωλοδάχτυλο προς το σύμπαν. Μέσα από αυτή την ταλαιπωρία φανερώνεται ξαφνικά μια καταπιεσμένη αλλά παρούσα αισιοδοξία. Και κάπως έτσι πέρασε αυτή η όχι και τόσο δημοφιλής χρονιά.
Hipster jazz. Αδόκιμος όρος, ασφαλώς. Απαξιωτικός στα χείλη των jazz purists, ίσως της πιο βαρετής μουσικής φυλής. Αμήχανος πυροβολισμός (στα πόδια τους) των εναλλακτικών media στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν, τηρώντας αποστάσεις, την αξία του άλμπουμ των τεσσάρων Καναδών. Θα μπορούσαν απλά να το πουν jazz not jazz (με τον ίδιο τρόπο που έμεινε να αποκαλείται disco not disco η μουσική που έμεινε ορφανή από το «θάνατο της disco» και βρήκε καταφύγιο στο γάμο με το post punk στα πρώιμα 80s). Για να τονίσουν ότι το κουαρτρέτο από το Τορόντο σέβεται – κι έχει ολοφάνερα σπουδάσει – τη φόρμα του είδους, αλλά την ξεπερνά αλήτικα κάθε δύο χρόνια φτιάχνοντας «τζαζ άλμπουμ για εκείνους που δεν ακούνε τζαζ». Περιοδικότητα που έσπασε πέρυσι η εξαιρετική τους συνεργασία με τον Ghostface Killah που τελικά αποδείχθηκε απλά προειδοποιητική βολή για την πιο ολοκληρωμένη τους δουλειά: τη φετινή που με τη συνδρομή των Sam Herring (Future Islands), Colin Stetson, Mick Jenkins, Kaytranada και Charlotte Day Wilson στήνουν ένα πανηγύρι κομψότητας, φροντίζοντας να εξέχουν καθαρά οι street γωνίες στην αλαζονική γυαλάδα μπάσου-ντραμς-σαξοφώνου-πλήκτρων.
Στην πλέον (ίσως και την μόνη) ουσιαστική από τις συνεντεύξεις που έδωσε ο John Carpenter στη φετινή επίσκεψη του για συναυλίες στην Αθήνα (στον Άκη Καπράνο και για το Metal Hammer) αναφέρει ότι ουσιαστικά τα 80s δεν τα νοσταλγούμε, γιατί τα 80s πρακτικά δεν έχουν φύγει ποτέ. Δηλαδή, και όπως το κατάλαβα εγώ, ζούμε για πάντα στα 80s και θα ζούμε και για άλλο ένα πάντα σε αυτά, μέχρι νεωτέρας τουλάχιστον.
Δεν θα διαφωνήσω. Και ποιος είμαι άλλωστε για να το κάνω;
Το Petrol είναι η απτή απόδειξη (και για αυτό καλό θα είναι να το πάρετε σε φυσικό format). Ένας δίσκος που περισσότερο από την εποχή του ανήκει στην αμέσως επόμενη εποχή, που η ανθρώπινα ηλεκτρονική μουσική δεν θα απαιτείται να είναι ούτε intelligent, αλλά ούτε και ανόητα ελευθεριάζουσα για να κυριαρχεί. Λιγότερο εντυπωσιακός από κάθε δουλειά του Floating Points και σχεδόν ερασιτεχνικός σε σχέση με όποιο βαρύ πυροβολικό της Warp συνεχίζει να στοχεύει κατά πάνω μας κάθε τόσο (χωρίς πάντως να μας αφήνει στον τόπο πλέον).
Εμπεριέχει μέσα του τις Mεγάλες Πόλεις της δεκαετίας του ’80, στις οποίες κατά τα ανωτέρω συνεχίζουμε να ζούμε λίγο- πολύ μέχρι σήμερα, και δη την πόλη των πόλεων, το Los Angeles, που υπομονετικά περιμένει να πάρει την εκδίκηση του στο πάνθεον των γνωστών μας λαϊκών τεχνών, που ατέρμονα επιμένουν στην πρωτοκαθεδρία της Νέας Υόρκης. Για αυτό και μόνο, το Petrol είναι ο δίσκος εκείνος που απέδειξε επιτέλους ότι το No Wave ήταν και είναι η πιο ανθρώπινη μουσική που έγινε ποτέ από ανθρώπους που είχαν ως πρώτο στόχο να χάσουν την ανθρωπιά τους.
Αν τυχόν έχετε μία αυθεντική, βαριά πρώτη (αλλά πρώτη) κόπια του Diamond Life της Sade, με το χοντρό χαρτόνι να προστατεύει ακόμη το δίσκο, και να μην έχει χάσει την χαρακτηριστική υφή και μυρωδιά του είκοσι τόσα χρόνια μετά, ξέρετε ήδη ότι το Petrol είναι η οριστική αμερικάνικη απάντηση στην βρετανική κυριαρχία επί της αισθητικής των μεγαλουπόλεων, που με όση καθυστέρηση ήρθε, άλλο τόσο πειστική υπήρξε. Το ότι αυτή τη φορά χρειάστηκε ένας nerd νεαρός Αμερικάνος, που ρέπει ανάμεσα στην επιστήμη και τη μουσική και αλλάζει όνομα στα project του πιο γρήγορα από ότι συχνότητες στη ρυθμολογία του, και όχι μία Νιγηριανή μιγάδα καλλονή, λέει μερικά άσχετα πράγματα για την εποχή που ζούμε. Ή μπορεί και να μην λέει και τίποτε.
Δίσκος της χρονιάς σχεδόν από την αρχή της και πάντως μέχρι το τέλος της, που είναι και το ζητούμενο σε αυτές τις περιπτώσεις. Θα τον ακούσετε τις μέρες των γιορτών διαβάζοντας το συνταρακτικό ΑΕΡΟΠΛΑΣΤ της Άντζελας Δημητρακάκη, και θα καταλάβετε ότι η μέχρι πέρσι χριστουγεννιάτικη μελαγχολία σας, ήταν ένα ανεπαίσθητο τίποτε.
Το πιθανότερο είναι να αγνοείτε αυτό το σχήμα από το Leeds, ή να έχει πάρει κάπου το μάτι σας το όνομά τους και να μην έχετε μπει στον κόπο να τσεκάρετε. Εκεί ακριβώς είναι που έρχομαι εγώ να διορθώσω αυτή την κατάφορη αδικία και να σας επιστήσω την προσοχή στη φετινή τους κυκλοφορία, ένα άλμπουμ με τον τίτλο Ullages (αναγραμματισμός του ονόματός τους, αλλά σιγά μη δεν το είχατε καταλάβει). Σ’ αυτό το δεύτερό τους λοιπόν δίσκο φέρνουν σε πέρας όλα τα ελπιδοφόρα που είχαν υποσχεθεί στο φερώνυμο ντεμπούτο τους και πολλά παραπάνω. Το ατού τους είναι τα τραγούδια τους, οι μεστές συνθέσεις που δείχνουν ότι δεν υπολείπονται σε έμπνευση των καλύτερων ομολόγων τους, οι ζαλιστικές ατμόσφαιρες που δημιουργούν με τον ήχοι της κιθάρας τους κυρίως, η φωνή του τραγουδιστή που φέρνει τόσο ξεδιάντροπα σ’ εκείνη του Robert Smith αλλά και τι έγινε εδώ που τα λέμε (εκτός αν συγκαταλέγεσαι στους πιουρίστες που θέλει το κάθε τι να αποφεύγει τις αναφορές στο παρελθόν, και να κοιτάζει το μέλλον στα ίσα και με γυαλιά ηλίου επειδή προμηνύεται εκτυφλωτικό), το αέναο ταξίδι που αποτελεί η κερδοφόρα από τα αποδυτήρια εντεκάδα των κομματιών που περιέχει. Το Ullages αποτελεί ένα χωρίς επιστροφή εισιτήριο στη νεότητά μου και ταυτόχρονα ένα πρώτης τάξης sampler της σύγχρονής μου πραγματικότητας, τόσο σε μουσικό επίπεδο όσο κι ευρύτερα σε προσωπικό, βιωματικό. Είναι ο δίσκος που άκουσα περισσότερο φέτος κι ως εκ τούτου ο πιο αγαπημένος μου, γιατί να κρυβόμαστε πίσω από ονοματεπώνυμα και τίτλους που θα μας κάνουν να φαινόμαστε πιο cool απ’ όσο θα μπορούσαμε ποτέ να είμαστε;
Συνήθως, ο δίσκος που επιλέγω ως καλύτερο μιας χρονιάς είναι εκείνος που άκουσα και απόλαυσα περισσότερο στη διάρκεια του έτους. Για το 2016, λοιπόν, αυτό το άλμπουμ ήταν για μένα το “Love & hate” του νιγηριανής καταγωγής Λονδρέζου, Michael Kiwanuka. Αν και αμετανόητος λάτρης του indie και folk κιθαριστικού ύφους, οφείλω να παραδεχτώ πως οι περισσότερες σημαντικές ηχογραφήσεις των 10s έρχονται από την αστείρευτη δεξαμενή μαύρων ταλέντων. Είτε σε mainstream, είτε σε πιο εκλεκτικό (να το πούμε και νέο indie;) επίπεδο, όλο και περισσότεροι μαύροι καλλιτέχνες χαράζουν τολμηρές διαδρομές, επαναπροσδιορίζοντας τα όρια ανάμεσα σε υποείδη και μανιέρες της ποπ κουλτούρας. Τολμάνε να μπολιάσουν τα πυκνά παρακλάδια του δέντρου της αφροαμερικάνικης παράδοσης με στοιχεία από τη “λευκή” ποπ και τη “χλωμή” electronica. Kendrick Lamar, Kamasi Washington, Donald Glover, Frank Ocean είναι μόνο τα πρώτα ονόματα που μου έρχονται στο μυαλό, από την πλειάδα καλλιτεχνών που έπαιξαν με τα στερεότυπα του μαύρου ήχου και κέρδισαν το άλλοτε δύσβατο λευκό mainstream, διατηρώντας ανέπαφο το status τους. Φαίνεται πως στην Αμερική του Obama (σε εκείνη τη χώρα γράφτηκαν όλα αυτά) η ποπ βασιλεία δεν απαιτεί πλέον… λεύκανση δέρματος.
Κάπως έτσι έχει διαμορφωθεί η κατάσταση στη μεγαλύτερη δισκογραφική αγορά του πλανήτη, την αμερικάνικη. Εκεί τα σκήπτρα άλλαξαν χέρια μάλλον οριστικά και ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος της ανάκτησης των R’n’B κλοπιμαίων από τους απόγονους του Elvis, είναι ο υπερταλαντούχος και πολυπράγμων κύριος Brian Burton, γνωστότερος ως Danger Μouse! Και τώρα, θα μου πείτε τι σχέση έχουν όλα αυτά με το δίσκο που αγάπησα περισσότερο από τις φετινές κυκλοφορίες; Μα, αυτός ο απίθανος τύπος, ο Burton, συνυπογράφει την παραγωγή και τις έξι από τις δέκα συνθέσεις του άλμπουμ! Επιπλέον, είχε την ικανότητα να διακρίνει στις προηγούμενες ανώριμες προσπάθειες του Kiwanuka (όπου η ισορροπία μεταξύ soul και folk λειτουργούσε περιοριστικά για τις πραγματικές του δυνατότητες) έναν σπουδαίο και ψυχωμένο ερμηνευτή. Και του πρόσφερε σπουδαίες ενορχηστρώσεις και δομές που παραπέμπουν στις μεγαλύτερες δόξες της soul μουσικής. Το “Love & Hate” είναι ένα υπέροχο ολοκληρωμένο soul album, που φέρνει στο μυαλό ιερά τέρατα τύπου Marvin Gaye ή Otis Redding. Και η παραγωγή των Danger Mouse και Inflo, δίνει στο δίσκο τη φρεσκάδα που χρειάζεται για να σταθεί στο σήμερα. Το “Love & Hate” είναι ένα διαμάντι που θα μείνει στην κορυφή της δισκογραφίας των 10s, όχι για την πρωτοπορία του, αλλά για την άψογη διατύπωση των σπουδαίων εμμονών του. Ιδανικό soundtrack για οποιαδήποτε στιγμή της μέρας και για οποιοδήποτε mood, αν και θα είστε πιο ασφαλείς αν αποφύγετε τους υπέροχους στίχους του Michael, ειδικά αν βρίσκεστε σε φάση χωρισμού…
Αν και απουσιάζει από όλες (αν δε κάνω λάθος) τις λίστες της χρονιάς, το διαλέγω: α) επειδή ήθελα να το ξανακούσω με το που τελείωσε και β) επειδή λειτούργησε σαν μηχανή ταξιδιού στον χρόνο.
Στην ουσία πρόκειται για τη συνέχεια του Everything Is Wrong, μόνο που εδώ δεν υπάρχει ούτε ένα δευτερόλεπτο χαλαρών στιγμών. Ο Moby εκθέτει τους γνώριμους προβληματισμούς του για το ποιοι είμαστε και που πάμε, με τη μουσική να τρέχει με χίλια, λες και θέλει να κάνει ταχύτερο γύρω σε δοκιμαστικά της Φόρμουλα 1. Για ένα απειροελάχιστο δευτερόλεπτο βρέθηκα ξανά ανάμεσα στον κόσμο που δεχόταν την παρθενική Moby-επίθεση στο Rock Of Gods της Δραπετσώνας κι αυτό δε με χάλασε καθόλου, ειδικά από τη στιγμή που ο δημιουργός είχε δείξει ν’ ακολουθεί σαφώς πιο ατμοσφαιρικά μονοπάτια τα τελευταία χρόνια.
Μια αναπάντεχη όσο και καλοδεχούμενη επιστροφή.
Είναι πολύ αγαπημένη μου εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Την είδα μάλιστα και και live πρόσφατα για να διαπιστώσω πόσο σημαντική είναι η δισκογραφική της επιστροφή.
Το καλύτερο άλμπουμ για το 2016 είναι ένας πειραματικός δίσκος με ποπ αρώματα, φταιγμένος ως εορτασμός του πνεύματος, της σάρκας και του αίματος της περιόδου (…) Σε μια χρονιά που τόσοι πολλοί ένιωσαν αποξενωμένοι, που η ίδια η ταυτότητα βρέθηκε εν αμφιβόλω, η οικειότητα, ο διανοουμενισμός και η ανένδοτη ειλικρίνεια του Blood Bitch ήταν τόσο ανακούφιση όσο και πρόκληση.
Συμπερασματικά, το Hopelessness είναι ένας δίσκος για την επιβίωση και την σύγχρονη μάχη του ατόμου να παραμείνει ελεύθερο. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς που μπορεί να είναι δύσκολο να αποφύγεις να βυθιστείς σε ένα ατέρμονα σκληρό κύμα κακών νέων οι Anohni, Oneohtrix Point Never and Hudson Mohawke συναρμολόγησαν στο λυκόφως έναν συνθετικό δίσκο διαμαρτυρίας που μοιάζει επείγων. Μια ξεσηκωτική κραυγή για πάλη. Κράτα και πάλεψε την καταπίεση με οποιόδηποτε κόστος, όποτε μπορείς.
Κάθε άλμπουμ με τέτοιο αναπόφευκτα εκτίθεται προς τη γελοιοποίηση, αλλά τελικά οι 1975 της επιβάλλονται. 17 κομμάτια σε 74 λεπτά, διανύουν την απόσταση από την pop στο post rock και συστήνουν το δεύτερο άλμπουμ της μπάντας από το Μάντσεστερ ως μια συναρπαστική αντανάκλαση της υπερμεγέθους, πλην αντιφατικής, προσωπικότητας του frontman τους Matt Healy: εγωμανής μα εσωστρεφής, λαϊκιστής αν και αναπολογητικά δήθεν, ανασφαλής και πεινασμένος για προοχή. «Ο κόσμος χρειάζεται αυτό το άλμπουμ», είπε στο ΝΜΕ.
Στο παρελθόν, η ελκυστικότητά τους περιοριζόταν από την προσέγγισή τους, όσο υπέροχη κι αν είναι. Τώρα οι λασπώδεις κιθάρες και τα γρυλλίσματα των στίχων είναι ένα μικρό συστατικό, όχι η κύρια δύναμή τους. Έχουν μια αυθεντική ποπ ευαισθησία, air guitar στιγμές, camp θεατρικά και υψηλό δράμα. Μαζί με μια ιστορία στο παρασκήνιο με ένα φινάλε που δεν είναι μόνο χαρούμενο για τους Årabrot, αλλά για όλους μας.
Όσο απίθανο κι αν φαινόταν στην αρχή το We Got It From Here ακούγεται σαν ένα top-3 άλμπουμ από την πρώτη περίοδό τους μέτα από 100+ ακροάσεις. Σε μια χρονιά με πολλές κυκλοφορίες-έκπληξη η Tribe έδωσαν ένα αληθινά απρόσμενο κι απαραίτητο modern classic που ξεπέρασε όλες τις προσδοκίες και που θα το εκτιμούμε και θα το θυμόμαστε ώς ένα λαμπρό φως σε μια σκοτεινή και, γαμημένη από κάθε άποψη, χρονιά.
Στο τρίτο της άλμπουμ η Solange ανακτά κάθε μέρος της αφήγησής της και κάνει κάτι αναντίρρητα εμπνευστικό. Εν έτει 2016 που ακόμα θεωρείται ριζοσπαστικό να βγάζεις δίσκους για τo πως είναι να είσαι μαύρη και γυναίκα, εκείνη το έκανε με εντυπωσιακή ειλικρίνεια. Δίνοντας τη δική της εκδοχή στους δίσκους διαμαρτυρίας του παρελθόντος.
Οι βασικές εκπρόσωποι της μαύρης pop κυκλοφόρησαν το 2016 άλμπουμ-δηλώσεις, το έκαναν οι Beyoncé, Rihanna, Alicia Keys, αλλά ήταν η Solange που πήγε παραπέρα τη συζήτηση με ένα άλμπουμ που αφίχθηκε ως δώρο. Σε μια χρονιά που η συναισθηματική σταθερότητα έμοιαζε εν πολλοίς απατηλή και η σκοτεινιά επικράτησε, ρουφώντας μας, η Solange μας πρόσφερε μια διαχρονική αλοιφή με τη μορφή ομαδικής θεραπείας.
O Frank Ocean πέρασε το τετραετές διάστημα της δισκογραφικής του απουσίας σχεδιάζοντας ήσυχα το πώς θα την κατεδαφίσει επιστρέφοντας. Το sophomore άλμπουμ του τα κατάφερε με μια προσκετική μελέτη αντιφάσεων: Ηρεμία του σεληνόφωτος από οικεία samples και μια σειρά από A-list συνεργασίες/ Νοσταλγία για τις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις της περιόδου του πριν γίνει διάσημος σε συμφωνία με μια αναπτυσσόμενη, αλλά ακόμα νευρική, υιοθέτηση της αμφισεξουαλικότητας. Ήταν συναρπαστικό να βλέπεις αυτόν τον δίσκο να σπέρνει τον τρόμο στη βιομηχανία έτσι όπως ο Frank έκοψε τα μεγάλα labels και το πομπώδες παραδοσιακό promo φτιάχοντας ένα πρότζεκτ-δόλωμα, το Endless, για να ολοκληρώσειτ ο συμβόλαιό του με την Def Jam και στη συνέχεια, μερικούς μήνες μετά, έστησε μια 24ωρη συμφωνία διανομής με την XL Recordings για να δώσεισ τους fans του το φυσικό προϊόν του Blond(e) στο πλαίσιο της Black Friday Record Store Day.
Είναι το είδος του άλμπουμ που σε μαθαίνει πώς να το ακούς, και το απόλυτο μάθημά του έχει απλά να κάνει με τον τύπο που το έφτιαξε. Ο Ocean είναι ευάλωτος, οξυδερκής, αλλά και υπεροπτικός ταυτόχρονα. Προσπαθεί να εκπληρώσει κάποιες συγκεκριμένες ιδέες αγνότητας, αλλά τα αυτοκίνητα, τα ναρκωτικά και η σάρκα έχουν το δικό τους δέλεαρ. Κι αν έχει αφήσει πίσω του πολλούς περιορισμούς – με πιο διάσημος απ’ αυτούς την ετεροκανονικότητα – δεν έχει καταφέρει να λύσει το πρόβλημα της ανθρώπινης επαφής. «Μακάρί να είχαμε μεγαλώσει με τις ίδιες συμβουλές» λέει σε κάποιον εραστή στο “Self Control”, ίσως ο πιο συνταρακτικός στίχος σε ένα συνταρακτικό άλμπουμ.
Εκεί που το προηγούμενο Channel Orange άπλωσε τα δίχτυα του για να ζωγραφίσει τα παιδιά της Καλιφόρνια ως μια βαρεμένη, φουσκωμένη από τα ναρκωτικά γενιά που ερωτοτροπεί με μέρη ανεξερεύνητα, το Blond(e) είναι πιο ενδοσκοπικό και αποτελεσματικά ασχολείται με ένα μεγαλύτερο εύρος θεμάτων (…) Μας έμαθε να τινάζουμε από τις σχέσεις μας την άμεση ολοκλήρωση και να ερωτευτούμε ξανά με ανθρωπιστική νοσταλγία – όλα αυτά με το λεπτεπίλεπτο άγγιγμα του Ocean στους στίχους και το ακαδημαϊκό επίπεδο του ηχητικού του storytelling.
To Blond(e) είναι μελαγχολικό. Είναι το άλμπουμ εκείνου του είδους που δείχνει να αναρωτιέται για κάποιον σκοπό, όπως είναι όταν περπατάς χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση ένα Σαββατόβραδο ψάχνοντας μόνο να βρεις το τέλειο μπαρ για να πιεις ένα τέλειο ποτό με εκείνον τον τέλειο κάποιον.